Κυριακή του Τυφλού, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ιω. θ’ 1-38 (06-06-2021)
Πρωτότυπο Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· Οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλὸς, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου· εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;» Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός για να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ’ αυτόν. Όσο διαρκεί η μέρα, πρέπει να εκτελώ τα έργα εκείνου που με έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται. Όσο είμαι σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαι το φως για τον κόσμο» Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το φτύμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ», που σημαίνει «απεσταλμένος από το Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, πήγε και νίφτηκε και όταν γύρισε πίσω έβλεπε. Τότε οι γείτονες κι όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: «Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;» Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος έλεγε: «Εγώ είμαι». Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς λοιπόν άνοίξαν τα μάτια σου;» Εκείνος απάντησε: «Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια μου και μου είπε: πήγαινε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου». Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Που είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω» τους απάντησε. Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός. Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο. Άρχισαν λοιπόν και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω». Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία;» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους. Ρωτούν λοιπόν πάλι τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης». Οι Ιουδαίοι όμως δεν εννοούσαν να πιστέψουν πως αυτός ήταν τυφλός κι απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας κι ότι γεννήθηκε τυφλός∙ πώς όμως τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια, εμείς δεν το ξέρουμε. Ρωτήστε τον ίδιο∙ ενήλικος είναι, αυτός μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του». Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του, ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: «Αν είναι αμαρτωλός, δεν ξέρω∙ ένα ξέρω: πως, ενώ ήμουν τυφλός τώρα βλέπω». Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας» τους αποκρίθηκε, «αλλά δεν πειστήκατε∙ γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε και εσείς να γίνετε μαθητές του;» Τον περιγέλασαν τότε και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου∙ εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή. εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευση του». Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο πως εσείς δεν ξέρετε από που είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Ξέρουμε πως ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος σέβεται και κάνει το θέλημα του, αυτόν τον ακούει. Από τότε που έγινε ο κόσμος δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού. Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα». «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις τον δάσκαλο σ’ εμάς;» Και τον πέταξαν έξω. Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;» «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, αυτός είναι». «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.
Σχολιασμός
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει στην ευαγγελική περικοπή, ένα από τα πολλά θαύματα που επιτέλεσε ο Κύριος ημών Ιησού Χριστός, αυτό της θεραπείας του Τυφλού στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο Κύριος ήρθε στα Ιεροσόλυμα για δεύτερη φορά μαζί με τους μαθητές του, για την μεγάλη εορτή των Ιουδαίων, την εορτή της Σκηνοπηγίας. Σκηνοπηγία (γιορτή της Συγκομιδής ή γιορτή των Σκηνών) ονομαζόταν και ονομάζεται η τελευταία από τις τρεις μεγάλες γιορτές των Ιουδαίων, μετά το Πάσχα και την Πεντηκοστή. Η εορτή της Σκηνοπηγίας είναι διάρκειας επτά ημερών και τελείται προς ευχαριστία για τη συγκομιδή των καρπών και προς ανάμνηση της τεσσαρακονταετούς περιπλάνησης των Εβραίων στην έρημο του Σινά, όπου διέμεναν σε σκηνές.
Εκεί στην Ιερουσαλήμ συνάντησε κάποιον άνθρωπο, ο οποίος είχε γεννηθεί τυφλός. Ο Κύριος προσεγγίζει τον εκ γενεητής τυφλό με διπλή διάθεση, όπως συμβαίνει εξάλλου σε όλα τα θαύματά του: Πρώτον να φανερώσει τη θεότητά του, μετά μάλιστα από μία σοβαρή αμφισβήτηση και επιιθετική ενέργεια των Ιουδαίων. Όπως προαναφέρει το ευαγγέλιο: «ήραν λίθους ίνα βάλωσιν επ’ αυτόν∙ Ιησούς δε εκρύβη και εξήλθεν εκ του ιερού διελθών δια μέσου αυτών και παρήγεν ούτως» (Ιω. 8:59). Δεύτερον, να κανεί αισθητή την παρουσία της Βασιλείας του Θεού, η οποία υπερβαίνει τη φθορά, την ασθένεια και το θάνατο και να δείξει παράλληλα στον κάθε ταλαιπωρημένο άνθρωπο ότι κανείς δεν μπορεί να μας βοηθήσει παρά μόνον ο Θεός. «Ει δε τις υμών λείπεται σοφίας, αιτείτω παρά του διδόντος Θεού πάσιν απλώς και μη ονειδίζοντος, καί δοθήσεται αυτώ» (Ιακ. 1:5) Για το λόγο αυτό και ο Κύριος εργάσθηκε στη συνέχεια με το καταπληκτικό θαύμα του εκ γενετής τυφλού.
Στη συνέχεια της περικοπής οι μαθητές αυθόρμητα ρώτησαν τον Ιησού «τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθή;» Ο άνθρωπος πάντοτε ψάχνει να βρει μια αιτία σε κάθε δοκιμασία, αλλά και σε κάθε ασθένεια σωματική ή ψυχική που τον ταλαιπωρεί μέσα στη ζωή. Ειδικότερα όμως στην ερώτηση των μαθητών αυτό που κάνει εντύπωση είναι η αναζήτηση της αιτίας της ασθένειας σε αμαρτία του ιδίου του εκ γενετής τυφλού. Αυτό στηρίζεται σε διδασκαλία των ραββίνων της εποχής, οι οποίοι υποστήριζαν ότι και το έμβρυο δύναται να αμαρτήσει.
Η απάντηση του Ιησού όμως θέτει το πρόβλημα σε νέα βάση: «Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ». Ο Ιησούς Χριστός απάντησε στους μαθητές του, ότι κανείς δεν αμάρτησε, αλλά μοναδικός σκοπός είναι να φανερωθεί η δόξα του Θεού. Ο Κύριος είναι κατηγορηματικός, αναφέροντας ότι καθένας είναι υπεύθυνος για τα δικά του αμαρτήματα. Αποτέλεσμα αυτής της ασθένειας είναι η σωτηρία του ανθρώπου.
Ο εκ γενετής τυφλός ευεργετήθηκε από το Θεό, γιατί με την τύφλωσή του και τη θεραπεία του από τον Κύριο, δεν ανοίχθηκαν μόνο τα σωματικά του μάτια, αλλά ανοίχθηκαν και τα μάτια της ψυχής του. Ο Ιησούς διακήρυξε, ότι όσο καιρό είναι στη γη πρέπει να εργάζεται για τη δόξα του Θεού, γι’ αυτό με το θαύμα αυτό της θεραπείας του τυφλού, θέλει να δηλώσει στον άνθρωπο ότι σκοπός της παρουσίας Του στη γη είναι να τον οδηγήσει στο πνευματικό φως, «το φως της αληθείας», να φωτίσει τις ψυχές μας με το δικό Του φως και να μας λυτρώσει από το πνευματικό σκοτάδι και να μας οδηγήσει στη σωτηρία. «Εγώ ειμι το φως του κόσμου• ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φως της ζωής», τονίζει σε άλλη περίπτωση (Ιω. 8:12).
Ο Κύριος με αξιοθαύμαστο και παράδοξο τρόπο θεράπευσε τον τυφλό, χρησιμοποιώντας το χώμα και το σάλιο του. Με τα δύο αυτά υλικά ήθελε να φανερώσει, να θυμίσει στους ανθρώπους ότι είμαστε όλοι πλασμένοι από χώμα, αλλά και να φανερώσει τη θεότητά του, ότι ο ίδιος είναι ο Θεός και Δημιουργός μας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όπως ένας οικοδόμος συμπληρώνει τη μισοτελειωμένη οικία του, έτσι και ο Χριστός κάνει στην περίπτωση του εκ γενετής τυφλού «το σώμα το ημέτερον συγκολλά και αναπληροί». Έπειτα, αφού έφτιαξε πηλό με το σάλιο του, έχρισε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού, και θέλοντας να διεγείρει την πίστη του, δεν τον θεράπευσε αμέσως, αλλά τον πρόσταξε να πάει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. «Ύπαγε νίψαι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, ο ερμηνεύεται απεσταλμένος. Απήλθεν ουν και ενίψατο, και ήλθε βλέπων». Η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, συμβολίζει τον ίδιο το Χριστό, ο οποίος είναι ο απεσταλμένος του Θεού, είναι αυτός που κήρυξαν οι προφήτες και ήλθε στον κόσμο για να οδηγήσει τον αμαρτωλό άνθρωπο στη σωτηρία, χαρίζοντας του τη σωματική και τη ψυχική θεραπεία. Ο Κύριος είναι η πνευματική κολυμβήθρα του Σιλωάμ, μέσω της οποίας καθαρίζονται οι άνθρωποι από τις αμαρτίες τους. Είναι δηλαδή ένας μεγάλος ποταμός όπου καταφεύγουν οι άνθρωποι για να δροσίσουν και καθαρίσουν την ψυχή τους από την αμαρτία.
Ο Κύριος για να προσφέρει τη θεραπεία στον άνθρωπο χρειάζεται να έχει πραγματική πίστη, γιατί χωρίς πίστη στο Θεό δεν μπορούμε να δεχθούμε τη θεραπεία του σώματος και της ψυχής. «Συ πιστεύεις εις τον υιόν του Θεού; Και τις εστί, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν; Πιστεύω, Κύριε• και προσεκύνησεν αυτώ». Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ομολογία του πρώην τυφλού. Ομολογεί στην αρχή γεμάτος χαρά και ευγνωμοσύνη στους γνωστούς το θαύμα. Ακολούθως, όταν τον οδήγησαν μπροστά στους τυφλωμένους από τον φθόνο και την υποκρισία Φαρισαίους, δεν κάμπτεται από τις απειλές τους και την ασφυκτική τους πίεση, αλλά αντιθέτως με τόλμη τους περιγράφει το θαύμα και ομολογεί χωρίς να φοβάται ότι ο Ιησούς είναι προφήτης. «Συ τι λέγεις περί αυτού…Ο δε (ο τυφλος) είπεν ότι προφήτης εστίν». Μετά και τις απειλές των Φαρισαίων, οι οποίοι απαιτούν από τον τυφλό να ομολογήσει ότι είναι πλανεμένος, αυτός χωρίς φόβος επιμένει στην αλήθεια, φεύγοντας μακριά από αυτούς, μένοντας σταθερός στην πίστη και την εν Χριστώ ομολογία του, οποιοδήποτε και αν είναι το τίμημα. Εξάλλου το είπε ο ίδιος ο Κύριος προς τους μαθητές τους και όλους όσοι επρόκειται να πιστέψουν: «Έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων διά το όνομά μου». (Λουκ. 21:17)
Αυτή η ομολογία πίστεως του εκ γενετής τυφλού μας διδάσκει, ότι πάντοτε πρέπει να ομολογούμε κι εμείς την αλήθεια της πίστεως μας με θάρρος και ενθουσιασμό, όπου και όταν μας το ζητήσει ο Κύριος, ακόμα και αν υποστούμε απειλές και εκφοβισμούς.«Πας ος αν ομολογήση εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, και ο Υιός του ανθρώπου ομολογήσει εν αυτών έμπροσθεν των αγγέλων του Θεού» (Λουκ. 12:8) και «Πας όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 10:32).