skip to Main Content

Συνέντευξη Πανιερωτάτου στην εφημερίδα «Σημερινή»

Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Κωνσταντίας και Αμμοχώστου Βασίλειος συμμετέχοντας σε συνέντευξη της εφημερίδας «Σημερινή», η οποία δημοσιεύθηκε την Κυριακή, 27 Νοεμβρίου 2022, έδωσε τις δικές του απαντήσεις και το όραμά του για την Εκκλησία, σε ερωτήματα τα οποία υποβλήθηκαν σε όλους τους υποψήφιους για τον Αρχιεπισκοπικό θρόνο Αρχιερείς.

 1) Ο λαός θα ήθελε να γνωρίζει το όραμά σας για την Εκκλησία της Κύπρου. Ποιες θα είναι οι προτεραιότητές σας αν εκλεγείτε Αρχιεπίσκοπος;

Επειδή η Εκκλησία στην ιστορία της Κύπρου απετέλεσε την κιβωτό του έθνους, είναι η ίδια η Εκκλησία ως κιβωτός που διατήρησε τη φυσική και πνευματική ύπαρξη του λαού μας. Αυτή η αποστολή της Εκκλησίας είναι αδιαπραγμάτευτη. Αυτό καθίσταται περισσότερο επιτακτικό στις μέρες μας ένεκα των δύσκολων καταστάσεων που διέρχεται όχι μόνο η Κύπρος, αλλά ολόκληρος ο κόσμος. Βεβαίως είναι δεδομένο ότι η κατ’ εξοχήν αποστολή της Εκκλησίας είναι η διδασκαλία του Ευαγγελίου, όπως την ανέθεσε ο ίδιος ο Χριστός στους αποστόλους του, και κατά συνέπειαν στην Εκκλησία. Άλλωστε, ο Χριστιανισμός της Κύπρου είναι το αποτέλεσμα της διδασκαλίας του Κυπρίου αποστόλου Βαρνάβα, όπως και των άλλων αποστόλων Παύλου και Μάρκου, και οφείλουμε να κρατήσουμε τη χριστιανική ταυτότητα του τόπου μας. Αυτή η αποστολή εξακτινώνεται για να περιλάβει και την κοινωνική αποστολή της Εκκλησίας, που έχει πολλούς τομείς. Όπως όταν η Μαρία η αδελφή του Λαζάρου άλειψε τον Χριστό με το μύρο και κατακρίθηκε από τους παρισταμένους, ο Χριστός είπε μεταξύ άλλων «τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών». Οι κοινωνικές ομάδες των συνανθρώπων μας, που αντιμετωπίζουν δυσκολία για την κάλυψη των αναγκών στην καθημερινότητά τους, είναι ένα από τα κύρια μελήματα της Εκκλησίας. Ένας δεύτερος τομέας είναι η αποστολή της Εκκλησίας μεταξύ των νέων, δεδομένου ότι στη σύγχρονη εποχή οι νέοι αλλά και ολόκληρη η κοινωνία δέχονται προκλήσεις, οι οποίες θέλουν να απομακρύνουν τον άνθρωπο από τον Θεό. Οι προκλήσεις αυτές έχουν όνομα, όπως η εκκοσμίκευση, ο λεγόμενος μοντερνισμός και μεταμοντερνισμός και άλλα ρεύματα, τα οποία, αν τα υιοθετήσει ο νέος και γενικότερα ο άνθρωπος, δημιουργούν ένα τεράστιο πνευματικό κενό. Στο κενό αυτό είναι που καλείται η Εκκλησία να δώσει περιεχόμενο και το περιεχόμενο δεν είναι άλλο παρά η «σταθερά», που σημαίνει η πίστη στον Θεό. Για να επιτευχθεί αυτό, ο λόγος της Εκκλησίας πρέπει να είναι κατανοητός στον σύγχρονο άνθρωπο, χωρίς να σημαίνει ότι προδίδουμε το περιεχόμενο της πίστεως.

2) Η Εκκλησία είναι καλό να έχει θέση στο εθνικό μας ζήτημα; Αν ναι, ποια είναι η δική σας θέση;

Έχω διαπιστώσει ότι ο λαός μας απαιτεί να ακούσει τη θέση της Εκκλησίας για το εθνικό μας ζήτημα. Βεβαίως η Εκκλησία δεν πρόκειται να αντικαταστήσει το κράτος, ούτε θα προτείνει το σχέδιο λύσης, γιατί αυτό επαφίεται στην εκάστοτε κυβέρνηση που είναι εκλελεγμένη από τον λαό για να εργαστεί γι’ αυτό το ζήτημα. Η Εκκλησία, όμως, κατ’ εξοχήν πρέπει να εργαστεί, ούτως ώστε ο Κυπριακός Ελληνισμός, έναντι των άλλων Ευρωπαίων πολιτών να έχει τα ίδια δικαιώματα και να μην είναι δεύτερης κατηγορίας πολίτης στην ίδια του την πατρίδα. Η όποια λύση προτείνεται από την κυπριακή πολιτεία, για παράδειγμα η διζωνική-δικοινοτική ομοσπονδία, δεν πρέπει να στερεί το δικαίωμα εγκατάστασης, εργασίας αλλά και θρησκευτικής λατρείας σε όλους τους χώρους λατρείας της πατρίδας μας. Για παράδειγμα, είναι ανεπίτρεπτο εγώ, ως Μητροπολίτης Αμμοχώστου, να μην έχω το δικαίωμα να τελέσω τις ιερές ακολουθίες στους κατεχόμενους ναούς μας, που σημαίνει την άρνηση του ύψιστου δικαιώματος του ανθρώπου να λατρεύει τον Θεό όπως και όπου θέλει, κατ’ εξοχήν δε στους χώρους λατρείας που αποτελούν το σημείο αναφοράς του λαούς μας, τόσο στο ελεγχόμενο από την Κυπριακή Δημοκρατία τμήμα της πατρίδας όσο και στην κατεχόμενη γη μας. Άλλωστε δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η Εκκλησία είχε στην ιστορία της όχι μόνο ένα απλό δικαίωμα λόγου, αλλά η ίδια διεξήγαγε αγώνα για την ελευθερία του έθνους μας. Όπως κάθε συλλογικό όργανο στην πατρίδα μας έχει δικαίωμα να εκφράσει άποψη για το εθνικό μας θέμα, πολύ περισσότερο η Εκκλησία.

3) Γνωρίζουμε ότι υπήρχε διχογνωμία στις τάξεις της Ιεράς Συνόδου στο θέμα του αυτοκέφαλου της Ουκρανικής Εκκλησίας. Εάν εκλεγείτε στον Αρχιεπισκοπικό θώκο, ποια θα είναι στάση σας απέναντι σε αυτό το ζήτημα;

Είναι γνωστό ότι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας μας, όταν τέθηκε το θέμα της αναγνώρισης ή μη του αυτοκεφάλου της Ουκρανικής Εκκλησίας, έλαβε απόφαση να κρατήσει ουδετερότητα για να παρασχεθεί η δυνατότητα στον προκαθήμενο της Εκκλησίας να διαλέγεται μεταξύ των δύο πλευρών για εξεύρεση λύσεως των διισταμένων απόψεων. Δυστυχώς, όμως, τον αείμνηστο Αρχιεπίσκοπο πρόλαβε η ασθένειά του και δεν έγινε κατορθωτό να εφαρμοστεί η απόφαση αυτή της Ιεράς Συνόδου. Είναι προφανές ότι αυτή η στάση δεν θα πρέπει να θέσει στο περιθώριο την εθνική υποχρέωση του Ελληνισμού να στηρίξει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εκτός από εκκλησιαστικό θεσμό αλλά και ως εθνικό θεσμό. Γι’ αυτό και ο Μακαριώτατος προχώρησε στη μνημόνευση-αναγνώριση του Μητροπολίτη Επιφανίου, η οποία έγινε αποδεκτή κατά πλειοψηφίαν από την Ιερά Σύνοδο. Βεβαίως, έστω και με αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα δεν έχει λυθεί. Γι’ αυτό και η Εκκλησία της Κύπρου, δεδομένου ότι χαίρει εκτιμήσεως από το σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών, έχω την πεποίθηση ότι είναι δυνατό να διαδραματίσει έναν τέτοιο σημαντικό ρόλο. Πιστεύω ότι πρέπει να ξεκινήσουμε μια «χαμηλή εκκλησιαστική διπλωματία», ούτως ώστε να προετοιμασθεί το έδαφος για υψηλότερου επιπέδου συναντήσεις και διαπραγματεύσεις. Όταν λέω «χαμηλή εκκλησιαστική διπλωματία», είναι αυτό που εφαρμόστηκε κατά τη συνάντηση, που διοργανώθηκε στη Μητρόπολή μας, μεταξύ των εκπροσώπων όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών με σκοπό την προετοιμασία τους για τη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Στη συνάντηση αυτή συμμετείχε και αντιπροσωπία της Ρωσικής Εκκλησίας. Το κλίμα που επικράτησε ήταν πάρα πολύ θετικό. Η μόνη αρνητική πλευρά, ήταν ότι κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας την Κυριακή, η ρωσική αντιπροσωπία δεν μετείχε. Στη Γενική Συνέλευση, στη συνέχεια, άλλες μη-Ορθόδοξες Ομολογίες εξέφρασαν την πρόθεση αποβολής της Ρωσικής Εκκλησίας από τον διεκκλησιαστικό αυτό οργανισμό. Οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι των Εκκλησιών όμως αντέδρασαν και δεν αποδέχθηκαν μια τέτοια πράξη. Τότε η δική μου παρέμβαση ήταν να απευθύνουμε έκκληση προς την Εκκλησία της Ρωσίας να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με το σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών.

4) Το μεταναστευτικό αποτελεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα του τόπου μας. Σε ενδεχόμενη εκλογή σας έχετε κάποιο πλάνο για αντιμετώπιση του προβλήματος, στον βαθμό που αυτό αναλογεί στην Εκκλησία μας;

Με ενοχλεί το γεγονός ότι η Εκκλησία δεν έδειξε ακόμα ενδιαφέρον για το μεταναστευτικό ζήτημα. Με εξέπληξε και δημιούργησε προβληματισμό ότι συγκεκριμένος Ρωμαιοκαθολικός οργανισμός στέλνει εκπροσώπους για να βοηθήσουν τους μετανάστες στο κέντρο φιλοξενίας Πουρνάρα. Ακόμα πιο τραγικό είναι το γεγονός ότι διαπιστώσαμε «ιδίοις όμμασι», ότι μετανάστες ψάχνουν στα απορρίμματα των σκουπιδιών για να βρουν φαγητό. Εάν λάβω ως παράδειγμα την παραβολή του Χριστού για τον καλό Σαμαρείτη και τον άνθρωπο, ο οποίος έπεσε θύμα ληστών, ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος για εμάς σήμερα ο οποίος «λησταίς περιέπεσε»; Αυτός μεταξύ των πολλών είναι και ο μετανάστης. Βεβαίως, στη δική μας Μητρόπολη το συζητήσαμε το γεγονός και λάβαμε κάποιες αποφάσεις, για να αποφύγουμε οποιαδήποτε αρνητικά ζητήματα, τα οποία μπορούσαν να δημιουργηθούν. Επειδή υπήρχε μια υποδομή ήδη στην ενορία της Αγίας Νάπας για παροχή ζεστού φαγητού, ενισχύσαμε αυτήν την υποδομή. Κατόπιν συνεννοήσεως της Μητροπόλεώς μας με ιδιοκτήτες ξενοδοχείων, αντί να ρίχνουν στον κάλαθο των αχρήστων περισσεύματα των φαγητών, να τα δίδουν για τον σκοπό αυτό. Τους ευχαριστούμε για την προθυμία και συνεργασία τους. Πιθανόν ένα επόμενο βήμα, όταν ωριμάσει η κατάσταση, να είναι η προσφορά μαθημάτων για εκμάθηση ελληνικής γλώσσας. Παράδειγμα προς μίμηση είναι η Βασιλειάδα, την οποία ίδρυσε ο Μέγας Βασίλειος για να καλύψει όλες αυτές τις ανάγκες των δεινοπαθούντων συνανθρώπων μας.

5) Εξωσωματικές, αμβλώσεις, μεταμόσχευση οργάνων, ευθανασία. Ποια η θέση σας;

Τα θέματα αυτά για την Εκκλησία δεν είναι ούτε άγνωστα ούτε αδιάφορα. Θέλω να σας πληροφορήσω ότι η συζήτηση γύρω από αυτά τα ζητήματα γίνεται και διεθνώς. Η πρότασή μου για τον τρόπο αντιμετωπίσεως είναι μεταξύ της ακριβούς εφαρμογής του νόμου που δόθηκε από τον Θεό και του Ευαγγελίου από τη μια, και της οικονομίας, δηλαδή της φιλανθρώπου αντιμετωπίσεως των ηθικών ζητημάτων που προκαλούν τη συνείδηση της Εκκλησίας από την άλλη. Η συνείδηση της Εκκλησίας, πέρα από τον νόμο και το Ευαγγέλιο, είναι η συνείδηση όλων των πιστών μελών της Εκκλησίας. Η Εκκλησία εξετάζει πάντοτε μέσα σε αυτό το δίπολο, ακρίβειας και οικονομίας, οποιαδήποτε ζητήματα τίθενται ενώπιόν της. Θέλω να πω ότι η οικονομία, όπως την εννοώ, είναι αυτό που εφάρμοσε ο ίδιος ο Θεός. Ο ψαλμωδός λέγει «εάν ανομίας παρατηρήσεις, Κύριε, τίς υποστήσεται ενώπιόν σου;», δηλαδή ποιος μπορεί να σταθεί ενώπιον της αγιότητας του Θεού εάν θελήσουμε να συγκρίνουμε την απόλυτη αγιότητα του Θεού και την αμαρτωλότητα του ανθρώπου. Παρά ταύτα, ο Θεός εφαρμόζοντας την οικονομία, δηλαδή το φιλάνθρωπο, έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε, για να εξαλείψει από τον άνθρωπο αυτό που τον κατατρύχει και τον ταλαιπωρεί. Αυτός είναι ο κανόνας, στο πλαίσιο του οποίου η Εκκλησία εξετάζει τα ηθικά θέματα που τίθενται ενώπιόν της, για να προσφέρει την φιλάνθρωπη λύση για τον κάθε άνθρωπο. Η ατζέντα αυτή των ζητημάτων γνωρίζουμε πολύ καλά ότι προέρχεται από διάφορα λόμπι που δραστηριοποιούνται όχι μόνο στον κυπριακό χώρο αλλά γενικότερα σε κέντρα λήψεως αποφάσεων, όπως για παράδειγμα στις Βρυξέλλες, και έρχονται να επιβληθούν στο λαό μας, ο οποίος έχει ένα τελείως διαφορετικό ήθος αντιμετώπισης των θεμάτων αυτών. Θεμελιώδες κριτήριο της Εκκλησίας, όσον αφορά τη θέση της για τα παραπάνω θέματα, είναι πάντα ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή. Για παράδειγμα, σε σχέση με την έκτρωση αν δεχτούμε ότι η εγκυμονούσα γυναίκα έχει το δικαίωμα να επιλέξει, το έμβρυο το οποίο μάλιστα είναι ανυπεράσπιστο δεν έχει κι εκείνο ακόμα πιο αυξημένο το δικαίωμα να υπερασπιστεί το δικαίωμα της ζωής; Έτσι εδώ υπάρχει σύγκρουση των δικαιωμάτων και βρισκόμαστε σε αδιέξοδο. Ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης θα ήταν, αν με ρωτούσε κάποιος, η πρόληψη του προβλήματος πριν από την εγκυμοσύνη. Γιατί οι άνθρωποι χωρίς την αίσθηση της ευθύνης συμπεριφερόμαστε και παράγουμε ανεπιθύμητο αποτέλεσμα και μετά επικαλούμαστε το δικαίωμά μας για να λύσουμε το πρόβλημα και δεν βλέπουμε την ευθύνη που ο καθένας έχει έναντι των δικαιωμάτων του εμβρύου.

πηγή

Back To Top