Πρωτομ. Στεφάνου, Αποστ. Ανάγνωσμα: Πραξ. στ’ 8-15, ζ’ 1-5, 47-60 (27-12-2020)
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἐν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ. Ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ ᾿Αλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ ᾿Ασίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει. Τότε ὑπέβαλον ἄνδρας λέγοντας ὅτι ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ῥήματα βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν· συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον, ἔστησάν τε μάρτυρας ψευδεῖς λέγοντας· Ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ παύεται ῥήματα βλάσφημα λαλῶν κατὰ τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου καὶ τοῦ νόμου· ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς. Καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου. Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· Εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει; Ὁ δὲ ἔφη· Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. Ὁ Θεὸς τῆς δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν ᾿Αβραὰμ ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, πρὶν ἢ κατοικῆσαι αὐτὸν ἐν Χαρράν, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενίας σου, καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἣν ἄν σοι δείξω». Τότε ἐξελθὼν ἐκ γῆς Χαλδαίων κατῴκησεν ἐν Χαρράν. Κἀκεῖθεν μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ μετῴκισεν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε· καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός. Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον. Ἀλλ᾿ οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει· «Ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου; Οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα;» Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ ῾Αγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. Τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε· οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ ἐφυλάξατε. ᾿Ακούοντες δὲ ταῦτα διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον τοὺς ὀδόντας ἐπ᾿ αὐτόν. Ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος ῾Αγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ ᾿Ιησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν· Ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεωγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα. Κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν. Καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου, καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε ᾿Ιησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου. Θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνες τις μέρες, ο Στέφανος, γεμάτος πίστη και δύναμη, έκανε μεγάλα και καταπληκτικά θαύματα ανάμεσα στο λαό. Μερικοί από τη συναγωγή η οποία λεγόταν «των Λιβερτίνων», καθώς και μερικοί Κυρηναίοι και Αλεξανδρινοί, κι άλλοι από την Κιλικία κι από την επαρχία της Ασίας άρχισαν να λογομαχούν με το Στέφανο. Δεν μπορούσαν όμως ν’ αντιμετωπίσουν τη σοφία και το Άγιο Πνεύμα που τον φώτιζε στα λόγια του. Τότε έβαλαν ανθρώπους να πουν ότι τον άκουσαν να λεει λόγια βλάσφημα για το Μωυσή και για το Θεό. Έτσι ξεσήκωσαν το λαό και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς, που πήγαν και τον έπιασαν και τον έσυραν στο συνέδριο. Εκεί παρουσίασαν φευδομάρτυρες που έλεγαν: «Ο άνθρωπος αυτός συνεχώς λεει βλάσφημα λόγια εναντίον του αγίου ναού και εναντίον του νόμου. Τον έχουμε ακούσει να λεει ότι αυτός ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα γκρεμίσει το ναό και θ’ αλλάξει τους θεσμούς που μας παρέδωσε ο Μωυσής». Όλα τα μέλη του συνεδρίου κοίταξαν το Στέφανο και είδαν ότι το πρόσωπό του έλαμπε σαν να ήταν πρόσωπο αγγέλου. Τότε ρώτησε ο αρχιερέας το Στέφανο: «Έτσι είναι τα πράγματα;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Αδελφοί και πατέρες, ακούστε: Ο δοξασμένος Θεός φανερώθηκε στον πατέρα μας τον Αβραάμ όταν ήταν στη Μεσοποταμία, πριν έρθει να κατοικήσει στη Χαράν, και του είπε: “φύγε από την πατρίδα σου κι από τους συγγενείς σου, και πήγαινε στη χώρα που θα σου δείξω. Εκείνος τότε έφυγε από τη χώρα των Χαλδαίων και πήγε να κατοικήσει στη Χαράν. Από κει, όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Θεός τον έφερε να κατοικήσει στη χώρα αυτή, που κι εσείς τώρα κατοικείτε. Όμως δεν του έδωσε ιδιοκτησία σ’ αυτόν ούτε ένα μέτρο γης, αλλά υποσχέθηκε να τη δώσει σ’ αυτόν, και μετά το θάνατό του στους απογόνους του, αν και ο Αβραάμ δεν είχε τότε παιδί. Την κατοικία αυτή του την έχτισε ο Σολομών. Ο Ύψιστος όμως δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς. Όπως λεει ο προφήτης: Ο ουρανός είναι ο θρόνος μου, Κι η γη είναι το στήριγμα για ν’ ακουμπούν τα πόδια μου. τι σπίτι θα μου χτίσετε; λεει ο Κύριος, και ποιος μπορεί να είναι ο τόπος της κατοικίας μου; Εγώ δεν τα ’φτιαξα όλα αυτά; Σκληροτράχηλοι, με πωρωμένη την καρδιά και κλεισμένα τ’ αυτιά σας, πάντοτε αντιστέκεστε στο Άγιο Πνεύμα· όπως οι πατέρες σας, το ίδιο κι εσείς. Ποιον από τους προφήτες δεν καταδίωξαν οι προπάτορές σας; Θανάτωσαν αυτούς που προφήτεψαν τον ερχομό του Δίκαιου Μεσσία, που κι εσείς τώρα γίνατε προδότες και φονιάδες του, εσείς οι ίδιοι που λάβατε το νόμο του Θεού μέσω αγγέλων και δεν τον τηρήσατε! Ακούγοντας αυτά εξαγριώθηκαν και έτριζαν τα δόντια τους εναντίον του. Αυτός όμως γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα, ατένισε τον ουρανό και είδε τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού και είπε: «Βλέπω τον ουρανό ανοιχτό και τον Υιό του Ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού». Τότε αυτοί έβγαλαν μια μεγάλη κραυγή κι έκλεισαν τ’ αυτιά τους· όρμησαν όλοι μαζί καταπάνω του. Τον έσυραν έξω από την πόλη και τον λιθοβολούσαν. Οι μάρτυρες κατηγορίας, που θα ’ριχναν πρώτοι τις πέτρες, απέθεταν τα ρούχα τους στα πόδια ενός νεαρού που λεγόταν Σαύλος. Ενώ αυτοί τον λιθοβολούσαν, ο Στέφανος προσευχόταν και έλεγε: «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου». Ύστερα έπεσε στα γόνατα και φώναξε δυνατά: «Κύριε, μην τους λογαριάσεις την αμαρτία αυτή». Και μ’ αυτά τα λόγια ξεψύχησε.
Σχολιασμός
Το σημερινό Αποστολικό ανάγνωσμα προέρχεται από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων και είναι αφιερωμένο στη μνήμη του εορταζομένου σήμερα Αγίου, Πρωτομάρτυρος Στεφάνου.
Ο συγγραφέας του βιβλίου των Πράξεων (Ευαγγελιστής Λουκάς), διηγείται τα σχετικά με την σύλληψη, την απολογία και τον διά λιθοβολισμού θάνατο του Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου της πρώτης Αποστολικής Εκκλησίας.
Η πορεία που ακολούθησε ο Άγιος Στέφανος από την μαρτυρία στο μαρτύριο, μοιάζει σε πολλά με τον δρόμο του πάθους και της οδύνης που πορεύθηκε ο Ιησούς Χριστός, η Σταύρωση και η Ανάσταση του οποίου υπήρξαν οι κινητήριες δυνάμεις και οι σφραγίδες της πίστεως των εκατομμυρίων μαρτύρων, που έχυσαν το αίμα τους για τον Θεάνθρωπο στο πέρασμα της ιστορίας.
“Πλήρης πίστεως και δυνάμεως” ήταν ο Στέφανος, μας πληροφορεί το ιερό κείμενο. Γι’ αυτό και όταν οι Χριστοκτόνοι προσπάθησαν να τον αντιμετωπίσουν και να αντικρούσουν τα ακατάβλητα επιχειρήματά του, “ουκ ίσχυον αντιστήναι τη σοφία και τω πνεύματι ω ελάλει”. Δεν μπορούσαν δηλαδή να αντισταθούν στην ένθεη σοφία του και στην δύναμη του Πνεύματος με την οποία ομιλούσε και περιέγραφε εκείνα που ως αποκάλυψη έβλεπαν οι της διανοίας του οφθαλμοί. Η απολογία του ήταν μία ομιλία-ομολογία, που χαρακτηριζόταν από ένθεο ζήλο, από ατράνταχτες ιστορικές και θεολογικές αλήθειες, αλλά και από αυστηρό έλεγχο προς τους “σκληροτράχηλους” και απεριτμήτους τη καρδία και τοις ωσίν” Ιουδαίους.
O Πρωτομάρτυρας της Εκκλησίας μας, αποδεικνύει ξεκάθαρα πως όταν έρχεται η ευλογημένη ώρα της αληθείας, η ομολογία μας θα πρέπει να είναι ξεκάθαρη. Οι περιστροφές και η συγκάλυψη πτυχών της αληθείας δεν χαρακτηρίζει τους αυθεντικούς Χριστιανούς και ιδίως τους ποιμένες της Εκκλησίας. Εάν το κείμενο, μελετηθεί επισταμένως, φανερώνει τις δύο άκρως αντίθετες καταστάσεις. Την αλήθεια του Χριστού, που εκφράζει ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος και το μίσος του Ιουδαϊκού ιερατείου, που αρνείται να δει κατάματα την πραγματικότητα της Εκκλησίας, που τόσο δυναμικά έκανε τα πρώτα της βήματα.
Εάν τώρα θελήσουμε να σταθούμε σε ένα σημείο από τα πολλά φωτεινά που μας αποκαλύπτει η θαυμαστή προσωπικότητα του Αρχιδιακόνου της Εκκλησίας μας, αυτό είναι η ομολογία. Μάλιστα, το πνεύμα της ομολογίας οφείλουμε να εγκολπωθούμε με κάθε συνέπεια. Πράγμα που σημαίνει ότι, χωρίς δισταγμό, όπου και όταν χρειάζεται, αλλά και διάκριση, θα πρέπει να δίνουμε την ομολογία της Ορθόδοξης μας πίσης.
Αυτή η ομολογία, θα είναι κατορθωτή και δυνατή, εάν πρώτα έχουμε γίνει δοχεία της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος και έχουμε φυγαδεύσει από την καρδία μας τον φόβο των συνεπειών. Διότι, εάν ο πιστός υπολογίζει τι θα κοστίσει και πόσο κατά κόσμο θα βγει ζημιωμένος από την ομολογία της Πίστης του, τότε όχι μόνο ομολογία αυθεντική δεν πρόκειται να υπάρξει, αλλά πιθανόν να σιωπήσει αντί να ομολογήσει και υπάρχει και ο κίνδυνος, μαζί την “σιωπή των αμνών” να ακολουθήσει και η διαστροφή της αληθείας.
Ο Άγιος Στέφανος υπέγραψε την πίστη του και την ομολογία του με το αίμα του, που επέφερε ο λιθοβολισμός του. Και μαζί με αυτή την υπογραφή έκανε και κάτι άλλο, μεγαλειώδες: Καθώς οι πέτρες σφύριζαν σαν πυκνό χαλάζι στον αέρα και κτυπούσαν το μαρτυρικό σώμα, ο Πρωτομάρτυρας άνοιξε τα χέρια, ύψωσε το βλέμμα του στον ουρανό και είπε: “Κύριε Ιησού, δέξαι το πνεύμα μου”. Και μετά από λίγες στιγμές, ανεφώνησε: “Κύριε, μη στήσεις αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην῾῾. “Και τούτο ειπών, εκοιμήθη”.
Ποτέ ας μη λησμονούμε ότι είμαστε απόγονοι των Αγίων μαρτύρων. Ο σημερινός κουρασμένος κόσμος, οι άνθρωποι που παλεύουν μέσα στα πάθη, στην αθεΐα και στην μαύρη απογοήτευση της απελπισίας, από κάπου περιμένουν να πιαστούν. Για να σταθούν, να ανορθωθούν και να βαδίσουν. Και αυτό το ”κάπου” δεν είναι άλλο από τον Χριστό, την πίστη και την ελπίδα προς τον οποίο, πρέπει να τις δώσει στον κόσμο η Εκκλησία. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, πιστοί στην κλήση της ελπίδος και μέσα στο φως της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, αποτελούν, πρέπει να αποτελούν, την ηρωϊκή προφυλακή της Εκκλησίας και της κοινωνίας μας.