Τίτλοι, οφφίκια και προσφωνήσεις των κληρικών
Τα οφφίκια αποτελούν εκκλησιαστικό τιμητικό τίτλο, που απονέμεται σε κληρικούς (ή και σε λαϊκούς ακόμη) ένεκα της συνολικής και μακροχρόνιας προσφοράς τους μέσα στην Εκκλησία.
Στον ιερό κλήρο έχουμε τους Διακόνους, του Πρεσβυτέρους και τους Επισκόπους, οι οποίοι χωρίζονται σε διάφορες υποκατηγορίες και προσφωνούνται ανάλογα.
Βεβαίως η καθημερινή συνήθης και οικεία προσφώνηση ενός διακόνου ή πρεσβυτέρου είναι πάτερ (τάδε), οι επίσημες προσφωνήσεις όμως, έχουν ως ακολούθως:
Οι Διάκονοι αποτελούν την κατώτερη βαθμίδα του ιερού κλήρου.
Προσφωνούνται Ευλαβέστατοι ή (αν διαθέτουν πανεπιστημιακή μόρφωση) Ιερολογιότατοι. Οι Διάκονοι της Πατριαρχικής Αυλής (Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως) προσφωνούνται Πανοσιολογιώτατοι, ενώ ο πρώτος τη τάξει Διάκονος του Οικουμενικού Πατριάρχη Αρχιδιάκονος. Στις κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις ο τίτλος αυτός, μπορεί να δίδεται τιμητικά στον αρχαιότερο Διάκονο της Μητρόπολης η στον υπηρετούντα παρά τον Μητροπολίτη ή και ακόμη στον υπηρετούντα στο Καθεδρικό Ιερό Ναό της Μητροπόλεως.
Οι Πρεσβύτεροι, αναλόγως του αν είναι έγγαμοι ή άγαμοι, έχουν διάφορες διαβαθμίσεις, ιδιότητες και προσφωνήσεις.
Οι έγγαμοι Πρεσβύτεροι διακρίνονται σε Απλούς Πρεσβυτέρους, Πρωτοπρεσβυτέρους (ο πρώτος ανάμεσα στους Πρεσβύτερους, φέροντας επιστήθιο σταυρό και επιγονάτιο), Οικονόμους (φέρει επιγονάτιο μόνο. Στην Εκκλησία Κύπρου, οι Οικονόμοι φέρουν και αυτοί επιστήθιο σταυρό μαζί με το επιγονάτιο) και Πρωθιερείς (τιμητικός τίτλος).
Προσφωνούνται Αιδεσιμότατοι ή (αν διαθέτουν πανεπιστημιακή μόρφωση) Αιδεσιμολογιότατοι.
Οι άγαμοι Πρεσβύτεροι, αναλόγως της ιδιότητάς τους έχουν διάφορες προσφωνήσεις.
Αν είναι Μοναχοί και οι Ιερομόναχοι (Μοναχοί που χειροτονήθηκαν ιερείς), προσφωνούνται Οσιότατοι ή (αν διαθέτουν πανεπιστημιακή μόρφωση) Οσιολογιότατοι. Αν είναι όμως Αρχιμανδρίτες ή Ηγούμενοι προσφωνούνται Πανοσιότατοι ή (αν διαθέτουν πανεπιστημιακή μόρφωση) Πανοσιολογιότατοι.
Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ειδικότερα υπάρχουν τίτλοι και οφίκκια (Μέγας Αρχιμανδρίτης, Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου, Μέγας Ιεροκήρυξ κλπ,) τα οποία απονέμονται κατόπιν απόφασης του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Οι Επίσκοποι είναι η ανώτερη βαθμίδα του ιερού κλήρου και χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες.
α). Βοηθοί Επίσκοποι ή Χωρεπίσκοποι: προσφωνούνται Θεοφιλέστατοι.
β). Μητροπολίτες: προσφωνούνται Σεβασμιώτατοι. Ειδικότερα ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, εντός των ορίων της μητροπολιτικής του περιφέρειας, προσφωνείται Παναγιότατος.
Αν ανήκουν σε Αυτοκέφαλη Εκκλησία Αποστολικής διαδοχής (Εκκλησία Κύπρου) θεωρούνται τιτουλάριοι Μητροπολίτες και προσφωνούνται Πανιερώτατοι.
γ). Αρχιεπίσκοποι: Αν είναι αρχηγοί Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, τότε προσφωνούνται Μακαριώτατοι. Αν δεν είναι Αυτοκέφαλης, αλλά Εκκλησίας που υπάγεται σε Πατριαρχείο (Αρχιεπισκοπή Αμερικής, Κρήτης κλπ) προσφωνούνται Σεβασμιώτατοι. (π.χ Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Κρήτης).
δ). Πατριάρχες: Ο Οικουμενικός Πατριάρχης προσφωνείται Παναγιώτατος, ενώ οι άλλοι Πατριάρχες προσφωνούνται Μακαριώτατοι.
Ειδικότερα οι Πατριάρχες των τεσσάρων πρεσβυγενών Πατριαρχείων (Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Ιεροσολύμων) προσφωνούνται Θειότατοι, ενώ ο Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας προσφωνείται Πάπας.
Συνήθεις εκκλησιαστικές φράσεις και ορολογίες (για δημοσιογράφους, συντάκτες δελτίων τύπου και ανακοινώσεων):
προϊσταμένου (προέστη): Λέγεται για τον πρεσβύτερο ή τον Επίσκοπο ο οποίος προϊσταται (είναι πρώτος τη τάξει) σε μια ιερά ακολουθία: Θεία Λειτουργία, Αγιασμό, Γάμο, Βάπτιση, Εξόδιο ακολουθία.
Χοροστατούντος (χοροστάτησε): Λέγεται μόνο για τον Επίσκοπο όταν αυτός συμμετάσχει στην ακολουθία ενός Εσπερινού, μιας Δοξολογίας, των Χαιρετισμών της Θεοτόκου, κάποιων ακολουθιών της Μ. Εβδομάδας, του Όρθρου (όταν πρόκειται να ιερουργήσει) ή και της Θείας Λειτουργίας (όταν βρίσκεται στον Επισκοπικό θρόνο) αλλά δεν ιερουργεί.
Συγχοροστατούντος/ων: Λέγεται για δεύτερο Επίσκοπο ή και περισσότερους που συμμετάσχει/ουν στην ακολουθία ενός Εσπερινού.
Προεξάρχοντος (προεξήρχε): Λέγεται κυρίως για τον Επίσκοπο (και για τον πρεσβύτερο) όταν προϊσταται σε μια πανηγυρική ακολουθία. π.χ Χριστουγεννιάτικη ή Αναστάσιμη Λειτουργία, Λειτουργία ανήμερα της πανηγύρεως ενός ιερού ναού, Λιτανεία.
Πλαισιούμενος (πλαισιούμενου ή συνεπικουρούμενου): Λέγεται για τον πρεσβύτερο ή τον Επίσκοπο ο οποίος προϊσταται (βλ. παραπάνω) σε μια ιερά ακολουθία με τη συμμετοχή και άλλων κληρικών των δύο πρώτων βαθμίδων.
Συλλειτουργούντος ή Συλλειτουργούντων: Λέγεται κυρίως για δύο ή και περισσότερους Επισκόπους οι οποίοι λαμβάνουν μέρος σε μια Θεία Λειτουργία. Μπορεί όμως να ειπωθεί κατά τον ίδιο τρόπο και για τους πρεσβυτέρους.
Τελεταρχούντος: Λέγεται για τον Επίσκοπο, ο οποίος τελεί την ακολουθία των Εγκαινίων σε ένα ιερό ναό.
Χειροθέτησε: Λέγεται για τον Επίσκοπο, όταν αυτός προβαίνει στην ρασοφορία ενός λαϊκού ο οποίος διακονεί στο αναλόγιο ή στο ιερό βήμα ή στην προ της χειροτονίας του διακόνου, χειροθεσία υποδιακόνου.
Προχείρησε: Λέγεται για τον Επίσκοπο, όταν αυτός προβαίνει στην απονομή ενός οφφικίου σε ένα πρεσβύτερο ή αναθέτει σ’ ένα πρεσβύτερο την ευθύνη και το λειτούργημα του πνευματικού για να μπορεί να εξομολογεί.
Χειροτόνησε: Λέγεται για τον Επίσκοπο, όταν αυτός χειροτονεί λαϊκούς στον πρώτο βαθμό της ιερωσύνης (Διάκονο), είτε διακόνους στον δεύτερο βαθμό της ιερωσύνης (Πρεσβύτερο).