Κυριακή Η΄ Ματθαίου, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ματθ. ιδ’ 14 – 22 (11-08-2019)
Τρύφωνα Παπαγιάννη, Καθηγητή Μ.Ε.
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτούς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. Ὀψίας δὲ γενομένης, προσῆλθον αὐτῷ οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ, λέγοντες· Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος, καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας, ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. Οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. Ὁ δὲ εἶπε· Φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε. Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν, εὐλόγησε· καὶ κλάσας, ἔδωκε τοῖς Μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ Μαθηταὶ τοῖς ὅχλοις. Καὶ ἔφαγον πάντες, καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. Οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς Μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον, καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, είδε ο Ιησούς πολύν κόσμο και τους σπλαχνίστηκε, και γιάτρεψε τους αρρώστους των. Όταν έπεσε το δειλινό, τον πλησίασαν οι μαθητές του και του είπαν: «Ο τόπος είναι ερημικός, και η ώρα είναι περασμένη. Διώξε τον κόσμο να πάνε στα χωριά για ν’ αγοράσουν φαγητά να φάνε». Ο Ιησούς τους είπε: «Δεν υπάρχει λόγος να φύγουν, δώστε τους εσείς να φάνε». Κι αυτοί του λένε: «Δεν έχουμε εδώ παρά πέντε ψωμιά και δύο ψάρια». Κι αυτός ειπε: «Φέρτε μού τα εδώ». Κι αφού πρόσταξε τον κόσμο να καθίσει για φαγητό πάνω στο χορτάρι, πήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, τα ευλόγησε, έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές κι οι μαθητές στο πλήθος. Έφαγαν όλοι και χόρτασαν. Και μάζεψαν τα περισσεύματα από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. Αυτοί αφού έφαγαν ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες, χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά. Αμέσως ύστερα ο Ιησούς υποχρέωσε τους μαθητές να μπούν στο καΐκι και να πάνε να τον περιμένουν στην απέναντι όχθη, ωσότου αυτός διαλύσει τα πλήθη.
Σχολιασμός
Ο τόπος ήταν έρημος και η ώρα περασμένη. Τα τρόφιμα ελάχιστα. Πού θὰ έβρισκαν φαγητὸ τα πλήθη των ανθρώπων ─ κι ήταν πάνω απὸ πέντε χιλιάδες ─ που εἶχαν ακολουθήσει τον Κύριο και ήδη είχαν αρχίσει να πεινούν;… «Ουκ έχομεν ώδε ει μη πέντε άρτους και δύο ιχθύας», είπαν οι μαθητὲς στον Κύριο. Δεν έχουμε εδώ τίποτε άλλο παρὰ μόνο πέντε ψωμιὰ και δύο ψάρια. Αλλὰ τι είναι αυτὰ για τόσες χιλιάδες ανθρώπων;
Οι μαθητὲς του Κυρίου, αν και είχαν δει τόσα θαύματά Του, δεν μπορούσαν ακόμη να ξεφύγουν απὸ τα στενὰ όρια της ανθρώπινης λογικής. Κι ενώ έβλεπαν τα προβλήματα, δεν μπορούσαν να διακρίνουν τη δύναμη, την αγαθότητα και την πρόνοια του Χριστού ως εγγύηση για την επίλυσή τους. Πολύ εύστοχα σημειώνει ο ιερὸς Χρυσόστομος: «Ει γαρ και έρημος ο τόπος, αλλ’ ο τρέφων την οικουμένην πάρεστιν»· μπορεί να ήταν έρημος ο τόπος, αλλὰ είναι μαζί σας Αυτὸς που τρέφει την οικουμένη.
Πόσες φορὲς εγκλωβιζόμαστε στην ψυχρὴ λογικὴ των οικονομικών υπολογισμών! Μετράμε τα έξοδα και… το μυαλὸ σταματά. «Αδύνατον! Δεν θα τα βγάλουμε πέρα», λέμε. Κι όμως! Τίποτε δεν είναι αδύνατο για τον παντοδύναμο Θεό. Όπως και στο παρελθὸν ο Κύριος μας έσωσε απὸ δύσκολες περιστάσεις και πραγματικὰ αδιέξοδα, έτσι και τώρα και πάντοτε έχει τη δύναμη να μας βοηθήσει και να κάνει το θαύμα. Θαύμα, όπως αυτὸ της διατροφής τόσων χιλιάδων ανθρώπων στην έρημο.
Ο Χριστός χορταίνει την πνευματική πείνα των ανθρώπων και κατόπιν καλύπτει και τις υλικές τους ανάγκες. Όταν μάλιστα οι μαθητές Του ζητούν από Εκείνον να απολύσει τους όχλους, να δώσει δηλαδή εντολή να φύγουν από κοντά Του και να κατευθυνθούν στα κοντινά χωριά για να αγοράσουν την τροφή τους, ο Χριστός τους λέει ξεκάθαρα: «ου χρείαν έχουσιν απελθείν» (Ματθ. 14, 16). «Δεν είναι ανάγκη να φύγουν από κοντά μου για να φάνε, αλλά εσείς οι μαθητές μπορείτε να τους δώσετε από τη δική μας τροφή», επισημαίνει ο Κύριος, χαράσσοντας τελικά ένα δρόμο που διαφοροποιεί την αντίληψη που οι περισσότεροι έχουν για τους συνεχιστές της πορείας του Κυρίου και των μαθητών Του, δηλαδή τους ανθρώπους που ανήκουν στην Εκκλησία. Ποια είναι αυτή η διαφοροποίηση; Προηγείται το χόρτασμα της πνευματικής πείνας, η ανταπόκριση των ανθρώπων στην πνευματική προσφορά του λόγου του Θεού και έπεται το υλικό χόρτασμα. Αν ο άνθρωπος έχει χορτάσει πνευματικά από την παρουσία του Χριστού και τον λόγο Του, τότε η ευθύνη των μαθητών είναι να μην του επιτρέψουν να φύγει για να βρει την υλική του τροφή, αλλά να μοιραστούν τη δική τους μαζί του. Και επειδή αυτή η τροφή είναι λίγη, ο Χριστός με την προσευχή Του, την πολλαπλασιάζει, ώστε όχι μόνο να φθάσει για όλους, αλλά και να περισσέψει εν αφθονία. Η πνευματική πείνα. Μια κατάσταση που στην εποχή μας έχει τεθεί στο περιθώριο.
Οι άνθρωποι που πηγαίνουν στην Εκκλησία ή μιλούν για την Εκκλησία δεν βλέπουν την πνευματική πείνα αλλά μόνο την υλική. Ζητούν, απαιτούν, διαμαρτύρονται, κατηγορούν όχι γιατί η Εκκλησία δεν τους χορταίνει πνευματικά, γιατί κάτι τέτοιο δεν τους ενδιαφέρει, αλλά γιατί, κατά τη γνώμη τους, δεν τους χορταίνει υλικά. Είναι τέτοιος ο προσανατολισμός της ανθρώπινης φύσης στην ιδιοτέλεια του εδώ και τώρα, στην ιδιοτέλεια των υλικών αγαθών, στην ιδιοτέλεια της άκοπης επιβίωσης, η οποία καθίσταται κύριος στόχος του ανθρώπου, ώστε να έχει ξεχαστεί η πνευματική πείνα, η αγωνία για νόημα ζωής, για να γνωρίζει ο άνθρωπος γιατί ζει και υπάρχει, ποιος είναι ο σκοπός της πορείας του στον κόσμο αυτό.
Ο Χριστός βλέπει στην έρημο τους ανθρώπους που πεινούν για ζωή, για αλήθεια, για κοινωνία με το Θεό. Και τους χορταίνει όχι μόνο με τη διδαχή Του, αλλά κυρίως με το πρόσωπό Του, με την παρουσία Του. Δεν περιφρονεί όμως και τις υλικές ανάγκες του κόσμου. Τις συνδυάζει όμως με τις πνευματικές και γι’ αυτό λέει στους μαθητές Του ότι δεν έχουν ανάγκη οι άνθρωποι να φύγουν από κοντά Του. Αυτός είναι ο δρόμος τον οποίο πορεύεται αληθινά η Εκκλησία, παρά την πίεση που υφίσταται από τον κόσμο να προτάξει την υλικότητα του ανθρώπου σε σχέση με το πνεύμα. Η Εκκλησία καλείται με τον λόγο, με τα βιώματα των Αγίων, με την ζωή στην οποία καλεί τον άνθρωπο να πορευτεί, να δείξει ότι «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος» και από κει και πέρα, αφού χορτάσει πνευματικά τον άνθρωπο, να τον βοηθήσει και στο υλικό κομμάτι της ζωής.
Στην εποχή της μεγάλης κρίσης την οποία ζούμε η στάση του Χριστού φαντάζει εντελώς ουτοπική. Όταν μάλιστα αυξάνουν οι στρατιές των ανθρώπων που ζούνε κάτω από τα όρια της φτώχειας ή στερούνται ακόμη και το καθημερινό φαγητό, το συναίσθημα και η ανθρωπιά μας σπρώχνουν να βγάζουμε κηρύγματα φιλανθρωπίας και να απαιτούμε από την Εκκλησία να προσφέρει. Πόσοι από εκείνους που υποδεικνύουν στην Εκκλησία να αντιστρέψει την σειρά του Ευαγγελίου άραγε κάνουν πράξη αυτά που πρεσβεύουν για τους άλλους; Αλλά και η ίδια η Εκκλησία πόσο μπορεί να αντέξει αυτή την πίεση και να δώσει στους ανθρώπους να κατανοήσουν ποιος πρέπει να είναι ο αληθινός προσανατολισμός της ζωής; Μήπως, εάν οι άνθρωποι βίωναν τον πνευματικό χορτασμό, θα αισθάνονταν την ανάγκη τελικά να μοιραστούν και την τροφή τους μ’ αυτούς που δεν έχουν; ΚΙ εδώ οι μαθητές είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι δεν είχαν οι ίδιοι χορτάσει πνευματικά για να αισθανθούν το αυτονόητο: να μοιραστούν το υλικό με τους ακροατές του Χριστού.
Τι άλλο μαρτυρεί η ορθολογιστική προτροπή προς το Χριστό να απολύσει τους όχλους για να βρούνε τροφή; Ενώ ο Χριστός, τους υποδεικνύει τελικά με τον τρόπο του ότι δεν είναι ο ορθολογισμός που πρέπει να κυβερνά τη ζωή μας, αλλά η πνευματική πορεία, από την οποία μπορεί να γεννηθεί το θαύμα. Γιατί η αγάπη τελικά είναι το σημείο του πνευματικού χορτασμού, που γεννά την πληρότητα εντός του ανθρώπου και τελικά το θαύμα του μοιράσματος. Πόσοι είναι έτοιμοι στην εποχή αυτής της μεγάλης κρίσης να διακηρύξουν το λόγο του Χριστού: «Ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. 4, 4). Πόσοι είναι χορτάτοι από το λόγο του Θεού για να ακούσουν τελικά την προτροπή του μοιράσματος: «ου χρείαν έχουσιν απελθείν. δότε αυτοίς υμείς φαγείν», τόσο πνευματικά όσο και υλικά;