Πέμπτη, 21η Δεκεμβρίου 2023
Η αγία Ιουλιανή ήταν κόρη ειδωλολατρών. Οι γονείς της, επιφανείς άρχοντες στην Νικομήδεια επί βασιλείας του στυγνού Διοκλητιανού (286-305), την αρραβώνιασαν με κάποιον Ελεύσιο, άνδρα με βαθμό συγκλητικού, ο οποίος την ερωτεύθηκε παράφορα και βιαζόταν να γίνει ο γάμος τους. Την καρδιά όμως της Ιουλιανής είχε κυριεύσει ο έρωτας για τον επουράνιο Νυμφίο· η νεαρή κόρη προσπαθούσε να διαφυλαχθεί άθικτη και ακέραια για τον Χριστό, και προσπαθεί να αντισταθεί όσο μπορούσε στις επιδιώξεις του μνηστήρα της. Δήλωσε κατ’ αρχήν, σαν να επρόκειτο για καπρίτσιο κοσμικής κοπέλας, ότι θα δεχόταν να νυμφευθεί τον Ελεύσιο μόνο αν εκείνος γινόταν έπαρχος της πρωτεύουσας της Βιθυνίας.
Παρά την δυσκολία του εγχειρήματος, ο Ελεύσιος επιδόθηκε αμέσως στο έργο: δαπάνησε ανυπολόγιστα χρήματα, έβαλε να μεσολαβήσουν φίλοι και συγγενείς του στην αυλή, και σε σύντομο χρονικό διάστημα κατόρθωσε να γίνει έπαρχος της Νικομηδείας. Επανέλαβε τότε την πρόταση γάμου, και αναγκασμένη πλέον να φανερώσει την πίστη της, η μνηστή του Χριστού είπε: «Αν δεν εγκαταλείψεις την λατρεία των μάταιων ειδώλων και δεν προσκυνήσεις τον Δεσπότη μου Χριστό, ομόζυγό μου δεν θα σε λάβω, διότι πώς είναι δυνατόν να ενωθούν τα σώματα και να αντιμάχονται οι καρδιές μας». Ακλόνητη στην απόφασή της παρά τις παρακλήσεις των γονέων της, η Ιουλιανή συνελήφθη ως οπαδός της υπό διωγμό θρησκείας και σύρθηκε ενώπιον του δικαστηρίου του επάρχου. Ο μνηστήρας της έγινε κριτής και δήμιος· διέταξε να την γδύσουν και να την υποβάλουν σε ανελέητα μαρτύρια. Μαστίγωσαν την αγία σε όλο της το σώμα και μετά την κρέμασαν από τα μαλλιά και ξερρίζωσαν το τριχωτό της κεφαλής της. Στην φυλακή της παρουσιάστηκε ο διάβολος με την μορφή αγγέλου Κυρίου και της πρότεινε να δεχθεί να θυσιάσει στα είδωλα· η αγία όμως, οπλισμένη με την προσευχή, κατατρόπωσε το τέχνασμα του πονηρού χτυπώντας τον και καταπτύοντάς τον και άντλησε νέες δυνάμεις για την συνέχεια των αγώνων της.
Την έβγαλαν από την φυλακή και την ανέκριναν. Ο Ελεύσιος τής απηύθυνε έκκληση να τον νυμφευθεί για να γλυτώσει από τις βασάνους και της υποσχέθηκε να την αφήσει ελεύθερη να λατρεύει τον Θεό της. Η αγία παρέμεινε ακλόνητη. Την οδήγησαν τότε σε μεγάλο καζάνι όπου χοχλάκιζε λιωμένο μολύβι για να την ρίξουν μέσα. Ο πόθος της Ιουλιανής για τον Χριστό ήταν διάπυρος, πλέον φλογερός από την όποια επίγεια φωτιά, ώστε η ψυχή της μετάγγισε στο σώμα λίγη από την αφθαρσία που υπόσχεται η αιώνια ζωή στους εκλεκτούς. Όχι μόνο δεν έπαθε τίποτε η αγία, αλλά όταν άγγιξε το καζάνι, εκείνο ανετράπη και το λιωμένο μολύβι χύθηκε πάνω στους φρουρούς. Μπροστά σε τόσα σημεία και θαύματα, πολλοί από τους ειδωλολάτρες που παρευρίσκονταν στον τόπο του μαρτυρίου, πεντακόσιοι άνδρες και εκατόν τριάντα γυναίκες, δόξασαν την δύναμη που χαρίζει ο Θεός στους αγίους μάρτυρες, ομολόγησαν το όνομα του Χριστού και αποκεφαλίσθηκαν επί τόπου με διαταγή του επάρχου. Τέλος, αποκεφαλίσθηκε και η Ιουλιανή, και η ψυχή της αγαλλομένη μετέστη στους χορούς των αγίων. Ήταν δεκαοχτώ χρονών όταν με αυτόν τον τρόπο τέλεσε τους γάμους της με τον Χριστό.
Πηγή: «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος τέταρτος – Δεκέμβριος, σ. 245-246)
Αναδημοσίευση από diakonima.gr
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Εβρ.7:1-6)
Ἀδελφοί, «ὁ Μελχισεδέκ, βασιλεὺς Σαλήμ, ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου, ὁ συναντήσας ᾿Αβραὰμ ὑποστρέφοντι ἀπὸ τῆς κοπῆς τῶν βασιλέων καὶ εὐλογήσας αὐτόν, ᾧ καὶ δεκάτην ἀπὸ πάντων» ἐμέρισεν ᾿Αβραάμ, πρῶτον μὲν ἑρμηνευόμενος βασιλεὺς δικαιοσύνης, ἔπειτα δὲ καὶ «βασιλεὺς Σαλήμ», ὅ ἐστι βασιλεὺς εἰρήνης, ἀπάτωρ, ἀμήτωρ, ἀγενεαλόγητος, μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν μήτε ζωῆς τέλος ἔχων, ἀφωμοιωμένος δὲ τῷ υἱῷ τοῦ Θεοῦ, μένει ἱερεὺς εἰς τὸ διηνεκές. Θεωρεῖτε δὲ πηλίκος οὗτος, ᾧ καὶ δεκάτην ᾿Αβραὰμ ἔδωκεν ἐκ τῶν ἀκροθινίων ὁ πατριάρχης. Καὶ οἱ μὲν ἐκ τῶν υἱῶν Λευῒ τὴν ἱερατείαν λαμβάνοντες ἐντολὴν ἔχουσιν ἀποδεκατοῦν τὸν λαὸν κατὰ τὸν νόμον, τοῦτ᾿ ἔστι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῶν, καίπερ ἐξεληλυθότας ἐκ τῆς ὀσφύος ᾿Αβραάμ· ὁ δὲ μὴ γενεαλογούμενος ἐξ αὐτῶν δεδεκάτωκε τὸν ᾿Αβραάμ, καὶ τὸν ἔχοντα τὰς ἐπαγγελίας εὐλόγηκε.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, αυτός ο Μελχισεδέκ ήταν βασιλιάς της Σαλήμ κι ιερέας τον ύψιστου Θεού. Συνάντησε κι ευλόγησε τον Αβραάμ, που επέστρεφε από τη νικηφόρα μάχη κατά των βασιλέων, κι ο Αβραάμ του έδωσε το ένα δέκατο από τα λάφυρα. Πρώτον, το όνομα Μελχισεδέκ σημαίνει «βασιλιάς δικαιοσύνης»· έπειτα είναι και βασιλιάς της Σαλήμ που σημαίνει «βασιλιάς ειρήνης». Κανείς δεν ξέρει τον πατέρα ή τη μητέρα του ή το γενεαλογικό του δένδρο· ούτε πότε γεννήθηκε ή πότε πέθανε. Παραμένει, λοιπόν, ο Μελχισεδέκ παντοτινά ιερέας, μοιάζοντας έτσι με τον Υιό του Θεού. Σκεφτείτε πόσο μεγάλος ήταν ο Μελχισεδέκ, ώστε ο προπάτοράς μας Αβραάμ του έδωσε το ένα δέκατο από τα λάφυρα. Και οι απόγονοι του Λευί, που γίνονται ιερείς, έχουν εντολή σύμφωνα με το νόμο να παίρνουν το ένα δέκατο από τη σοδειά του λαού, δηλαδή από τους ομοεθνείς τους, μολονότι κι αυτοί κατάγονται απ’ τον Αβραάμ. Ο Μελχισεδέκ όμως, χωρίς να είναι απόγονος του Λευί, πήρε το ένα δέκατο από τον Αβραάμ και ευλόγησε αυτόν στον οποίο ο Θεός είχε δώσει τις επαγγελίες.
___________________________________________________________________________
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Μκ. 10: 17-27)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐκπορευομένου ᾿Ιησοῦ εἰς ὁδὸν, προσδραμὼν εἷς καὶ γονυπετήσας αὐτὸν, ἐπηρώτα αὐτόν· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω, ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς, εἰμὴ εἷς ὁ Θεός. Τὰς ἐντολὰς οἶδας· Μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσης, μὴ ἀποστερήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· Διδάσκαλε, ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ, ἠγάπησεν αὐτὸν, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἕν σε ὑστερεῖ· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι, ἄρας τὸν σταυρόν σου. Ὁ δὲ στυγνάσας ἐπὶ τῷ λόγῳ, ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. Καὶ περιβλεψάμενος ὁ ᾿Ιησοῦς λέγει τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες, εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελεύσονται! Οἱ δὲ Μαθηταὶ ἐθαμβοῦντο ἐπὶ τοῖς λόγοις αὐτοῦ. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς πάλιν ἀποκριθεὶς, λέγει αὐτοῖς· Τέκνα, πῶς δύσκολόν ἐστι τοὺς πεποιθότας ἐπὶ τοῖς χρήμασιν, εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν· Εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τῆς τρυμαλιᾶς τῆς ῥαφίδος διελθεῖν, ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. Οἱ δὲ περισσῶς ἐξεπλήσσοντο, λέγοντες πρὸς ἑαυτούς· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; Ἐμβλέψας δὲ αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς, λέγει· Παρὰ ἀνθρώποις ἀδύνατον, ἀλλ᾿ οὐ παρὰ τῷ Θεῷ· πάντα γὰρ δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, ενώ Ιησούς ήταν έτοιμος να φύγει, όταν έτρεξε κάποιος, έπεσε στα γόνατά του και τον ρώτησε: «Αγαθέ Διδάσκαλε, τι να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;» Κι ο Ιησούς του είπε: «Γιατί με αποκαλείς αγαθό; Κανένας δεν είναι αγαθός, παρά μόνο ένας, ο Θεός. Τις εντολές τις ξέρεις: μη μοιχεύσεις, μη σκοτώσεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, μη στερήσεις από κάποιον ό,τι του ανήκει, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». Εκείνος αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, όλα αυτά τα τηρώ από τα νιάτα μου». Ο Ιησούς τότε τον κοίταξε γεμάτος αγάπη και είπε: «Ένα πράγμα σου λείπει: εάν θέλεις να είσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς. Έτσι θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό κι έλα να με ακολουθήσεις σηκώνοντας το σταυρό σου». Αλλά εκείνος, μόλις άκουσε αυτά τα λόγια, έγινε σκυθρωπός κι έφυγε λυπημένος, γιατί είχε μεγάλη περιουσία. Ο Ιησούς έστρεψε ολόγυρα τη ματιά του και είπε στους μαθητές του: «Πολύ δύσκολα αυτοί που έχουν τα χρήματα θα μπουν στη βασιλεία του Θεού». Οι μαθητές ταράχτηκαν από τα λόγια του. Ο Ιησούς όμως τους είπε ακόμη: «Παιδιά μου, είναι πολύ δύσκολο να μπουν στη βασιλεία του Θεού όσοι έχουν στηρίξει τις ελπίδες τους στα χρήματα». Πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα από τη βελονότρυπα, παρά να μπει πλούσιος στη βασιλεία του Θεού». Οι μαθητές ένιωσαν ακόμη πιο μεγάλη κατάπληξη κι έλεγαν μεταξύ τους: «τότε ποιος μπορεί να σωθεί;» Ο Ιησούς τους κοίταξε και τους είπε: «Για τους ανθρώπους αυτό είναι αδύνατο, όχι όμως και για το Θεό· γιατί όλα είναι δυνατά για το Θεό».