Πως αισθάνονται οι έφηβοι για τον εαυτό τους
«Η Ιωάννα σταμάτησε να πηγαίνει στην ενοριακή συντροφιά και κανένας δεν κατάλαβε γιατί. Αν και πολύ ντροπαλή φαινόταν να ενδιαφέρεται. Αργότερα ομολόγησε: «Έφυγα διότι εκεί θύμωνα με τον εαυτό μου. Ήθελα να λάβω μέρος στη συζήτηση και δεν τολμούσα». Πρόσθεσε πως φοβόταν ότι οτιδήποτε θα έλεγε θα φαινόταν τετριμμένο και γελοίο, πως δεν ένοιωθε άνετα να βρίσκεται εκεί... Μερικές φορές ο φόβος ότι θα γελάσουν με τον έφηβο προχωρεί περισσότερο και αναστέλλει τη ροή των ιδεών του… Εκείνοι που είναι σκληροί όταν επικρίνουν τον εαυτό τους υποθέτουν πως και οι άλλοι τους βλέπουν με τον ίδιο τρόπο»
Είναι σα να ανακαλύπτουν ξαφνικά ένα νέο τρόπο να διαβάζουν τον κόσμο. «Οι έφηβοι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τον κόσμο με τρόπους που διαφέρουν δραματικά από εκείνους των παιδιών. Αυτή η μετακίνηση μοιάζει πολύ με εκείνη που προηγήθηκε: τότε που μπόρεσε να διαβάσει, όταν ακατανόητες ομάδες γραμμάτων ξαφνικά έγιναν αναγνωρίσιμες λέξεις, φράσεις, προτάσεις. Στην περίπτωση αυτή βέβαια, είναι ιδέες και έννοιες, ο κόσμος της αφηρημένης σκέψης, που γίνεται κατανοητός με ένα νέο τρόπο. Αυτό αποτελεί μια πηγή ατέλειωτης γοητείας, διότι οι έφηβοι τώρα βρίσκουν εφικτό να σκέφτονται πάνω στη διαδικασία της σκέψης, να αναπτύσσουν υποθέσεις, να στοχάζονται το μέλλον».
Αυτό που χρειάζονται είναι εξηγήσεις, οι οποίες θα τους καθοδηγούν να απομυθοποιήσουν τους κινδύνους που φέρνουν μαζί τους τα ισχυρά συναισθήματα. «Η εφηβεία είναι μια εποχή μπερδεμένων και νέων έντονων συναισθημάτων. Αυτά περιλαμβάνουν σεξουαλικές επιθυμίες, φαντασιώσεις, μεγαλομανιακές φιλοδοξίες, όνειρα, θυμό που τον μεταχειρίζονται σαν παιδί, παράξενα συναισθήματα για τις αλλαγές του σώματος. Μόνο όταν ο έφηβος ταυτίσει αυτά τα συναισθήματα με λέξεις θα αρχίσει να τα χειρίζεται με ένα λογικό και ώριμο τρόπο».
Τελικά, το πως θα αισθάνονται για τον εαυτό τους θα αποτελέσει συνισταμένη των προηγούμενων εμπειριών, του τρόπου με τον οποίο η ψυχική εξέλιξη που προηγήθηκε στις άλλες φάσεις είχε γίνει αποδεκτή από τους γονείς. Εμπλοκές που έλαβαν χώρα κατά την ανάπτυξη, άγχη και άμυνες που είχαν δομηθεί, αντιλήψεις και αναπαραστάσεις για τον εαυτό που είχαν οργανωθεί, όλα αυτά θα επηρεάσουν την κατανόηση της εφηβείας την οποία περνούν και θα δώσουν νόημα (σωστό ή λάθος, περισσότερο ή λιγότερο ιδιωτικό) στο νέα κατάσταση.
Για παράδειγμα, κάποιου βαθμού θλίψη έρχεται ως συνέπεια της αποεξιδανίκευσης των γονέων. Αλλά η ένταση και η διάρκεια της θλίψης θα εξαρτηθεί από το βαθμό στον οποίο οι γονείς είχαν επιδιώξει την εξιδανίκευσή τους προηγουμένως ή από τον βαθμό στον οποίο αντιστέκονται στην αποεξιδανίκευση ή από τον βαθμό στον οποίο εμφανίζονται ευάλωτοι, αν αυτή συμβεί. Ενδέχεται έτσι να προκληθεί ενοχή στον έφηβο που αμφισβητεί τους γονείς του διότι νομίζει πως είναι αχάριστος ή ότι θα τους οδηγήσει στην κατάρρευση. Ένας έφηβος δηλώνει: «Είναι δύσκολο να επαναστατήσω όταν ξέρω ότι προσπαθείς να με καταλάβεις».
Ένα ακόμη στοιχείο που εμφανίζεται σε μεγάλη συχνότητα κατά την εφηβεία είναι οι διεργασίες θλίψης και εσωτερικού πένθους για κάτι που χάθηκε οριστικά. Αυτές εξηγούν το ψυχικό πόνο που δοκιμάζουν οι έφηβοι και ο οποίος απλώς επαυξάνεται από την έλλειψη κατανόησης εκ μέρους των μεγάλων· δεν είναι αυτή η κύρια αίτια του. «Οι έφηβοι μιλούν με πίκρα για τις παιδικές εμπειρίες, κοιτάζουν παλιές φωτογραφίες, ζητούν από τους γονείς να θυμηθούν ιστορίες του παρελθόντος. Αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει επιστροφή… Μόνο στην αρχή της εφηβείας τα παιδιά αποκτούν την επίγνωση ότι ένα μέρος της ζωής τους έχει πράγματι τελειώσει. Αυτό συχνά προκαλεί το πρώτο τους αίσθημα απώλειας, και ενίοτε νοσταλγίας. Δεν είναι ασυνήθιστο για τους έφηβους να κρατούν ημερολόγια προκειμένου να απομακρύνουν τα αισθήματα κενού και απώλειας που τους χαρακτηρίζουν σε αυτή τη φάση».
Καθώς οι ψυχοσωματικές αλλαγές τους είναι γρήγορες οι έφηβοι δεν προλαβαίνουν να εξοικειωθούν τόσο με την εικόνα του σώματός τους όσο και με την προσωπικότητά τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι νοιώθουν εκτεθειμένοι στα μάτια των άλλων και μάλιστα σε βαθμό ντροπιαστικό. Το καθρέφτισμά τους σε όσους τους περιβάλλουν τους επιστρέφει μια εικόνα την οποία αδυνατούν να γνωρίζουν και να ελέγξουν: «πώς με βλέπουν οι συμμαθητές, τα κορίτσια (ή αγόρια, αντίστοιχα), οι άγνωστοι στον δρόμο κτλ.; Με θεωρούν χαζό ή έξυπνο; Υγιή ή περίεργο;» κ.ο.κ.
«Μερικές φορές απασχολούνται σε νοσηρό βαθμό με το πώς φαίνονται στα μάτια των άλλων εν συγκρίσει με το πώς αισθάνονται, καθώς και με το ερώτημα πώς να συνδέσουν τους ρόλους και τις δεξιότητες που καλλιέργησαν μέχρι τώρα με τα ιδανικά πρωτότυπα της ημέρας», δηλαδή με τις απαιτήσεις του παρόντος. Επειδή αισθάνονται πως υστερούν σε σύγκριση με ό,τι θα ήθελαν για τον εαυτό τους, νομίζουν ότι και οι άλλοι το γνωρίζουν αυτό· στην πραγματικότητα νοιώθουν διαφανείς, νομίζουν πως οι άλλοι μπορούν να δουν μέσα τους πράγματα που δεν θα εκτιμούσαν καθόλου, γι’ αυτό και υιοθετούν συμπεριφορές (πειράγματα, σκληρότητα, θόρυβο) με τις οποίες νομίζουν ότι προστατεύονται και καλύπτονται.
Ο κόσμος που αξίζει γι’ αυτούς είναι των συνομηλίκων και όχι των μεγάλων, «Ο έφηβος θέλει να αποφασίσει ελεύθερα για κάποιο από τα διατιθέμενα και αναπόφευκτα καθήκοντα και υπηρεσίες, και ταυτόχρονα φοβάται θανάσιμα μήπως υποχρεωθεί σε δραστηριότητες στις οποίες θα αισθανόταν εκτεθειμένος ή γελοίος ή αμφισβητήσιμος. Αυτό μπορεί να τον οδηγήσει στο παράδοξο να προτιμά να δρα αδιάντροπα για τα μάτια των μεγάλων παρά να υποχρεωθεί σε δραστηριότητες που θα φαίνονταν ντροπιαστικές στα δικά του μάτια ή της παρέας του». Σίγουρα εκτιμά τη γνώμη κάποιων μεγάλων (των γονέων του συμπεριλαμβανομένων) αλλά η γνώμη αυτή του χρειάζεται για να πάει μπροστά· η γνώμη των συνομηλίκων του χρειάζεται για να σταθεί στα πόδια του. Και η δεύτερη του είναι προφανώς απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει να προχωρήσει.
Αυτές οι ιδιαίτερες ευαισθησίες των εφήβων ενισχύονται από ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό στο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους μέσα στον κόσμο. Δομούν τον λεγόμενο προσωπικό μύθο ο οποίος τους κάνει να πιστεύουν ότι ζουν κάτι το μοναδικό, ότι κανείς δεν μπορεί να τους καταλάβει, ότι αυτά που περνούν δεν τα έχει ζήσει άλλος· πεποιθήσεις που αυξάνουν την οδύνη και τη ντροπή. Μπροστά σε αυτές τις ραγδαίες και πρωτόγνωρες αλλαγές οι έφηβοι δοκιμάζονται από δύο ειδών αμφιβολίες: μήπως είναι ψυχικά άρρωστοι και μήπως είναι κακοί
Ένα συνηθισμένο ερώτημα που απευθύνουν σε ειδικούς και κληρικούς είναι: «σας τα έχει πει άλλος αυτά;» ή «συμβαίνουν και σε άλλους;» Με τις ψυχικές μεταπτώσεις στο απόγειό τους αναρωτιούνται «αν είναι στα καλά τους», γι’ αυτό και οι περισσότεροι αποφεύγουν να συμβουλευθούν ψυχολόγο ή ψυχίατρο μήπως και επιβεβαιώσει αυτή τη φρικτή υποψία. Από την άλλη, η ανάδυση σεξουαλικών και επιθετικών ενορμήσεων τους δημιουργεί ενοχή και ντροπή, εξωθώντας τους τελικά να νομίσουν πως είναι κακοί χαρακτήρες ή διεστραμμένοι. Τελικά, όλα τα παραπάνω δύσκολα συναισθήματα καταλήγουν στο ψυχικό πόνο της εφηβείας: «Το 37% των εφήβων είναι σχετικά ελεύθεροι από τάσεις αυτοεπικριτικότητας και σκέψεις αυτοκτονίας. Αντίθετα, ακόμη και στους πιστούς έφηβους, ένα 20% εμφανίζουν παρόμοιες τάσεις και σκέψεις, ενώ ένα άλλο 20% παρουσιάζει υψηλή αυτοεκτίμηση».
Τα δυσάρεστα αυτά βιώματα δεν εμποδίζουν ενθουσιώδη συναισθήματα να έλθουν στην επιφάνεια, γι’ αυτό άλλωστε και οι αντιφάσεις τους. Αντίστροφα, δηλαδή, ενδέχεται επίσης να αισθάνονται άτρωτοι, ότι π.χ. ατυχήματα και ασθένειες συμβαίνουν μόνο στους άλλους και ποτέ στους ίδιους, μια παράλογη αυτοπεποίθηση γνώριμη στους γονείς έφηβων. Φθάνουν στο σημείο πολλές φορές να αισθάνονται ότι βρίσκονται μπροστά σε ένα φανταστικό κοινό προς το οποίο λογοδοτούν και απέναντι στο οποίο νοιώθουν ντροπιασμένοι, σα να αποτελούν το κέντρο της προσοχής όλων των άλλων, τη στιγμή που ίσως κανείς δεν ασχολείται με την (πραγματική ή φανταστική) αποτυχία του.
Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτή τη συνθήκη εγωκεντρική, όχι με την ηθική έννοια αλλά με τη διανοητική. Δηλαδή ο τρόπος σκέψης αναπτύσσεται έτσι ώστε να καταστήσει επίκεντρο τον έφηβο και τα συναισθήματα του. Αυτό δεν γίνεται για να διεκδικήσει οφέλη εγωιστικής φύσης, αλλά για αναπτυξιακούς λόγους. Χρειάζεται να περάσει από αυτό το στάδιο υπερβολής προκειμένου να συγκροτήσει την ταυτότητά του ως ξεχωριστή από την ταυτότητα των άλλων. Μεγαλώνοντας, από το δεύτερο μισό της εφηβείας και εξής, μαθαίνουν πως υπάρχουν κοινά ανθρώπινα χαρακτηριστικά και εμπειρίες, μειώνοντας έτσι τον προσωπικό μύθο, την αίσθηση οδύνης και ντροπής που τον συνοδεύει, άλλα και τις απερίσκεπτες συμπεριφορές.
(π. Βασιλείου Θερμού, «Ταραγμένη Άνοιξη». Εκδ. Δομή, Αθήνα, 2008)