Κυριακή ΙΓ΄ Λουκά, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λουκ. ιη’ 18 – 27 (29-11-2020)
Ξένιας Παντελή, θεολόγου
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ πειράζων αὐτὸν και λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. Ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. Ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! Εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; Ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, κάποιος άνθρωπος παρουσιάστηκε στον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Ο Ιησούς του απάντησε: «Γιατί με αποκαλείς αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Ξέρεις τις εντολές: μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Κι εκείνος του είπε: «Όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Όταν τ’ άκουσε ο Ιησούς του είπε: «Ένα ακόμη σου λείπει: πούλησε όλα όσα έχεις και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς, κι έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό· κι έλα να με ακολουθήσεις». Μόλις εκείνος τ’ άκουσε αυτά, πολύ στενοχωρήθηκε, γιατί ήταν πάμπλουτος. Όταν ο Ιησούς τον είδε τόσο στενοχωρημένον, είπε: «Πόσο δύσκολα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού αυτοί που έχουν τα χρήματα! Ευκολότερο είναι να περάσει καμήλα μέσα από βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Όσοι τον άκουσαν είπαν: «Τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα, για τον Θεό είναι δυνατά».
Σχολιασμός
«Πώς δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εισελεύσονται εις την βασιλείαν των Ουρανών»
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή, ο Ευαγγελιστής Λουκάς, μέσα από το διάλογο του Χριστού και του πλούσιου νέου, προβάλλει αφ’ ενός μεν τη σύγκριση μεταξύ παλαιού Νόμου και του Νόμου του Ευαγγελίου, αφ΄ ετέρου δε τη διδασκαλία του Χριστού για τον πλούτο.
Το χρήμα, ο πλούτος και γενικά η ιδιοκτησία είναι έννοιες που για την κατάκτηση τους γίνεται πολύς αγώνας. Ο άνθρωπος ανέκαθεν επιθυμούσε το χρήμα γιατί του εξασφαλίζει τις ανέσεις και τις χαρές της ζωής. Ο Χριστός δεν στρέφεται αδιάκριτα εναντίον του πλούτου ή των υλικών αγαθών, αλλά καυτηριάζει την λανθασμένη σχέση του ανθρώπου με αυτά. Με λίγα λόγια ο Κύριος θέλει να τονίσει ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι σκλάβος του χρήματος, όπως ο νέος του ευαγγελίου.
Ο νέος αυτός πλησίασε το Χριστό και τον ρώτησε πώς θα μπορέσει να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Ασφαλώς πρόκειται για ένα ερώτημα με πνευματικό περιεχόμενο και που αναφέρεται στον κεντρικό άξονα της διδασκαλίας του Χριστού, που είναι η αγγελία της βασιλείας του Θεού, η κληρονομιά της αιώνιας ζωής. Εξάλλου ο Κύριος μας δίδαξε, στην Κυριακή Προσευχή ( το γνωστό «Πάτερ ημών…»), να ζητούμε την έλευση της βασιλείας του Θεού («ελθέτω η βασιλεία σου»). Η αιώνια ζωή, την οποία αναζητεί ο πλούσιος της ευαγγελικής περικοπής, είναι έννοια συνώνυμη με τη «βασιλεία του Θεού». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός, ότι ο συνομιλητής του Χριστού ζητά να πληροφορηθεί πως θα κληρονομήσει την αιώνια ζωή, εφ όσον ο Χριστός κατ’ επανάληψη μίλησε για το θέμα αυτό.
Ο Κύριος αρχικά του υπενθυμίζει τις δέκα εντολές, προβάλλοντας έτσι το μωσαϊκό νόμο ως βάση. Στην απάντηση του νέου ότι «ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητος μου», ο Χριστός του απαντά: «Έτι εν σοι λείπει∙ πάντα όσα έχεις πώλησον και διάδος πτωχοίς, και εξείς θησαύρον εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι», για να δώσει με τα λόγια αυτά τη διάσταση της βασιλείας του Θεού και του νέου νόμου του Ευαγγελίου. Ωστόσο ο νέος, ακούγοντας αυτή την προτροπή και κατανοώντας τις συνέπειες που θα είχε το να δώσει όλη την περιουσία του στους πτωχούς και το να ακολουθήσει το Χριστό, «περίλυπος γενόμενος» όπως μας λέει ο Ευαγγελιστής, διότι είχε τεράστια περιουσία, έφυγε από το Χριστό και πήγε στα πλούτη του. Έτσι ο Χριστός είπε ότι είναι πολύ δύσκολο πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού. Δεν είπε ότι είναι αδύνατο, τόνισε όμως πόσο δύσκολο είναι οι πλούσιοι να αποκοπούν από τα πλούτη τους, πόσο δύσκολη είναι η απεξάρτηση από τις απολαύσεις των υλικών αγαθών.
Ίσως γεννάται το ερώτημα, μήπως το Ευαγγέλιο κι η Εκκλησία του Χριστού είναι αντίθετη στον πλούτο και την ιδιοκτησία του ανθρώπου; Όπως είπαμε και πιο πάνω, ο Χριστός δεν καταδικάζει αυτό καθ΄ εαυτό το χρήμα και την ιδιοκτησία. Όμως για τους πλουσίους μιλά συχνά με σκληρά λόγια: «ουαί υμίν τοις πλουσιοίς, ότι απέχετε την παράκλησιν υμών» (Λουκ.6, 24). Όχι γιατί ο πλούτος είναι από μόνος του κακός, αλλά γιατί οι πλούσιοι εύκολα γίνονται δούλοι του χρήματος και ξεχνούν το Θεό.
Από την αντίδραση του πλούσιου νέου διαπιστώνουμε ότι βρίσκεται σε σοβαρή εσωτερική σύγκρουση αρχών και αξιών. Από τη μια είναι ο πλούτος του και από την άλλη η επιθυμία του να σωθεί και να κατακτήσει την αιώνια ζωή. Ωστόσο αν εξετάσουμε τις υποδείξεις του Χριστού προς τον πλούσιο νέο, βλέπουμε ότι θέλει να τον οδηγήσει στην αρετή και στην άσκηση. Επομένως η πρόταση της χριστιανικής ηθικής διδασκαλίας απέναντι στον πλούτο, είναι ότι ο άνθρωπος μέσω της άσκησης και της επιδίωξης της αρετής δύναται να μπορέσει να απαλλαγεί από το πάθος της πλεονεξίας. Η ηθική του χριστιανισμού έναντι του πλούτου δεν έχει μόνο προσωπικές διαστάσεις, αλλά αποσκοπεί και στη φιλανθρωπική διάσταση της χρήσεως του πλούτου και των υλικών αγαθών. Ο Χριστός υπέδειξε στον πλούσιο νέο να πωλήσει τα υπάρχοντα του και να δώσει τα εισοδήματα του στους πτωχούς. Πτωχοί είναι όσοι θέτουν τους εαυτούς τους και τη δύναμη τους στη διακονία του Θεού και των συνανθρώπων τους. Δεν σημαίνει ότι ο Χριστός θέλει να οδηγηθούν οι άνθρωποι στη μιζέρια, αλλά να τους προφυλάξει από την υποδούλωση στον πλούτο. Από την άλλη η πτωχεία από μόνη της δεν σώζει τον άνθρωπο, παρ΄ όλο που ο Χριστός μακαρίζει τους πτωχούς με τα λόγια «μακάριοι οι πτωχοί, ότι υμετέρα εστίν η βασιλεία των ουρανών» (Λουκ.6, 20). Όμως αν οι πτωχοί δεν είναι ενωμένοι με την πίστη του Χριστού, δεν μπορούν να σωθούν. Απλά έχουν περισσότερες πιθανότητες σωτηρίας, γιατί δεν είναι δεσμευμένοι με βιοτικά αγαθά.
Ωστόσο ο πλούτος και η φτώχεια, αν χρησιμοποιηθούν σωστά από τον άνθρωπο μπορούν να τον οδηγήσουν στη βασιλεία των ουρανών. Άρα ο Κύριος δεν απορρίπτει την ιδιοκτησία, αλλά επισημαίνει τους κινδύνους που έχει ο πλούτος για την πνευματική ζωή του ανθρώπου. Ο πλούτος κάνει τον άνθρωπο δούλο του χρήματος. Κι ενώ ο χριστιανός πλούσιος πρέπει να είναι δούλος του Χριστού, κινδυνεύει να γίνει δούλος του χρήματος. Μπορεί να τον ρίξει στην αμαρτία. Γιατί το χρήμα είναι σαν το νερό. Όταν είναι ήρεμο δροσίζει και ζωογονεί τον άνθρωπο, όταν όμως είναι ορμητικό πνίγει και καταστρέφει ότι βλέπει στο δρόμο του. Έτσι και το χρήμα όταν διαχειρίζεται σωστά από τον άνθρωπο τον δροσίζει πνευματικά, ενώ όταν ο άνθρωπος κατακυριεύεται απ΄ αυτό, τότε τον ρίχνει στην αδικία και στην αμαρτία. Όσοι κυνηγούν το χρήμα εύκολα αδικούν τον πλησίον τους, εύκολα πέφτουν σε παράνομες ενέργειες ή αμαρτάνουν ποικιλώνυμα τυφλωμένοι από τη λάμψη του χρυσού. Κι όμως ο Χριστός δεν αρνείται στους πλούσιους τη βασιλεία του αρκεί αυτοί να χρησιμοποιούν σωστά το χρήμα, διακονώντας τους συνανθρώπους τους.
Επομένως, ο Κύριος μας βεβαίωσε πως είναι αρκετά δύσκολο να μπει στη βασιλεία του Θεού ένας άνθρωπος φιλοχρήματος και φιλάργυρος. Πολλοί πλούσιοι λάτρευαν τον πλούτο τους και ήταν απολύτα προσκολλημένοι σε αυτόν. Ξαφνικά όμως έχασαν όλα τα πλούτη τους και έμειναν στο δρόμο. Αυτό το κατάντημα το θυμόμαστε στην Εκκλησία όταν ψάλλουμε «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν οι δε εκζητούντες το Κύριον ουκ ελαττωθησονται παντός αγαθού». Έτσι κι εμείς από τώρα πρέπει να προσέξουμε να μην είμαστε φιλάργυροι και φιλοχρήματοι. Να συνηθίσουμε να προσφέρουμε με αγάπη στους άλλους από αυτά που κι εμείς έχουμε. Μόνο έτσι μπορούμε να μοιάσουμε στο Θεό. Πρέπει να νοιώσουμε πραγματικά ότι γύρω μας υπάρχουν φτωχοί με πραγματικές ανάγκες που δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν τις βασικές καθημερινές ανάγκες για να μπορέσουν να επιβιώσουν . Έτσι διακονώντας τους πτωχούς αδελφούς μας, θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε το μεγάλο κίνδυνο του εγωισμού και της φιλαργυρίας. Τότε μπορούμε να ζητάμε τη βοήθεια και το έλεος του Θεού για να μας αξιώσει και εμάς να βρεθούμε στη βασιλεία των Ουρανών.