skip to Main Content

Αρχιδιακόνου Στεφάνου-Η αγία Φωτεινή (Φωτού) η Κυπρία (2 Αυγούστου)

Εύρεσις και ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του αγίου πρωτομάρτυρος και αρχιδιακόνου Στεφάνου (428). Μάρτυρος Φωκά. Νεομάρτυρος Θεοδώρου, του εν Δαρδανελλίοις (†1690). Οσίων Ιουστινιανού Β` του ευσεβούς βασιλέως και Βασιλείου του δια Χριστόν σαλού. Οσίας Φωτεινής, της εν Κύπρω.

Ἀνακοµιδὴ τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Πρωτοµάρτυρος Στεφάνου

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη στὰ χρόνια ποὺ οἱ µεγάλοι διωγµοὶ τῶν πρώτων χριστιανῶν εἶχαν κοπάσει καὶ αὐτοκράτωρ ἦταν ὁΜέγας Κωνσταντῖνος. Τότε, ὁ Ἅγιος Στέφανος φανερώθηκε τρεῖς φορὲς σὲ κάποιον εὐσεβῆ γέροντα ἱερέα, τὸ Λουκιανό, καὶ τοῦἀποκάλυψε τὸν τόπο, ὅπου ἦταν κρυµµένο τὸ λείψανό του. Αὐτὸς ἀµέσως τὸ ἀνέφερε στὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύµων Ἰωάννη, ποὺµὲ τὴν σειρά του πῆγε στὸν ὑποδεικνυόµενο τόπο καὶ πράγµατι βρῆκε τὸ Ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου. Κατὰ τὴν εὕρεσηἔγινε µεγάλος σεισµός, καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου πληµµύρισε εὐωδιὰ τοὺς παρευρισκόµενους στὸν τόπο ἐκεῖνο. Λέγεται ὅτι ἀπὸτὸν οὐρανὸ ἀκούστηκαν ἀγγελικὲς φωνές, ποὺ ἔλεγαν «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Δηλαδή, δόξα ἂς εἶναι στὸ Θεό, στὰ ὕψιστα µέρη τοῦ οὐρανοῦ καὶ στὴν ταραγµένη ἀπὸ τὴν ἁµαρτία γῆ ἂς βασιλεύσει ἡ θεία εἰρήνη, διότι ὁΘεὸς φανέρωσε τὴν εὐαρέσκειά Του στοὺς ἀνθρώπους, µὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ Του. Φανέρωναν, ἔτσι, οἱ ἄγγελοι περίτραναὅτι ὁ πρωτοµάρτυρας Στέφανος µαρτύρησε γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου µεταφέρθηκανἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴµ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐναποτέθησαν στὸν – ἐπ΄ ὀνόµατι αὐτοῦ – ἀνεγερθέντα Ναὸ ὑπὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου.

Αρχιμανδρίτη Φώτιου Ιωακείμ
(Ιερά Μητρόπολις Μόρφου)

Η αγία Φωτεινή η Καρπασίτιδα, η γνωστή στον λαό της Κύπρου και ως αγία Φωτού, κατέχει αναμφίβολα ξεχωριστή θέση, με μια παγκύπρια τιμή και ακτινοβολία, μεταξύ των ευαρίθμων γνωστών αγίων γυναικών, που με τους ασκητικούς ιδρώτες και τους λοιπούς θεοφιλείς καμάτους τους άρδευσαν και αγίασαν τη φιλάγια της Κύπρου γη.

Δυστυχώς και για την περίπτωσή της, όπως και για τις λοιπές οσίες γυναίκες της μεγαλονήσου, ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία έφθασαν μέχρις εμάς. Πρωτογενείς πηγές, αναφορικά προς τον βίο της οσίας δεν έχουν δυστυχώς διασωθεί. Τα εδώ παρατιθέμενα στηρίζονται στις σχετικές αναφορές από τους Λεόντιο Μαχαιρά στο Χρονικόν του, Ακάκιο μοναχό και Αντώνιο Τεϊρμεντζόγλου προσκυνητή (στις συντεθειμένες απ’ αυτούς χειρόγραφες Ακολουθίες της οσίας), στοιχεία, τα οποία συνθέτουν τη συναφή βασική χειρόγραφη παράδοση, καθώς και σε παρεμφερή αξιόπιστα αρχαιολογικά δεδομένα.

Σύμφωνα λοιπόν με τοπική παράδοση, η φωτώνυμη αυτή οσία καταγόταν από την αρχαία πόλη του Καρπασίου και άκμασε κατά την πρώιμη μάλλον βυζαντινή εποχή, αλλά δυστυχώς δεν γνωρίζουμε σήμερα τα σχετικά με τον βίο της. Αυτό, που είναι με βεβαιότητα γνωστό, είναι ότι διήλθε τον ασκητικό της βίο σ᾽ ένα ευρύχωρο λαξευτό υπόγειο σπήλαιο μέσα στο σημερινό χωριό Άγιος Ανδρόνικος Καρπασίας. Το σπήλαιο τούτο, που διατηρείται σε εξαίρετη γενικά κατάσταση μέχρι και τις μέρες μας, είναι πιθανόν να προϋπήρξε της αγίας Φωτεινής και προφανώς παραπέμπει σε πρωτοχριστιανικούς ή και πρωτοβυζαντινούς χρόνους: Ο τύπος του τάφου της οσίας, παρά τις μεταγενέστερες επεμβάσεις (κατά τις δύο ανευρέσεις του), διακρίνεται εμφανώς ότι ήταν ένα αρκοσόλιο (τοξωτός τάφος). Περαιτέρω, στο σπήλαιο υπάρχουν εσωτερικές προεκτάσεις, υπό μορφή σηράγγων, διασώζονται δε και λαξευμένες εσοχές στα τοιχώματα για την τοποθέτηση λύχνων.

Αξίζει σ᾽ αυτή τη συνάφεια να τονισθεί, πως το ασκητήριο-σπήλαιο της αγίας Φωτεινής δεν αποτελεί μεμονωμένο χώρο ή γεγονός, αλλά εντάσσεται σε σύμπλεγμα ασκητηρίων της ευρύτερης εκεί περιοχής. Σ᾽ αυτά περιλαμβάνονται οι γνωστοί βυζαντινοί ναοί της Αγίας Σολομονής έξω από την Κώμα του Γιαλού (9ου αιώνα), της Αγίας Παύλης στην Αγία Τριάδα Γιαλούσας, της Αγίας Θέκλης στην Γιαλούσα και της Αγίας Βαρβάρας πλησίον της Κορόβειας (8ου αιώνα). Κάτω από τους τρεις πρώτους αυτούς ναούς υπάρχουν λαξευτοί ταφικοί θάλαμοι με αρκοσόλια, ενώ πλησίον του τελευταίου (της Αγίας Βαρβάρας) λαξευτά σπήλαια, που λειτούργησαν ως ασκητήρια, ενδεικτικά πιθανώτατα της κατά τη μεσοβυζαντινή τουλάχιστον περίοδο ακμής στην περιοχή του γυναικείου μοναχισμού, εάν κρίνουμε από την αφιέρωση των ως άνω ναών σε γυναίκες αγίες.

Στο πιο πάνω λοιπόν σπήλαιο (στο χωριό Άγιος Ανδρόνικος) αγωνίσθηκε ασκητικά η οσία με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, αγνότητα, ταπεινοφροσύνη, υπομονή και τις άλλες ευαγγελικές αρετές, με τις οποίες κατέστη πάμφωτο σκεύος Θεού, δοχείο των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, φωτοφόρα και φωτόμορφη. Κατάμεστη λοιπόν των καρπών της αγιότητας, κοιμήθηκε εν Κυρίῳ και τάφηκε στο ασκητήριό της. Ο τάφος της, που βρίσκεται στο δυτικό μέρος του σπηλαίου, παρέμεινε για αιώνες αγνοημένος. Για πρώτη φορά εντοπίσθηκε μετά από θεία αποκάλυψη κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, σύμφωνα με τη σύγχρονη μαρτυρία του γνωστού Κυπρίου μεσαιωνικού χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρά. Τούτο ήταν ασφαλώς οικονομία Θεού, για να παρηγορήσει τους υπόδουλους τότε Κυπρίους από τα δεινά της παπικής Φραγκοκρατίας, και να τους στηρίξει στην Ορθόδοξη πίστη. Η αναφορά αυτή του Μαχαιρά, που αποτελεί και την αρχαιότερη γνωστή γραπτή μαρτυρία για την οσία Φωτεινή, έχει ως εξής (αποδίδουμε το κείμενο σε μετάφραση, θέτοντας μέσα σε παρενθέσεις επεξηγηματικές λέξεις-φράσεις): «Ακόμη βρίσκεται στην (περιοχή) Ακρωτίκη, στην κώμη του Αγίου Ανδρονίκου της Κανακαριάς – έχει λίγο καιρό και βρέθηκε με αποκάλυψη Θεού – (μία άλλη αγία), που την ονομάζουν αγία Φωτεινήκαι ο τάφος της είναι κάτω από τη γη (σε σπήλαιο). (Εκεί) υπάρχει (άγιο) Βήμα και τελείται η θεία Λειτουργία. Επίσης εκεί υπάρχει νερό-αγίασμα, και (στο πηγάδι που βρίσκεται) έχει πολύ βάθος το νερό, και στο γύρισμα του φεγγαριού πήζει επάνω το νερό(αγίασμα), όπως πήζει ο πάγος, και γίνεται μία τσίππα. Και τη βγάζουν (από το πηγάδι,) σαν μια πλάκα πάγου. Κι άμα αρχίζει να λυώνει, γίνεται λεπτό σαν σκόνη, και τη βάζουν στα μάτια τους οι τυφλοί και θεραπεύονται.»

Έκτοτε η αγία Φωτεινή, και μέχρι τις μέρες μας, ενεργεί πλείστα όσα θαύματα σ’ αυτούς που με πίστη προσέρχονται και προσεύχονται σ’ αυτήν. Κατ’ εξαίρεση έλαβε, κατά την επωνυμία της, τη Χάρη της θεραπείας των ποικίλων οφθαλμικών παθήσεων, μάλιστα των τυφλώσεων, χορηγώντας άφθονα τις ιάσεις με το νερό του αγιάσματός της. Το πηγάδι του περιωνύμου αυτού αγιάσματος, που, όπως είδαμε, αναφέρει και ο Λεόντιος Μαχαιράς, βρίσκεται στο άκρο λαξευμένης προς τα βόρεια του σπηλαίου σήραγγας. Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, το αγίασμα αυτό στέρεψε το 1974, μετά την τουρκική εισβολή, ένεκα της βεβήλωσης του χώρου από τους Τούρκους.

Σ᾽ αυτή τη συνάφεια να σημειώσουμε, ότι η από το όνομα της οσίας Φωτεινής απορρέουσα θαυματουργική Χάρη της θεραπείας των οφθαλμικών παθήσεων έχει αντίστοιχη περίπτωση τα μετά θάνατον θαύματα της ομώνυμης μεγαλομάρτυρος Φωτεινής της Σαμαρείτιδος στην Κωνσταντινούπολη, όπου μάλιστα υπήρχε και αγίασμα, θεραπευτικό των ασθενειών αυτών (βλ. «Ἡ εὕρεσις τῶν λειψάνων τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Φωτεινῆς καὶ μερικὴ ταύτης θαυμάτων ἐξήγησις», στο: Fr. Halkin,HagiographicaIneditaDecem,CCSG,No. 21, Louvain, 1989, σσ. 111-125 [κείμενο], και σχετικά σχόλια στο: Alice-MaryTalbot, «TheposthumousmiraclesofSt. Photeine»,AnalectaBollandiana, 112 [1994], σσ. 85-104).

Πέραν της μαρτυρουμένης χρήσης του σπηλαίου τούτου ως ναού ήδη από τα χρόνια της στυγνής υποδουλώσεως της Κύπρου στους παπικούς Φράγκους, αλλά και μέχρι πρόσφατα (το έτος 1974), ο χώρος αυτός λειτούργησε πιθανώτατα και ως μονή. Αργότερα (ίσως επί τουρκοκρατίας) λειτούργησε πάνω και πέριξ του σπηλαίου μικρή ανδρώα Μονή, που διαλύθηκε περί το τέλος του 19ου αιώνα. Ο ναός, που βρίσκεται σήμερα πάνω από το σπήλαιο, κτίσθηκε επί αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσάνθου (1767 – 1810), λειτουργούσε δε προ της εισβολής ως ο ενοριακός ναός του χωριού Άγιος Ανδρόνικος. Σύμφωνα με πληροφορίες των εγχωρίων, στην τουρκοκυπριακή συνοικία (τουρκομαχαλλά) του Αγίου Ανδρονίκου, υπήρχε ναός του Αγίου Ανδρονίκου, ερειπωμένος σήμερα.

Εξαιτίας των ποικίλων ιστορικών της Κύπρου περιστάσεων, ο τάφος της οσίας προφανώς καλύφθηκε προς αποφυγή σύλησης του ιερού της λειψάνου, και με τα χρόνια και πάλιν λησμονήθηκε. Για δεύτερη φορά ανευρέθη επί αρχιεπισκόπου Κύπρου Σιλβέστρου (1718 – 1733) από τον τότε επιστάτη της μονής της Οσίας, οικονόμο Άνθιμο. Επιθυμώντας δηλαδή αυτός να ευρυχωρήσει το σπήλαιο, έσκαψε προς τα δυτικά, όπου βρήκε ξανά τον τάφο και το ιερό λείψανο της αγίας, επάνω στο οποίο υπήρχε μαρμάρινος σταυρός, που έφερε επιγραφή· «Φωτεινή ὁσία, νύμφη Χριστοῦ». Τούτο υπήρξε και πάλιν έργο της θείας Προνοίας, για τη στήριξη του τουρκοκρατουμένου και δεινοπαθούντος πιστού λαού της Κύπρου. Αφού ειδοποιήθηκε τότε σχετικά ο αρχιεπίσκοπος Σίλβεστρος, πρόσταξε και ασφάλισαν το άγιο λείψανο μέσα στον τάφο. Αργότερα, ανακομίσθησαν από εκεί τα ιερά αυτά λείψανα, κατά δε το 1974 μετακομίσθηκαν στην ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου.

Ναοί επ’ ονόματι της Αγίας Φωτεινής βρίσκονται και σε άλλα μέρη της Κύπρου, αλλά δεν είναι γνωστό εάν ετιμάτο εκεί αρχικά η Κυπρία οσία, η Καρπασίτιδα, ή η ομώνυμη μεγαλομάρτυς, η Σαμαρείτιδα. Πιθανώτατα όμως στους παλαιούς ναούς στην Αμμόχωστο και τον Γερόλακκο να ετιμάτο η Κυπρία Φωτεινή, όπως και στο (μεταγενεστέρως τουρκοκυπριακό) χωριό Φώττα (ή Φότα), που αρχικά εκαλείτο Αγία Φωτεινή, μετονομάσθηκε δε έτσι από τους Τουρκοκυπρίους.

Παλαιότερη γνωστή φορητή εικόνα της οσίας είναι μία του έτους 1811, έργο του γνωστού ζωγράφου ιερομονάχου Λαυρεντίου, που κλάπηκε κατά την εισβολή από τους Τούρκους και πωλήθηκε στην Ευρώπη. Αυτή, όπως και οι σωζόμενες νεώτερες εικόνες, αναπαριστούν την αγία με μοναχική ενδυμασία και να φέρει στο δεξί της χέρι σταυρό.

Η μνήμης της αγίας Φωτεινής εορτάζεται στις 2 Αυγούστου, ημέρα κατά την οποία, μέχρι και πριν την τουρκική εισβολή του 1974, ετελείτο μεγάλη πανήγυρη στο χωριό Άγιος Ανδρόνικος Καρπασίας, στην οποία μετέβαινε κατά κανόνα και ο εκάστοτε αρχιεπίσκοπος Κύπρου.

Βιβλιογραφία: Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου, Κύπρια Μηναῖα, τόμ. Ι´ (Μὴν Αὔγουστος), σσ. 21-31 (πλήρης ᾀσματικὴ Ἀκολουθία ἁγίας Φωτεινῆς Καρπασίτιδος) και σσ. 32-38 (συναφής βιβλιογραφία). Μ(οναχός) Χ(αρίτων) [Σταυροβουνιώτης], «Ὁσία Φωτεινὴ ἡ Κυπρία», περιοδ. Ὁ Ζωοποιὸς Σταυρός, (εκδ.) Ἱερὰ Μονὴ Σταυροβουνίου, αρ. 106-110, Λευκωσία 2010, σσ. 669-672.

Απολυτίκιο. Ήχος α΄.

Καρπασέων το κλέος και Κυπρίων αγλάισμα και των ασθενούντων η ρώσις, των πεπηρωμένων ανάβλεψις, των προς σε πιστώς προστρεχόντων εν τω θείω ναώ σου, πανένδοξε, τας ιάσεις παράσχου τοις δούλοις σου πάντοτε, ίνα ευχαρίστως κράζωμεν, Φωτεινή Οσία νύμφη Χριστού καλλιπάρθενε: Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι διά σού πάσιν ιάματα.

 πηγή Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Πραξ. 6: 8-15, 7: 1-5, 47-60)

Ἐν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ. Ἀνέστησαν δέ τινες τῶν ἐκ τῆς συναγωγῆς τῆς λεγομένης Λιβερτίνων καὶ Κυρηναίων καὶ ᾿Αλεξανδρέων καὶ τῶν ἀπὸ Κιλικίας καὶ ᾿Ασίας συζητοῦντες τῷ Στεφάνῳ, καὶ οὐκ ἴσχυον ἀντιστῆναι τῇ σοφίᾳ καὶ τῷ πνεύματι ᾧ ἐλάλει. Τότε ὑπέβαλον ἄνδρας λέγοντας ὅτι ἀκηκόαμεν αὐτοῦ λαλοῦντος ῥήματα βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν· συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς, καὶ ἐπιστάντες συνήρπασαν αὐτὸν καὶ ἤγαγον εἰς τὸ συνέδριον, ἔστησάν τε μάρτυρας ψευδεῖς λέγοντας· Ὁ ἄνθρωπος οὗτος οὐ παύεται ῥήματα βλάσφημα λαλῶν κατὰ τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου καὶ τοῦ νόμου· ἀκηκόαμεν γὰρ αὐτοῦ λέγοντος ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος οὗτος καταλύσει τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἀλλάξει τὰ ἔθη ἃ παρέδωκεν ἡμῖν Μωϋσῆς. Καὶ ἀτενίσαντες εἰς αὐτὸν ἅπαντες οἱ καθεζόμενοι ἐν τῷ συνεδρίῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου. Εἶπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· Εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει; Ὁ δὲ ἔφη· Ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. Ὁ Θεὸς τῆς δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν ᾿Αβραὰμ ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, πρὶν ἢ κατοικῆσαι αὐτὸν ἐν Χαρράν, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· «Ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενίας σου, καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἣν ἄν σοι δείξω». Τότε ἐξελθὼν ἐκ γῆς Χαλδαίων κατῴκησεν ἐν Χαρράν. Κἀκεῖθεν μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ μετῴκισεν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε· καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός. Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον. Ἀλλ᾿ οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει· «Ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου; Οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα;» Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ ῾Αγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. Τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε· οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ ἐφυλάξατε. ᾿Ακούοντες δὲ ταῦτα διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον τοὺς ὀδόντας ἐπ᾿ αὐτόν. Ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος ῾Αγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ ᾿Ιησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν· Ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεωγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα. Κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν. Καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου, καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε ᾿Ιησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου. Θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη.

 

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνες τις μέρες, ο Στέφανος, γεμάτος πίστη και δύναμη, έκανε μεγάλα και κατα­πληκτικά θαύματα ανάμεσα στο λαό. Μερικοί από τη συναγωγή η οποία λεγόταν «των Λιβερτίνων», καθώς και μερικοί Κυρηναίοι και Αλεξανδρινοί, κι άλλοι από την Κιλικία κι από την επαρχία της Ασίας άρχισαν να λογομαχούν με το Στέφανο. Δεν μπορούσαν όμως ν’ αντιμετωπίσουν τη σοφία και το Άγιο Πνεύμα που τον φώτιζε στα λό­για του. Τότε έβαλαν ανθρώπους να πουν ότι τον άκουσαν να λεει λόγια βλάσφημα για το Μωυσή και για το Θεό. Έτσι ξεσήκωσαν το λαό και τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς, που πήγαν και τον έπιασαν και τον έσυραν στο συνέδριο. Εκεί παρουσίασαν φευδο­μάρτυρες που έλεγαν: «Ο άνθρωπος αυτός συνεχώς λεει βλάσφημα λόγια εναντίον του αγίου ναού και εναντίον του νόμου. Τον έχουμε ακούσει να λεει ότι αυτός ο Ιησούς ο Ναζωραίος θα γκρεμί­σει το ναό και θ’ αλλάξει τους θεσμούς που μας παρέδωσε ο Μωυσής». Όλα τα μέλη του συνεδρίου κοίταξαν το Στέφανο και είδαν ότι το πρόσωπό του έλαμπε σαν να ήταν πρόσωπο αγγέλου.    Τότε ρώτησε ο αρχιερέας το Στέφανο: «Έτσι είναι τα πράγματα;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Αδελφοί και πατέρες, ακούστε: Ο δοξα­σμένος Θεός φανερώθηκε στον πατέρα μας τον Αβραάμ όταν ήταν στη Μεσοποταμία, πριν έρθει να κατοικήσει στη Χαράν, και του είπε: “φύγε από την πατρίδα σου κι από τους συγγενείς σου, και πήγαινε στη χώρα που θα σου δείξω. Εκείνος τότε έφυγε από τη χώρα των Χαλδαίων και πήγε να κατοικήσει στη Χαράν. Από κει, όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Θεός τον έφερε να κατοικήσει στη χώρα αυτή, που κι εσείς τώρα κατοικείτε. Όμως δεν του έδωσε ιδιοκτησία σ’ αυτόν ούτε ένα μέτρο γης, αλλά υποσχέθηκε να τη δώσει σ’ αυτόν, και μετά το θάνατό του στους απογόνους του, αν και ο Αβραάμ δεν είχε τότε παι­δί. Την κατοικία αυτή του την έχτισε ο Σολομών. Ο Ύψιστος όμως δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς. Όπως λεει ο προφήτης: Ο ουρανός είναι ο θρόνος μου, Κι η γη είναι το στήριγμα για ν’ ακουμπούν τα πόδια μου. τι σπίτι θα μου χτίσετε; λεει ο Κύριος, και ποιος μπορεί να είναι ο τόπος της κατοικίας μου; Εγώ δεν τα ’φτιαξα όλα αυτά; Σκληροτράχηλοι, με πωρωμένη την καρδιά και κλεισμένα τ’ αυτιά σας, πάντοτε αντιστέκεστε στο Άγιο Πνεύμα· όπως οι πατέρες σας, το ίδιο κι εσείς. Ποιον από τους προφήτες δεν καταδίωξαν οι προπάτορές σας; Θανάτωσαν αυτούς που προφήτεψαν τον ερχομό του Δίκαιου Μεσσία, που κι εσείς τώρα γίνατε προδότες και φονιάδες του, εσείς οι ίδιοι που λάβατε το νόμο του Θεού μέσω αγγέλων και δεν τον τηρή­σατε! Ακούγοντας αυτά εξαγριώθηκαν και έτριζαν τα δόντια τους εναν­τίον του. Αυτός όμως γεμάτος από το Άγιο Πνεύμα, ατένισε τον ου­ρανό και είδε τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού και είπε: «Βλέπω τον ουρανό ανοιχτό και τον Υιό του Ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού». Τότε αυτοί έβγαλαν μια μεγάλη κραυγή κι έκλεισαν τ’ αυτιά τους· όρμησαν όλοι μαζί καταπά­νω του. Τον έσυραν έξω από την πόλη και τον λιθοβολούσαν. Οι μάρτυρες κατηγορίας, που θα ’ριχναν πρώτοι τις πέτρες, απέθεταν τα ρούχα τους στα πόδια ενός νεαρού που λεγόταν Σαύλος. Ενώ αυτοί τον λιθοβολούσαν, ο Στέφανος προσευχόταν και έλεγε: «Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου». Ύστερα έπεσε στα γόνατα και φώναξε δυνατά: «Κύριε, μην τους λογαριάσεις την αμαρτία αυτή». Και μ’ αυτά τα λόγια ξεψύχησε.

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Μτθ. 21: 33-42)

Εἶπεν ὁ Κύριος την παραβολήν ταύτην· Ἂνθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε καὶ ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκοδόμησε πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησεν. Ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν, ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν. Πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως. Ὕστερον δὲ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων· ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. Οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες αὐτὸν ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος, καὶ ἀπέκτειναν. ῞Οταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις; Λέγουσιν αὐτῷ· κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν. Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν;

Νεοελληνική Απόδοση 

Είπε ο Κύριος την εξής παραβολή: Ένας γαιοκτήμονας φύτεψε ένα αμπέλι, το περιέφραξε, έσκαψε σ’ αυτό πατητήρι, έχτισε πύργο, το νοίκιασε σε γεωργούς και έφυγε για άλλον τόπο. Όταν πλησίαζε η εποχή της καρποφορίας, έστειλε τους δούλους του στους γεωργούς να πάρουν το μερίδιό του από τους καρπούς. Οι γεωργοί όμως έπιασαν τους δούλους του, κι άλλον τον έδειραν, άλλον τον σκότωσαν κι άλλον τον λιθοβόλησαν. Ξανάστειλε άλλους δούλους, περισσότερους από τους πρώτους και τους έκαναν τα ίδια. Τελευταίον τους έστειλε το γιο του με τη σκέψη: «θα σεβαστούν το γιο μου». Οι γεωργοί όμως, όταν είδαν το γιο, είπαν μεταξύ τους: «αυτός είναι ο κληρονόμος. Εμπρός ας τον σκοτώσουμε και ας αρπάξουμε την κληρονομιά του». Έτσι, τον έπιασαν, τον έβγαλαν έξω από τ’ αμπέλι και το σκότωσαν. Όταν λοιπόν έρθει ο ιδιοκτήτης του αμπελιού, τι θα κάνει σ’ εκείνους τους γεωργούς; «Είναι κακοί», του λένε. «Γι’ αυτό θα τους εξολοθρεύσει με το χειρότερο τρόπο και θα νοικιάσει το αμπέλι σ’ άλλους γεωργούς, που θα του δίνουν τους καρπούς στην εποχή τους». Τους λέει ο Ιησούς: «Ποτέ δε διαβάσατε στις Γραφές : Ο λίθος που τον πέταξαν σαν άχρηστο οι οικοδόμοι, αυτός έγινε αγκωνάρι∙ ο Κύριος το έκανε αυτό, και είν’ αξιοθαύμαστο στα μάτια μας.

Back To Top