Η Ανάσταση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
Μήνυμα ἀπὸ τὸν οὐρανό
Μητροπολίτη Κωνσταντίας – Ἀμμοχώστου Βασιλείου
«Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρμὲνον˙ ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε˙ ἴδε ὁ τὸπος ὅπου ἔθηκαν αὐτὸν».
Ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀνθρωπότητα καὶ ἡ κτίση στὸ σύνολό της λαμπρύνονται καὶ πανηγυρίζουν γιὰ τὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ὅλοι οἱ πιστοί μετέχουμε τῆς χαρᾶς καὶ τῆς πανηγύρεως τῆς Ἀναστάσεως, πού ἀποτελεῖ τὸ θρίαμβο τῆς ζωῆς ἐπί τοῦ θανάτου καὶ προσφέρει τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ βεβαίωση τῆς ἀναστάσεως ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Τὴν καλή αὐτὴ ἀγγελία, δηλαδή, τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τὸ μεταφέρουν κατά τρόπο ἐπίσημο καὶ θεόπνευστο οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές μὲ τὶς διηγήσεις τους γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ νὰ πεισθούμε καὶ νὰ πιστέψουμε στὴν πραγματικότητα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν ποικίλα γεγονότα, τὰ ὁποῖα συνιστοῦν τὰ τεκμήρια καὶ τοὺς ἀψευδεῖς μάρτυρες τοῦ θαύματος.
Κατὰ τὴ στιγμή τῆς Ἀναστὰσεως συμβαίνουν ὑπερφυσικά φαινόμενα. Πρῶτο ἀπό αὐτὰ εἶναι ὁ σεισμός: “Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐποφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τὰφον. Καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μὲγας” (Μτ. 28:1-2). Μάρτυρες τοῦ σεισμοῦ εἶναι οἱ Μυροφόρες γυναῖκες, οἱ ὁποῖες βρίσκονταν ἐκείνη τὴ στιγμή στὸν Τάφο. Ὁ σεισμός θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνευθεῖ ἀπό τούς δύσπιστους ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς ὡς ἕνα φυσικό γεγονός, χωρίς καμία σχέση μὲ τὴν Ἀνάσταση. Ὅμως, τὸ ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ τὸ φυσικό φαινόμενο τοῦ σεισμοῦ βεβαιώνεται ἀπό τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο, ὁ ὁποῖος συσχετίζει τὸ σεισμό μὲ τὴν ἐμφάνιση συγχρόνως καὶ τοῦ ἀγγέλου στὸν κενό Τάφο. “Ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ”(Μτ. 28:2). Ὁ γραμματικός σύνδεσμος “γὰρ”, εἶναι συνδετικός τῆς προηγούμενης φράσεως καὶ δικαιολογεῖ τὸ γιατί ἔγινε ὁ μεγάλος σεισμός.
Ἀλλά καὶ τὸ ὅτι ἐπρόκειτο πράγματι γιὰ ἐμφάνιση ἀγγέλου, καὶ αὐτὸ μᾶς τὸ βεβαιώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς μὲ τὴν περιγραφὴ τῆς ἐξωτερικῆς μορφῆς του: “Ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών”(Μτ. 28:3). Ἡ ἐμφάνιση τοῦ ἀγγέλου προκαλεῖ τὸν τρόμο στοὺς στρατιῶτες φύλακες τοῦ Τὰφου. Θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ, ὅτι καὶ οἱ ἴδιοι οἱ στρατιῶτες δὲν εἶδαν τὸν Χριστὸ νὰ ἐξέρχεται ἀπό τὸν τάφο, ἀλλά διαπιστώνουν καὶ αὐτοί τὸ κενό μνημεῖο καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ὀγκόλιθος εἶχε μετακινηθεῖ ἀπὸ τὸ στόμιο τοῦ τάφου, ὅπως καὶ οἱ Μυροφόρες γυναῖκες, καὶ ἔχουν ἐμπειρία τὸσο τοῦ σεισμοῦ, ὅσο καὶ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ ἀγγέλου. Οἱ ἄγγελοι δεικνύουν τὸν κενό Τάφο τοῦ Κυρίου καὶ βεβαιώνουν τὶς γυναῖκες γιὰ τὴν Ἀνάσταση.
“Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρμὲνον˙ ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε˙ ἴδε ὁ τὸπος ὅπου ἔθηκαν αὐτὸν” (Μκ. 16:6).
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος προσάγει καὶ ἕνα ἐπιπρόσθετο τεκμήριο τῆς Ἀναστάσεως, αὐτὴ τὴ φορά μὲσα ἀπό τὸν κύκλο τῶν ἀντιπάλων καὶ σταυρωτῶν τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Γραμματεῖς ἔλαβαν τὰ ἀναγκαῖα μέτρα ὥστε νὰ μὴ κλαπεῖ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς Μαθητὲς καὶ νὰ διαδοθεῖ ὅτι ἀναστήθηκε. Ἔτσι, ὑπό τὴν ἐπιτήρηση τῶν Ἀρχιερέων καὶ τῶν Γραμματέων, ὁ Τάφος τοῦ Κυρίου σφραγίσθηκε κατὰ τρόπο ἐπίσημο καὶ τοποθετήθηκε στρατιωτική φρουρά νὰ τὸν φυλάγει (Μτ. 27:62-66). Τὰ μέτρα αὐτὰ καθιστοῦσαν ἐντελῶς ἀδύνατη ὁποιαδήποτε ἀπόπειρα κλοπῆς τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, παρά τὸ γεγονός ὅτι ἡ σκέψη κλοπῆς τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς Μαθητές ἦταν ἐντελῶς ἀνύπαρκτη καὶ φανταστική ἀπό μέρους τῶν Ἀρχιερέων καὶ Γραμματέων. Ἑπομένως, ἡ ἀναφορά τῶν Εὐαγγελίων στὴ διάδοση περὶ κλοπῆς τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ βεβαιώνει τὴν Ἀνάσταση. Καὶ οἱ ἴδιοι οἱ σταυρωτές του Χριστοῦ, μὲ πράξεις μὲ τὶς ὁποῖες ἤθελαν νὰ φιμώσουν τὸν Χριστὸ, ἀκόμα καὶ νεκρό στὸν τὰφο, καθίστανται ὄργανα βεβαιώσεως καὶ κηρύξεως τῆς Ἀναστάσεως.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ βεβαιώνεται ἀκόμα ἀπό τὶς πολλαπλές ἐμφανίσεις του πρὸς τοὺς μαθητές του. Οἱ Εὐαγγελιστὲς μᾶς πληροφοροῦν γιὰ ὁρισμένο ἀριθμό ἐμφανίσεων τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, σημειώνουν, ἐν τούτοις, ὅτι ὑπῆρχαν καὶ ἄλλες πολλές ἐμφανίσεις. Ὁ Χριστὸς “παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι’ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ”(Πράξ. 1:3). Ἡ πρωτοχριστιανική κοινότητα ζοῦσε ἔντονη τὴν ἀνάμνηση τῶν ἐμφανίσεων τοῦ ἀναστάντος Κυρίου, γιὰ τὶς ὁποῖες μιλᾶ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος: “Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις, ὅ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφὰς καὶ ὅτι ἐτάφη καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφὰς καὶ ὅτι ὤφθη Κηφᾶ εἶτα τοῖς δώδεκα˙ ἔπειτα ὤφθη ἐπάνω πεντακοσίοις ἀδελφοῖς ἐφάπαξ, ἐξ ὧν οἱ πλείονες μένουσιν ἕως ἄρτι, τινὲς δὲ ἐκοιμήθησαν˙ ἔπειτα ὤφθη Ἰακώβῳ εἶτα τοῖς ἀποστόλοις πᾶσιν˙ ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη καμοί” (Α΄ Κόρ. 15:3-8). Εἶναι, ἑπομένως, παράδοση τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος ἡ μαρτυρία τῆς ἀναστάσεως καὶ τῶν ἐμφανίσεων τοῦ Κυρίου.
Τὰ ἐπιπρόσθετα γεγονότα, τὰ ὁποῖα διαδέχονται τὸ ἕνα τὸ ἄλλο καὶ προκαλοῦν ἔκπληξη καὶ θαυμασμό στὶς πρωινές ἐπισκέπτριες τοῦ Τάφου, τὶς Μυροφόρες, ἦσαν, πρῶτον, ὅτι ὁ λίθος εἶχε μετακινηθεῖ ἤδη ἀπό τὸ στόμιο τοῦ Τάφου, δεύτερον, μὲ τὴν εἴσοδό τους στὸν Τάφο διαπίστωσαν ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν ἐκεῖ. Ἀντ’ αὐτοῦ συνάντησαν τὸ λευκοφορούντα ἄγγελο. Ὁ ἄγγελος τότε λέγει στὶς Μυροφόρες γυναῖκες δύο πράγματα: πρῶτον, ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, Αὐτὸς πού ψάχνουν ὡς νεκρό, δὲν εἶναι ἐκεῖ γιατί ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καί, δεύτερον, τὶς ἐπιφορτίζει στὴ συνέχεια μὲ μία ἀποστολή, νὰ ποῦν στοὺς Ἀποστόλους ὅτι θὰ συναντήσουν τὸν ἀναστημένο Χριστὸ στὴ Γαλιλαία.
Τὸ πρῶτο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου πρὸς τὶς Μυροφόρες γυναῖκες εἶναι τὸ πρῶτο μήνυμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο στὴ συνέχεια, ἀπό τὸ στόμα τῶν Μυροφόρων καὶ τῶν Ἀποστόλων πλήρωσε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. «Ὁ δὲ (ἄγγελος) λέγει αὐταῖς, μὴ ἐκθαμβεῖσθε, Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον, ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε, ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν» (Μκ. 16:6). Αὐτὸ, θὰ λέγαμε, ἀποτελεῖ τὸ κέντρο καὶ τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἀναστὰσεως, πού ξεκίνησε δειλά μὲσα ἀπό τὸ φόβο καὶ τὸν τρόμο τῶν Μυροφόρων γυναικῶν γιὰ νὰ κατακτήσει σωτήρια τὴν οἰκουμένη. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴν πρώτη ὁμολογία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανὰτου. Οἱ Μυροφόρες γυναῖκες δὲν εἶχαν ἐγκαταλείψει τὸν Χριστὸ οὔτε τὴ στιγμὴ τῶν Παθῶν, οὔτε τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ταφῆς του. Τώρα γίνονται οἱ πρῶτοι ἀγγελιοφόροι, οἱ πρῶτες πού δέχονται τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ Μυροφόρες μπῆκαν στὸν τὰφο καὶ διαπίστωσαν ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου δὲν ἦταν ἐκεῖ. Ὁ ἄγγελος δὲν εἶπε στὶς γυναῖκες τὸν τρόπο ἤ τὸ χρόνο τῆς Ἀναστάσεως, ἀλλά τούς ἀνήγγειλε ὅτι ἀναστήθηκε καὶ πρὸς ἐπίρρωση τούς ἔδειξε τὸν κενό Τάφο.
Τὸ ἐξαίρετο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, ἐν τούτοις, αὐτὴ τὴν πρώτη φορὰ δὲν ἀκούγεται ἀπό ἀνθρώπινο στόμα, ἀλλά ἀπό στόμα ἀγγέλου, γεγονός πού σημαίνει ὅτι τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως προέρχεται κατ’ εὐθείαν ἀπό τὸν Θεό. Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ λόγια τῶν ἀγγέλων, πρὸς τὶς Μυροφόρες: «Τὶ ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν»; (Λκ. 24:5). Οἱ Μυροφόρες, πράγματι, πορεύθηκαν τὸ πρωινό ἐκεῖνο πρὸς τὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ σκέψη ἐνός νεκροῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ τοῦ ἀγγέλου ἦταν κατ’ ἀρχὴν ἕνα ἐρώτημα πρὸς τὶς Μυροφόρες γιὰ νὰ τούς ἀναγγελθεῖ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πού τὸν νόμιζαν νεκρό. Συνεχίζει, ἐν τούτοις, νὰ εἶναι, ἐπιπρόσθετα, ἕνα ἐρώτημα, ἕνα μήνυμα καὶ μία κριτική πρὸς ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ συνεχίζουν ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια νὰ ψάχνουν τὸν Χριστὸ μεταξύ τῶν νεκρῶν. Τὸν Χριστὸ πρέπει νὰ τὸν ψάχνουμε μεταξύ τῶν ζώντων, γιατί εἶναι Θεός ζώντων καὶ Θεός ζῶν καί, ὄντως, ἀναστήθηκε ἐκ τῶν νεκρῶν.
Οὐκ οἴδαμεν τὸν τρόπον τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως. Οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές, ὅπως καὶ ὁλόκληρη ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία βίωσαν τὸ μεγάλο αὐτὸ μυστήριο τῆς Ἀναστὰσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ αὐτὸ μᾶς παραδίδουν καλώντας μας νὰ κρατήσουμε τὸ δέος ἐνώπιον τοῦ ἀνεξεχνίαστου αὐτοῦ μυστηρίου. «Οὐκ ἔστιν ὧδε, ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν». Ἐάν αὐτὸ τὸ λόγο τὸν ἔλεγε ἀνθρώπινο στόμα, δυνατὸ νὰ δημιουργοῦσε ἀμφιβολίες, ὅμως, ἀκούγεται ἀπὸ στόμα ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Θεός εἶναι πάντοτε πιστὸς καὶ ἀληθινός. Τὴν Ἀνάσταση τὴ μαρτυρεῖ ὁ ἄγγελος καὶ τὸ κενό μνημεῖο. Τὸ μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως παραμένει ἄγνωστο, ἀνεξιχνίαστο καὶ ἀνεξερεύνητο.
Οἱ θεῖες Γραφές δὲν μποροῦσαν νὰ περιγράψουν αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ τὸ γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, γιατί δὲν εἶναι παρόμοια μὲ ἐκείνη τῶν ἄλλων ἀναστάσεων νεκρῶν, εἴτε τοῦ Λαζάρου, εἴτε τοῦ γιοῦ τῆς χήρας ἀπό τὴ Ναΐν, εἴτε τῆς θυγατέρας τοῦ Ἀρχισυνάγωγου Ἰάειρου. Ἐκεῖνοι ἀναστήθηκαν γιὰ νὰ ὑποστοῦν καὶ πάλιν τὸ θάνατο καὶ τὴ φθορὰ τοῦ σώματος. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, εἶναι ἀφ’ ἑνὸς μὲν προσωπικὸ γεγονὸς γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό, γιατὶ ἡ ἀνθρώπινή του φύση, ἕνεκα τῆς ἑνώσεώς της μὲ τὴ θεία φύση καὶ ἕνεκα τῆς ἀναμαρτησίας του, δὲν ὑπέστη τὴ φθορὰ ἀπὸ τὸν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ θάνατο, ἀφ’ ἑτέρου δὲ εἶναι συγχρόνως καὶ συλλογικὸ καὶ πανανθρώπινο γεγονός, γιατὶ ἐγκαινιάζεται, μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ, ἡ καινὴ κτίση. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, ὁ ἀπόστολος Παῦλος περικλείει τὸ γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν πρόταση: «πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν» (Κολ. 1:18). Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι μυστήριο ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ἀθρώπινη κατανόηση καὶ λογική, γιατὶ ἀποτελεῖ τὸ μεταίχμιο τῆς μεταβάσεως ἀπό τὴ φθορά στὴν ἀφθαρσία, ἀπό τὸ χρόνο στὴν αἰωνιότητα, ἀπό τὸ παρόν στὸ ἔσχατο. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ στὶς διάφορες μεταπασχαλινές ἐμφανίσεις του ὁ Χριστὸς είτε δὲν ἀναγνωριζόταν ἀπὸ τοὺς Μαθητές του, εἴτε ἐμφανιζόταν ἐν «ἑτέρᾳ μορφῇ», ἤ καὶ εἶπε στὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή: «μή μου ἅπτου˙ οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν Πατέρα μου» (Ἰω. 20:17). Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶχε μὲν τὶς προτυπώσεις της, μὲ τὶς προηγηθεῖσες ἀναστάσεις νεκρῶν, ἀλλά τὸ ἐξαίρετο καὶ μοναδικὸ συνίσταται στὸ ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ εἰσάγει ὡς πραγματικότητα μὴ ἀνατρέψιμη τὴν κοινή ἐσχατολογική ἀνάσταση ὅλων τῶν ἀνθρώπων, πού σημαίνει τὴν ὑπέρβαση τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου καὶ τὴν εἴσοδο ὅλων στὴν αἰώνια ζωή.