Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης (13 Δεκεμβρίου)
Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης έζησαν κατά την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (284-305 μ.Χ.) οι οποίοι μάχονταν τους Χριστιανούς. Ο Διοκλητιανός τότε είχε ορίσει διοικητή της επαρχίας Λιμιτανέων το δούκα Λυσία, και άρχοντα σ’ όλη την επαρχία της Ανατολής τον Αγρικόλα.
Οι πέντε αυτοί μάρτυρες σέβονταν και πίστευαν στον Χριστό εκ προγόνων, αλλά το έκρυβαν ότι ήταν Χριστιανοί, από φόβο αυτών των τυράννων και διωκτών των Χριστιανών. Από αυτούς, ο Άγιος Ευστράτιος καταγόνταν από την πόλη των Αραβράκων, και είχε το αξίομα του αξιωματούχου ως Σαρινιάριος της Δουκικής Τάξης. Είχε την επιθυμία να εκδηλώσει την πίστη του στο Χριστό, αλλά φοβόταν το αποτέλεσμα αυτής της κατάληξης. Γι΄αυτό έδωσε τη ζώνη του σε κάποιον υπηρέτη του και τον πρόσταξε να πάει στην εκκλησία των Αραβράκων και να την αποθεσει εκεί. Ο Άγιος προέβη σ’ αυτήν την ενέργεια με την εξής σκέψη: αν τη ζώνη την έπαιρνε ο ιερέας Αυξέντιος κατά την είσοδο του στο ναό, αυτό θα αποτελούσε θεία ένδειξη- έτσι θα μπορούσε να προχωρήσει, να φανερώσει την πίστη και να υποστεί το μαρτυρικό θάνατο που ποθούσε. Αν όμως τη ζώνη την έπαιρνε κάποιος άλλος, θα κρατούσε ακόμη κρυφή την πίστη του και δε θα την εκδήλωνε.
Ο υπηρέτης εκτέλεσε την εντολή του Αγίου και επιστρέφοντας τον πληροφόρησε ότι τη ζώνη την πήρε ο πρεσβύτερος Αυξέντιος. Έτσι ο Αγιος σχημάτισε τη γνώμη ότι η μαρτυρία του προς χάρη του Χριστού θα έχει καλή έκβαση γι’ αυτόν. Αμέσως τότε παρουσιάστηκε στο Λυσία και του δήλωσε με παρρησία ότι πιστεύει στο Χριστό. Μάλιστα ο άγιος παρουσιάστηκε στο Λυσία μαζί με άλλους προαθλήαντες αγίους και όντας πρώτος στην τάξη τους, ανακήρυξε τον εαυτό του πρώτο χριστιανό και άσκησε δριμύτατο έλεγχο σ’ αυτόν.
Ο Λυσίας, μετά από το γεγονός αυτό, έγινε έξω φρενών και τον καθαίρεσε αμέσως από το αξίωμα του. Στη συνέχεια πρόσταξε τους δήμιους και τον υπέβαλαν σε φριχτά βασανιστήρια. Πρώτα πρώτα τον γύμνωσαν και αφού του τέντωσαν το σώμα καταγής με ειδικό μηχάνημα, τον έδειραν ανελέητα με μαστίγια. Έπειτα τον έδεσαν με σχοινιά και τον σήκωσαν ψηλά. Άναψαν δε κάτω από το σώμα του μεγάλη φωτιά και το κατέκαψαν. Κατόπιν ανάμειξαν αλάτι και ξύδι και έχυσαν το μείγμα πάνω στα καμένα μέλη του. Μετά από αυτά του κατέστρεψαν με όστρακα τις πλευρές. Ο άγιος Μάρτυς όμως, ύστερα από θαυματουργική επέμβαση του Θεού κατέστη απόλυτα υγιής. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσχωρήσει στην πίστη του Χριστού ο Άγιος Ευγένιος.
Τότε οι δήμιοι φόρεσαν στα πόδια του Αγίου Ευστρατίου σιδερένια υποδήματα με καρφιά στο εσωτερικό τους και τον οδήγησαν από τη Σεβάστεια στη Νικόπολη της Αρμενίας μαζί με τον Ευγένιο. Καθ’ οδόν προς τη Νικόπολη, τον είδε οδηγούμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Άγιος Μαρδάριος και τον μακάριζε για την καρτερία και υπομονή του. Στη συνέχεια συμβουλεύτηκε τη σύζυγο του, η οποία και τον προέτρεψε να γίνει και αυτός αθλητής του Χριστού. Τότε ο Μαρδάριος τρέχοντας έφτασε τον οδοιπορούντα Άγιο Ευστράτιο και δέθηκε μαζί του με τα δεσμά, δηλώνοντας στους στρατιώτες ότι και αυτός είναι χριστιανός.
Μόλις ο Λυσίας κάθισε στο κριτήριο του, πρόσταξε τους στρατιώτες και οδήγησαν ενώπιον του τον άγιο Αυξέντιο. Εκεί στην προσπάθεια του τυράννου να τον πείσει να επιστρέψει στην ειδωλολατρία, αρνήθηκε κατηγορηματικά, δηλώνοντας ότι παραμένει ακλόνητος στην πίστη του. Ο Λυσίας τότε έγινε έξω φρενών και με προσταγή του οι δήμιοι αποκεφάλισαν τον Άγιο.
Ακολούθως οδηγήθηκε σε δίκη ό Άγιος Μαρδάριος. Αλλά και εκείνος παρά τις προσπάθειες του τυράννου να τον μεταπείσει, έμεινε προσηλωμένος στο Χριστό. Ο Λυσίας αγανάκτησε από το γεγονός αυτό και υπέβαλε τον Άγιο σε βασανιστήρια. Πρώτα λοιπόν του τρύπησαν με σιδερένια περόνια τους αστραγάλους και αφού πέρασαν από τις τρύπες σκοινιά τον κρέμασαν κατακέφαλα. Στη συνέχεια του κατέκαψαν με πυρακτωμένα σουβλιά τα νεφρά και τη ράχη. Έτσι ο Άγιος μάρτυς Μαρδάριος ετελειώθη και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Έπειτα οδηγήθηκε στο κριτήριο ο Άγιος Ευγένιος. Αλλά και εκείνος έμεινε ακλόνητος στην πίστη του στο Χριστό. Γι’ αυτό το λόγο οι δήμιοι του απέκοψαν τη γλώσσα από τη ρίζα και του συνέτριψαν με ρόπαλα τα σκέλη. Μέσα σ’ αυτά τα δεινά ο άγιος μάρτυς Ευγένιος παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Κυρίου.
Μετά από αυτά ο Λυσίας πήγε στο πεδίο ασκήσεων, για να γυμνάσει τους στρατιώτες. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ένας στρατιώτης που ονομαζόταν Ορέστης. Ο στρατιώτης αυτός ήταν χριστιανός, αλλά ως τότε έκρυβε την πίστη του. Σε κάποια στιγμή που έριχνε το ακόντιο, φάνηκε ο σταυρός που φορούσε. Έτσι μετά από αυτό το περιστατικό αναγκάστηκε να ομολογήσει την πίστη του. Ο Λυσίας έμεινε εμβρόντητος από την αποκάλυψη αυτή και με προσταγή του οι άλλοι στρατιώτες έδεσαν τον Ορέστη με σιδερένια δεσμά μαζί με τον άγιο Ευστράτιο. Όμως δεν τους κράτησε στη Νικόπολη για να τους δικάσει ο ίδιος αλλά τους έστειλε στη Σεβάστεια να δικαστούν από τον Αγρικόλα. Ο Λυσίας φοβόταν, μήπως θαυματουργώντας και πάλι ο Άγιος, προσελκύσει πολλούς στην πίστη του Χριστού.
Μπροστά στον Αγρικόλα ο Άγιος Ευστράτιος, που ήταν πολύ μορφωμένος και είχε άριστη θεολογική και φιλοσοφική κατάρτιση, ανέλυσε με πληρότητα όλη την κατά Χριστόν οικονομία για τη σωτηρία των ανθρώπων. Προκάλεσε δε ο Άγιος με το λόγο του, μεγάλη έκπληξη αλλά και απερίγραπτη οργή στον τύραννο. Μετά από αυτά ο Άγιος φυλακίστηκε. Εκεί τον επισκέφτηκε τη νύχτα ο επίσκοπος της Σεβάστειας Άγιος Βλάσιος και του μετέδωσε τα Άχραντα Μυστήρια. Τότε ο Άγιος Ευστράτιος του παρέδωσε το κείμενο της διαθήκης του και τον παρακάλεσε για την πιστή εκτέλεση της.
Υστερα από λίγο χρονικό διάστημα ο τύραννος πρόσταξε τους δήμιους και ξάπλωσαν πρώτα τον Άγιο Ορέστη πάνω σ’ ένα πυρακτωμένο σιδεροκρέβατο. Εκεί ο Άγιος ετελειώθη και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Στη συνέχεια οι δήμιοι άναψαν μια κάμινο και έριξαν μέσα σ’ αυτήν τον Άγιο Ευστράτιο, Εκεί ο Άγιος ετελειώθη και έλαβε από τον Κύριο τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.
Τη μνήμη των Αγίων Πέντε Μαρτύρων, Ευστρατίου, Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδαρίου και Ορέστη την εορτάζουμε στις 13 Δεκεμβρίου.
Πηγή: Συναξαριστής Δεκεμβρίου του Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Εφ. 6: 10-17)
Ἀδελφοί, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἐπὶ πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι βῆμα Θεοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, πάρτε δύναμη από την ένωσή σας με τον Κύριο κι από τη μεγάλη του ισχύ. Ντυθείτε με την πανοπλία που δίνει ο Θεός, για να μπορέσετε ν’ αντιμετωπίσετε τα τεχνάσματα του διαβόλου. Γιατί δεν έχουμε να παλέψουμε με ανθρώπους αλλά με αρχές και εξουσίες, δηλαδή με τους κυρίαρχους του σκοτεινού τούτου κόσμου, τα πονηρά πνεύματα που βρίσκονται ανάμεσα στη γη και στον ουρανό. Γι’ αυτό φορέστε την πανοπλία του Θεού, ώστε να μπορέσετε να προβάλετε αντίσταση, όταν έρθει η ώρα της σατανικής επίθεσης. Λάβετε κάθε απαραίτητο μέτρο για να μείνετε ως το τέλος σταθεροί στις θέσεις σας. Σταθείτε, λοιπόν, σε θέση μάχης· ζωστείτε την αλήθεια σαν ζώνη στη μέση σας· φορέστε σαν θώρακα τη δικαιοσύνη. Για υποδήματα στα πόδια σας βάλτε την ετοιμότητα να διακηρύξετε το χαρούμενο άγγελμα της ειρήνης. Εκτός απ’ όλα αυτά, κρατάτε πάντα την πίστη σαν ασπίδα, πάνω στην οποία θα μπορέσετε να σβήσετε τα φλογισμένα βέλη του πονηρού. Η σωτηρία ας είναι περικεφαλαία σας, και ο λόγος του Θεού η μάχαιρα που σας δίνει το Πνεύμα.
___________________________________________________________________________
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Μκ.8: 30- 34)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπετίμησεν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἵνα μηδενὶ λέγωσι περὶ αὐτοῦ. Καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν, καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν γραμματέων, καὶ ἀποκτανθῆναι καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀναστῆναι· καὶ παρρησίᾳ τὸν λόγον ἐλάλει. καὶ προσλαβόμενος αὐτὸν ὁ Πέτρος ἤρξατο ἐπιτιμᾶν αὐτῷ. ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐπετίμησε τῷ Πέτρῳ λέγων· Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς έδωσε αυστηρή διαταγή να μη μιλάνε σε κανέναν γι’ αυτόν. Ο Ιησούς άρχισε να τους διδάσκει ότι πρέπει ο Υιός του Ανθρώπου να πάθει πολλά, να αποδοκιμαστεί από τους πρεσβυτέρους και τους αρχιερείς και τους γραμματείς, να θανατωθεί και μετά τρεις μέρες ν’ αναστηθεί. Τους έλεγε αυτά τα λόγια ξεκάθαρα. Ο Πέτρος τότε τον πήρε ιδιαιτέρως και άρχισε να τον μαλώνει. Ο Ιησούς όμως στράφηκε στους μαθητές, τούς κοίταξε και μάλωσε τον Πέτρο μ’ αυτά τα λόγια: «Φύγε από μπροστά μου, σατανά! Δε σκέφτεσαι όπως θέλει ο Θεός αλλά όπως θέλουν οι άνθρωποι». Ο Ιησούς κάλεσε τότε τον κόσμο μαζί με τους μαθητές και τους είπε: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του κι ας με ακολουθεί.