Κυριακή του Πάσχα, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ιω. α΄ 1-17 (19-04-2020)
Διακόνου Επιφανίου Παπαντωνίου
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αὐτοῦ. Οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ’ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. Ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ’ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος· ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωυσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.
Νεοελληνική Απόδοση
Απ’ όλα πριν υπήρχε ο Λόγος κι ο Λόγος ήτανε με τον Θεό, κι ήταν Θεός ο Λόγος. Απ’ την αρχή ήταν αυτός με τον Θεό. Τα πάντα δι’ αυτού δημιουργήθηκαν κι απ’ όσα έγιναν τίποτα χωρίς αυτόν δεν έγινε. Αυτός ήτανε η ζωή, και ήταν η ζωή αυτή το φως για τους ανθρώπους. Το φως αυτό έλαμψε μέσα στου κόσμου το σκοτάδι, μα το σκοτάδι δεν το δέχτηκε. Ο Θεός έστειλε έναν άνθρωπο που τον έλεγαν Ιωάννη· αυτός ήρθε ως μάρτυρας για να κηρύξει ποιος είναι το φως, ώστε με τα λόγια του να πιστέψουν όλοι. Δεν ήταν ο ίδιος το φως, ήρθε όμως για να πει ποιος είναι το φως. Ο Λόγος ήταν το αληθινό το φως, που καθώς έρχεται στον κόσμο φωτίζει κάθε άνθρωπο. Μέσα στον κόσμο ήταν, κι ο κόσμος δι’ αυτού δημιουργήθηκε, μα δεν τον αναγνώρισε ο κόσμος. Ήρθε στον τόπο το δικό του, και οι δικοί του δεν τον δέχτηκαν. Σ’ όσους όμως τον δέχτηκαν και πίστεψαν σ’ αυτόν, έδωσε το δικαίωμα να γίνουν παιδιά του Θεού. Απ’ το Θεό γεννήθηκαν αυτοί και όχι από γυναίκας αίμα, ούτε από επιθυμία ανθρώπινη ή επιθυμία άντρα. Ο Λόγος έγινε άνθρωπος κι έστησε τη σκηνή του ανάμεσά μας και είδαμε τη θεϊκή του δόξα, τη δόξα που ο μοναχογιός την έχει απ’ τον Πατέρα, ήρθε γεμάτος χάρη θεϊκή κι αλήθεια για μας. Ο Ιωάννης είπε επίσημα τη γνώμη του γι’ αυτόν και τη διακήρυξε λέγοντας: «Γι’ αυτόν ήταν που είπα, “εκείνος που έρχεται ύστερα από μένα είναι ανώτερός μου, γιατί υπήρχε πριν από μένα”». Απ’ το δικό του πλούτο πήραμε όλοι εμείς τη μια δωρεά πάνω στην άλλη. Ο νόμος δόθηκε δια του Μωυσέως, η χάρη η θεϊκή όμως και η αλήθεια ήρθε σ’ εμάς δια του Ιησού Χριστού.
Εισαγωγικά
Το κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, γραμμένο στην Έφεσο στις αρχές του 1ου αιώνα, χαρακτηρίζεται από την αρχαία εκκλησιαστική παράδοση ως «πνευματικό», ενώ τα τρία πρώτα ευαγγέλια χαρακτηρίζονται ως «σωματικά» (Ι. Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη). Μέσα στο ευαγγέλιο του ηγαπημένου και επιστηθίου φίλου του Κυρίου, συναντά κανείς εκφράσεις και έννοιες θεολογικές που δεν υπάρχουν στα άλλα τρία ευαγγέλια. Πολύ σωστά η θεολογία του ευαγγελίου του Ιωάννη έχει χαρακτηριστεί, ως υψιπετής. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που η Εκκλησία μας, έχει ορίσει σαν χρόνο έναρξης της ανάγνωσης του την σημερινή ημέρα, την Κυριακή του Πάσχα. Και αυτό διότι κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες πολλοί κατηχούμενοι βαπτίζονταν το Μεγάλο Σάββατο. Έτσι με το φωτισμό που λάμβαναν με τη βάπτιση τους, ήταν πνευματικά έτοιμοι για την υψηλή θεολογία του ευαγγελιστή (Ιωάννη Ι. Καραβιδόπουλου, Στο ίδιο,). Τέλος ο ίδιος ο Ευαγγελιστής αναφέρει ότι ο λόγος συγγραφής του Ευαγγελίου είναι «ίνα πιστεύσητε ότι ο Ιησούς εστίν ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, και ίνα πιστεύσαντες, ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού» (Ιω. κ΄ 31).
Σχολιασμός
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Αναστάσιμης Θείας Λειτουργίας δεν είναι αναστάσιμο. Δεν αναφέρεται δηλαδή καθόλου στα γεγονότα σχετικά με την Ανάσταση του Κυρίου. Ο Αρχιεπίσκοπος Αστραχανίου και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης στο «Κυριακοδρόμιον» του, δίνει την εξήγηση. Οι Άγιοι Πατέρες λέει οι «πρεπόντως και ευλογοφανώς διαταξάμενοι τας εν τη Εκκλησία αναγνώσεις» όρισαν να διαβάζεται η συγκεκριμένη περικοπή κατά την Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία διότι κατά την Κυριακή, την πρώτη ημέρα και αρχή του αριθμού των ημερών «εγένετο και η πλάσις πάσης της κτίσεως και η ανάπλασις όλης της ανθρωπότητος, η ανάπλασις έργον του σεσαρκωμένου Λόγου. Κατά την Κυριακή και πρώτη ημέρα εκτίσθη ο ουρανός και η γη και την ίδια ημέρα Κυριακή, ο μονογενής Υιός του Θεού ανήγγειλε στις μυροφόρους το χαροποιό μήνυμα της αναπλάσεως».
Κατ’ αυτήν την ημέρα συνεχίζει, ο αείμνηστος Νικηφόρος Θεοτόκης, την πρώτη κατά την τάξη, κατά την αξία, πρώτη ημέρα της αναστάσεως του ανθρώπου και της αποκαταστάσεως του στην αιώνια δόξα και βασιλεία, έπρεπε να διαβάζονται τα πρώτα δόγματα της σωτηρίας, τα πρώτιστα και υψηλότερα και θεμελιώδη ρήματα της ορθοδόξου πίστεως. «Και αληθώς η σήμερον αναγνωσθείσα ευαγγελική περικοπή περιέχει όλον το μέγα μυστήριον της εκ του Πατρός αχρόνου γεννήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, και την θεοπρεπή και άφατον αυτού οικονομίαν της εν χρόνω γενομένης εκ Παρθένου μητρός ενανθρωπήσεως αυτού». (Νικηφόρου Θεοτόκη, Κυριακοδρόμιο σελ.87).
Η περικοπή αυτή λοιπόν αποτελεί το πρωΐμιο του κατά Ιωάννη ευαγγελίου. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης κάνει αναφορά στην ενανθρώπηση του Θεού Λόγου και κατ΄ επέκταση στο σχέδιο της θείας Οικονομίας, που κορυφώνεται με το Πάθος και την Ανάσταση του Κυρίου και θα ολοκληρωθεί με την Δευτέρα Παρουσία του στον κόσμο.
Ο Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος. Προσέλαβε ανθρώπινη σάρκα και σκήνωσε ανάμεσα στους ανθρώπους, φανερώνοντας έτσι τη θεϊκή του δόξα. Είναι το φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. Για να αναγνωρίσει όμως ο άνθρωπος τη θεϊκή παρουσία, χρειάζεται καταρχήν να έχει οικειωθεί το θείο φως διά του βαπτίσματος στο όνομα του Τριαδικού Θεού. Οπόταν η ένταξη στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία και η μέθεξη των ιερών μυστηρίων, τον καθιστά δεκτικό αυτού του θείου φωτισμού.
Παράλληλα όμως απαιτείται και η διαρκής ανθρώπινη συναίνεση και προσπάθεια μέσω της άσκησης. “Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της αναστάσεως”, μας προτρέπει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον υπέροχο κανόνα της εορτής του Πάσχα. Σε αυτό συμβάλλει και η νηστεία, η μετάνοια, η εγκράτεια, η εσωτερική συντριβή αλλά και η έμπρακτη άσκηση της αγάπης. Ορισμένοι βλέπουν τον Χριστό μόνο ως Θεό, ενώ άλλοι τον βλέπουν μόνο ως άνθρωπο. Οι πρώτοι τον τοποθετούν τόσο ψηλά που δεν τον φτάνουν. Οι δεύτεροι τον απογυμνώνουν από τη θεότητα, στερώντας ουσιαστικά στον άνθρωπο τη δυνατότητα να γίνει θεός κατά χάριν και να υπερβεί τη φθορά και τον θάνατο.
Ο Χριστός όμως ως θεάνθρωπος ανοίγει τον δρόμο της νίκης εναντίον του θανάτου και γίνεται “πρωτότοκος εκ των νεκρών”. Την πορεία αυτή μπορεί να ακολουθήσει και ο χριστιανός. Σταυρώνει τα πάθη του, για να συναναστηθεί με τον Χριστό. Πεθαίνει διά της μετανοίας και των δακρύων για τη ζωή της αμαρτίας, και γεύεται από την παρούσα ζωή τα αγαθά της ανάστασης. Τηρεί φιλότιμα τις θείες εντολές και οικειώνεται τις αρετές που τον ελευθερώνουν από τη φθορά και τον θάνατο. “Θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει” (Ρωμ. στ΄ 9).
Η Ανάσταση είναι το θεμέλιο της πίστεώς μας, γιατί αν ο Χριστός δεν είχε αναστηθεί, η πίστη μας θα ήταν μάταιη κατά τον Απόστολο Παύλο «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις ημών, ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών˙ ετι έστε εν ταις αμαρτίας υμών» ( Α Κορ. ιε΄ 14,17). Το φως της Ανάστασης του Χριστού, γεμίζει και καταυγάζει τα πάντα «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια, εορταζέτω γουν πάσα κτίσις την έγερσιν Χριστού εν ω εστερέωται» ψάλλουμε με πίστη που μας κάνει ικανούς να δούμε το φως του Αναστημένου Χριστού. Ανάσταση, φως και ζωή γίνονται αλήθειες αλληλένδετες. Η πίστη της Εκκλησίας στην Ανάσταση του Χριστού αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται η ύπαρξή της. Ολόκληρη η Εκκλησία καταυγάζεται από το φως αυτό.
«Εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης»
Αποστέλλεται από τον Θεό άνθρωπος, ο προφήτης Ιωάννης για να μαρτυρήσει «περί του φωτός», να πει ότι ήρθε στον κόσμο και να δείξει ποιός είναι. Δεν είναι ο ίδιος το φως αλλά αυτός που μαρτυρεί περί του φωτός, το οποίο φωτίζει κάθε άνθρωπο που γεννιέται στον κόσμο. Δεν είναι όπως το φως του ηλίου το κτιστό και πρόσκαιρο αλλά αιώνιο. Όμως «μέσα στον κόσμο ήταν κι ο κόσμος δι΄ αυτού δημιουργήθηκε, μα δεν τον αναγνώρισε ο κόσμος».
Το κτιστό φως, όταν πλημμυρίζει τον κόσμο δεν είναι δυνατό να μην το δει κάποιος, το «αληθινό φως» όμως ο κόσμος δεν το πήρε είδηση. Και όχι μόνο ο πολύς κόσμος αλλά ούτε και οι άνθρωποι του στενού του περιβάλλοντος δεν τον αντιλήφθηκαν. «Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον». Δεν τον παραδέχθηκαν ή δεν θέλησαν να τον παραδεχθούν. Αυτοί όμως που τον παραδέχθηκαν έλαβαν από Αυτόν ύψιστο δώρο, τη δυνατότητα να γίνουν «τέκνα Θεού».
«Και ο Λόγος σάρξ…πλήρης χάριτος καί αληθείας»
Ο Λόγος έγινε σάρκα και συναναστράφηκε με μας και έζησε ανάμεσά μας. Μας δόθηκε η δυνατότητα να δούμε την απρόσιτη δόξα του Θεού, αφού ο Θεός έγινε άνθρωπος και συναναστράφηκε μεταξύ μας. «Δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και άληθείας». Μία δόξα που την είχε ως Μονογενής Υιός από μέρους του Πατέρα γεμάτος χάρη με την οποία θαυματούργησε και γεμάτος χάρη με την οποία μας φωτίζει και μας διδάσκει.
«Ιωάννης μαρτυρει περί αυτού και κέκραγε»
Το «κέκραγε» εδώ σημαίνει ότι υπάρχει δημόσια μαρτυρία του χωρίς κανένα δισταγμό. Ο λαός θαύμαζε το πνευματικό ύψος του Ιωάννη και ο Ιωάννης γνωρίζοντάς το, συστήνει τον Ιησού λέγοντας ότι «Αυτός που έρχεται ύστερα από μένα, υπήρχε πριν από μένα και κηρύχθηκε από όλους». «Και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν». Πλήρωμα σημαίνει το γέμισμα, τον πλούτο των δωρεών. Αφήσαμε τη μία χάρη και πήραμε άλλη χάρη. Η παλαιά χάρη είναι ο Μωσαϊκός νόμος, η Παλαιά Διαθήκη. Εκείνη η χάρη δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με την αιώνια και σωτήρια χάρη. Γι αυτό και ο Ευαγγελιστής συμπληρώνει «Ότι ο νόμος δια Μωυσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο». Τότε δόθηκε, τώρα έγινε, δηλ. πραγματοποιήθηκε. Εκεί μεσίτης ο δούλος, ο Μωυσής, εδώ μεσίτης ο Κύριος και Χριστός Ιησούς.
Η Ανάσταση του Κυρίου αποτελεί το σπουδαιότερο γεγονός της Ιστορίας. Τα ιερά ευαγγέλια γράφτηκαν, για να προσφέρουν τη χαρμόσυνη είδηση της Αναστάσεως σε όλους τους ανθρώπους όλων των εποχών. Η Ανάστασή του Χριστού αποτελεί εγγύηση και αφετηρία της ανάστασης όλων μας. Ας είναι αυτή η ανάσταση για όλους μας, πρώτιστα ανάσταση πνευματική. Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!