Κυριακή Α΄ των Νηστειών (Tης Ορθοδοξίας), Αποστ. Ανάγνωσμα: Εβρ. ια’ 24-26, 32-40 (08-03-2020)
Ρένου Κωνσταντίνου, Καθηγητή Μ.Ε
Πρωτότυπο Κείμενο
Αδελφοί, πίστει Μωϋσής μέγας γενόμενος ηρνήσατο λέγεσθαι υιός θυγατρός Φαραώ, μάλλον ελόμενος συγκακουχείσθαι τω λαώ του Θεού ή πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν, μείζονα πλούτον ηγησάμενος των Αιγύπτου θησαυρών τον ονειδισμόν του Χριστού, απέβλεπεν γαρ εις την μισθαποδοσίαν. Και τι έτι λέγω; έπιλείψει με γαρ διηγούμενον ο χρόνος περί Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ιεφθάε, Δαυΐδ τε και Σαμουήλ και των προφητών, οι διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων· έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών· άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν· έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής· ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνῳ μαχαίρας απέθανον, περιήλθον έν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ήν άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης. Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν, του Θεού περί ημών κρείττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι.
Νεοελληνική Απόδοση
Xάρη στην πίστη του ο Mωυσής, όταν μεγάλωσε, αρνήθηκε να λέγεται γιος της κόρης του Φαραώ, επειδή θεώρησε πως είναι καλύτερο να κακοπαθεί μαζί με το λαό του Θεού, παρά να απολαμβάνει προσωρινά την αμαρτωλή ζωή. Γιατί τον εξευτελισμό για χάρη του Xριστού τον θεώρησε πλούτο πολυτιμότερο από τους θησαυρούς της Aιγύπτου, επειδή απέβλεπε στην ανταπόδοση από το Θεό. Kαι τι άλλο να πρωτοπώ; Γιατί, σίγουρα δε θα έχω το χρόνο έτσι κι αρχίσω να διηγούμαι για τον Γεδεών, τον Bαράκ, τον Σαμψών, τον Iεφθάε, τον Δαβίδ, τον Σαμουήλ και τους προφήτες, οι οποίοι χάρη στην πίστη τους ανέτρεψαν βασίλεια, επέβαλαν τη δικαιοσύνη, πέτυχαν την υλοποίηση υποσχέσεων, έφραξαν στόματα λιονταριών, εξουδετέρωσαν τη δύναμη της φωτιάς, γλίτωσαν τη σφαγή, μετέτρεψαν σε δύναμη τις αδυναμίες τους, έγιναν ισχυροί στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή στρατεύματα αλλοφύλων, γυναίκες ξανάσμιξαν στη ζωή με ανθρώπους τους που αναστήθηκαν από τους νεκρούς. Kι άλλοι, πάλι, βασανίστηκαν άγρια μέχρι θανάτου, χωρίς να ενδώσουν για την ελευθέρωσή τους, ώστε να αξιωθούν μια υπέρτερη ανάσταση. Kαι διάφοροι άλλοι δοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμα και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, υποβλήθηκαν σε δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρωμα, κατάντησαν να περιφέρονται ντυμένοι με προβιές και κατσικοδέρματα περνώντας από στερήσεις, θλίψεις, κακουχίες. Oι άνθρωποι αυτοί, για τους οποίους δεν ήταν καν άξιος ο κόσμος, έζησαν περιπλανώμενοι σε ερημιές και σε βουνά και μέσα στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Kι όλοι αυτοί, ενώ αναγνωρίστηκαν για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την εκπλήρωση της υπόσχεσης, επειδή ο Θεός έχει προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι που να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς.
Σχολιασμός
Η σημερινή Κυριακή είναι η πρώτη της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής και είναι γνωστή ως Κυριακή της Ορθοδοξίας. Ονομάστηκε έτσι διότι είναι ημέρα αφοσιωμένη στην ορθόδοξη πίστη και στους αγώνες, που διεξήγαγε δια μέσου των αιώνων η Εκκλησία. Αφετηρία και αφορμή για να καθιερωθεί ο εορτασμός υπήρξε η πανηγυρική αναστήλωση των αγίων εικόνων το 842 μ.Χ. από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα και τον πατριάρχη Μεθόδιο. Σταδιακά η γιορτή αυτή προσέλαβε ένα ευρύτερο περιεχόμενο. Αποτέλεσε ανάμνηση της νίκης της Ορθοδοξίας ενάντια των ποικίλων εχθρών της.
Σχετικό με το νόημα της εορτής αυτής είναι και το αποστολικό ανάγνωσμα που διαβάζεται στους ναούς μας. Προέρχεται από την προς Εβραίους επιστολή του αποστόλου Παύλου και είναι μια περικοπή της οποίας το μεγαλύτερο μέρος διαβάζεται άλλες δύο φορές κατά τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους: την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως και την Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Στην αρχή της περικοπής γίνεται αναφορά σε ένα μεγάλο προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης, το Μωϋσή. Ο Μωϋσής αποτελεί μια μορφή κυρίαρχη μέσα στη ιστορία του αρχαίου Ισραήλ. Ο Μωϋσής, όπως είναι γνωστό, γλιτώνει από τη διαταγή του Φαραώ, και δεν τον ρίχνουν για να πνιγεί στον ποταμό Νείλο. Τον παίρνει και τον υιοθετεί η κόρη του Φαραώ και έζησε στα βασιλικά ανάκτορα μέχρι που έγινε σαράντα ετών.
Ο Μωϋσής, ώριμος άνδρας πλέον, αποφασίζει να απαρνηθεί τον τίτλο του υιοθετημένου γιου της θυγατέρας του Φαραώ (στίχος 24). Ο Μωϋσής πάνω απ’ όλο θέλει να παραμείνει υιός του Αβραάμ, πιστός στο Θεό των πατέρων του. Ο Μωϋσής προτιμά να συμμεριστεί και ο ίδιος τις κακουχίες και τις θλίψεις λαού του Θεού (στίχος 25).
Ο Παύλος συνεχίζει και στο στίχο 26 τη σύγκριση που άρχισε στον προηγούμενο στίχο. Αντιπαραθέτει «τους θησαυρούς της Αιγύπτου», των υλικών δηλαδή αγαθών που είχε ο Μωϋσής στην αυλή του Φαραώ και «τον ονειδισμόν του Χριστού», τον οποίο οικειοποιήθηκε, θεωρώντας τον «μείζονα πλούτον». «Ονειδισμός του Χριστού» είναι τα παθήματα πού υπέφερε ο Κύριος. Τα παθήματα αυτά είναι πολύ μεγαλύτερα σε αξία, αφού οδηγούν στη σωτηρία, παρά οι πρόσκαιροι υλικοί θησαυροί των Αιγυπτίων. Ο Μωϋσής κατά τον απόστολο Παύλο «απέβλεπε εις την μισθαποδοσίαν». Η πίστη του τον έκανε να προσβλέπει σταθερά και να ελπίζει σε μια ουράνια ανταμοιβή για «τον ονειδισμόν του Χριστού» που επέλεξε να υπομείνει, αντί για τους θησαυρούς της Αιγύπτου, που μέχρι την ώρα εκείνη απολάμβανε. Είναι όντως θαυμαστό και αποτελεί φωτεινό παράδειγμα και για εμάς σήμερα που οι πλείστοι ζούμε στην υλιστική ευδαιμονία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας και σύνολη η Ιερή μας Παράδοση θεωρούν τον μέγα προφήτη Μωϋσή ως τύπο που προεικονίζει το Χριστό και θεωρούν ότι το παράδειγμα του πρακαταγγέλλει τα όσα έμελλε αργότερα να συμβούν και στο Μεσσία.
Στη συνέχεια ο Απόστολος των εθνών αναφέρει παραδείγματα εναρέτων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης που υπέμειναν και αυτοί θλίψεις και δοκιμασίες. Μεταξύ των ανδρών που αναφέρει στο στίχο 32 ο Απόστολος είναι οι τέσσερις Κριτές: ο Γεδεών, ο Βαράκ, ο Σαμψών και ο Ιεφθάε. Επίσης γίνεται μνεία στο βασιλιά και προφήτη Δαβίδ και τον προφήτη και κριτή Σαμουήλ, αλλά και γενικά στους προφήτες. Η αναφορά είναι ονομαστική. Δεν μνημονεύονται δηλαδή τα κατορθώματα τους και η παράθεση των ονομάτων τους, άγνωστο γιατί, δεν γίνεται με χρονολογική σειρά.
Οι στίχοι 33-34, που εισάγονται με την αναφορική αντωνυμία «οι», αναφέρονται γενικά στα κατορθώματα που με τη δύναμη της πίστεως επέτυχαν οι δίκαιοι άνδρες, των οποίων τα ονόματα ο Απόστολος απαρίθμησε προηγουμένως στο στίχο 32, αλλά και άλλων αγωνιστών της πίστεως. Η έννοια της φράσεως «είργασαντο δικαιοσύνην» σημαίνει ότι γενικά, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο βίο τους, πολιτεύθηκαν με γνώμονα το δίκαιο. Η πίστη εξάλλου που έδειχναν στις εντολές και στις επαγγελίες του Θεού συντελούσε, ώστε να πραγματοποιούνται όλα όσα ο Θεός του υποσχόταν.
Μεταξύ εκείνων που έφραξαν στόματα λεόντων είναι ο προφήτης Δανιήλ (Δαν. 6, 16 – 23), όπως επίσης ο Δαβίδ (Α΄ Βασ. 17, 34 κ.ε.) και ο Σαμψών (Κριτ. 14, 16). Τη δύναμη του πυρός έσβησαν οι τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα (βλ. Δαν. 3, 23, 27) και τη σφαγή διέφυγαν ο προφήτης Ηλίας από την Ιεζάβελ (Γ΄ Βασ. 18), ο Δαβίδ από τον Σαούλ (Α΄ Βασ. 18, 11-19, 10, 12-21, 10-23, 13) και ο προφήτης Ελισσαίος από τον βασιλεία της Συρίας (Δ΄ Βασ. 6, 9-18). Από την ασθένεια θεραπεύτηκε και ανέλαβε δυνάμεις ο βασιλιάς Εζεκίας (Δ΄ Βασ. 20, 1). Σε πολέμους αναδείχτηκαν ισχυροί και έτρεψαν σε φυγή εχθρικά στρατεύματα πολλοί: ο Ιησούς του Ναυή, οι Κριτές, ο Δαβίδ, οι Μακκαβαίοι και αρκετοί άλλοι.
Στον επόμενο στίχο (στίχος 35) ο θείος Παύλος αναφέρει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό: «Έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών». Η πίστη αποτέλεσε την αιτία για την πραγματοποίηση και άλλων θαυμάτων. Γυναίκες έλαβαν ανεστημένα τα νεκρά παιδιά τους. Πρόκειται εδώ για κάποια συγκεκριμένα περιστατικά. Η μία είναι η Σαραφθία η χήρα, την οποίας τον γιο ανέστησε ο προφήτης Ηλίας (Γ΄ Βασ. 17, 22, 23) και η άλλη η Σωμανίτιδα, της οποίας το νεκρό παιδί ανέστησε ο προφήτης Ελισσαίος (Δ΄ Βασ. 4, 8-37). Οι νεκραναστάσεις αυτές αποτελούν προτύπωση της Ανάστασης του Κυρίου, αλλά και της κοινής αναστάσεως κατά τη Δευτέρα του Χριστού Παρουσία.
Στη συνέχεια του ίδιου στίχου γίνεται αναφορά σε ένα τύπο μαρτυρίου: του τυμπανισμού. Ο «τυμπανισμός» ήταν μία φοβερή μορφή βασανισμού με τη χρήση ενός οργάνου τιμωρίας, κυκλικού στο σχήμα, το οποίο ονομαζόταν «τύμπανον». Οι βασανιστές πρόσεδεναν και τέντωναν το σώμα του κατάδικου επάνω στο τύμπανο και το χτυπούσαν μέχρι θανάτου. Ο απόστολος φαίνεται πως έχει εδώ υπόψη του τα όσα αναφέρονται για τον Ελεάζαρο (Β΄ Μακ. 6, 19).
Όλοι όσοι ανέφερε έως τώρα ο Απόστολος παρέμειναν σταθεροί στην πίστη τους, τονίζει εμφαντικά. Δεν δέχτηκαν να την προδώσουν για να γλιτώσουν από το μαρτύριο και να επιτύχουν την απελευθέρωση τους. Ανάμεσα στην προσωρινή ζωή που θα μπορούσαν να έχουν, αθετώντας την πίστη τους στον αληθινό Θεό και τον θάνατο για χάρη της, οι μάρτυρες προτίμησαν τον δεύτερο, γιατί ήλπιζαν πως έτσι θα επιτύχουν μια «κρείττονα ανάσταση» ανάσταση «ένδοξον και μακάριαν και εις βάσιλείασν αιώνιον εισάγουσα», όπως παρατηρεί ο Ζιγαβηνός.
Ακολούθως στο στίχο 36, ο Παύλος αναφέρετε και σε άλλους δίκαιους ανθρώπους από την Παλαιά, αλλά και την Καινή Διαθήκη και στα όσα και αυτοί υπέμειναν για την πίστη τους στον αληθινό Θεό. Ανάμεσα σ’ εκείνους που δοκίμασαν ταπεινώσεις και εμπαιγμούς είναι ο προφήτης Ελισσαίος (Δ’ Βας.2, 23), ο Σαμψών (Κριτ. 15, 25) και οι Ιουδαίοι επί της εποχής των Μακκαβαίων. Μαστίγωση υπέστησαν ο προφήτης Μιχαίας (Γ΄Βας. 23 – 24), ο Ελεάζαρος (Β’ Μακ. 6, 30), οι επτά Μακκαβαίοι αδελφοί (Β’ Μακ. 7,1) και αργότερα οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης (Πραξ. 5, 40). Στο δεσμωτήριο και τη φυλακή ρίχτηκαν οι προφήτες Ιερεμίας, Μιχαίας (Γ΄Βας. 22, 27) και Ανανίας (Β΄ Παραλ. 16, 7 -10) και αργότερα ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και πολλοί από τους Αποστόλους. Λιθοβολισμό υπέμειναν ο Ναβουθαί, για να του πάρει η Ιεζάβελ το αμπέλι του (Γ’ Βας. 20, 14) και ο Ζαχαρίας ο ιερέας (Β΄ Παραλ. 24, 21). Έχουμε επίσης το μεγάλο γεγονός του λιθοβολισμού του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, που τον ακολούθησε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών. Με πριόνι θανατώθηκε ο προφήτης Ησαΐας από το βασιλιά Μανασσή. Στο στίχο 34 ο Απόστολος ανέφερε πως «δια πίστεως» πολλοί «έφυγον στόματα μαχαίρας». Εδώ γράφει ότι άλλοι «έν φόνω μαχαίρας απέθανον». Ο Ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί πως και οι δύο πράξεις είναι άξιες επαίνου, ενώ ο ερμηνευτής των Γραφών Ζιγαβηνός τονίζει ότι η πίστη επιτελεί μεγάλα και πάσχει μεγάλα. Με μαχαίρι θανατώθηκαν ο Ουρίας, ο προφήτης Μιχαίας, ο Μαλαχίας, ο Ιωάννης και ο απόστολος Ιάκωβος. Άλλοι πάλι πού διέφυγαν τη σφαγή έζησαν μία ζωή συνεχούς περιπλάνησης, φτώχειας, θλίψεων και πολλών στερήσεω, όπως ο προφήτης Ηλίας, ο Ελισαίος και άλλοι προφήτες και Αγίοι της Εκκλησίας μας.
Στη συνέχεια της περικοπής ο θείος απόστολος Παύλος με την εμβόλιμη αναφορική πρόταση «ων ουκ ην άξιος ο κόσμος» (στίχος 38α) επιχειρεί να συγκρίνει τον κόσμο και τους δίκαιους άνδρες, των οποίων προηγουμένως εξύμνησε τη ζωντανή πίστη και τα θαυμαστά κατορθώματα. Τι άραγε να εννοεί ο Απόστολος χρησιμοποιώντας τον όρο «κόσμος»; Με τον όρο αυτό η Αγία Γραφή εννοεί τόσο την ανθρωπότητα, όσο και την ίδια την κτίση. Εδώ ο Απόστολος εννοεί και τα δύο. Ερμηνεύοντας το σημείο αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι στη ζυγαριά από τη μια μεριά μπει ολόκληρος ο κόσμο και την άλλη οι δίκαιοι, το βάρος θα πέσει από τη μεριά των δίκαιων, γιατί όντως αυτοί έχουν τη μεγαλύτερη αξία. Αξία πνευματική, αφού με την πίστη τους έγιναν κάτοχοι των αρετών, οι οποίες αποτελούν ουράνιο θησαυρό. Μετά από την παρεμβολή αυτή, ο Απόστολος επανέρχεται και πάλι στα ηρωικά κατορθώματα των δικαίων ανδρών, για να μνημονεύσει την περιπετειώδη ζωή που πολλοί έζησαν, όταν, είτε διωκόμενοι, είτε για άσκηση, κατέφυγαν στις ερήμους και τα βουνά (στίχος 38β).
Οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, χάρη στην πίστη που επέδειξαν, ευαρέστησαν ενώπιον του Θεού. Ωστόσο, δεν επέτυχαν να απολαύσουν τα ουράνια αγαθά που τους είχε υποσχεθεί ο Θεός. Γιατί; Διότι ο Θεός προέβλεψε κάτι καλύτερο για μας. Για να μη φανεί ότι εκείνοι είναι σε πλεονεκτικότερη θέση από μας, ο Κύριος όρισε τον ίδιο καιρό απονομής των στεφάνων για όλους. Η οικονομία αυτή του Θεού φανερώνει το βάθος της αγάπης και το μέγεθος της πρόνοιας του. Βέβαια, εδώ είναι δυνατόν να τεθεί το ερώτημα, μήπως ο Θεός αδικεί εκείνους; Σ’ ένα τέτοιο ερώτημα απαντώντας ο Ιερός Χρυσόστομος τονίζει: «Ουκ εκείνους ηδίκησεν, άλλ’ ημάς ετίμησε και γαρ αυτοί τους αδελφούς αναμένουσιν».
Η οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου είναι ένα μυστήριο πού υπερβαίνει τις δυνατότητες λο¬γικής ερμηνείας είναι μυστήριο πίστεως και προσδοκία ελπίδας. Τόσο το νόημα του εορτασμού της παρούσας Κυριακής, όσο και το περιεχόμενο του αποστολικού αναγνώσματος μας τοποθετούν σήμερα μπροστά στο μυστήριο της πίστεως. Ορίζοντας την ο απόστολος Παύλος διδάσκει πως είναι «ελπιζομένων υπάστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων».
Πίστη είναι εμπιστοσύνη στο Θεό και την Πρόνοια Του. Η πίστη είναι δωρεά και χάρισμα. Είναι φως ουράνιο και θεϊκό. Πίστη, σε τελευταία ανάλυση, για μας τους χριστιανούς είναι ο ίδιος ο Χριστός και το Ευαγγέλιο του. Η χριστιανική μας πίστη είναι δύναμη. Ανεξάντλητη πηγή δυνάμεως, ιδιαίτερα δε κατά την περίοδο των δοκιμασιών και των πειρασμών.
Περίτρανη απόδειξη αυτής της αλήθειας είναι η ζωή των ανθρώπων που μνημονεύει στην παρούσα περικοπή ο απόστολος Παύλος. Τα όσα πραγματοποίησαν μένουν ανεξήγητα και ακατανόητα, αν δεν λάβουμε υπόψη μας τη δύναμη που τούς παρείχε η φλογερή πίστη τους στο Θεό. Αλλά και οι διωγμοί, τα μαρτύρια και ο θάνατος που υπέστησαν, δεν εξηγούνται παρά μόνο αν τα δούμε υπό το πρίσμα της ακλόνητης τους πίστης στο Θεό και της ύπαρξης της Βασιλείας Του..
Η πίστη όμως απαιτεί και θυσίες. Πιστεύω σημαίνει αγωνίζομαι γι’ αυτό που πιστεύω. Και πιστός άνθρωπος είναι ο αγωνιστής στον αγώνα που εμπνέει η πίστη, η πίστη του Χριστού. Πολλές φορές η πίστη στον αληθινό Θεό αποτέλεσε αιτία διωγμού και θανάτου ακόμη. Απόδειξη τούτου τα εκατομμύρια των μαρτύρων της εποχής των διωγμών, αλλά και το πλήθος των οσίων ανθρώπων που αναφέρει στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο Παύλος. Όμως οι πιστοί δεν έχουμε «ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Προσδοκούμε τη μέλλουσα πόλη, τη Βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Αυτού. Αδιαφιλονίκητη απόδειξη αυτής της αλήθειας αποτελεί η ζωή των Αγίων του Θεού, «οι δια πίστεως κατηγωνίσαντο…».