Οι αξίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας και η Ενωμένη Ευρώπη
Μητροπολίτη Κωνσταντίας – Αμμοχώστου Βασιλείου
Η Ευρώπη αναζητεί τον αυτοπροσδιορισμό της μέσα από σύνολο «αξιών», μέρος των οποίων προσπαθεί να αντλήσει από τις παραδοσιακές πηγές, είτε θρησκευτικές είτε πολιτιστικές. Λαμβάνοντας αφορμή από αυτή την αναζήτηση αυτοπροσδιορισμού της Ευρώπης είναι πολλοί εκείνοι που εμφανίζονται και προτείνουν τις δικές τους θέσεις και «αξίες». Εκτιμούμε πως η Εκκλησία δεν πρέπει να είναι απούσα από αυτή τη διαδικασία, εφ’ όσον η πορεία προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, κατά τα ανθρώπινα δεδομένα και κριτήρια, είναι μονόδρομος χωρίς επιστροφή. Στην εισήγησή μας αυτή, κατ’ αρχήν θα αναφερθούμε στις λεγόμενες «αξίες», όπως αυτές κατανοούνται στο Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Στη συνέχεια θα περιγράψουμε με πολλή συντομία τη φυσιογνωμία της Ευρώπης και, τέλος, θα απαντηθεί, κατά το δυνατόν, το ερώτημα γιατί πρέπει να ευαισθητοποιηθεί και τι πρέπει να κάνει η Ορθόδοξη Εκκλησία στο χώρο της Ευρώπης για το ζήτημα αυτό των αξιών.
1. Η θέση των αξιών στο Σύνταγμα της Ενωμένης Ευρώπης.
Κατ’ επανάληψη στο Σύνταγμα της Ενωμένης Ευρώπης γίνεται λόγος για «αξίες». Κυρίως το άρθρο 2 του Συντάγματος καθορίζει τις αξίες καθώς και το χώρο και τη θέση των αξιών μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη. «Η ένωση βασίζεται στις αξίες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη, σε μία κοινωνία πλουραλισμού, ανοχής, δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και απαγόρευσης των διακρίσεων»[1].
Πριν προχωρήσουμε σε περαιτέρω εξέταση του θέματος κρίνουμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι η ερμηνεία και κατανόηση της έννοιας των αξιών ποικίλλει. Άλλη η νομική τους έννοια, άλλη η εκκοσμικευμένη κατανόησή τους, άλλη η ερμηνεία τους από το λεγόμενο ανθρωπισμό και άλλη η χριστιανική (θρησκευτική) θεμελίωση των αξιών. Στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα η έννοια των αξιών, αν και γίνεται ευρεία αναφορά στο θρησκευτικό και πολιτιστικό υπόβαθρο για την Ευρώπη και τις αξίες που διέπουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ο όρος χρησιμοποιείται κατ’ εξοχή με τη νομική του έννοια και κατοχύρωση. Γι’ αυτό και οι απαριθμούμενες ίδιες έννοιες των αξιών σε άλλα άρθρα του Συντάγματος ταυτίζονται με αυτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η ιστορία της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, κάτω από το πρίσμα του υπό εξέταση θέματος, αποτελεί και ιστορία των αξιών. Έχει γίνει γενικά αποδεκτό το απλουστευμένο τρίπτυχο σχήμα σύμφωνα με το οποίο, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίζεται στις αξίες του ελληνικού πολιτισμού, του ρωμαϊκού δικαίου και της χριστιανικής πίστεως. Το απλουστευμένο αυτό σχήμα αποδίδει όντως τις ιστορικές περιόδους, οι οποίες διαδέχθηκαν η μία την άλλη και άφησαν τη δική τους σφραγίδα στον πολιτισμό και τις αξίες των λαών της Ευρώπης. Δεν παύει, εν τούτοις, να αποτελεί απλούστευση το τρίπτυχο αυτό σχήμα, γιατί το ζήτημα είναι πολυπλοκώτερο αν ληφθεί υπ’ όψη το παράδειγμα του Χριστιανισμού. Η εμπειρία, από την εφαρμογή στην πράξη των ευαγγελικών αρχών, ακόμα και πριν από τη διαίρεση των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως ήταν διαφορετική. Έτσι, ο ανατολικός χριστιανισμός, όχι ως προς το περιεχόμενο της πίστεως, αλλά ως προς την εκκλησιαστική εμπειρία παράδοση και πράξη (l’être ecclésial) ήταν διαφορετικός από εκείνο της Δύσεως. Επιπρόσθετα, η Ευρώπη κατά θετικό ή και αρνητικό τρόπο επηρεάσθηκε ιστορικά και πολιτιστικά, σε μικρό βαθμό βεβαίως, αφ’ ενός μεν άμεσα από τον Ιουδαϊσμό, είτε έμμεσα από το Χριστιανισμό, αφ’ ετέρου δε από το Ισλάμ.
Μέσα σ’ αυτά τα ιστορικά πλαίσια είναι δυνατό να ορίσουμε τις αξίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Από απόψεως φιλοσοφίας και ψυχολογίας, αξία ονομάζεται η ικανοποίηση των αναζητήσεων και επιθυμιών του ατόμου. Σήμερα απαριθμούμε έννοιες, όπως της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τις οποίες αποκαλούμε αξίες, χωρίς εν τούτοις να επιχειρείται να διατυπωθεί ή να γίνεται αποδεκτός ένας γενικός ορισμός των αξιών. Έτσι, οι αξίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι παρατηρήσιμες, αφ’ ενός μεν, λόγω της συγκρίσεως της εκκλησιαστικής εμπειρίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας με εκείνη των άλλων Χριστιανικών Ομολογιών ή και των άλλων θρησκειών, αφ’ ετέρου δε, από τις επιλογές και το περιεχόμενο της εκκλησιαστικής εμπειρίας και πράξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Για να διευκρινίσουμε τη χριστιανική έννοια των αξιών από το νομικό, τον εκκοσμικευμένο ή τον ανθρωπιστικό και αθεϊστικό ορισμό, ορισμοί οι οποίοι αποκόπτουν τον άνθρωπο από το υπερβατό, από τη σχέση του με τον Θεό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, για την Ορθόδοξη Εκκλησία και το Χριστιανισμό γενικότερα, αξία είναι «κάθε πράξη η οποία ενεργείται αφ’ ενός μεν από τον αγαπόντα Θεό ως πρόσωπο με αποδέκτη τον αγαπόμενο άνθρωπο, αφ’ ετέρου δε κάθε πράξη εκ μέρους του αγαπόντος ανθρώπου συνεπής με την αγάπη του προς τον Θεό και προς το συνάνθρωπό του»[2]. Οι αξίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας εκτείνονται σε όλα τα επίπεδα εκφάνσεως της ζωής και εμπειρίας των μελών της Εκκλησίας. Στις αξίες αυτές περιλαμβάνονται: η ορθόδοξη διατύπωση και βίωση της πίστεως, η λειτουργική ζωή και εμπειρία, η διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας και η αδιάκοπη αποστολική παράδοση.
Επιπρόσθετα προς τα ανωτέρω, θα πρέπει να λεχθεί ότι οι αξίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι στενά και αδιάρρηκτα συνδεδεμένες με το πολιτιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι ευαγγελικές αρχές και αξίες είχαν ή και συνεχίζουν να έχουν την εφαρμογή τους. Αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο το οποίο άλλοτε έχει θετικά αποτελέσματα από τη σχέση των πολιτιστικών αξιών με τις Χριστιανικές αξίες, άλλοτε όμως αρνητικά, όταν οι Χριστιανικές αξίες μεταβάλλονται σε λάβαρα στηρίξεως εθνικιστικών και φυλετικών επιδιώξεων.
2. Η φυσιογνωμία της Ευρώπης και οι επιτελούμενες ζυμώσεις.
Η επεξεργασία Συντάγματος για την Ευρώπη, έστω και αν υπάρχουν χώρες της Ευρώπης που δεν επιθυμούν την εφαρμογή του, είναι ενδεικτική των διεργασιών και ζυμώσεων που έχουν γίνει κατά το διάστημα από την αρχική ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1951), ως οικονομικής ενότητας, μέχρι και τη Σύμβαση του Μάαστριχ, όπου η Ευρωπαϊκή Κοινότητα μετεξελίσσεται σε Ευρωπαϊκή Ένωση, ή και τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Έτσι, η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σημαίνει: (α) Τη γεωγραφική ενοποίηση των κρατών μελών, με χαλάρωση ή και εξ ολοκλήρου κατάργηση των μεταξύ τους συνόρων και την ελεύθερη διακίνηση των πολιτών της Ευρώπης. (β) Την οικονομική ενοποίηση της αγοράς της Ευρώπης. Η εισαγωγή του Ευρώ εκτιμάται ότι είχε θετικά αποτελέσματα πέρα των αναμενόμενων, αν και η τελευταία οικονομική κρίση που έπληξε ιδιαίτερα την Ελλάδα, αποδεικνύει τις μεγάλες αδυναμίες του χρηματο-οικονομικού συστήματος. (γ) Την πολιτική ενοποίηση, η οποία συνίσταται στη χάραξη κοινής εξωτερικής πολιτικής για το σύνολο των κρατών μελών της Ευρώπης και την εγκαθίδρυση αμυντικού μηχανισμού για την Ευρώπη. (δ) Τη νομική ενοποίηση, με την οποία επιχειρείται η νομική εναρμόνιση μεταξύ των κρατών μελών της Ενώσεως. Το ευρωπαϊκό Σύνταγμα είναι το αποκορύφωμα αυτής της νομικής διαδικασίας. Τα νομοθετήματα, τα οποία ψηφίσθηκαν από τα αντίστοιχα εθνικά Κοινοβούλια, και συνιστούν μέρος του επονομαζομένου «ευρωπαϊκού κεκτημένου» μας αφήνουν για την ώρα, εδώ στην Κύπρο, ανυποψίαστους. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα στην Κύπρο, λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν την έκταση των συνεπειών της ευρωπαϊκής ενοποίησης και για το τι σημαίνει Ευρώπη. (ε) Οι συντελεσθείσες πολιτικές, οικονομικές και νομικές ζυμώσεις οδήγησαν σε μία νέα προοπτική, αυτή της αναζήτησης της πολιτιστικής βάσεως της Ευρώπης. Μέσα στον ευρύ αυτό χώρο κινείται ο ορισμός της Ευρώπης, ως Ενώσεως λαών, πολιτισμών και αξιών, καθορίζεται η φυσιογνωμία της Ευρώπης ως «ενότητας στην ποικιλομορφία της» («united in its diversity», πρόλογος Συντάγματος), και θεμελιώνεται ως βάση για την εφαρμογή των αρχών και αξιών της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η μέχρι τώρα γνωστή σε όλους μας ιστορική φυσιογνωμία της Ευρώπης συνίστατο από τη σύνθεση ενός ψηφιδωτού, άλλοτε με αρμονία και άλλοτε με δυσαρμονία σε ποικίλα επίπεδα. Στο θρησκευτικό επίπεδο η Ευρώπη στο σύνολό της, όχι μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση των είκοσι επτά κρατών, περιλαμβάνει τις Χριστιανικές ομολογίες, Ορθόδοξη Εκκλησία, Ρωμαιοκαθολικισμό και Προτεσταντισμό με όλες τις συντηρητικές και ακραίες του εκφάνσεις, καθώς επίσης Ισλαμική μειονότητα και Ιουδαϊκές κοινότητες. Άλλο επίπεδο της φυσιογνωμίας της Ευρώπης είναι τα διάφορα Έθνη και Κράτη της Ευρωπαϊκής Ηπείρου. Δεν πρέπει, επιπρόσθετα, να λησμονηθεί και η ιδεολογική φυσιογνωμία της Ευρώπης, η οποία άλλαξε ριζικά μετά την πτώση της κομμουνιστικής ιδεολογίας της Σοβιετικής Ενώσεως με συνεπακόλουθο, κράτη που συνέθεταν τη Σοβιετική Ένωση να εντάσσονται τώρα στην Ενωμένη Ευρώπη, όπου επικρατεί το καπιταλιστικό σύστημα της ελεύθερης οικονομίας.
Επισημαίνουμε, επιπρόσθετα, τρεις σημαντικούς παράγοντες, οι οποίοι συνέβαλαν ή και συνεχίζουν να συμβάλλουν κατά τρόπο αρνητικό με αποτέλεσμα να παρατηρείται κατάπτωση ή και εγκατάλειψη των παραδοσιακών θρησκευτικών, εθνικών και πολιτιστικών αξιών καθώς και των αξιών της εκκλησιαστικής και πολιτικής αυθεντίας στην Ευρώπη, χωρίς βεβαίως η κρίση αυτή να αποτελεί μοναδικό προνόμιο της Ευρωπαϊκής Ηπείρου. Κυρίως για τη Δυτική Ευρώπη, η εκκοσμίκευση των κοινωνιών, η οποία άρχισε με τη Γαλλική επανάσταση έχει οδηγήσει σε κρίση των αξιών και στην αποεκκλησιαστικοποίηση των παραδοσιακών Χριστιανικών κοινωνιών. Εξ άλλου, στην Ανατολική Ευρώπη, η Κομμουνιστική ιδεολογία και προπαγάνδα οδήγησε στον αποεκχριστιανισμό μεγάλου ποσοστού ανθρώπων παραδοσιακά Χριστιανικών λαών, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ Ορθοδόξων ή πιστών άλλων Ομολογιών[3]. Τρίτος παράγοντας για την κατάπτωση και εγκατάλειψη των παραδοσιακών αξιών είναι η λεγόμενη «σιωπηρή επανάσταση». Οι συνεχείς κοινωνικοπολιτικές ζυμώσεις μέσα σε μία κοινωνία οδηγούν σε σταδιακή αλλαγή ή και εγκατάλειψη των παραδοσιακών αξιών και υιοθέτηση νέων αξιών, οι οποίες εξυπηρετούν κυρίως τον αναπτυχθέντα ατομικισμό. Από το φαινόμενο αυτό δεν ξεφεύγει καμία κοινωνία, έστω και αν οι συντελούμενες ζυμώσεις γίνονται με ταχύ ή βραδύ ρυθμό.
Οι ζυμώσεις και η αναδιάρθρωση της φυσιογνωμίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως έχει μία ιδιαίτερη συνισταμένη για τις δικές μας «ορθόδοξες» κοινωνίες, εννοώ Ελλάδας, Κύπρου, Ρουμανίας, Βουλγαρίας κ.λπ. Μέχρι τώρα η κοινωνική, πολιτιστική, θρησκευτική και εθνική φυσιογνωμία των χωρών αυτών, βεβαίως και άλλων, ήταν ομοιογενής. Ο τουρισμός είχε περιορισμένες επιδράσεις και δεν επέφερε ρήγματα στην ομοιογένεια όλων των επιπέδων παρά μόνο επίδραση στα παραδοσιακά ήθη και έθιμα. Η φιλελευθεροποίηση της αγοράς, είτε οικονομικής είτε ανθρώπινου δυναμικού, αρχίζει να κάνει εμφανή τη δειλή μεν αλλά σημαντική αλλαγή της ομοιογενούς φυσιογνωμίας της κοινωνίας μας. Ξένοι εργάτες, οικιακές βοηθοί, μετανάστες παντός είδους κ.λπ.
Η πλήρης ένταξη της Κύπρου στην Ενωμένη Ευρώπη δεν σημαίνει απλώς την απόκτηση του Ευρωπαϊκού διαβατηρίου, δηλαδή της νομικής ταυτότητας του Ευρωπαίου πολίτη. Σημαίνει και την καλλιέργεια της συνειδήσεως ότι ο ορθόδοξος Κύπριος πολίτης, όπως ο Ελλαδίτης ή Ρουμάνος ορθόδοξος, ανήκουν σε ένα ευρύτερο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό χώρο. Αυτομάτως, αυτό που ονομάζουμε «ταυτότητα» του Κύπριου πολίτη, που σημαίνει ότι είναι θρησκευτικά ορθόδοξος και εθνικά Έλληνας, δέχεται άμεσες προκλήσεις και επιδράσεις από το ευρύτερο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως εξυπονοείται από τη Συνταγματική πρόταση «η ενότητα εν τη ποικιλία». Η Ευρωπαϊκή Ένωση επί του προκειμένου διατείνεται ότι επιθυμεί τη διατήρηση αυτής της ποικιλόμορφης φυσιογνωμίας πολιτισμών, λαών και αξιών. Το ερώτημα είναι, πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό, δεδομένης της προσπάθειας πολιτικής, οικονομικής και νομικής εναρμόνισης; Το ερώτημα αυτό δεν περιέχει οποιοδήποτε «ευρωσκεπτικισμό» ή «ευρωφοβία», αλλά αποσκοπεί στο να θέσει τις βάσεις επί των οποίων καλείται η Εκκλησία, τόσο ως θεσμικό όργανο, όσο και ως πνευματική παρουσία και συνθετικό στοιχείο της κοινωνίας να ασκήσει την αποστολή της μέσα στα διαγραφόμενα νέα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης. Παρατηρείται, λοιπόν, το φαινόμενο, σήμερα η Επίτροπος του Κράτους να γίνεται ρυθμιστής των ηθών και εθίμων του τόπου με την πρόταση εισαγωγής π.χ. νόμου για συμβίωση μεταξύ των ομοφυλοφίλων ατόμων, το οποίο κρίνεται ως απόλυτο δικαίωμα προσώπου. Με άλλα λόγια, σε ποίων τα χέρια αφήνεται η διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής φυσιογνωμίας σήμερα; Σε όσους κατ’ επίφαση λέγονται Χριστιανοί, στην ουσία όμως έχουν αποξενωθεί από την πραγματική εκκλησιαστική ζωή; Ή ακόμα στους λεγόμενους ανθρωπιστές που, είτε είναι άθεοι, είτε ανήκουν σε αντιθρησκευτικές ομάδες (Μασώνοι, ομοφυλόφιλοι, αδιάφοροι ως προς τη θρησκεία, ή ακόμα και εκπρόσωποι αιρετικών και παραθρησκευτικών ομάδων που ασκούν πιέσεις και επιρροές σε διάφορες πολιτικές ομάδες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως);
Το ερώτημα, λοιπόν, το οποίο πρέπει να απασχολήσει την ίδια την Εκκλησία διατυπώνεται κατά τον ακόλουθο τρόπο. Διαφοροποιείται η αποστολή και ποιμαντική της Εκκλησίας εντός της Ενωμένης Ευρώπης, και αν ναι, για ποιο σκοπό και πως; Διευκρινίζουμε ότι λαμβάνεται ως δεδομένο η βούληση της διατηρήσεως της ταυτότητας των ορθοδόξων λαών, των αξιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του πολιτισμού των. Και πάλιν πρέπει να δηλωθεί ότι δεν υπάρχει «ευρωφοβία» για τυχόν αλλοίωση της ταυτότητάς μας, αλλά είναι ζήτημα διαλόγου και προσφοράς προς τους μη Ορθόδοξους λαούς. Αυτή η δυνατότητα προσφέρεται και θεσμικά από το Σύνταγμα, με το σχετικό άρθρο (51), ως έχει και ψηφισθεί από όλα τα κράτη μέλη. Με το άρθρο αυτό θεσμοθετείται ο ανοικτός και συνεχής διάλογος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με τις Εκκλησίες και τις θρησκείες (51,3)[4]. Ο διάλογος των πνευματικών αξιών της ορθοδόξου Εκκλησίας με το σύγχρονο κόσμο έχει περισσότερα σημαντικά αποτελέσματα παρά από την εγωκεντρική εσωστρέφεια, η οποία στρέφεται εναντίον των βασικών χριστιανικών αξιών της αγάπης και της αλήθειας.
Η Ευρώπη, ως δυναμική προσεγγίσεως των λαών της Ευρώπης, αποτελεί συγχρόνως πρόκληση για τις Εκκλησίες. Το Σύνταγμα της Ευρώπης είναι ένα παράδειγμα. Όμως, η διαδικασία εναρμόνισης, είτε νομικής, είτε κοινωνικής, είτε οικονομικής οδηγεί στη δημιουργία μίας ομοιόμορφης ευρωπαϊκής κοινωνίας. Η δυναμική αυτή υποκρύπτει δύο αρνητικές πιθανότητες. Αφ’ ενός μεν, η ομοιόμορφη ευρωπαϊκή κοινωνία προοδευτικά θα οδηγήσει προς μία διαφοροποίηση της ιδιαιτερότητας της πολιτιστικής και θρησκευτικής ταυτότητας των λαών που τη συνθέτουν, αφ’ ετέρου δε σε προοδευτική εγκατάλειψη των αξιών των μειονοτικών οντοτήτων της Ευρώπης.
3. Συσχέτιση Παραδόσεως και καταστάσεως.
Θα θέσουμε ως βάση της απαντήσεως στον προβληματισμό που διανοίγεται ενώπιόν μας την έννοια της συσχετίσεως, την οποία θα επεξηγήσουμε στη συνέχεια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Εκκλησία που κατ’ εξοχήν επιμένει, προβάλλει και βιώνει ως εμπειρία Εκκλησιαστική την Παράδοση. Η Παράδοση είναι μία αξία με πλατιά έννοια, γιατί είναι ο χώρος όπου συνυπάρχουν θεία αποκάλυψη και ανθρώπινη ελευθερία, παρελθόν, παρόν και μέλλον, διδασκαλία της Αγίας Γραφής και θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, Ορθοδοξία της πίστεως και ορθοπραξία ζωής, λειτουργική εμπειρία και τέχνη, ζωή, θάνατος και έσχατα, αγιότητα και αμαρτωλότητα, Θεός και άνθρωπος, «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Κολ. 3:11).
Εξ άλλου, όχι μόνο οι επιτελούμενες στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως παντός είδους, ζυμώσεις, πολιτικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, οικονομικές, νομικές κ.λπ., αλλά και παγκοσμίως, συνοψίζονται με την έννοια της «παγκοσμιοποιήσεως». Αυτή είναι η κατάσταση του κόσμου μέσα στον οποίο καλείται η Εκκλησία να ασκήσει το έργο Ευαγγελισμού, της αποστολής της, το έργο σωτηρίας. Δεν γνωρίζω αν είναι επιτυχές, αλλά ίσως επιβοηθητικό το παράδειγμα της κλήσεως του απ. Παύλου, όταν σε οπτασία είδε το Μακεδόνα να τον καλεί, λέγοντάς του, «διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν» (Πράξ. 16:9). Αυτή είναι η κραυγή του σύγχρονου κόσμου προς την Εκκλησία. Η Εκκλησία καλείται να αναπτύξει το προφητικό της χάρισμα και να δώσει την πνευματική διάσταση, νόημα και περιεχόμενο στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου. Δεν θα πρέπει συλλήβδην να απορρίψει τα νέα κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά δεδομένα των σύγχρονων κοινωνιών, αλλά θα πρέπει να λειτουργήσει ο θεολογικός δυναμισμός της αποδοχής (reception), ο οποίος σημαίνει την πρόσληψη, την κάθαρση και τον εξαγιασμό του κόσμου.
Η συσχέτιση, επομένως, σημαίνει το συνδυασμό μεταξύ της Παραδόσεως και της συγχρόνου καταστάσεως. Άλλωστε, η ορθόδοξη θεολογία διακηρύσσει ότι η Παράδοση δεν είναι στατική κατάσταση, ούτε στροφή προς το παρελθόν, αλλά δυναμική της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, το οποίο φωτίζει και καθοδηγεί προς το μέλλον δια μέσου του παρόντος, της παρούσης καταστάσεως[5]. Χωρίς αμφιβολία, η Ορθόδοξη Εκκλησία θα διατηρήσει τις πρωτογενείς αξίες κατά κύριο λόγο, όπως είναι η ομολογία της ορθής πίστεως στον Τριαδικό Θεό, καθώς και τις δευτερογενείς αξίες της λειτουργικής ζωής παραδόσεως και τέχνης, όχι με διάθεση αποκλειστικότητας ή καλλιέργειας φανατισμού εναντίον των άλλων. Η βεβαιότητα για τις πνευματικές αξίες τις οποίες κατέχει η Ορθοδοξία είναι εντελώς ασυμβίβαστη με φανατικές εκφάνσεις. Ο φανατισμός φανερώνει κλονισμό του εαυτού μας, αβεβαιότητα για την ταυτότητα των αξιών μας και φόβο του άλλου, σημαίνει ασθενούσα θρησκευτικότητα. Η ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει λόγο να θριαμβολογεί για τις όντως πολύτιμες πνευματικές αξίες τις οποίες έχει. Αντίθετα, καλείται από τις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες να συνειδητοποιήσει και να αναλάβει την ευθύνη της, συμβάλλοντας κατά τρόπο εποικοδομητικό στις σύγχρονες προκλήσεις. Οι εμπειρίες των άλλων χριστιανικών λαών, οι οποίες οδήγησαν στον απεκχριστιανισμό και στην αποεκκλησιαστικοποίηση πρέπει να διδάξουν την ορθόδοξη Εκκλησία ώστε να αποφύγει τις αρνητικές επιπτώσεις είτε του άκρατου ατομικισμού, είτε της εκκοσμικεύσεως, είτε της παγκοσμιοποιήσεως και των άλλων συναφών προβλημάτων.
Η Εκκλησία Κύπρου, όπως και οι άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν μία δύσκολη και λεπτή αποστολή. Για το λόγο αυτό δεν πρέπει να στρέφονται μόνο στο παρελθόν, παρερμηνεύοντας την έννοια της παραδόσεως, και να υπερηφανεύονται για το ρόλο που αποδεδειγμένα διαδραμάτισαν ιστορικά, τόσο θρησκευτικά, όσο και εθνικά και κοινωνικά, αλλά πρέπει να αντλήσουν την εμπειρία και το δυναμισμό του παρελθόντος και της παραδόσεως για να συμβάλουν κατά τον ίδιο δημιουργικό τρόπο στην πνευματική καλλιέργεια των δημιουργουμένων ευρωπαϊκών κοινωνιών. Οι αξίες της παραδόσεως πρέπει να καταστούν δυνάμεις και οδοδείκτες της αποστολής της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο. Η πνευματική συρρίκνωση και αναδίπλωση, ο περιορισμός των οριζόντων της αποστολής της Εκκλησίας δύναται να ταυτισθεί με το δούλο της παραβολής, ο οποίος έκρυψε το τάλαντο και το άφησε ανεκμετάλλευτο. Ο στόχος της συσχετίσεως Παραδόσεως και παρούσης καταστάσεως μπορεί να επιτευχθεί με ποικίλους τρόπους.
4. Προτάσεις.
Θα ολοκληρώσουμε την εισήγησή μας με τη διατύπωση αριθμού προτάσεων, επί τη βάσει των όσων έχουν λεχθεί προηγουμένως.
Η ουσία, ο σκοπός και η αποστολή της Εκκλησίας, είναι και παραμένει κατ’ εξοχήν πνευματικός και σωτήριος για τον άνθρωπο. Ο Χριστός, στις λίγες φορές που αναφέρθηκε άμεσα στο ρόλο των κοσμικών αρχόντων σε σύγκριση με την αποστολή των μαθητών του, περιέγραψε με σαφήνεια το έργο τους, έργο διακονίας. «Οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών· ουχ ούτω δε έσται εν υμίν, αλλ’ ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος αν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος· και γαρ ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Μκ. 10:42–45). Το σημείο αυτό υπογραμμίζεται γιατί υπάρχει κίνδυνος ώστε οι Εκκλησίες να συμπεριφερθούν είτε ως οργανισμοί με κοσμική εξουσία που επιδιώκουν να επιβάλουν τη δική τους πολιτική επιλογή, είτε ως μη κυβερνητικοί οργανισμοί, υποβιβάζοντας τη θεανθρώπινη και σωτήρια αποστολή τους μέσα στον κόσμο. Το έργο των Εκκλησιών είναι κατ’ εξοχήν έργο διακονίας και έργο σωτηρίας.
Τόσο ο Κύπριος, όσο και ο Ελλαδίτης ή και ο οποιοσδήποτε άλλος Ορθόδοξος πρέπει να γνωρίζει τι είναι αυτό που του προσδίδει την ιδιαιτερότητά του ως ορθοδόξου. Η ταυτότητά του θα τεθεί υπό κρίση μέσα σε μία πλουραλιστική κοινωνία, όπου θα συναντήσει το Ρωμαιοκαθολικό, τον Προτεστάντη, το Μουσουλμάνο, τον Ιουδαίο, τον άθεο κ.λπ. Και στο σημείο αυτό έγκειται ώστε η συσχέτιση μεταξύ Παραδόσεως και παρούσης καταστάσεως να είναι παραγωγική. Για να γίνει κατορθωτό αυτό πρέπει να ακολουθηθεί μία αμφίρροπη πορεία. Αφ’ ενός μεν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες καλούνται να εργασθούν ώστε οι ίδιοι οι Ορθόδοξοι να συνειδητοποιήσουν τη σημασία και αξία των παραδοσιακών αξιών για την οικοδόμηση του μέλλοντος και με στόχο τη διατήρηση της ταυτότητας των Ορθοδόξων λαών και κοινωνιών. Αφ’ ετέρου, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν την ευθύνη να μεταφέρουν το μήνυμα προς τους άλλους λαούς της Ευρώπης και προς τις ετερόδοξες Εκκλησίες για την αναγκαιότητα να εργασθούν ώστε οι λαοί να επανεύρουν την απολεσθείσα πίστη στον Θεό και την αξία της Χριστιανικής Παραδόσεως, κάνοντας τον αναγκαίο συσχετισμό της Παραδόσεως με την παρούσα κατάσταση. Αυτή θα πρέπει να είναι η ορθόδοξη πρόταση και προσφορά προς την Ευρώπη. Οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι επιστροφή προς τα πίσω είναι αδύνατη, είναι όμως δυνατό, η ζύμη του Ευαγγελίου να ζυμώσει ολόκληρο το φύραμα της παρούσης καταστάσεως των κοινωνιών.
Η παιδεία, ως προς αυτό τον προβληματισμό, πέρα από την ανταγωνιστικότητα και την εναρμόνιση με την παιδεία των άλλων χωρών της Ευρώπης, θα πρέπει να έχει και τη δική της ιδιαιτερότητα, επικεντρώνοντας τους στόχους της στην καλλιέργεια των αξιών που πηγάζουν από την οικουμενικότητα του Ελληνικού πολιτισμού και της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν άλλα μέσα από την παιδεία και την Εκκλησία που θα γίνουν οι θεμελιωτές και οι θεματοφύλακες των αξιών μέσα στην πλουραλιστική σύγχρονη κοινωνία. Η παιδεία του τόπου μας, ως εκ τούτου, πρέπει να κινηθεί μέσα σε τρεις ομόκεντρους κύκλους: πρώτος κύκλος αυτός του ευρωπαίου ανθρώπου, δεύτερος αυτός του Χριστιανού ανθρώπου, και τρίτος κύκλος αυτός του ορθόδοξου – οικουμενικού ανθρώπου. Η επίτευξη αυτών των στόχων παιδείας προκαθορίζει την προσωπική μας πορεία μέσα στην κοινωνία, η χώρα μας ανταποκρίνεται στην αποστολή της μέσα στην Ευρώπη και καταξιώνει την ιστορία τον πολιτισμό και την ορθόδοξη πίστη και παράδοσή της, τις πνευματικές της αξίες.
Μία τελευταία πρακτική πρόταση. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, επιβάλλεται η πανορθόδοξη συνεργασία για την προβολή των αξιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η απομόνωση επιφέρει μαρασμό. Οι προσδοκίες του κόσμου είναι πολλές και εφ’ όσον η Ορθοδοξία κατέχει αναλλοίωτες τις βασικές Χριστιανικές αξίες έχει ευθύνη ενώπιον Θεού και ανθρώπων να τις προσφέρει ως μέσα σωτηρίας σε όλους. Όσον αφορά στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, δεδομένης της βουλήσεως της Ευρώπης για ανοικτό και δομημένο διάλογο με τις Εκκλησίες, προτείνουμε όπως δημιουργηθεί Διαρκής Διορθόδοξη Επιτροπή, παρά τις οποιεσδήποτε δυσκολίες παρουσιάζει η πρόταση αυτή, τόσο για την προαγωγή των καλώς νοουμένων συμφερόντων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όσο και για την προβολή των αξιών της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Ενωμένη Ευρώπη. Δεν τρέφουμε ψευδαισθήσεις επί του προκειμένου ότι θα επιτευχθούν θεαματικά και άμεσα αποτελέσματα. Ο σπειρόμενος σπόρος του Ευαγγελίου θα αποφέρει καρπούς στον κατάλληλο καιρό. Στη σημερινή σύνθεση της Ενωμένης Ευρώπης πρέπει να προσμετρηθούν ως ορθόδοξη παρουσία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο έχει Γραφείο για Ευρωπαϊκά ζητήματα στις Βρυξέλλες, η Εκκλησία της Ελλάδος, της μόνης μέχρι τώρα χώρας με αμιγή ορθόδοξο πληθυσμό και με το ιδιαίτερο Γραφείο στις Βρυξέλλες, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Φιλανδίας, η ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας, η Ορθόδοξη εκκλησία της Τσεχίας – Σλοβακίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Εσθονίας, η Εκκλησία Κύπρου και με το δικό της Γραφείο στις Βρυξέλλες, καθώς και εκείνες της Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Η Εκκλησία της Ρωσίας επίσης έχει ιδρύσει δικό της Γραφείο στις Βρυξέλλες. Η συνεργασία όλων καθιστά πιο βαρύνουσα την παρουσία των Ορθοδόξων στα κέντρα λήψεων αποφάσεων και εξασφαλίζει τουλάχιστον το ελάχιστο από αυτό που θέλουμε να μεταφέρουμε ως Ορθόδοξοι στον κόσμο της Ευρώπης.
[1] Τα τρία πρώτα άρθρα του Ευρωπαϊκού Συντάγματος είναι τα ακόλουθα:
Άρθρο Ι-1: Ίδρυση της Ένωσης
Με βάση την βούληση των πολιτών και των πολιτών και των κρατών της Ευρώπης να οικοδομήσουν το κοινό τους μέλλον, το παρόν Σύνταγμα ιδρύει την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία τα κράτη-μέλη αναθέτουν αρμοδιότητες για την επίτευξη των κοινών τους στόχων. Η Ένωση συντονίζει τις πολιτικές των κρατών-μελών με στόχο την επίτευξη των στόχων αυτών και ασκεί σε κοινοτική βάση τις αρμοδιότητες που της μεταβιβάζουν.
Η Ένωση είναι ανοικτή σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη που σέβονται τις αξίες της και δεσμεύονται να τις προάγουν από κοινού.
Άρθρο Ι-2: Οι αξίες της Ένωσης
Η Ένωση βασίζεται στις αξίες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη-μέλη, σε μία κοινωνία πλουραλισμού, ανοχής, δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και απαγόρευσης των διακρίσεων.
Άρθρο Ι-3: Οι στόχοι της Ένωσης
1. Σκοπός της Ένωσης είναι η προαγωγή της ειρήνης, των αξιών και της ευημερίας των λαών της.
2. Η Ένωση παρέχει στους πολίτες της έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα και μια ενιαία αγορά όπου ο ανταγωνισμός είναι ελεύθερος και ανόθευτος.
3. Η Ένωση εργάζεται για μια Ευρώπη βιώσιμης ανάπτυξης βασισμένης σε ισόρροπη οικονομική μεγέθυνση, σε μία εξαιρετικά ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς και με στόχους την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο, υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος, και την προαγωγή της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου. Η Ένωση καταπολεμά τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις διακρίσεις και προωθεί τη δικαιοσύνη και την κοινωνική προστασία, την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, την αλληλεγγύη μεταξύ γενεών και την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού. Η Ένωση προωθεί την οικονομική, κοινωνική και γεωγραφική συνοχή, και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών. Η Ένωση σέβεται τον πλούτο της πολιτιστικής και γλωσσικής της πολυμορφίας και μεριμνά για την προστασία και ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς.
4. Στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο, η Ένωση επιβεβαιώνει και προωθεί τις αξίες και τα συμφέροντά της. Συμβάλλει στην ειρήνη στην ασφάλεια, στη βιώσιμη ανάπτυξη του πλανήτη, στην αλληλεγγύη και στον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ λαών, στο ελεύθερο και δίκαιο εμπόριο, στην εξάλειψη της φτώχειας και στην προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ιδίως των δικαιωμάτων του παιδιού, καθώς και στην αυστηρή τήρηση και ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού των αρχών του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
5. Οι στόχοι αυτοί επιδιώκονται με κατάλληλα μέσα, ανάλογα με τις αρμοδιότητες που απονέμονται στην Ένωση με το παρόν Σύνταγμα.
[2] Βλέπε: Μητροπολίτου Κωνσταντίας – Αμμοχώστου Βασιλείου, «Οι ορθόδοξες πνευματικές αξίες και ο σύγχρονος κόσμος», στο: Η υποδοχή του άλλου. Ορθόδοξες πνευματικές αξίες και νεωτερικότητα. Επιμέλεια, Σταύρος Φωτίου. Μελετήματα Θεολογίας και Αγωγής 3. Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2009, σελ. 59. Στο κείμενο αυτό γίνεται συζήτηση για το τι σημαίνουν αξίες και ποίες είναι οι αξίες από Ορθοδόξου πλευράς.
[3] Mattei Dogan. The decline of traditional values in Western Europe: religion, nationalism, authority. In: International Journal of Comparative Sociology. Volume: 39. Issue: 1. Publication Year: 1998. Page Number: 77+. Στο άρθρο αυτό, οι παρατιθέμενοι πίνακες περιγράφουν την κατάσταση σε διάφορες χώρες της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης για τη θρησκευτικότητα, την αθεΐα, τη σχέση των κατοίκων των χωρών αυτών με την Εκκλησία κ.ο.κ. Η έρευνα, αν και έγινε για να εξυπηρετήσει καθαρά κοινωνιολογικούς σκοπούς, είναι ενδιαφέρουσα για τις Εκκλησίες, γιατί καταδεικνύεται το εύρος της ποιμαντικής δραστηριότητας που πρέπει να αναπτύξουν. Τα αποτελέσματα από αντίστοιχες έρευνες στην Ελλάδα και στην Κύπρο είναι ενθαρρυντικά, αυτό όμως δεν θα πρέπει να οδηγεί τις Εκκλησίες μας σε επανάπαυση.
[4] Το άρθρο 51 του Συντάγματος έχει ως ακολούθως:
Άρθρο Ι-51: Καθεστώς των εκκλησιών και των μη ομολογιακών ενώσεων
Η Ένωση σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα κράτη-μέλη.
Η Ένωση σέβεται παρομοίως το καθεστώς των φιλοσοφικών και μη ομολογιακών οργανώσεων.
Η Ένωση διατηρεί ανοικτό, διαφανή και τακτικό διάλογο με τις εκκλησίες και τις οργανώσεις αυτές, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη ταυτότητα και συμβολή τους.
[5] Η Δυτική θεολογία έχει την ακόλουθη αντίληψη περί του τι κατανοείται από την Ορθόδοξη Θεολογία περί της Παραδόσεως. «When the Orthodox speak of tradition, they most often mean what the great patristic saints– Basil, Gregory, John Chrysostom and others–produced in pastoral instruction and liturgical chant, and what their successors developed on that basis, from icons to a consensus about ecumenical councils. When Catholics refer to tradition, they frequently mean the great blocks of truth carved out by the church and taught by the magisterium. What Protestants mean by tradition is more ambiguous. It may mean loyalty to a confessional lineage, but it also may mean a deep suspicion of traditional authority–suspicion itself being a Protestant tradition». Max L. Stackhouse, “Tradition and revelation: changing to preserve the truth”. In: The Christian Century. Volume: 113. Issue: 32. Publication Date: November 6, 1996. Page Number: 1061+.