ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΗ ΤΗΣ Α.Μ. ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
κ. κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ Β΄
ΠΡΟΣ ΤΗΝ Α.Α. ΠΑΠΑ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 3 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2021
Αγιώτατε Πάπα της Πρεσβυτέρας Ρώμης κ. Φραγκίσκο,
Καλώς ήλθατε στην Κύπρο μας, «στὴν Νῆσο τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Μαρτύρων»!
Καλώς ήλθατε στην πρώτη εξ Εθνών Εκκλησία, που ίδρυσαν ο «Κύπριος τῷ γένει, Βαρνάβας, υἱὸς παρακλήσεως» (Πρ. δ΄,36), ο Απόστολος των Εθνών, Παύλος και ο συνοδός αυτών, Ευαγγελιστής Μάρκος.
Καλώς ήλθατε στα ιερά χώματα της αποστολικής μας Εκκλησίας, η οποία ιδρύθηκε με την παρέμβαση του Αγίου Πνεύματος. Η εντολή του Αγίου Πνεύματος ήταν να απευθυνθούν και προς τα Έθνη. Έτσι, όταν οι Απόστολοι μετέβησαν στην Πάφο, εκεί τους κάλεσε ο Ρωμαίος Ανθύπατος Σέργιος Παύλος, «ἀνήρ συνετός», κατά τον Λουκά, «ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ» (Πραξ. ιγ΄ 7), ο οποίος «ἐπίστευσεν ἐκπλησσόμενος ἐπὶ τῇ διδαχῇ τοῦ Κυρίου».
Μέσα μας, Αγιώτατε, αισθανόμαστε μια εκκλησιαστική εγκαύχηση δια το γεγονός ότι οι χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης ευρίσκονται στην Κύπρο, και εντεύθεν εξεπήγασαν οι πνευματικές της πηγές. Γι’ αυτό και δικαίως η Κύπρος θεωρείται ως η «Πύλη τοῦ Χριστιανισμοῦ πρὸς τὸν κόσμο τῶν Ἐθνῶν».
Από το 45 μ.Χ. Αγιώτατε, που ήλθαν οι Απόστολοι στο νησί μας και δίδαξαν τον Χριστιανισμό, η Εκκλησία της Κύπρου μέχρι σήμερα, έχει μία διαχρονική και καρποφόρα χριστιανική πορεία. Μέσα σ΄ αυτήν τη μακροχρόνια διαδρομή της, γνώρισε πολλούς κατακτητές, διήλθε «διά πυρός και ύδατος», αλλά συνεχίζει να δίδει την ορθόδοξη χριστιανική μαρτυρία της, εκπληρώνουσα τη θεήλατη αυτής αποστολή.
Για την Εκκλησία της Κύπρου ίσχυσεν και ισχύει ο λόγος του Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Πολλά τά κύματα καί χαλεπόν τό κλυδώνιον· ἀλλ’ οὐ δεδοίκαμεν μή καταποντισθῶμεν· ἐπί γάρ τῆς πέτρας ἑστήκαμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλῦσαι οὐ δύναται· ἐγειρέσθω τά κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τό πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει»[1].
Αλλά, δυστυχώς, από το 1974 μέχρι σήμερα, η Κύπρος μας, και η Εκκλησία της, διέρχονται την πιο δύσκολη ιστορική τους καμπή.
Η Τουρκία μάς επετέθη βάρβαρα και κατέκτησε με τη δύναμη των όπλων το 38% του πατρίου εδάφους μας, τους δε χριστιανούς κατοίκους αυτής λόγχῃ καὶ πυρὶ ἄλλους μὲν ἀπέκτεινεν, ἅπαντας δὲ ἐξεδίωξεν ἐκ τῶν πατρογονικῶν αὐτῶν ἑστιῶν. Τὰ δὲ ἁγιαστήρια τοῦ Κυρίου μας «ἐνεπύρισαν ἐν πυρὶ, καὶ ἐβεβήλωσαν εἰς τὴν γῆν τὰ σκηνώματα τοῦ παναγίου ὀνόματός Του»[2].
Έκτοτε εφαρμόζει και στην Κύπρο μας ένα σχέδιο εθνικού ξεκαθαρίσματος. Τις 200 χιλιάδες των χριστιανών κατοίκων που εξεδίωξε από τις πατρογονικές τους εστίες με απίστευτη βαρβαρότητα, αντικατέστησε με υπερδιπλάσιους εποίκους, τους οποίους μετέφερε από τα βάθη της Ανατολίας, καταστρέφουσα, έτσι, τον από τα βάθη του αιώνων διαμορφωθέντα κλασικό μας πολιτισμό. Τον πολιτισμό αυτόν μπροστά στον οποίο, κατά τον δεύτερο προ Χριστού αιώνα, οι Ρωμαίοι στάθηκαν με δέος και θαυμασμό, και όχι μόνο τον σεβάστηκαν αλλά και τον αφομοίωσαν και δημιούργησαν τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, πάνω στον οποίο εδράστηκε ο μετ’ έπειτα πολιτισμός της Ευρώπης.
Επιπρόσθετα, τους ιστορικούς βυζαντινούς μας ναούς με τα διαχρονικά και ανεκτίμητης εκκλησιαστικής σημασίας βυζαντινά τους ψηφιδωτά, και τις μυσταγωγικές τους αγιογραφίες, που συνιστούν το υψηλό πολιτισμικό μας επίπεδο, σύλησαν οι ιερόσυλοι με απίστευτη και πρωτοφανή βαρβαρότητα. Και με βάση τα αποτρόπαια σχέδιά τους άλλαξαν όλα τα ιστορικά μας τοπωνύμια, ώστε τίποτε το ελληνικό ή χριστιανικό να μην υπάρχει. Εκεί που άνθισε και καρποφορούσε πλουσίως ο ελληνικός και χριστιανικός μας πολιτισμός, τώρα, επί μισό σχεδόν αιώνα, τα σκεπάζει όλα το πνευματικό έρεβος της Ασιατικής στέπας. Συνεπώς, όχι μόνο μιμήθηκαν την αιμοδιψή βαρβαρότητα του Ουννικού Αττίλα, αλλά και τον ξεπέρασαν.
Στον εθνικό και εκκλησιαστικό αυτό Γολγοθά, τον οποίο επί 47 χρόνια διερχόμαστε, Αγιώτατε, ημείς ως εκκλησιαστική ηγεσία και ο πολυβασανισμένος λαός μας, στρέφουμε τα όμματα της ψυχής μας προς τον Κύριο της Δικαιοσύνης, πεποιθότες ότι «ἠγάπησε δικαιοσύνην καὶ ἐμίσησε ἀνομίαν»[3] και ταπεινά ψελλίζουμε μαζί με τον ιερό ψαλμωδό: «κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβειῶν αὐτῶν ἔξωσον αὐτούς, ὅτι παρεπίκρανάν σε, Κύριε. καὶ εὐφρανθείησαν πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ σέ∙ εἰς τὸν αἰῶνα ἀγαλλιάσονται»[4].
Στον ιερό και δίκαιο αυτό αγώνα μας, Αγιώτατε, τον οποίο ο πάσχων λαός μας διεξάγει με την καθοδήγηση της πολιτικής και εκκλησιαστικής του Ηγεσίας, θέλουμε να έχουμε και την ιδική Σας ενεργό συμπαράσταση. Στο παρελθόν είχαμε τη δυνατότητα να εκφράσουμε την ίδια παράκληση και προς τον Πάπα Βενέδικτο, ο οποίος, όντως, μεσολάβησε προς τη Γερμανική Κυβέρνηση και μπορέσαμε να φέρουμε πίσω 500 σπαράγματα του Βυζαντινού μας πολιτισμού, τα οποία οι Τούρκοι αρχαιοκάπηλοι μετέφεραν στο Μόναχο. Προσβλέπουμε και στη δική Σας βοήθεια, Αγιώτατε, για περιφρούρηση και σεβασμό της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και για κατίσχυση των διαχρονικών αξιών του χριστιανικού μας πολιτισμού, οι οποίες σήμερον καταπατούνται βάναυσα από την Τουρκία.
Εμείς, ως Εκκλησία Κύπρου, ακολουθούντες πιστά το πνεύμα της αγάπης του Ιησού Χριστού, έχουμε άριστες σχέσεις με όλες τις Εκκλησίες και επιδιώκουμε τον Διάλογο με όλους. Επικροτούμε τον αρξάμενο διάλογο μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και προσευχόμαστε για την επιτυχία του. Ο λόγος του Χριστού «καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι, καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ιω.10,16) αποτελεί για μας τον άξονα των εκκλησιαστικών μας οραματισμών, οι οποίοι είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν μόνο μέσω της αγάπης και του ειλικρινούς διαλόγου.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια αρχίσαμε διάλογο, πριν από κάποια χρόνια, ακόμη και με τους Μουσουλμάνους της Μέσης Ανατολής. Δυστυχώς η όξυνση των παθών που καλλιέργησαν ακραία στοιχεία δεν επέτρεψαν τη συνέχιση του διαλόγου, πλην μιας που έγινε στη Συρία.
Εμείς, όμως, πιστεύουμε ακράδαντα στην ειρηνική επίλυση των διαφορών μας, είτε αυτές είναι εθνικές είτε είναι θρησκευτικές. Και η ορθή οδός είναι μόνο μέσω ενός πραγματικά ειλικρινούς διαλόγου.
Αγιώτατε,
Ως Προκαθήμενος της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Κύπρου, διερμηνεύουμε τη συγκίνηση και τη χαρά σύμπαντος του χριστιανικού πληρώματος της καθ’ ημάς Εκκλησίας, διότι έχουμε τη εν Κυρίῳ τιμή να έχουμε εν τω μέσω της αγάπης μας Εσάς και την τιμία Συνοδία Σας.
Επιθυμούμε, ακόμη, εγκαρδίως, να Σας απευθύνουμε εκ μέρους των Μελών της Ιεράς Συνόδου, του χριστεπωνύμου πληρώματος της Εκκλησίας μας και εμού προσωπικώς, το «ὡς εὖ παρέστητε», στη «Νῆσον τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Μαρτύρων», ευχόμενοι διαπύρως την εν Κυρίω πνευματική Σας καρποφορία και την «πεπληρωμένην χαράν»[5], που δίδει ο Κύριος «πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ»[6].
Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου,
3 Δεκεμβρίου 2021
[1] Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Ἐγκώμιον εἰς τοὺς Ἁγίους Πάντας, Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων 26, 714Α.
[2] Πρβ. Ψαλμ. 73,7
[3] Ψαλμ. 44,8
[4] Ψαλμ. 5, 11-12
[5] Ιωάν. 17,13
[6] Τιμ. Β΄ 4,8
Αντιφώνηση του Πάπα Φραγκίσκου στον Καθεδρικό Ναό του Αποστόλου Βαρνάβα Λευκωσίας
Μακαριότατε, αγαπητοί Επίσκοποι της Ιεράς Συνόδου,
Χαίρομαι που βρίσκομαι ανάμεσά σας και σας ευχαριστώ για τη θερμή σας υποδοχή. Σας ευχαριστώ, ιδιαιτέρως, αγαπητέ αδελφέ, για τα λόγια Σας, για την ανοιχτή καρδιά Σας και για τη δέσμευσή Σας να προωθηθεί ο διάλογος μεταξύ μας. Θα ήθελα να απευθύνω τους χαιρετισμούς μου στους ιερείς, τους διακόνους και όλους τους πιστούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου, με ιδιαίτερη σκέψη προς τους μοναχούς και τις μοναχές, των οποίων η προσευχή εξαγνίζει και ανυψώνει την πίστη όλων.
Για μένα είναι μια χάρη το να βρίσκομαι εδώ και αυτό μου θυμίζει ότι έχουμε κοινή αποστολική καταγωγή: ο Παύλος πέρασε από την Κύπρο και μετά ήρθε στη Ρώμη. Προερχόμαστε λοιπόν από τον ίδιο αποστολικό ζήλο και μας συνδέει ο ίδιος δρόμος, εκείνος του Ευαγγελίου. Μου αρέσει να φαντάζομαι την εικόνα στην οποία και οι δυο βρισκόμαστε στον ίδιο δρόμο, προς την αυξανόμενη αδελφοσύνη και την πλήρη ενότητα. Σε αυτή την προέκταση των Αγίων Τόπων, που σκορπίζει τη χάρη αυτών των Τόπων στη Μεσόγειο, είναι φυσικό να ανατρέξουμε σε πολλές σελίδες της Αγίας Γραφής όπου αναφέρονται διάφορες βιβλικές προσωπικότητες. Μεταξύ αυτών, θα ήθελα να αναφερθώ εκ νέου στον Απόστολο Βαρνάβα, επισημαίνοντας ορισμένες πτυχές που μπορούν να κατευθύνουν το προσκύνημά μας.
Ο «Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Βαρναβᾶς ἀπὸ τῶν ἀποστόλων» (Πραξ 4,36): οι Πράξεις των Αποστόλων τον παρουσιάζουν με αυτόν τον τρόπο. Τον γνωρίζουμε και τον τιμούμε με το όνομα που του έδωσαν οι μαθητές του Χριστού, ένα όνομα που εκφράσει πλήρως την ιεραποστολή του. Το όνομα Βαρνάβας σημαίνει και «υἱὸς παρηγοριάς» και «υἱὸς παρακλήσεως». Αρμόζει στο πρόσωπό του να συνδυάζονται και τα δύο χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα για τη διακήρυξη του Ευαγγελίου. Κάθε αληθινή παρηγοριά, πράγματι, δεν παραμένει καθαρά ιδιωτική υπόθεση, αλλά γίνεται προτροπή, κινώντας την ελευθερία προς το καλό. Ταυτόχρονα, κάθε προτροπή πίστεως βασίζεται πάντα στην παρηγορητική παρουσία του Θεού και συνοδεύεται από αδελφική αγάπη.
Ο Βαρνάβας, «υἱὸς παρηγοριάς», μας προτρέπει, ως αδέρφια, να αναλάβουμε την ίδια αποστολή: να φέρουμε το Ευαγγέλιο σε κάθε άνθρωπο. Μας υπενθυμίζει ότι το χαρμόσυνο μήνυμα δεν θεμελιώνεται πάνω από γενικές προτροπές ή πάνω από την επανάληψη εντολών και κανόνων που πρέπει να τηρούνται, όπως γίνεται συχνά. Το κήρυγμά μας πρέπει να ακολουθεί τον δρόμο της προσωπικής συναντήσεως, να ακούει τις ερωτήσεις των ανθρώπων και να ενδιαφέρεται για τις υπαρξιακές τους ανάγκες. Το να είμαστε «υιοί παρηγοριάς» σημαίνει ότι θα έπρεπε να ακούμε τους πάντες, πριν πούμε οτιδήποτε, να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να αμφισβητείται από άλλους ανθρώπους, να ανακαλύπτουμε τον άλλον, να μοιραζόμαστε αυτό που είμαστε. Το Ευαγγέλιο, πράγματι, κοινοποιείται μέσω της κοινωνίας. Αυτό επιθυμούμε να ζήσουμε ως Καθολικοί τα επόμενα χρόνια, ανακαλύπτοντας ξανά το συνοδικό στοιχείο, που αποτελεί δομικό μέρος της Εκκλησίας. Και κάνοντας αυτό, νιώθουμε την ανάγκη να πορευτούμε πιο κοντά μαζί σας, αγαπητοί αδελφοί, οι οποίοι, χάρη στην συνοδική εμπειρία σας, μπορείτε πραγματικά να μας βοηθήσετε. Σας ευχαριστώ για την αδελφική σας συνεργασία, η οποία φαίνεται και από την ενεργό συμμετοχή σας στη Διεθνή Μικτή Επιτροπή Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Καθολικής Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ελπίζω, εκ βάθους καρδίας, να αυξηθούν οι ευκαιρίες για συνάντηση μεταξύ μας. Ελπίζω στην βελτίωση της αλληλογνωσίας, της κατάρριψης πολλών προκαταλήψεων και, εύχομαι ν’ ακούσουμε, με πραότητα, την εμπειρία πίστεως των Εκκλησιών μας. Θα είναι μια τονωτική προτροπή να κάνουμε το καλύτερο και, αναμφισβήτητα, θα φέρει πνευματική παρηγοριά και στους δυο μας. Ο Απόστολος Παύλος, από τον οποίο καταγόμαστε, μιλάει συχνά για παρηγοριά, και καλό είναι να φανταστούμε ότι ο Βαρνάβας, ο υἱὸς παρηγοριάς, ενέπνευσε μερικά από τα λόγια του, όπως εκείνα με τα οποία, στην αρχή της Β’ επιστολής προς τους Κορινθίους, συνιστά να παρηγορούμε ο ένας τον άλλον με την ίδια παρηγοριά με την οποία έχουμε παρηγορηθεί από τον Θεό (Β’ Κορ. 1,3-5). Με αυτή την έννοια, αγαπητοί αδελφοί, θέλω να σας βεβαιώσω τις προσευχές μου, την εγγύτητά μου, καθώς και της Καθολικής Εκκλησίας προς εσάς, τόσο στα πιο οδυνηρά προβλήματα που σας στενοχωρούν όσο και στις πιο όμορφες και τολμηρές ελπίδες που σας εμψυχώνουν. Οι λύπες και οι χαρές σας μας ανήκουν, νιώθουμε ότι είναι και δικές μας! Και αισθανόμαστε επίσης βαθιά ότι έχουμε ανάγκη και από τις προσευχές σας.
Συνεχίζοντας – το δεύτερο σημείο – ο Απόστολος Βαρνάβας παρουσιάζεται από τις Πράξεις των Αποστόλων ως «Λευίτης, Κύπριος τῷ γένει» (Πραξ 4,36). Το κείμενο δεν προσθέτει άλλες λεπτομέρειες, ούτε για την εμφάνισή του ούτε για το πρόσωπό του, αλλά αμέσως μετά αναφέρεται στον Βαρνάβα χάρη στο εξής εμβληματικό του έργο: «ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ πωλήσας ἤνεγκεν τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκεν πρὸς τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων» (εδ. 37). Η θαυμάσια χειρονομία αυτή υποδηλώνει ότι, για να ανανεωθούμε στην κοινωνία και την ιεραποστολή, χρειαζόμαστε κι εμείς το θάρρος να απογυμνώσουμε ό,τι είναι επίγειο, όσο πολύτιμο κι αν είναι, προκειμένου να καλλιεργήσουμε την πληρότητα της ενότητας. Δεν αναφέρομαι απολύτως σε ό,τι είναι ιερό και μας βοηθά να συναντήσουμε τον Κύριο, αλλά στον κίνδυνο να παραμείνουμε απόλυτοι από κάποια έθιμα και συνήθειες, που δεν είναι απαραίτητα για να ζήσουμε την πίστη. Ας μην αφήσουμε τους εαυτούς μας να σακατευτούν από τον φόβο. Ας ανοίξουμε τον νου μας και ας έχουμε το θάρρος να κάνουμε τολμηρές χειρονομίες. Ας μην δίνουμε χώρο στην «ασυμβίβαστη διαφορά» που δεν αντικατοπτρίζεται στο Ευαγγέλιο! Ας μην επιτρέπουμε στις παραδόσεις, στον πληθυντικό και με «π» πεζό γράμμα, να υπερισχύουν έναντι της Παραδόσεως, στον ενικό και με κεφαλαίο «Π». Η αληθινή Παράδοση μας προτρέπει να μιμηθούμε τον Βαρνάβα, να αφήσουμε πίσω μας οτιδήποτε, ακόμη και καλό, που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την πληρότητα της κοινωνίας, την πρωτοκαθεδρία της αγάπης και την αναγκαιότητα της ενότητας.
Βάζοντας στα πόδια των Αποστόλων όλα όσα είχε ο Βαρνάβας μπήκε στις καρδιές τους. Κι εμείς καλούμαστε από τον Κύριο να ξαναβρούμε τον εαυτό μας ως μέρος του ίδιου Σώματος, ακόμη και να υποκλιθούμε μέχρι τα πόδια των αδελφών μας. Πράγματι, όσον αφορά τις σχέσεις μας, η ιστορία έχει ανοίξει μεγάλα ρήγματα μεταξύ μας, αλλά το Άγιο Πνεύμα θέλει να πλησιάσουμε πιο κοντά με ταπείνωση και σεβασμό. Μας καλεί να μην παραιτηθούμε στις διαιρέσεις του παρελθόντος, αλλά να καλλιεργήσουμε μαζί, υπομονετικά, επιμελώς και συγκεκριμένα, το χωράφι της Βασιλείας. Γιατί εάν αφήσουμε κατά μέρος τις αφηρημένες θεωρίες και συνεργαστούμε ο ένας δίπλα στον άλλο, για παράδειγμα στα έργα αγάπης, την εκπαίδευση και την προαγωγή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, θα ξαναβρούμε τους άλλους ως αδέρφια και η κοινωνία θα ωριμάσει από μόνη της, προς την δόξα του Θεού. Ο καθένας μας θα διατηρήσει τους δικούς του τρόπους και το δικό του χαρακτηριστικό ύφος, αλλά σιγά σιγά το κοινό μας έργο θα αυξήσει την αρμονία και θα αποφέρει καρπούς. Όπως αυτά τα εδάφη της Μεσογείου έχουν ενισχυθεί από το ευλαβικό και υπομονετικό έργο του ανθρώπου, έτσι, με τη βοήθεια του Θεού και την ταπεινή επιμονή, ας καλλιεργήσουμε την αποστολική μας κοινωνία!
Ένας καλός καρπός, για παράδειγμα, είναι αυτός που συμβαίνει εδώ στην Κύπρο στην εκκλησία της «Παναγίας της Χρυσής Πόλης». Ο ναός που είναι αφιερωμένος στην Παναγία της Χρυσοπολίτισσας είναι πλέον τόπος λατρείας διαφόρων χριστιανικών δογμάτων, αγαπητός στον πληθυσμό και συχνά επιλεγμένος για τον εορτασμό των γάμων. Είναι λοιπόν σημάδι κοινωνίας πίστεως και ζωής υπό από το βλέμμα της Θεοτόκου, η οποία συγκεντρώνει τα παιδιά της. Στον χώρο αυτό βρίσκεται επίσης η στήλη όπου, σύμφωνα με την παράδοση, ο Απόστολος Παύλος υπέστη τριάντα εννέα μαστιγώματα για τη διακήρυξη της πίστεως στην Πάφο. Η ιεραποστολή, όπως και η κοινωνία, περνά πάντα από θυσίες και δοκιμασίες.
Είναι ακριβώς μια δοκιμασία – αυτή είναι η τρίτη πτυχή που αντλώ από τη μορφή του Βαρνάβα – που σημάδεψε τη ζωή του και τις απαρχές της διάδοσης του Ευαγγελίου σε αυτούς τους τόπους. Κατά την επιστροφή του στην Κύπρο με τον Παύλο και τον Μάρκο, βρήκε τον Βαριησοῦ, «μάγον ψευδοπροφήτην» (Πραξ 13,6), ο οποίος τους εναντιώθηκε μοχθηρά, επιδιώκοντας να στραβώσει τους ευθύς δρόμους του Κυρίου (βλ. εδ. 8.10). Ακόμα και σήμερα, υπάρχουν πολλά ψέματα και απάτες που μας βάζει το παρελθόν που εμποδίζουν την πορεία μας. Αιώνες διχασμού και απόστασης μας έκαναν να αφομοιώσουμε, έστω και άθελά μας, πολλές εχθρικές προκαταλήψεις ενάντια στις άλλες Εκκλησίες. Πρόκειται για προκαταλήψεις που συχνά βασίζονται σε μην ρεαλιστικές και παραμορφωμένες πληροφορίες, που διαδίδονται από μια επιθετική και πολεμική βιβλιογραφία. Αλλά όλα αυτά διαστρεβλώνουν τον δρόμο του Θεού, που αγωνίζεται να φθάσει προς τη συμφωνία και την ενότητα. Αγαπητοί αδελφοί, η αγιοσύνη του μακαριστού Βαρνάβα είναι επίσης εύγλωττη και για εμάς! Πόσες φορές, κατά τη διάρκεια της ιστορίας, εμείς οι Χριστιανοί έχουμε εμπλακεί στο να πολεμάμε ο ένας τον άλλον, αντί να δεχόμαστε με πραότητα την οδό του Θεού που τείνει να θεραπεύει τις διαιρέσεις μέσω της αγάπης! Πόσες φορές έχουμε ενισχύσει και διαδώσει προκαταλήψεις για τους άλλους, αντί να εκπληρώσουμε την προτροπή που επανέλαβε ο Κύριος ειδικά στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον όπου ο ευαγγελιστής, ο οποίος βρισκόταν με τον Βαρνάβα στο νησί αυτό έλεγε: ο μεγάλος ας γίνει μικρός και ο πρώτος ας γίνει δούλος των άλλων (βλ. Μκ 9,35;10,43-44).
Ας ζητήσουμε από τον Κύριο σοφία και θάρρος για να ακολουθήσουμε τις οδούς Του και όχι τις δικές μας. Ας το ζητήσουμε διαμέσου των Αγίων. Ο Λεόντιος Μαχαιράς, χρονικογράφος του 15ου αιώνα, αποκάλεσε την Κύπρο «ιερό νησί» λόγω του αριθμού των μαρτύρων και των αγίων που γνώρισε αυτή η χώρα στο πέρασμα των αιώνων. Εκτός από τους πιο γνωστούς και σεβαστούς, όπως ο Βαρνάβας, ο Παύλος και ο Μάρκος, ο Επιφάνιος, η Βαρβάρα και ο Σπυρίδων, υπάρχουν και πολλοί άλλοι: αμέτρητα πλήθη αγίων που, ενωμένοι στην Μία Ουράνια Εκκλησία, μας προτρέπουν να πλεύσουμε μαζί προς το λιμάνι που όλοι λαχταρούμε. Από ψηλά μας καλούν να κάνουμε την Κύπρο, που είναι ήδη μια γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, μια γέφυρα μεταξύ Ουρανού και Γης. Ας γίνει προς δόξα της Υπεραγίας Τριάδος για το δικό μας καλό και όλων των ανθρώπων.