ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΙΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΧΙΛΙΕΤΙΑ
ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΙΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΧΙΛΙΕΤΙΑ:
ΚΑΘΟΔΟΝ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
14η Ολομέλεια της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας
21 Σεπτεμβρίου 2016, Κιέτι Ιταλίας
Μετάφραση: Ιωάννης Λότσιος, Δρ. Θ.
Πηγή Φως Φαναρίου
“ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ταῦτα γράφομεν ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη”. (Α’ Ιωάν. 1,3-4)
1. Η Εκκλησιαστική Κοινωνία απορρέει άμεσα από την ενσάρκωση του αιωνίου Λόγου του Θεού, κατά την ευδοκία του Πατρός, δια του Αγίου Πνεύματος. Ο Χριστός, ερχόμενος επί της γης, ίδρυσε την Εκκλησία ως το Σώμα Του (βλ. Α’ Κορ. 12, 12-27). Η ενότητα που υπάρχει μεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδος, αντικατοπτρίζεται στην κοινωνία μεταξύ των μελών της Εκκλησίας. Γι’ αυτό ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής επιβεβαιώνει ότι η Εκκλησία είναι ”Εικόνα” της Αγίας Τριάδος1. Στον Μυστικό Δείπνο, ο Ιησούς Χριστός προσευχήθηκε στον Πατέρα του: «τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ιω 17:11). Αυτή η τριαδική ενότητα εκδηλώνεται στην Θεία Ευχαριστία, όπου η Εκκλησία προσεύχεται στον Θεό -Πατέρα δια του Ιησού Χριστού εν Αγίω Πνεύματι.
2. Από αρχαιοτάτων χρόνων, η μία Εκκλησία εκφραζόταν σε πολλές τοπικές εκκλησίες. Η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος (βλ. Β’ Κορ. 13,13), βιώνονταν τόσο σε κάθε τοπική εκκλησία όσο και στις σχέσεις μεταξύ τους ως ενότητα στην ποικιλομορφία. Με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος (πρβλ. Ιω. 16,13), η Εκκλησία ανέπτυξε πρότυπα της τάξεως και διάφορες πρακτικές, σύμφωνα με την φύση της ως “ενός λαού που βίωνε στην ενότητα του σύμφωνα με την ενότητα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”2.
3. Η συνοδικότητα αποτελεί θεμελιώδη ποιότητα της Εκκλησίας στο σύνολο της. Όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει: «Εκκλησία σημαίνει το σύστημα της σύναξης και την σύνοδο»3. Ό όρος προέρχεται από την ελληνική λέξη Σύνοδος (Concilium στα λατινικά), που δηλώνει κατά κύριο λόγο την καθέδρα των επισκόπων, υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, για κοινή διαβούλευση και πράξη με σκοπό φροντίδα για την Εκκλησία. Σε γενικές γραμμές, αναφέρεται στην ενεργό συμμετοχή όλων των πιστών στην ζωή και την αποστολή της Εκκλησίας.
4. Ο όρος πρωτείο αναφέρεται σε αυτόν που είναι πρώτος (primus, πρώτος). Στην Εκκλησία, το πρωτείο ανήκει στην Κεφαλή της – τον Ιησού Χριστό, «ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα γένηται ἐν πᾶσιν αὐτὸς πρωτεύων» (Κολ 1:18). Η χριστιανική παράδοση διευκρινίζει σαφέστερα ότι κατά την διάρκεια της συνοδικής ζωής της Εκκλησίας σε διάφορα επίπεδα, ο επίσκοπος αναγνωρίζεται ως ο “πρώτος”. Ο Ιησούς Χριστός συνδυάζει το «πρωτείο» με την «διακονία»: «εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος» (Μκ 9:35).
5. Στην δεύτερη χιλιετία διασπάστηκε η κοινωνία μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Πολλές προσπάθειες έχουν γίνει για την αποκατάσταση της κοινωνίας μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων, χωρίς όμως αποτελέσματα. Η Μικτή Διεθνής Επιτροπή του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο πλαίσιο των εργασιών της προσπαθεί να ξεπεράσει τις θεολογικές αποκλίσεις μελετώντας τη σχέση συνοδικότητας και πρωτείου στην ζωή της Εκκλησίας. Διαφορετικές κατανοήσεις αυτής της πραγματικότητας διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην διαίρεση μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών. Είναι, ως εκ τούτου, απαραίτητο να επιδιώξουμε να καταλήξουμε σε μια κοινή κατανόηση αυτών των αλληλένδετων, συμπληρωματικών και αδιαχώριστων πραγματικοτήτων.
6. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η κοινή αντίληψη πρωτείου και συνοδικότητας, είναι απαραίτητο να ανατρέξουμε στην ιστορία. Ο Θεός αυτοαποκαλύπτεται στην ιστορία. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εξετάσουμε από κοινού μια θεολογική ανάγνωση της ιστορίας της Εκκλησίας, της Λειτουργίας, της Πνευματικότητας, των θεσμών και των Κανόνων, που εμπεριέχουν μια θεολογική διάσταση.
7. Η ιστορία της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία είναι καθοριστική. Παρά τις ορισμένες προσωρινές διαστάσεις, οι χριστιανοί τόσο στην Ανατολή όσο και την Δύση ζούσαν σε κοινωνία κατά την διάρκεια των αιώνων, και στο πλαίσιο αυτό διαμορφώθηκαν οι ουσιαστικές δομές της Εκκλησίας. Η σχέση μεταξύ συνοδικότητας και πρωτείου έλαβε διάφορες μορφές, που μπορεί να προσφέρουν μια ζωτικής σημασίας καθοδήγηση σε Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς στην προσπάθειά τους για αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας σήμερα.
Η Τοπική Εκκλησία
8. Η μια, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, της οποίας κεφαλή είναι ο Χριστός, είναι παρούσα στην ευχαριστιακή σύναξη της τοπικής Εκκλησίας υπό τον επίσκοπό της. Ο επίσκοπος είναι αυτός που προεδρεύει (προεστώς). Στην λειτουργική σύναξη ο επίσκοπος κάνει ορατή την παρουσία του Ιησού Χριστού. Στην τοπική εκκλησία (δηλαδή την επισκοπή), οι πιστοί και οι κληρικοί υπό τον έναν επίσκοπο είναι ενωμένοι μεταξύ τους εν Χριστώ, και είναι σε κοινωνία μαζί Του σε κάθε πτυχή της ζωής της Εκκλησίας, ειδικότερα κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Όπως διδάσκει ο Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας: «ὅπου ἄν φανῇ ὁ ἐπίσκοπος ἐκεῖ τό πλῆθος ἔστω· ὥσπερ ὅπου ἄν ᾖ Χριστός Ἰησοῦς, ἐκεῖ καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία».4 Κάθε τοπική εκκλησία τελεί την Ευχαριστία σε κοινωνία με όλες τις άλλες τοπικές εκκλησίες που ομολογούν την αληθινή πίστη και τελούν την ίδια Ευχαριστία. Όταν ένας πρεσβύτερος τελεί την Ευχαριστία, πάντα μνημονεύεται ο τοπικός επίσκοπος ως το σημείο της ενότητας της τοπικής εκκλησίας. Στην Ευχαριστία, προεστώς και κοινότητα είναι αλληλένδετοι: η κοινότητα δεν μπορεί να τελέσει την Ευχαριστία χωρίς τον προεστώτα και ο προεστώς με την σειρά του πρέπει να τελεί την Ευχαριστία μαζί με την κοινότητα.
9. Αυτή η αλληλοσυσχέτιση μεταξύ των προεστώτος ή επισκόπου και κοινότητα αποτελεί συστατικό στοιχείο της ζωής της τοπικής εκκλησίας. Ομού μετά των κληρικών, οι οποίοι σχετίζονται με την διακονία του, ο τοπικός επίσκοπος ιερουργεί εν μέσω των πιστών, οι οποίοι είναι το ποίμνιο του Χριστού, ως εγγυητής και διάκονος της ενότητας. Ως διάδοχος των Αποστόλων, ασκεί την αποστολή του ως διακονία και αγάπη, που είναι η διαποίμανση της κοινότητας και η καθοδήγησή της, ως η κεφαλή της σε μια βαθύτερη ενότητα εν αληθεία με τον Χριστό, διατηρώντας την αποστολική πίστη με το κήρυγμα του Ευαγγελίου και την τέλεση των μυστηρίων.
10. Με δεδομένο ότι ο επίσκοπος είναι η κεφαλή της τοπικής εκκλησίας του, αντιπροσωπεύει την εκκλησία του σε σχέση με τις άλλες τοπικές εκκλησίες και την κοινωνία όλων των εκκλησιών. Ομοίως, ο ίδιος είναι που κάνει παρούσα αυτήν την κοινωνία στη δική του εκκλησία. Αυτή είναι μια θεμελιώδης αρχή της συνοδικότητας.
Η Περιφερειακή Κοινωνία των Εκκλησιών
11. Υπάρχει αφθονία αποδείξεων ότι οι επίσκοποι στην αρχέγονη Εκκλησία είχαν συνειδητά από κοινού την ευθύνη για την Εκκλησία στο σύνολο της. Όπως αναφέρει ο Άγιος Κυπριανός: «Υπάρχει μια επισκοπή, αλλά έχει εξαπλωθεί ανάμεσα στην αρμονική αποδοχή όλων των πολυάριθμων επισκόπων»5. Αυτός ο δεσμός της ενότητας εκφράστηκε στην απαίτηση ότι τουλάχιστον τρεις επίσκοποι θα πρέπει να συμμετέχουν στην χειροτονία ενός νέου.6 ήταν επίσης φανερό στις πολλαπλές συγκεντρώσεις των επισκόπων σε συνόδους για από κοινού διαβούλευση σε θέματα πίστεως (δόγμα, διδασκαλία) και πρακτικής και στις συχνές ανταλλαγές επιστολών και αμοιβαίων επισκέψεων.
12. Ήδη κατά την διάρκεια των τεσσάρων πρώτων αιώνων, εμφανίστηκαν διάφορες ομάδες των επισκοπών σε συγκεκριμένες περιοχές. Ο πρώτος, μεταξύ των επισκόπων της περιοχής, ήταν ο επίσκοπος της πρώτης έδρας, της μητροπόλεως, και τα καθήκοντά του ως μητροπολίτου συνδέονταν με την έδρα του. Οι οικουμενικές Σύνοδοι αποδίδουν ορισμένα προνόμια (πρεσβεία, προνόμια, δίκαια) στον μητροπολίτη, πάντα στο πλαίσιο της συνοδικότητας. Έτσι, η Α’ Οικουμενική Σύνοδος (Νίκαια 325) ενώ απαιτεί από όλους τους επισκόπους της επαρχίας της προσωπική τους συμμετοχή, ή γραπτή συμφωνία, σε μια εκλογή και χειροτονία – μια κατεξοχήν συνοδική πράξη – στον μητροπολίτη δόθηκε η επικύρωση (κύρος) της εκλογής του νέου επισκόπου.7 Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (Χαλκηδόνα 451), επίσης αναφέρθηκε στα δικαιώματα (δίκαια) του μητροπολίτου, επισημαίνοντας ότι το έργο του αυτό είναι εκκλησιαστικό και όχι πολιτικό.8– Το ίδιο επίσης έκανε και η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος (Νίκαια ΙΙ 787).9
13. Ο 34ος Αποστολικός Κανόνας προσφέρει μια κανονική περιγραφή της συσχέτισης μεταξύ του Πρώτου και των άλλων επισκόπων της κάθε επαρχίας: «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἠγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν επιτελούντα, καὶ μηδὲν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης ἐκεῖνα δὲ μόνα πράττειν ἕκαοτον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ’ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ θεός, διὰ Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι».10
14. Ο μητροπολιτικός θεσμός είναι μια μορφή περιφερειακής κοινωνίας μεταξύ των τοπικών εκκλησιών. Στη συνέχεια, αναπτύχθηκαν άλλες μορφές, δηλαδή τα πατριαρχεία, που περιελάμβαναν αρκετούς μητροπολίτες. Τόσο ο μητροπολίτης όσο και ο πατριάρχης, ήταν επαρχιούχοι επίσκοποι με πλήρη επισκοπική εξουσία μέσα στις δικές τους επισκοπές. Σε θέματα που συνδέονταν με τις δικές του μητροπόλεις και πατριαρχεία, ενεργούσαν σε συμφωνία με τους αδελφούς τους επισκόπους. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας βρίσκεται στα θεμέλια του συνοδικού συστήματος με την ακριβή σημασία του όρου, της περιφερειακής συνόδου των επισκόπων. Αυτές οι σύνοδοι συγκλήθηκαν και προεδρεύονταν από τον μητροπολίτη ή τον πατριάρχη. Ο ίδιος και οι άλλοι επίσκοποι ενεργούσαν σε μια αμοιβαία συμπληρωματικότητα και λογοδοτούσαν στη σύνοδο.
Η Εκκλησία στο παγκόσμιο επίπεδο
15. Μεταξύ του δ΄ και ζ΄ αιώνα, η σειρά (τάξις) των πέντε πατριαρχικών εδρών αναγνωρίστηκε, με βάση της κανονικές αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, με την έδρα της Ρώμης, να καταλαμβάνει την πρώτη θέση, ασκώντας τα πρεσβεία τιμής, και ακολουθούσαν οι έδρες της Κωνσταντινουπόλεως, της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων, με αυτήν σειρά, σύμφωνα με την κανονική παράδοση.11
16. Στην Δύση, το πρωτείο της έδρας της Ρώμης κατανοήθηκε, από τον τέταρτο αιώνα και μετέπειτα, με αναφορά στον ρόλο του Πέτρου μεταξύ των Αποστόλων. Το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης μεταξύ των επισκόπων, σταδιακά ερμηνεύτηκε ως ένα προσωπικό του προνόμιο, επειδή ήταν ο διάδοχος του Πέτρου, του πρώτου των Αποστόλων.12 Αυτή η αντίληψη δεν έγινε αποδεκτή στην Ανατολή, η οποία είχε διαφορετική ερμηνεία των Γραφών και των Πατέρων σε αυτό το σημείο. Ο διάλογός μας μπορεί να επανέλθει στο θέμα αυτό στο μέλλον.
17. Όταν ένας νέος πατριάρχης εκλεγόταν σε μια από τις πέντε κατά σειράν έδρες, η συνήθης πρακτική ήταν να αποστέλλει επιστολή σε όλους τους υπόλοιπους πατριάρχες, ανακοινώνοντας την εκλογή του, και περιλαμβάνοντας και μια έκθεση πίστεως. Τέτοιες «επιστολές κοινωνίας», εξέφραζαν τον κανονικό δεσμό της κοινωνίας μεταξύ των πατριαρχών. Με τη συμπερίληψη του ονόματος του νέου πατριάρχη στην σωστή σειρά, στα δίπτυχα των εκκλησιών τους, που διαβάζονταν στη Θεία Λειτουργία, οι υπόλοιποι πατριάρχες αναγνώριζαν την εκλογή του. Η σειρά των πατριαρχικών εδρών παρουσιαζόταν στην ύψιστη έκφραση της κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Κάθε φορά που δύο ή περισσότεροι πατριάρχες συγκεντρώνονταν για να τελέσουν την Θεία Ευχαριστία, στεκόταν σύμφωνα με την κανονική τάξη. Η πρακτική αυτή εξεδήλωνε τον ευχαριστιακό χαρακτήρα της μεταξύ των κοινωνίας.
18. Από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια 325) και μετά, σημαντικές ερωτήσεις σχετικά με την πίστη και την κανονική τάξη συζητήθηκαν και λήφθηκαν αποφάσεις από τις Οικουμενικές Συνόδους. Αν και ο Επίσκοπος Ρώμης δεν ήταν προσωπικά παρών σε καμία από τις συνόδους αυτές, σε κάθε περίπτωση, είτε εκπροσωπήθηκε από τους απεσταλμένους του ή ο ίδιος συμφώνησε με τις αποφάσεις των Συνόδων αυτών post factum. Τα κριτήρια για την αποδοχή μιας συνόδου ως οικουμενικής από την Εκκλησία, αναπτύχθηκαν κατά την διάρκεια της πρώτης χιλιετίας. Για παράδειγμα, παρατηρούμε από τις ιστορικές συνθήκες, ότι η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια ΙΙ 787), έδωσε μια λεπτομερή περιγραφή των κριτηρίων όπως αυτά ήταν τότε κατανοητά: ”η συμφωνία των επικεφαλής των εκκλησιών, η συνεργασία (συνέργεια) του επισκόπου Ρώμης, και η συμφωνία των άλλων πατριαρχών (συμφρονοῦντες)”. Μια Οικουμενική Σύνοδος πρέπει να έχει τη δική σωστή αρίθμηση της στην ακολουθία των Οικουμενικών Συνόδων, και η διδασκαλία της πρέπει να είναι σύμφωνη με εκείνη των προηγούμενων συνόδων.13 Η αποδοχή από την Εκκλησία στο σύνολο της ήταν πάντα το απόλυτο κριτήριο για την οικουμενικότητα μιας Συνόδου.
19. Κατά την διάρκεια των αιώνων μια σειρά από προσφυγές έγιναν στον επίσκοπο Ρώμης, όπως επίσης και στην Ανατολή για πειθαρχικά θέματα, όπως η εκθρόνιση ενός επισκόπου. Μια προσπάθεια έγινε στην Σύνοδο της Σαρδικής (343) να θεσπιστούν κανόνες για τέτοιες υποθέσεις.14 Η Σύνοδος της Σαρδικής αναγνωρίστηκε από την εν Πενθέκτη εν Τρούλλω Σύνοδο (692).15 Οι κανόνες της Σαρδικής αναφέρουν ότι ένας επίσκοπος που έχει καταδικαστεί, θα μπορούσε να αναφερθεί στον επίσκοπο Ρώμης, και ο τελευταίος, εφόσον έκρινε σκόπιμο, μπορούσε να αποφασίσει την επανεκδίκαση της υπόθεσης, που θα πραγματοποιούνταν από επισκόπους επαρχίας, γειτονικής του οικείου επισκόπου. Προσφυγές έγιναν επίσης για πειθαρχικά θέματα και στην έδρα της Κωνσταντινουπόλεως,16 και σε άλλες έδρες. Τέτοιες έκκλητες αναφορές σε ανώτερες έδρες αντιμετωπίζονταν πάντα με συνοδικό τρόπο. Η έκκλητος αναφορά στον επίσκοπο Ρώμης από την Ανατολή, εξέφρασε την κοινωνία της Εκκλησίας, ο επίσκοπος όμως της Ρώμης δεν ασκούσε κανονική εξουσία επί των εκκλησιών της Ανατολής.
Σύνοψη
20. Καθ’ όλη την πρώτη χιλιετία, η Εκκλησία, στην Ανατολή και στη Δύση, ήταν ενωμένη με την διατήρηση της αποστολικής πίστεως, την διατήρηση της αποστολικής διαδοχής των επισκόπων, την ανάπτυξη των δομών συνοδικότητας, άρρηκτα συνδεδεμένες με το πρωτείο, και στην κατανόηση της αυθεντίας ως διακονίας της αγάπης. Αν και η ενότητα της Ανατολής και της Δύσεως ήταν κατά καιρούς προβληματική, οι επίσκοποι σε Ανατολή και Δύση είχαν την συνείδηση ότι ανήκαν στην μια Εκκλησία.
21. Αυτή η κοινή κληρονομιά των θεολογικών αρχών, κανονικών διατάξεων και λειτουργικών πρακτικών από την πρώτη χιλιετία αποτελεί το απαραίτητο σημείο αναφοράς και ισχυρή πηγή έμπνευσης τόσο για τους Καθολικούς όσο και για τους Ορθοδόξους, καθώς επιδιώκουν να θεραπεύσουν τις πληγές της διαίρεσής τους κατά την έναρξη της τρίτης χιλιετίας. Με βάση αύτη την κοινή κληρονομία, πρέπει και αμφότεροι να εξετάσουμε πώς το πρωτείο και η συνοδικότητα και η αλληλένδετη μεταξύ τους σχέση μπορούν να κατανοηθούν και εφαρμοστούν σήμερα και στο μέλλον.
Υποσημειώσεις:
1. Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού, Μυσταγωγία, PG 91, 663D.
2. Αγ. Κυπριανού , De Orat. Dom, 23 PL, 536.
3. Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις Ψαλμούς, 149, PG 55, 493.
4. Αγ. Ιγνατίου Αντιοχείας, Επιστολή προς Σμυρναίους, 8.
5. Αγ. Κυπριανού, Επιστολή 55, 24, βλ. και “episcopatus unus est cuius a singulis in solidum pars tenetur” (De unitate, 5).
6. Α’ Οικουμενική Σύνοδος (Νίκαια, 325), Κανόνας 4: «Ἐπίσκοπον προσήκει μάλιστα μὲν ὑπὸ πάντων τῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ καθίστασθαι· εἰ δὲ δυσχερὲς εἴη τὸ τοιοῦτο, ἢ διὰ κατεπείγουσαν ἀνάγκην, ἢ διὰ μῆκος ὁδοῦ, ἐξ ἅπαντος τρεῖς ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναγομένους, συμψήφων γινομένων καὶ τῶν ἀπόντων, καὶ συντιθεμένων διὰ γραμμάτων, τότε τὴν χειροτονίαν ποιεῖσθαι· τὸ δὲ κῦρος τῶν γενομένων δίδοσθαι καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν τῷ μητροπολίτῃ», και τον Αποστολικό Κανόνα, 1 : «Ἐπίσκοπος χειροτονείσθω ὑπὸ ἐπισκόπων δύο ἢ τριῶν».
7. Α’ Οικουμενική Σύνοδος (Νίκαια, 325), Κανόνας 4 και τον Κανόνα 6: «Καθόλου δὲ πρόδηλον ἐκεῖνο· ὅτι, εἴ τις χωρὶς γνώμης τοῦ μητροπολίτου γένοιτο ἐπίσκοπος, τὸν τοιοῦτον ἡ μεγάλη σύνοδος ὥρισε μὴ δεῖν εἶναι ἐπίσκοπον».
8. Δ’ Οικουμενική Σύνοδος (Χαλκηδόνα, 451), Κανόνας 12; «Ὅσαι δὲ ἤδη πόλεις διὰ γραμμάτων βασιλικῶν τῷ τῆς μητροπόλεως ἐτιμήθησαν ὀνόματι, μόνης ἀπολαυέτωσαν τῆς τιμῆς, καὶ ὁ τὴν ἐκκλησίαν ταύτην διοικῶν ἐπίσκοπος, δηλονότι σῳζομένων τῇ κατ᾿ ἀλήθειαν μητροπόλει τῶν οἰκείων δικαίων».
9. Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος (Νίκαια ΙΙ, 787), o Κανόνας 11, παρέχει στους μητροπολίτες το δικαίωμα να διορίζουν οικονόμους, αν οι επίσκοποι δεν το έχουν προβλέψει αυτό.
10. βλ. Σύνοδο Αντιοχείας (327) Κανόνας 9: ‘Τοὺς καθ᾽ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἐπισκόπους εἰδέναι χρὴ τὸν ἐν τῇ μητροπόλει προεστῶτα ἐπίσκοπον, καὶ τὴν φροντίδα ἀναδέχεσθαι πάσης τῆς ἐπαρχίας, διὰ τὸ ἐν τῇ μητροπόλει πανταχόθεν συντρέχειν πάντας τοὺς τὰ πράγματα ἔχοντας».
11. βλ. Α΄Οικουμενική Σύνοδος (Νικαία,3250, Κανόνας 6: «Τὰ ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω, τὰ ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ Λιβύῃ καὶ Πενταπόλει, ὥστε τὸν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐπίσκοπον πάντων τούτων ἔχειν τὴν ἐξουσίαν· ἐπειδὴ καὶ τῷ ἐν Ῥώμῃ ἐπισκόπῳ τοῦτο σύνηθές ἐστιν. Ὁμοίως δὲ καὶ κατὰ τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπαρχίαις, τὰ πρεσβεῖα σῴζεσθαι ταῖς ἐκκλησίαις». Β’ Οικουμενική Σύνοδος (Κωνσταντινούπολη, 381), Κανόνας 3: «Τὸν μέντοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τὰ πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετὰ τὸν τῆς Ῥώμης ἐπίσκοπον, διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν νέαν Ῥώμην». Δ’ Οικουμενική Σύνοδος (Χαλκηδόνα, 451), Κανόνας 28: «…καὶ γὰρ τῷ θρόνῳ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης, διὰ τὸ βασιλεύειν τὴν πόλιν ἐκείνην, οἱ Πατέρες εἰκότως ἀποδεδώκασι τὰ πρεσβεῖα. Καὶ τῷ αὐτῷ σκοπῶ κινούμενοι οἱ ἑκατὸν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, τὰ ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς Νέας Ῥώμης ἁγιωτάτω θρόνῳ, εὐλόγως κρίναντες, τὴν βασιλείᾳ καὶ συγκλήτῳ τιμηθεῖσαν πόλιν, καὶ τῶν ἴσων ἀπολαύουσαν πρεσβείων τῇ πρεσβυτέρᾳ βασιλίδι Ῥώμῃ, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς ὡς ἐκείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ ἐκείνην ὑπάρχουσαν», (Αυτός ο Κανόνας δεν έχει αναγνωριστεί ποτέ στην Δύση), Σύνοδο της εν Τρούλλω (692), Κανόνας 36: «Ἀνανεούμενοι τὰ παρὰ τῶν ἑκατὸν πεντήκοντα ἁγίων Πατέρων, τῶν ἐν τῇ θεοφυλάκτῳ ταύτῃ καὶ βασιλίδι πόλει συνελθόντων, καὶ τῶν ἑξακοσίων τριάκοντα, τῶν ἐν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων νομοθετηθέντα, ὁρίζομεν, ὥστε τὸν Κωνσταντινουπόλεως θρόνον τῶν ἴσων ἀπολαύειν πρεσβείων τοῦ τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης θρόνου, καὶ ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς, ὡς ἐκεῖνον, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δεύτερον μετ’ ἐκεῖνον ὑπάρχοντα, μεθ’ ὃν τῆς Ἀλεξανδρέων μεγαλοπόλεως ἀριθμείσθω θρόνος, εἶτα ὁ Ἀντιοχείας, καὶ μετὰ τοῦτον, ὁ τῆς Ἱεροσολυμιτῶν πόλεως».
12. βλ. Ιερωνύμου, Εις Ησαϊαν, 14, 53, Λεώ Sermo, 96, 2-3.
13. βλ. Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια ΙΙ, 787), J.D.MANSI., Sacrorum conciliorum nova et amplissima collectio, XIII, 208D-209C.
14. βλ. Σύνοδο Σαρδικής (343), Κανόνες 3 και 5.
15. βλ. Σύνοδο εν Τρούλλω, κανόνας 2. Παρόμοια βλέπε η Σύνοδος επί Μ. Φωτίου το 861, που αποδέχεται τον κανόνα της Σαρδικής, ο οποίος αναγνωρίζει στον επίσκοπο Ρώμης, ότι έχει το δικαίωμα αναίρεσης στις περιπτώσεις υποθέσεων που έχουν κριθεί ήδη από την Κωνσταντινούπολη.
16. βλ. Δ’ Οικουμενική Σύνοδος (Χαλκηδόνα, 451), Κανόνες 9 και 17.