Κυριακή ΙΑ’ Επιστολών, Αποστ. Ανάγνωσμα: Α’ Κορ. θ’ 2 – 12 (05-09-2021)
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, ἡ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. Ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί. Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; Ἤ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι;Τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; Τίς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; Ἤ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει; Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; Ἤ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει; Ἐν γὰρ τῷ Μωσέως νόμῳ γέγραπται· «Οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα». Μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; Ἤ δι᾿ ἡμᾶς πάντως λέγει; Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ᾿ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ᾿ ἐλπίδι. Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; Εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; Ἀλλ᾿ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Κι αν ακόμα άλλοι αρνούνται να με αναγνωρίσουν ως απόστολο, για σας είμαι˙ γιατί η ίδια η ύπαρξη της εκκλησίας σας είναι η απόδειξη πως είμαι απόστολος. Να πώ πως απολογούμαι σ’ αυτούς που αμφισβητούν και συζητούν την αυθεντία μου ως αποστόλου είναι η εξής: Δεν έχω τάχα δικαίωμα να συντηρούμαι με δαπάνη της εκκλησίας που υπηρετώ; Μήπως δε έχω δικαίωμα να έχω μαζί στα ταξίδια μου αδερφή χριστιανή ως οικονόμο, όπως κάνουν και οι άλλοι απόστολοι και τα αεδέρφια του Κυρίου και ο Κηφάς; Ή μήπως είμαστε οι μόνοι, εγώ κι ο Βαρνάβας, που δεν έχουμε δικαίωμα συντηρήσεως, αλλά πρέπει να ζούμε με την εργασία μας; Ποιος πάει ποτέ στρατιώτης στον πόλεμο με δικά του έξοδα; ποιος φυτεύει αμπέλι και δεν τρώει από τον καρπό του; ή ποιος βόσκει πρόβατα και δεν τρώει από το γάλα του κοπαδιού; Μήπως αυτά που λέω είναι σύμφωνα μόνο με την ανθρώπινη καθημερινή πείρα; Κι ο νόμος δε λεει τα ίδια; Πράγματι, στο Μωσαϊκό νόμο είναι γραμμένο: Μη βάλεις φίμωτρο στο βόδι που αλωνίζει. Μήπως για τα βόδια νοιάζεται ο Θεός; Ή μήπως αυτά που λέει αναφέρονται πραγματικά σ’ εμάς; Ασφαλώς αυτά γράφτηκαν για μας. Γιατί πρέπει αυτός που οργώνει κι αυτός που αλωνίζει να κάνουν τη δουλειά τους με την ελπίδα της συμμετοχής στη συγκομιδή. Εμείς σπείραμε ανάμεσά σας πνευματική σπορά˙ σας φαίνεται πάρα πολύ αν θερίσουμε από σας τα υλικά, που είναι αναγκαία για τη συντήρηση μας; Αν άλλοι κάνουν χρήση αυτού του δικαιώματος απέναντι σας, δε θα ταίριαζε να το κάνουμε περισσότερο εμείς; Εμείς όμως δεν κάναμε χρήση του δικαιώματος αυτού, αλλά υπομένουμε κάθε στέρηση για να μη δημιουργήσουμε κανένα εμπόδιο στη διάδοση του ευαγγελίου του Χριστού.
Σχολιασμός
Το αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής ΙΑ’ επιστολών είναι παρμένο από το ένατο κεφάλαιο της πρώτης προς Κορινθίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου. Στην περικοπή αυτή ο Απόστολος Παύλος αντικρούει κατηγορίες προς το πρόσωπό του αλλά και κατηγορίες προς τους συνεργάτες του, προερχόμενες από την Εκκλησία της Κορίνθου, εκκλησιαστική κοινότητα η οποία οφείλει την ύπαρξή της στον Απόστολο των Εθνών και τους συνεργάτες του Βαρνάβα και Σίλα, οι οποίοι διέδωσαν το ευαγγέλιο στην περιοχή.
Οι κατηγορίες που του προσάπτονται είναι, για το κατά πόσο είναι ισοστάσιος και ισάξιος του Αποστολικού αξιώματος των άλλων Αποστόλων, οι οποίοι έλαβαν την χάρη του Αγίου Πνεύματος με την επιφοίτηση κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Η απάντηση που δίνει γι’ αυτό είναι ότι η πιο τρανή απόδειξη για την αποστολικότητά του είναι οι ίδιοι οι Κορίνθιοι με την ύπαρξη της Εκκλησίας της Κορίνθου. Άλλη κατηγορία που του προσάπτεται είναι ότι δεν κάνει χρήση του δικαιώματός του, να συντηρείται βιοποριστικά από τις εκκλησίες, τις οποίες εγκαθιδρύει ως Απόστολος, όπως οι υπόλοιποι Απόστολοι. Για τούτο παραθέτει τρία παραδείγματα από την ανθρώπινη καθημερινότητα, του στρατιώτη που δε στρατεύεται στον πόλεμο με δικά του έξοδα, του αμπελουργού που αποκομίζει καρπούς από τον αμπελώνα του και του βοσκού που τρέφεται από το κοπάδι του. Με τα παραδείγματα αυτά προσπαθεί να τους αποδείξει ότι είναι φυσικό για ένα Απόστολο να τρέφεται από εκείνους τους οποίους υπηρετεί, αλλά έχει και το δικαίωμα να συντηρείται με δικά του βιοποριστικά μέσα, με γνώμονα να μην κωλύεται το έργο της διάδοσης του Λόγου του Θεού. Εκτός των πιο πάνω παραδειγμάτων από την ανθρώπινη καθημερινότητα, παραθέτει εδάφιο μέσα από το Μωσαϊκό Νόμο (Δευτερονόμιο 25,4) δείχνοντας με αυτό τον τρόπο, ότι επιβεβαιώνονται τα όσα λέει και μέσα στο Νόμο. Στη συνέχεια κάνει νύξη για το γεγονός ότι κάποιοι επωφελούνται των αγαθών της κορινθιακής εκκλησίας μη έχοντας το δικαίωμα αυτό. Αναφέρεται προφανώς στους ψευδοπροφήτες και ψευδαποστόλους που δρούσαν την περίοδο εκείνη στην ευρύτερη περιοχή. Το όλο συγγραφικό έργο της περικοπής αυτής, θυμίζει λίγο ως πολύ Απολογητικό έργο, που σκοπό έχει την απολογία – απόδειξη της Αποστολικότητας του Θείου Παύλου.
Μέσα από τη συγκεκριμένη περικοπή διαφαίνονται πολλές θεματικές παράμετροι. Θα καταπιαστούμε με το θέμα της αποκόμισης βιοποριστικών μέσων των λειτουργών της διάδοσης του Λόγου του Θεού και κατ’ επέκταση των ιερέων της σημερινής κοινωνίας. Είναι απολύτως φυσιολογικό οι ποιμένες της Εκκλησίας να έχουν τις συνήθεις υλικές ανάγκες όπως και ο κάθε άνθρωπος. Καθώς είναι αφοσιωμένοι εξ’ ολοκλήρου στο έργο του Θεού αδυνατούν να ασκήσουν κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα. Όπως ακριβώς ειπώθηκε πιο πάνω είναι απόλυτα φυσιολογικό ο λειτουργός και υπηρέτης του λαού του Θεού να τρέφεται και να συντηρείται από εκείνους τους οποίους υπηρετεί. Στη σημερινή κοινωνία οι διάδοχοι των Αποστόλων – οι Αρχιερείς και κατ’ επέκταση οι ιερείς που χειροτονήθηκαν από κανονικό επίσκοπο – που κηρύττουν και διαδίδουν το Λόγο του Θεού διακονώντας και δίνοντας όλο τους το είναι και την ύπαρξή τους στην εξυπηρέτηση, ενίσχυση και πνευματική καθοδήγηση του διαπιστευμένου σε αυτούς ποιμνίου, να τυγχάνουν λήψη των βιοποριστικών τους μέσων από την ενορία ή την εκκλησιαστική κοινότητα την οποία υπηρετούν. Δαπανούν χρόνο και πολύ κόπο για το έργο αυτό λόγω αυξημένων ποιμαντικών αναγκών, μη έχοντας διαθέσιμο προσωπικό χρόνο για την εκτέλεση άλλης εργασίας μέσα από την οποία θα μπορούσαν να αυτοσυντηρηθούν, ή και να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Προς Θεού όμως να μην θεωρηθεί, ή να παρερμηνευθεί ότι ο ιερέας από του λειτουργήματος που ασκεί, εκπίπτει σε βιοποριστική εργασία με σκοπό την αποκόμιση χρημάτων, ή την απόκτηση των κατάλληλων μέσων προς επιβίωση και συντήρηση. Από την άλλη πλευρά να μη προσκολληθούμε και σε παραδείγματα ανθρώπων που κάνουν κατάχρηση αυτού του δικαιώματος• ενθυμούμενοι την αποστολική ρήση «οφείλομεν δε ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν» (Ρωμ. 15,1), με την έννοια ότι εμείς οι πνευματικοί άνθρωποι βλέποντας οιονδήποτε να υποπίπτει σε πράξη που προκαλεί σκανδαλισμό, να δείχνουμε κατανόηση και με τον τρόπο μας να του δείχνουμε το σωστό και το πρέπον.
Πολλοί μπορούν να κάνουν σύγκριση των ιερέων της ενορίας τους ή της κοινότητας στην οποία ζουν με τους ιερείς των Μητροπόλεων του εξωτερικού (βλέπε Μητροπόλεις στις Η.Π.Α., Γερμανία και Καναδά) οι οποίοι εργάζονται σε οικογενειακές είτε σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ο λόγος που ασχολούνται και με εργασίες εκτός εκκλησιαστικής φύσεως είναι το γεγονός ότι οι ενορίες στις οποίες υπηρετούν αποτελούνται από ελάχιστο αριθμητικό δυναμικό σε πιστούς ή οι ποιμαντικές ανάγκες της ενορίας να είναι μειωμένες και μ’ αυτό τον τρόπο οι ιερείς να έχουν αρκετό ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή τους τον οποίο αξιοποιούν για την απόκτηση των αναγκαίων μέσων για την αξιοπρεπή επιβίωση και συντήρηση αυτών και των οικογενειών τους. Επίσης οι ενορίες λόγω αυτού του μειωμένου αριθμητικού δυναμικού δεν έχουν αρκετό εισόδημα έτσι ώστε να μπορούν να συντηρήσουν επαρκώς και τον ιερέα που προσφέρει τις υπηρεσίες του.
Το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου να αρνηθεί να κάνει χρήση των δικαιωμάτων του ως Απόστολος και να προτιμά να υπομένει κάθε είδους στερήσεις για να μην παρεμβάλλεται το έργο του κηρύγματος του Ευαγγελίου, ακολουθούν πιστά οι ιεραπόστολοι στη Μαύρη Ήπειρο, στην Αφρική. Εργάζονται χειρωνακτικά για να καλύψουν τις ανάγκες τους αλλά και τις ανάγκες των συνεργατών τους μη κωλύοντας στο δυνατότερο τη διάδοση του ευαγγελίου του Θεού, για το οποίο τόσο διψούν οι αδελφοί μας στην ήπειρο της Αφρικής.
Αυτή η διδασκαλία βοήθησε στη διαμόρφωση της πράξης της Εκκλησίας ώστε η αγάπη και το ενδιαφέρον του χριστιανικού λαού να συντηρεί τον ιερό κλήρο εξασφαλίζοντας τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για τις υλικές ανάγκες των ποιμένων του. Πολλοί βεβαίως με τα μέσα τα οποία διαθέτουν προσφέρουν ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και ευχαρίστησης υλικά αγαθά προς τον ιερέα που τους τέλεσε Αγιασμό στην οικία τους για παράδειγμα. Από μαρτυρίες ιεραποστόλων λέχθηκε ότι ο διψασμένος για Χριστό αφρικανικός λαός με την παρουσία τους και μόνο στις κοινότητες και χωριά τους κηρύσσοντας το Ευαγγέλιο και κατηχώντας τους, πολλές φορές έγιναν δέκτες είτε φρούτων, είτε οικιακών ζώων (π.χ. βοδιών, προβάτων, ορνίθων) πράγματα τα οποία πιθανόν να στερούνταν αλλά προτίμησαν να τα παραχωρήσουν σ’ αυτούς που τους κήρυξαν την Αλήθεια.
Τα πιο πάνω βοηθούν για να αντιληφθούμε και να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα στην κοινωνία του σήμερα όσον αφορά τη σχέση ποιμένων και ποιμενομένων. Αυτό διαφαίνεται μέσα σε όλα την παύλεια θεολογία και συνεχίζει να ισχύει ανά τους αιώνες μέχρι και σήμερα.