Έννοια και σκοπός της νηστείας
Πρόταση νηστείας ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία
Μητροπολίτου
Κωνσταντίας – Ἀμμοχώστου κ. Βασιλείου
Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν περίοδος τῆς νηστείας καὶ τῶν ἄλλων πνευματικῶν ἀθλημάτων. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, τὴν τελευταία ἡμέρα πρὸς τῆς εἰσόδου μας στὴν περίοδο τῆς νηστείας, ὁρίσθηκε ὡς εὐαγγελικὴ ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ μᾶς ὑπενθυμίσει τὴν ἀναγκαιότητα, ἀλλὰ καὶ τὶς ὀρθὲς διαστάσεις καὶ πράξη τῆς νηστείας, ὅπως τὴ δίδαξε ὁ Χριστός. Ἡ νηστεία βεβαίως δὲν εἶναι μοναδικὴ πνευματικὴ ἄσκηση τῆς Καινῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου ἄγει τὴν ἀρχή της.
1. Ἡ νηστεία στὴν Παλαιὰ Διαθήκη
Ἡ νηστεία, μαζὶ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐλεημοσύνη, ἀποτελοῦσε σημαντικὸ στοιχεῖο τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ περὶ τῆς νηστείας ἀποτελεῖ ἄμεση ἀναφορὰ στὴν προϋπάρχουσα πρακτικὴ τῆς νηστείας στὸ Ἰσραήλ. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ νηστεία εἶχε ποικίλες τάσεις καὶ προοπτικές. Πρῶτον, ἀποτελοῦσε ἔκφραση μετάνοιας καὶ μεταμέλειας γιὰ τὰ ἁμαρτήματα. Ἡ ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ, π.χ. ἦταν ἡ κατ’ ἐξοχὴν ἐπίσημη ἡμέρα τῆς νηστείας. Δεύτερον, ἡ νηστεία ἔχει τὴν ἔννοια καὶ τὴ δύναμη τῆς ἐνισχύσεως τῆς προσευχῆς ὄχι μόνο στὴν Παλαιά, ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Τρίτον, ἡ νηστεία λάμβανε τὸ χαρακτήρα τῆς θλίψεως γιὰ προσωπικὲς ἢ καὶ ἐθνικὲς συμφορές, ὅπως π.χ. ἡ καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλήμ. Τέταρτον, ἡ νηστεία ἀσκεῖτο καὶ ὡς προετοιμασία γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ νηστεία, γενικώτερα, ἦταν θεμελιωμένη ἐπὶ τῆς πίστεως τῆς ἀπολύτου ὑπεροχῆς καὶ κυριότητας τοῦ Θεοῦ ἔναντι τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ νηστεία ἀποσκοποῦσε στὴν προετοιμασία τοῦ πιστοῦ νὰ συναντήσει τὸν Θεό, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια ὅτι διὰ τῆς καθαρότητας θὰ ὑψωνόταν μέχρι τὸν Θεό, ἀλλὰ ὡς προετοιμασία καὶ ἀναμονὴ τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Ἔτσι, ὁ Μωϋσῆς ἀνέμενε «ἐναντίον Κυρίου τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας. ἄρτον οὐκ ἔφαγεν καὶ ὕδωρ οὐκ ἔπιεν. καὶ ἔγραψεν τὰ ρήματα ταῦτα ἐπὶ τῶν πλακῶν τῆς διαθήκης, τοὺς δέκα λόγους» (Ἐξ. 34:28). Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Προφήτης Δανιὴλ περιγράφει τὴ δική του ἐμπειρία ἀναμονῆς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία συνίστατο ἀπὸ προσευχές, νηστεῖες καὶ ἐκδηλώσεις μετάνοιας ἕνεκα τῆς καταστροφῆς τῆς Ἱερουσαλήμ: «Καὶ ἔδωκα τὸ πρόσωπόν μου πρὸς τὸν Θεὸν τοῦ ἐκζητῆσαι προσευχὴν καὶ δεήσεις ἐν νηστείαις καὶ σάκκῳ καὶ σποδῷ» (Δαν. 9:3. Πρβλ. Δαν. 10:2-12). Ἐξ ἄλλου, ἡ νηστεία στὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ ἔχει συσσωρευμένη τὴν ἐπίπονη ἱστορία του ὡς λαοῦ, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀτόμων. Πράγματι, ἡ νηστεία συνοδεύει τοὺς καιροὺς τῶν θλίψεων, τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς προσευχῆς εἴτε τοῦ ἀτόμου εἴτε ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ. Ὁ Ψαλμωδὸς περιγράφει τὴν ἐμπειρία του μὲ ποιητικὸ τρόπο: «Καὶ συνέκαμψα ἐν νηστείᾳ τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐγεννήθη εἰς ὀνειδισμὸν ἐμοί. καὶ ἐθέμην τὸ ἔνδυμά μου σάκκον, καὶ ἐγενόμην αὐτοῖς εἰς παραβολὴν» (Ψαλμ. 68:11-12). Οἱ ἐπίσημες ἐτήσιες νηστεῖες ἦσαν αὐτὲς τῆς περιόδου τοῦ Ἐξιλασμοῦ, ὅπως ὁρίζονται στὸ βιβλίο τοῦ Λευιτικοῦ (16:29-34 καὶ 23:27-32). Συχνά, ὁ τρόπος νηστείας τῶν Ἰσραηλιτῶν εἶχε δεχθεῖ τὴν αὐστηρὴ κριτικὴ τῶν προφητῶν, ἐπειδὴ εἶχε καταντήσει τύπος ἄνευ οὐσίας καὶ εἶχε λησμονηθεῖ ὁ πραγματικὸς σκοπός της.
Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ κριτική, τὴν ὁποία ἀσκεῖ ὁ προφήτης Ἠσαΐας: «Τί ὅτι ἐνηστεύσαμεν καὶ οὐκ εἶδες; ἐταπεινώσαμεν τὰς ψυχὰς ἡμῶν καὶ οὐκ ἔγνως; ἐν γὰρ ταῖς ἡμέραις τῶν νηστειῶν ὑμῶν εὑρίσκετε τὰ θελήματα ὑμῶν καὶ πάντας τοὺς ὑποχειρίους ὑμῶν ὑπονύσσετε, εἰ εἰς κρίσεις καὶ μάχας νηστεύετε καὶ τύπτετε πυγμαῖς ταπεινόν, ἵνα τί μοι νηστεύετε ὡς σήμερον ἀκουσθῆναι ἐν κραυγῇ τὴν φωνὴν ὑμῶν; οὐ ταύτην τὴν νηστείαν ἐξελεξάμην καὶ ἡμέραν ταπεινοῦν ἄνθρωπον τὴν ψυχὴν αὐτοῦ· οὐδ’ ἂν κάμψῃς ὡς κρίκον τὸν τράχηλόν σου καὶ σάκκον καὶ σποδὸν ὑποστρώσῃ, οὐδ’ οὕτως καλέσετε νηστείαν δεκτήν. Οὐχὶ τοιαύτην νηστείαν ἐγὼ ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος, ἀλλὰ λύε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας, διάλυε στραγγαλιὰς βιαίων συναλλαγμάτων, ἀπόστελλε τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει καὶ πᾶσαν συγγραφὴν ἄδικον διάσπα· διαθρυπτε πεινῶντι τὸν ἄρτον σου καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἰσάγαγε εἰς τὸν οἶκόν σου, ἐὰν ἴδῃς γυμνόν, περίβαλε…» (Ἠσ. 58:3-7).
Διαπιστώνουμε, ὅτι ἡ νηστεία, ὡς ἀποχὴ βρωμάτων, συνοδευόταν καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις, ὅπως ἡ κάμψη τῆς κεφαλῆς, ἡ ἐνδυμασία μὲ εὐτελῆ ἐνδύματα, ἡ ἠθελημένη προσωπικὴ ἀτημελησία, ἡ ἐξωτερικὴ ἐκδήλωση λύπης κ.λπ. Ὅμως, οἱ ἐξωτερικὲς αὐτὲς ἐκδηλώσεις εἶχαν καταστεῖ τὸ κέντρο ἀναφορᾶς καὶ νοηματοδοτήσεως τῆς νηστείας. Κατὰ συνέπεια, ἡ νηστεία εἶχε μεταβληθεῖ σὲ μία στείρα τυπολατρία καὶ λησμονήθηκε, τόσο τὸ στοιχεῖο τῆς ἑτοιμασίας συναντήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ νηστεύοντα, ὅσο καὶ τὸ στοιχεῖο τῆς ἀπὸ τῆς νηστείας ἐκδηλούμενης ἀγάπης πρὸς τοὺς ἄλλους. Αὐτὸ τὸν ἀποπροσανατολισμὸ κατακρίνουν οἱ Προφῆτες.
2. Ἡ περὶ νηστείας διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
Οἱ θρησκευτικὲς ὁμάδες στὸ Ἰσραήλ, ὅπως αὐτὴ τῶν Φαρισαίων, εἶχαν εἰσαγάγει ἐπιπρόσθετα καὶ τὴ νηστεία τῶν δύο ἡμερῶν τῆς ἑβδομάδος. Ἔτσι, ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς λέγει τὸ γνωστό: «νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου». Ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Μαθητές του δὲν ἀθετοῦσαν τοὺς κανόνες νηστείας, γιατί ἡ νηστεία ἀνήκει στὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι ἀπὸ τὶς πρῶτες ἐντολὲς ποὺ ὁ Θεὸς δημιουργὸς ἔδωσε στὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὅμως, καὶ ὁ Χριστός, ὅπως ἄλλοτε οἱ Προφῆτες, ἀσκεῖ κριτικὴ κατὰ τῶν τυπολατρικῶν ἐξωτερικῶν ἐκδηλώσεων τῆς νηστείας. Αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχουν οἱ λόγοι του: «Ὅταν δὲ νηστεύητε μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες» (Μτ. 6:16). Ἐὰν ὅλη αὐτὴ ἡ πρακτική της νηστείας καὶ οἱ ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις ὁδηγοῦσαν τὸ νηστεύοντα σὲ μία πραγματικότητα πνευματικῆς καὶ σωματικῆς ταπεινώσεως ἐνώπιόν του Θεοῦ, τότε ὁ Χριστὸς δὲν θὰ ἀσκοῦσε κριτική, ὅμως, ὅλες αὐτὲς οἱ πρὸς τὰ ἔξω ἐκδηλώσεις ἀπέβλεπαν στὸ νὰ γίνουν ἀντιληπτοὶ οἱ νηστεύοντες ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Γιὰ νὰ δείξει, ἑπομένως, ὁ Κύριος, ὅτι δὲν εἶναι οἱ ἐξωτερικοὶ τύποι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀξία, ἀλλὰ ἡ νηστεία καθ’ ἐαυτὴν ὅταν ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ἐνώπιόν του Θεοῦ, διορθώνει, λέγοντας: «Σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψέ σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ Πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ Πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοὶ ἐν τῷ φανερῷ» (Μτ. 6:17-18). Ὁ ἄνθρωπος ὅταν νηστεύει δὲν πρέπει νὰ καταβάλλει προσπάθεια νὰ γίνει ἀντιληπτὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ ἔργα τετελεσμένα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, νὰ γίνεται ἀντιληπτὸς μόνο ἀπὸ τὸν Θεό. Μόνο ἔτσι ἡ νηστεία καθίσταται ὠφέλιμη, διαφορετικὰ οἱ νηστεύοντες λαμβάνουν τὸ μισθό τους ἀπὸ τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, ἐνώπιον τῶν ὁποίων ἐπιδεικνύονται.
Ὁ Χριστός, σὲ ἄλλη περίπτωση, εἶπε ἐπίσης τὸν αἰώνιο λόγο του. «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ». Αὐτὸ ὑπενθυμίζει καὶ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ στοὺς Μακαρισμούς, ὅπως μᾶς τοὺς παραδίδει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. «Μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι χορτασθήσεσθε». Αὐτὰ τὰ δύο λόγια τοῦ Χριστοῦ μᾶς καθορίζουν, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν ἀναγκαιότητα τῆς νηστείας, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὸ σκοπό της. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόση ἀνάγκη τῆς πνευματικῆς τροφῆς, ὅσο καὶ τῆς σωματικῆς. Ἡ νηστεία εἶναι τρόπος νὰ τραφεῖ ὁ ἄνθρωπος πνευματικά. Ὁ σκοπὸς ὅμως τῆς νηστείας δὲν ἐξαντλεῖται στὴν παροῦσα ἐντός του κόσμου πνευματικὴ πρόοδο καὶ ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἐκτείνεται καὶ στὸν ἐσχατολογικὸ κορεσμὸ τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, ἐφ’ ὅσον, σύμφωνα μὲ τὴ βεβαίωση τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι πεινοῦν τώρα θὰ χορτασθοῦν στὴν αἰώνια βασιλεία. Πρέπει, ἑπομένως, μὲ τὴ νηστεία, ἐμεῖς μὲν νὰ βιώσουμε τὸ αἴσθημα τῆς πείνας, νὰ χορτάσουμε δὲ τοὺς πεινασμένους προσφέροντάς τους τροφή, γιὰ νὰ κορεσθοῦμε ἔτσι πνευματικὰ στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ εἶχε δοθεῖ καὶ ἄλλη εὐκαιρία νὰ ἀναπτύξει τὴν περὶ νηστείας διδασκαλία του. Ἦταν προσκεκλημένος στὸ σπίτι τοῦ Ματθαίου τοῦ τελώνη γιὰ φαγητό. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος οἱ Γραμματεῖς καὶ ὁ Φαρισαῖοι γόγγυζαν καὶ ἔλεγαν στοὺς Μαθητές του: «διατὶ μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν» (Μτ. 9:11); Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ ὑπέβαλαν τὸ ἐρώτημα στὸν Χριστό: «διατὶ ἡμεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι νηστεύομεν πολλά, οἱ δὲ μαθηταί σου οὐ νηστεύουσι; καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος πενθεῖν ἐφ’ ὅσον χρόνον μετ’ αὐτῶν ἐστιν ὁ νυμφίος; Ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ’ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύουσιν. Οὐδεὶς δὲ ἐπιβάλλει ἐπίβλημα ράκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ, αἴρει γὰρ τὸ πλήρωμα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἱματίου, καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται. Οὐδὲ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς, εἰ δὲ μῆγε, ρήγνυνται οἱ ἀσκοί, καὶ ὁ οἶνος ἐκχεῖται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται, ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς βάλλουσιν καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται» (Μτ. 9:14-17).
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ στὸ ἐρώτημα τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰωάννη εἶναι πολύπλευρη. Δὲν ἀρνεῖται τὴν πρακτική της νηστείας ὡς πράξη ποὺ φανερώνει τὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἀντιθέτως, ὁρίζει ὅτι ἡ νηστεία εἶναι ἔκφραση πένθους. Εἴδαμε ἤδη προηγουμένως, ὅτι οἱ Ἰσραηλίτες νήστευαν, ἐκφράζοντες τὸ πένθος τους εἴτε γιὰ τὶς ἐθνικὲς καταστροφὲς εἴτε γιὰ τὶς προσωπικές τους δοκιμασίες. Τὸ ἐκφραζόμενο πένθος διὰ μέσου της νηστείας, τόσο τῶν Φαρισαίων, ὅσο καὶ τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, σημαίνει τὸ πένθος τῆς ἀναμονῆς τοῦ Μεσσία.
Σύμφωνα μὲ τὶς προφητεῖες, κατὰ τὴ μεσσιανικὴ περίοδο δὲν θὰ ὑπάρχει οὔτε νηστεία, οὔτε πένθος, ἐφ’ ὅσον ὅλοι καλοῦνται νὰ λάβουν μέρος στὸ μεγάλο μεσσιανικὸ δεῖπνο. Τὸ πένθος τῆς νηστείας τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ σημαίνει τὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ Μεσσία καὶ τὴν ἀπόρριψη τῆς ἐνάρξεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δὲν νήστευαν γιατί εἶχαν μαζί τους καὶ μεταξύ τους τὸ νυμφίο Χριστό. Ὁ Χριστὸς χρησιμοποιεῖ τὸν ὅρο Νυμφίος, ὁ ὁποῖος ἦταν μεσσιανικὸς τίτλος καὶ εἶναι φανερὸ πώς, στὴν προκειμένη περίπτωση, ἀναφέρεται στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Ὑπενθυμίζουμε τὴν εἰκόνα τῆς παραβολῆς τῶν Δέκα Παρθένων, ὅπου ἡ ἄφιξη τοῦ Μεσσία παρομοιάζεται μὲ τὴν ἄφιξη τοῦ Νυμφίου καὶ ἐγκαθίσταται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅσοι δὲ εἶναι ἕτοιμοι εἰσέρχονται μετὰ τοῦ Νυμφίου στὴν ἑορτὴ τοῦ γάμου.
«Ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ’ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν». Μὲ τὴν πρόταση αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ καθίσταται φανερό, ὅτι ἡ μὴ τήρηση τῆς νηστείας ἀπὸ τοὺς μαθητές του ἦταν ἀφ’ ἑνὸς μὲν προσωρινή, διαρκούσης τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δὲ δηλοῦται ἡ μὴ ὑποταγὴ πλέον τῶν μαθητῶν στοὺς κανόνες, τὰ ἔθιμα καὶ τὶς ἐξωτερικὲς ἐκδηλώσεις τῆς νηστείας τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ τὴ νοηματοδότηση τῆς νηστείας μὲ νέο σκοπὸ καὶ περιεχόμενο. Δὲν εἶναι πλέον ἡ νηστεία ἔκφραση θλίψεως γιὰ ἐθνικὲς συμφορὲς τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ ἔκφραση θλίψεως γιὰ τὴν ἀπουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς κάνει ἔμμεση ἀναφορὰ στὸ θάνατό του, λέγοντας, «ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ’ αὐτῶν ὁ νυμφίος … τότε νηστεύσουσιν». Ὁ προσανατολισμὸς τοῦ σκοποῦ καὶ τοῦ περιεχομένου τῆς νηστείας πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἴδιου του Χριστοῦ τὴν καθιστὰ χριστολογικὴ καὶ σωτηριολογικὴ πράξη.
Γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἀναγκαιότητας τῆς ἀνανεώσεως τοῦ σκοποῦ καὶ τοῦ περιεχομένου τῆς νηστείας, ὁ Χριστὸς χρησιμοποιεῖ δύο μικρὲς παραβολικὲς εἰκόνες. Ἡ πρώτη λέγει ὅτι, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιδιορθώνεται ἕνα παλαιὸ σχισμένο ἔνδυμα μὲ τὴ συρραφὴ ἐπὶ τοῦ σχίσματος καινούργιου κομματιοῦ ὑφάσματος, γιατί θὰ προκληθεῖ μεγαλύτερο σχίσμα. Ἡ δεύτερη παραβολικὴ εἰκόνα λέγει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τοποθετεῖται τὸ νέο κρασὶ σὲ παλαιοὺς ἀσκούς, γιατί ἡ ζύμωση ποὺ γίνεται στὸ νέο κρασὶ θὰ προκαλέσει ρήγματα στοὺς παλαιοὺς ἀσκούς. Ἔτσι, τὸ νέο κρασὶ τοποθετεῖται σὲ καινούργιους ἀσκούς. Οἱ παραβολικὲς αὐτὲς εἰκόνες εἶναι σημαντικὲς γιὰ τὴ σαφῆ διάκριση μεταξύ, ἀφ’ ἑνὸς μέν, τῶν παραδόσεων, τῶν κανόνων, τῶν ἠθῶν καὶ τοῦ τρόπου νηστείας τῶν Ἰσραηλιτῶν, τὰ ὁποῖα συμβολίζονται μὲ τὸ παλαιὸ ἔνδυμα καὶ τοὺς παλαιοὺς ἀσκούς, ἀφ’ ἑτέρου δέ, τοῦ σκοποῦ καὶ περιεχομένου τῆς κατὰ Χριστὸν νηστείας, ἢ ἀκόμα καὶ τῶν ἄλλων μέσων τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ ἀσκήσεως, τὰ ὁποῖα συμβολίζονται μὲ τὸ νέο ἔνδυμα καὶ μὲ τοὺς καινούργιους ἀσκούς. Ὁ πατέρας στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς δούλους του νὰ ἀφαιρέσουν ἀπὸ τὸν υἱό του, ὅταν ἐπέστρεψε στὸ πατρικὸ σπίτι, τὴν παλαιὰ στολὴ καὶ νὰ τὸν ἐνδύσουν μὲ τὴν καλύτερη στολὴ ποὺ ὑπῆρχε στὸ σπίτι. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἐν Χριστῷ ἀποβάλλει τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐνδύεται τὸν νέον ἐν Χριστῷ, τὸ ἴδιο ὁ Θεὸς ἀνανεώνει τὶς παραδόσεις, τοὺς θεσμοὺς καὶ τοὺς νόμους, ἀποβάλλοντας τὴν παλαιὰ μορφὴ καὶ ἐνδύοντάς τους μὲ νέο περιεχόμενο καὶ ἔννοια. Δὲν κατακρίνεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὁ προηγούμενος νόμος, οὔτε καταδικάζεται. Ἐν τούτοις, ὡς ἔνδυμα ἢ ὡς ἀσκὸς μὲ τὸ περιεχόμενό του εἶχε ἤδη ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολή του. Μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀρχίζει μία νέα περίοδος, ἡ ὁποία ἀνανεώνει τὸν τρόπο σχέσεως καὶ συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ Θεοῦ, εἴτε μὲ τὴ νηστεία, εἴτε μὲ τὴν προσευχή, εἴτε μὲ τὰ ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας.
Ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη ὄψη ἡ ὁποία ἀφορᾶ ὄχι μόνο το θέμα τῆς νηστείας, ἀλλὰ γενικώτερα τὴ στάση τότε τῶν Ἰουδαίων νὰ διατηροῦν καὶ νὰ τηροῦν τὶς διατάξεις τῶν καθαρμῶν. Ἔτσι, ἔπλεναν τὰ χέρια τους πρὸ τοῦ φαγητοῦ, ὄχι γιὰ λόγους ὑγιεινῆς, ἀλλὰ ἔτσι πίστευαν ὅτι προφυλάσσονταν θρησκευτικὰ καθαροί. Μέσα στὰ ἴδια πλαίσια ἀπέφευγαν καὶ τὴ βρώση ὁρισμένων τροφῶν, τὶς ὁποῖες κατέτασσαν μεταξὺ τῶν ἀκαθάρτων. Σὲ κριτικὴ ποὺ εἶχε ἀσκηθεῖ κατὰ τοῦ Χριστοῦ ὅτι δὲν τηροῦσε τὶς νομικὲς διατάξεις τῶν καθαρμῶν, ἀπάντησε μὲ καυστικὸ τρόπο. «Οὐ τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ στόμα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ στόματος τοῦτο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον … Οὔπω νοεῖτε ὅτι πᾶν το εἰσπορευόμενον εἰς τὸ στόμα εἰς τὴν κοιλίαν χωρεῖ καὶ εἰς ἀφεδρῶνα ἐκβάλλεται; τὰ δὲ ἐκπορευόμενα ἐκ τοῦ στόματος ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχεται, κακεῖνα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. Ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. Ταῦτά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον· τὸ δὲ ἀνίπτοις χερσὶ φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον» (Μτ. 15:11-20). Ἡ νηστεία, ἢ ἡ ὁποιαδήποτε ἄλλη πράξη θρησκευτικότητας, δὲν ἀποσκοπεῖ στὴν τυπολατρικὴ τήρηση κανόνων καὶ διατάξεων, ἀλλὰ εἶναι ἄσκηση καὶ μέσον καθαρισμοῦ τῆς καρδίας καὶ τῆς ψυχῆς, γενικώτερα τῆς ψυχοσωματικῆς ὁλότητας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ποὺ πραγματικὰ τὸν μολύνει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
3. Πρόταση νηστείας ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία
Ἐπὶ τῇ βάσει τῆς Εὐαγγελικῆς διδασκαλίας, ἡ Ἐκκλησία ὅρισε τὸν τρόπο καὶ τοὺς κανόνες τῆς νηστείας, οἱ δὲ Ἅγιοι Πατέρες ἀνέπτυξαν τὴ θεολογικὴ ἔννοιά της. Ἔτσι, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὸ θέμα τῆς νηστείας, γράφει: «῝Αγιος ὁ τρόπος τῆς νηστείας, ἁγίῳ Θεῷ ὑπὸ ἁγίων ἁγίως προσφερόμενος. Πάντας τοίνυν ὁ κῆρυξ καλεῖ ἐπὶ τὸν ἀγῶνα» (Μ. Βασίλειος, Περὶ νηστείας, Λόγος Γ΄, 1508,32-34). ᾿Αποτελεῖ ἲσως σχῆμα ὀξύμωρο ὃταν ὁ Χριστιανισμὸς προτείνει τὴ νηστεία στὸ σημερινὸ ἃνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀναζητᾶ κυρίως τὸν ὑλικὸ κορεσμὸ παρὰ τὴ βίωση τοῦ αἰσθήματος τῆς πείνας. ᾿Επιπρόσθετα, ἡ πρόταση τῆς νηστείας ἀποτελεῖ ἐπίσης, σύμφωνα πάντοτε μὲ τὴν προοπτικὴ τῶν εὐημερουσῶν κοινωνιῶν, ἀπαίτηση χωρὶς νόημα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἢ τοὺς λαοὺς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τροφῶν καὶ ἀπὸ τὴν πείνα. ῍Ισως, ἐκ πρώτης ὂψεως, νὰ ἀποτελεῖ ἓνα δίλημμα χωρὶς ἀπάντηση, ὃμως τὸ θέμα τῆς νηστείας πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσει, τόσο ἀπὸ φυσιολογικῆς, ὅσο καὶ ἀπὸ προσωπικῆς πνευματικῆς καὶ κοινωνικῆς πλευρᾶς.
῎Εννοια τῆς νηστείας
Νηστεία, ἐννοιολογικὰ σημαίνει τὸ νὰ παραμένει κάποιος νήστις, δηλαδὴ νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὴν τροφή. ῾Η ἀποχὴ ἀπὸ τὴν τροφὴ γιὰ λόγους ἁπλῆς ὑγιεινῆς ὀνομάζεται δίαιτα. ῾Η ἀποχὴ τροφῆς γιὰ λόγους πνευματικῆς καλλιέργειας, ἢ μὲ ἄλλους λόγους, γιὰ σκοποὺς θρησκευτικούς, ἀποκαλεῖται νηστεία. Εἶναι γεγονὸς ἀδιαμφησβήτητο ὃτι ὁ ἄνθρωπος συνδέει τὴν πνευματική του καλλιέργεια καὶ τελείωση μὲ πράξεις θρησκευτικὲς, ὃπως ἡ προσευχή, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ νηστεία καὶ γενικότερα ἡ ἂσκηση, ὃπως ἀποκαλεῖται στὴν πατερικὴ γραμματεία. Τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα καὶ ἡ ἂσκηση ἀποσκοπεῖ στὴ ψυχοσωματικὴ συμμετοχὴ γιὰ τὴν πνευματική του ὁλοκλήρωση, γιατὶ ἡ πευματικὴ τελείωση δὲν εἶναι μία διανοητικὴ διεργασία. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔννοια τῶν λόγων τοῦ Μ. Βασιλείου: «῝Οθεν, εἰ δοκεῖ, τῇ σωματικῇ νηστείᾳ εἰς τὴν τῶν ψυχῶν εὐφροσύνην ἀποχρησώμεθα» (Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὴν Ἑξαήμερον, 8,8). ῾Η νηστεία ἑπομένως εἶναι μέσο διατηρήσεως τῆς ἁρμονίας μεταξὺ τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, μεταξὺ τῆς ὕλης καὶ τοῦ πνεύματος.
῾Ιστορία τῆς νηστείας
῾Η χρήση τῶν μέσων πνευματικῆς ἀσκήσεως ἀνευρίσκεται συνδεδεμένη μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους. ῾Ο Μ. Βασίλειος γράφει γιὰ τὴ νηστεία: «Δεῦρο δὴ διὰ τῆς ἱστορίας βαδίζων, ἀνερεύνησον τὴν ἀρχαιογονίαν αὐτῆς. Οὐ γὰρ νεώτερον τὸ ἐφεύρημα· πατέρων ἐστὶ τὸ κειμήλιον. Πᾶν τὸ ἀρχαιότητι διαφέρον, αἰδέσιμον. Δυσωπήθητι τὴν πολιὰν τῆς νηστείας. Συνηλικιῶτίς ἐστι τῆς ἀνθρωπότητος· νηστεία ἐν τῷ παραδείσῳ ἐνομοθετήθη. Τὴν πρώτην ἐντολὴν ἔλαβεν ᾿Αδάμ. ᾿Απὸ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φάγεσθε. Τὸ δέ, ‘οὐ φέγεσθε’ νηστείας ἐστὶ καὶ ἐγκρατείας νομοθεσία» (Μ. Βασιλείου, Περὶ Νηστείας, Λόγος Α΄, 165-42-168,6). Εἶναι φανερὸν ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος συνδέει τὴν πρακτικὴ ἄσκηση τῆς νηστείας μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ στοὺς πρωτόπλαστους νὰ ἀποφύγουν νὰ φάγουν ἀπὸ τὸν καρπὸ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ θεωρεῖ τὴ νηστεία “συνηλικιώτη”, δηλαδή συνομήλικο τῆς ἀνθρωπότητος.
᾿Εντολὴ τῆς νηστείας
῾Η ἐντολὴ τῆς νηστείας δόθηκε στοὺς πρωτόπλαστους μὲ σκοπὸ νὰ ὁδηγηθοῦν πρὸς τὴν πνευματική τους ὁλοκλήρωση. ᾿Εκείνη ὅμως ἡ νηστεία ἦταν κατὰ πολὺ διάφορος τῆς δικῆς μας νηστείας. ῾Ο Μ. Βασίλειος καὶ πάλιν σχολιάζει ὅτι, «εἰ ἐνήστευσεν ἀπὸ τοῦ ξύλου ἡ Εὔα, οὐκ ἂν ταύτης νῦν ἐδεόμεθα τῆς νηστείας. Οὐ γὰρ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες. ᾿Εκακώθημεν διὰ τῆς ἁμαρτίας (ἰαθῶμεν διὰ τῆς μετανοίας) μετάνοια δὲ χωρὶς νηστείας ἀργή» (Μ. Βασιλείου, Περὶ νηστείας, Λόγος Α΄, 169,6-11). ῾Επομένως, ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ μεταξὺ τῆς νηστείας τῶν πρωτοπλάστων στὸν παράδεισο καὶ τῆς δικῆς μας νηστείας εἶναι, ὃτι ἐκεῖνοι ἐκαλοῦντο νὰ νηστεύσουν γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν τελειότητα, ὅπως προόρισε ὁ Θεὸς ὃταν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, ἑνῶ ἡ δικὴ μας νηστεία ἀποβλέπει κατ’ ἀρχὴν στὴν κάθαρσή μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία εἰσῆλθε μὲ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς.
Σκοπὸς τῆς νηστείας
῾Η νηστεία καθ’ ἑαυτὴν, ὡς ἀποχὴ ἀπὸ τὸ φαγητὸ, λαμβάνει νόημα καὶ ἐκλπηροῖ τὸ σκοπό της, ὃταν ἀποβλέπει στὴν πνευματικὴ καλλιέργεια. ῎Ετσι, ὁ ἃγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει: “῾Η νηστεία καὶ ἡ παρθενία οὔτε καλὸν καθ’ ἑαυτὸ οὔτε κακόν, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς τῶν μετιόντων προαιρέσεως ἑκάτερον γίνεται” (᾿Ιω. Χρυσοστόμου, ῍Εργον 9). Πράγματι, ὃταν νηστεύω μὲ σκοπὸ τὴν πνευματικὴ μου ἄσκηση, φανερώνεται ἡ προαίρεσή μου νὰ ἀσκηθῶ πνευματικά. Τότε ἡ πράξη τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὴν τροφὴ γίνεται καλό. ῝Οταν λοιπόν, ἀποφασίζουμε νὰ νηστεύσουμε, πρέπει νὰ ὁρίζουμε τὸ περιεχόμενο τῆς προθέσεώς μας, δηλαδὴ τὴν πνευματικότητα τῆς νηστείας.
Ἀποχὴ βρωμάτων. Αἴσθηση πείνας
Σήμερα, ὅταν μιλοῦμε γιὰ νηστεία, ἐμεῖς ἐννοοῦμε τὴν ἀποχὴ ἀπὸ ὁρισμένα εἲδη τροφῶν. ῾Η καθ’ αὑτὸ νηστεία ὅμως σημαίνει τὴν παντελῆ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν τροφή, μὲ σκοπὸ νὰ ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος τὸ αἲσθημα τῆς πείνας. ῾Η παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς πρωτόπλαστους σημαίνει τὴν ἄρνησή τους νὰ δεχθοῦν αὐτὴ τὴν αἲσθηση τῆς πείνας καὶ ὁδηγήθηκαν στὸ σωματικὸ κορεσμό, ὁ ὁποῖος ὃμως εἶχε ἀποβεῖ σὲ βάρος τῆς πνευματικῆς τους ὁλοκληρώσεως. ῾Ο Χριστός, ὁ Νέος ᾿Αδάμ, πέτυχε αὐτὸ ποὺ εἶχαν ἀποτύχει οἱ πρωτόπλαστοι. Μετὰ τὴ Βάπτισή του πῆγε στὴν ἔρημο καὶ ζοῦσε μεταξὺ τῶν ἂγριων ζώων, ὅπως οἱ πρωτόπλαστοι στὸν παράδεισο. ᾿Εκεῖ νήστεψε σαράντα μέρες. Μετὰ τὴ νηστεία τῶν σαράντα ἡμερῶν “πείνασε”. ῝Οπως οἱ πρωτόπλαστοι δέχθηκαν τὴν πρόταση τοῦ Διαβόλου νὰ γευθοῦν τὸν καρπὸ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, τὸ ἴδιο καὶ ὁ Χριστὸς δέχθηκε τὴ δελεαστικὴ πρόταση τοῦ Διαβόλου νὰ μεταβάλει θαυματουργικὰ τοὺς λίθους σὲ ψωμιὰ γιὰ νὰ φάγει, ἐφ’ ὃσον πείνασε μετὰ ἀπὸ σαράντα μέρες νηστεία. ῾Η ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι πράγματι καθοριστικὴ γιὰ τὸ σκοπὸ τῆς νηστείας καὶ τὴν ἱεράρχηση τῶν πνευματικῶν καὶ βιολογικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου. “Οὐκ ἐπ’ ἂρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ”. ῾Η βρώση τῆς ὑλικῆς τροφῆς, στὴν ὁποία εἶχαν καταφύγει οἱ πρωτόπλαστοι, καταλύοντας τὴ νηστεία, τοὺς ὁδήγησε στὸ θάνατο. ᾿Αντίθετα, τὸ αἲσθημα τῆς πείνας, ὡς πνευματικὴ ἄσκηση, ὁδηγεῖ στὴ ζωή, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ μόνο μὲ τὸν ἄρτο, δηλαδὴ τὴν ὑλικὴ τροφή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν τρέφει πνευματικὰ. Αὐτὸ εἶναι ἴσως τὸ παράδοξο. ῾Η ὑλικὴ τροφή, ἀναγκαία γιὰ τὴ βιολογικὴ συντήρηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅταν μεταβάλλεται ἀπὸ βιολογικὴ ἀνάγκη σὲ μοναδικὴ ἐπιδίωξη γιὰ τὸν κορεσμὸ τῶν βιολογικῶν ἀναγκῶν. ῾Η νηστεία, ὃμως, ἡ ὁποία φαινομενικὰ λειτουργεῖ ἀντίθετα πρὸς τὶς βιολογικὲς ἀνάγκες, στὴν πραγματικότητα προσφέρει τὴν αἰώνια ζωὴ στὸν ἄνθρωπο. Κατὰ συνέπεια, εἶναι ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος, ὁ Χριστιανὸς, κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Χριστοῦ, νὰ νηστεύσει γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴν πνευματική του τελείωση.
Προϋποθέσεις νηστείας
῾Η ἄσκηση τῆς νηστείας πρέπει νὰ ἐκπληρώνει ὁρισμένες προϋποθέσεις, τὶς ὁποῖες εἶχε θέσει ὁ Χριστός, ὅταν ὃριζε περὶ τῆς νηστείας. “Σὺ δὲ νηστεύων, ἄλειψέ σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ” (Ματθ. 6:16-18). ῾Η νηστεία δὲν εἶναι μέσον ἐπιδείξεως, ἀλλὰ μέσον προσωπικῆς σχέσεως τοῦ νηστεύοντος μὲ τὸν Θεό. ῎Αν αὐτὴ εἶναι ἡ προαίρεση τοῦ νηστεύοντος, τότε ἡ νηστεία εἶναι ὠφέλιμη καὶ χρήσιμη. ῍Αν ὅμως καθίσταται μέσον ἐπιδείξεως καὶ ἐγωιστικῆς προβολῆς τότε χάνει τὴν ὠφέλεια της. ῾Ο Μ. Βασίλειος διαπίστωνε στοὺς χρόνους του ὅτι πολλοὶ νήστευαν εἴτε ἀπό συνήθεια εἴτε ἀπὸ ντροπὴ ἒναντι τῶν ἄλλων. “Τὴν μὲν γὰρ νηστείαν, καὶ διὰ τὴν συνήθειαν, καὶ διὰ τὴν πρὸς ἀλλήλους αἰδῷ, οἰ πολλοὶ καταδέχονται” (Μ. Βασιλείου, ῍Εργον 75). Αὐτὴ ἡ νηστεία δὲν ἔχει πνευματικοὺς καρποὺς, γιατὶ δὲν γίνεται μὲ τὴν ἐλεύθερη βούληση καὶ ἐπιλογὴ τοῦ νηστεύοντος.
῾Η νηστεία μετὰ τὴν πτώση στὴν ἁμαρτία
῾Η νηστεία εἶναι ἀναγκαία ἐξ αἰτίας τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὴν πτώση στὴν ἁμαρτία καὶ πρέπει νὰ ἐνδυθεῖ μὲ τὸν πραγματικό της σκοπό, τὴν κάθαρση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πνευματικὴ τελείωση τοῦ νηστεύοντος. “᾿Εκακώθημεν διὰ τῆς ἁμαρτίας (ἰαθῶμεν διὰ τῆς μετανοίας) μετάνοια δὲ χωρὶς νηστείας ἀργή… Διὰ νηστείας ἀπολόγησαι τῷ Θεῷ. ᾿Αλλὰ καὶ ἡ ἐν παραδείσῳ διαγωγὴ νηστείας ἐστὶν εἰκών, οὐ μόνον καθότι τοῖς ἀγγέλοις ὁμοδίαιτος ἄν ὁ ἄνθρωπος, διὰ τῆς ὀλιγαρκείας τὴν πρὸς αὐτοὺς ὁμοίωσιν κατώρθου, ἀλλ’ ὅτι καὶ ὃσα ὓστερον ἡ ἐπίνοια τῶν ἀνθρώπων ἐξεῦρεν, οὒπω τοῖς ἐν τῷ παραδείσῳ διαιτωμένοις ἐπενενόητο (οὒπω οἰνοποσίαι, οὒπω ζῳοθυσίαι) οὐχ ὅσα τὸν νοῦν ἐπιθολοῖ τὸν ἀνθρώπινον” (Μ. Βασίλειος, ῍Εργον 20). Σύμφωνα μὲ τὴν προσέγγιση τοῦ νοήματος τῆς νηστείας ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο, ἡ νηστεία εἶναι τρόπος μιμήσεως τῆς ζωῆς στὸν παράδεισο καὶ μέσον ἀποφυγῆς τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἁμαρτίας. ῾Η ἐξωτερίκευση τῆς μετάνοιας γίνεται διὰ μέσου τῆς νηστείας.
Ἀληθὴς νηστεία. ῎Οχι ἁπλῆ ἀποχὴ ἀπὸ τροφές
Στὴν ῾Αγία Γραφὴ ἔχουμε πολλὰ παραδείγματα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν νηστεία ὁδηγήθηκαν στὴν κάθαρση, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἄμεση σχέση τους μὲ τὸν Θεό. ῾Ο Μωϋσῆς νήστεψε σαράντα ἡμέρες γιὰ νὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὶς πλάκες τοῦ νόμου στὸ ὂρος Σινᾶ. ῾Ο Προφήτης ῾Ηλίας ἐπίσης νήστεψε σαράντα ἡμέρες καὶ ἡ προσευχή του ἔγινε μὲ εὐμένοια δεκτή ἀπὸ τὸν θεό. ῾Ο Χριστός, ὡς ἄλλος Μωϋσῆς καὶ νομοδότης, νήστεψε σαράντα ἡμέρες καὶ προσευχήθηκε πρὶν ἀρχίσει τὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας.
῾Η νηστεία ὅμως δὲν πρέπει νὰ περιορίζεται σὲ ἁπλῆ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ὑλικὴ τροφή. «Νηστεία γὰρ ἀληθὴς ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις», γράφει ὁ Μ. Βασίλειος (Περί Νηστείας, Λόγος Β΄, 196,45). «Οὐ μέντοι ἐξαρκεῖ καθ’ ἑαυτὴν ἡ ἀποχὴ τῶν βρωμάτων πρὸς ἐπαινετὴν νηστείαν, ἀλλὰ νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτὴν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ. ᾿Αληθὴς νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας.
῾Η τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστὶν ἀληθής» (Μ. Βασιλείου, Περὶ Νηστείας, Λόγος Β΄, 196,45-48). ῾Η ἀποχὴ τῶν βρωμάτων πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ σειρὰ διορθωτικῶν πράξεων τῆς ζωῆς μας, ὅπως, ἀπαλλαγῆς τῶν προσωπικῶν μας ἕξεων καὶ παθῶν, τοῦ μίσους κατὰ τοῦ συνανθρώπου μας καὶ τῶν παραβάσεων τῶν θείων ἐντολῶν.
῾Η νηστεία, ἡ ὁποία πληροῖ τὶς προϋποθέσεις αὐτές, ἀποβαίνει πράγματι ὠφέλιμη γι’ αὐτὸν ποὺ νηστεύει: «῍Εστι μὲν οὖν πάντα χρόνον ἡ νηστεία ὠφέλιμος τοῖς αἱρουμένοις αὐτήν. Οὔτε γὰρ ἐπήρεια δαιμόνων κατατολμᾷ τοῦ νηστεύοντος, καὶ οἱ φύλακες τῆς ζωῆς ἡμῶν ἄγγελοι φιλοπωνότερον παραμένουσι τοῖς διὰ νηστείας τὴν ψυχὴν κεκαθαρμένοις» (Μ. Βασιλείου, Περὶ Νηστείας, Λόγος Β΄, 185,36-40). ῾Η νηστεία ἔχει διπλῆ ὠφελιμότητα, ἀφ’ ἑνὸς μὲν προφυλάσσει τὸν νηστεύοντα ἀπὸ τὶς ἐπιδράσεις τοῦ διαβόλου, ἀφ’ ἑτέρου δὲ καθαρίζει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του.
Καρποὶ τῆς νηστείας
Τοὺς καρποὺς τῆς νηστείας μποροῦμε νὰ τοὺς διακρίνουμε σὲ δύο ἐπίπεδα: (α) προσωπικούς. Στοὺς προσωπικοὺς καρποὺς τῆς νηστείας περιλαμβάνονται, 1. ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. «᾿Εκακώθημεν διὰ τῆς ἁμαρτίας· ἰαθῶμεν διὰ τῆς μετανοίας· μετάνοια δὲ χωρὶς νηστείας ἀργή» (Μ. Βασιλείου, Περὶ Νηστείας, Λόγος Α΄, PG 31,168). Ὁ Μέγας Βασίλειος τονίζει τὴν ἀδιάρρηκτη σχέση μεταξύ τῆς μετάνοιας καὶ τῆς νηστείας. 2. ῾Η προσέγγιση τοῦ Θεοῦ. «Καὶ ἁπαξαπλῶς εὓροις ἂν τὴν νηστείαν πάντας τοὺς ἁγίους εἰς τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν χειραγωγήσασαν» (Μ. Βασιλείου, Περὶ Νηστείας, Λόγος Α΄ PG 31,173). 3. ᾿Ενίσχυση τῆς δυνάμεως τῆς προσευχῆς. «Νηστεία προσευχὴν εἰς οὐρανὸν ἀναπέμπει, οἱονεὶ πτερὸν αὐτῇ γινομένη πρὸς τὴν ἄνω πορείαν. Νηστεία οἲκων αὒξησις, ὑγείας μήτηρ, νεότητος παιδαγωγός, κόσμος πρεσβύταις» (Μ. Βασιλείου, Λόγος Α΄ PG 31,173). (β) Κοινωνικούς. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος νηστεύει, δύναται, αὐτὸ ποὺ στερεῖται θεληματικὰ ὁ ἴδιος, νὰ τὸ προσφέρει στοὺς ἀδελφοὺς του, ποὺ στεροῦνται τὸν ἐπιούσιο ἄρτο. Ἔτσι, ἡ νηστεία παύει νὰ εἶναι μόνο προσωπικὴ ὑπόθεση ἐκείνου ποὺ νηστεύει καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ συνανθρώπου του. Ἡ νηστεία μπορεῖ, κατὰ το Μέγα Βασίλειο, νὰ δημιουργήσει καὶ νὰ διατηρήσει τὶς ὰγαπητικὲς σχέσεις μεταξὺ συζύγων, μεταξὺ γονέων καὶ παιδιῶν καὶ μεταξὺ τῶν παιδιῶν.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ πάψει ποτὲ νὰ θλίβεται γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά του, ἡ ὁποία καθίσταται αἰτία ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔτσι, ἡ νηστεία εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπαραίτητο μέσο ὥστε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ προσεγγίσει καὶ πάλι τὸν Θεό. Ἡ χριστιανικὴ νηστεία ἔχει ὡς κέντρο ἀναφορᾶς τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος μᾶς καλεῖ νὰ νηστεύσουμε γιὰ νὰ δημιουργήσουμε τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις ἑνώσεώς μας μὲ ἐκεῖνον.