Κατάθεσις Τιμίας Εσθήτος Θεοτόκου, Αποστ. Ανάγνωσμα: Εβρ. 9: 1-7 (02-07-2023)
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, εἶχεν ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε ῞Αγιον κοσμικόν. Σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτῃ ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων, ἥτις λέγεται ῞Αγια. Μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα σκηνὴ ἡ λεγομένη ῞Αγια ῾Αγίων, χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ῥάβδος ᾿Ααρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, ὑπεράνω· δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον· περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν λέγειν κατὰ μέρος. Τούτων δὲ οὕτω κατεσκευασμένων εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες, εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς, οὐ χωρὶς αἵματος, ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, η πρώτη διαθήκη είχε λατρευτικές διατάξεις κι ένα γήινο θυσιαστήριο. Κατασκευάστηκε δηλαδή το πρώτο μέρος της σκηνής, που λεγόταν «άγια», στο οποίο υπήρχε η λυχνία, η τράπεζα και οι άρτοι της προθέσεως. Πίσω από το δεύτερο καταπέτασμα ήταν το δεύτερο μέρος της σκηνής, που λεγόταν «άγια των αγίων». Εκεί υπήρχε το χρυσό θυσιαστήριο του θυμιάματος και η κιβωτός της διαθήκης, σκεπασμένη γύρω γύρω με χρυσάφι, μέσα στην οποία υπάρχει η χρυσή στάμνα με το μάννα, το ραβδί του Ααρών, που βλάστησε θαυματουργικά, και οι δύο πλάκες με τις διατάξεις της διαθήκης. Πάνω από την κιβωτό υπήρχαν αστραφτερά χερουβίμ που σκέπαζαν με το φτερά τους το ιλαστήριο. Για όλα αυτά δεν είναι ανάγκη τώρα να μιλήσουμε λεπτομερειακά. Το θυσιαστήριο είχε τέτοια διάταξη, ώστε στο πρώτο μέρος της σκηνής να μπαίνουν πάντοτε οι ιερείς και να επιτελούν τις ιεροτελεστίες. Στο δεύτερο όμως μέρος μπαίνει μόνο ο αρχιερέας μια φορά το χρόνο, φέρνοντας μαζί αίμα ζώου, που προσφέρει για τον εαυτό του και για τις αμαρτίες που διαπράττει από άγνοια ο λαός.
Σχολιασμός
Η Εκκλησία εορτάζει σήμερα, 2 Ιουλίου, την κατάθεση της Τιμίας Εσθήτος (ή του Μαφορίου) της Θεοτόκου στον ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως το 473, επί αυτοκράτορος Λέοντος του Α΄.
Σύμφωνα με το Συναξάριο, οι αυτάδελφοι πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος, την μετέφεραν από τα Ιεροσόλυμα, αργότερα τοποθετήθηκε περιτυλιγμένη σε βασιλική αρλουργίδα (πορφυρό ύφασμα) μέσα σε ασημόχρυσο κιβώτιο στολισμένο με πολύτιμους λίθούς, που είχε την ονομασία αγία σορός. Εξ’ αφορμής των πιο πάνω, επιλέγει η εκκλησία και το συγκεκριμένο απόσπασμα από την προς Εβραίους επιστολή, όπου και αναφέρονται παλαιοδιαθηκικές προτυπώσεις για το πρόσωπο της Παναγίας.
Είναι προφανές ότι η αναφορά στη σκηνή του μαρτυρίου της Παλαιάς Διαθήκης, μας παραπέμπει στην καθαρότητα και τελειότητα της Παναγίας. Αυτή είναι το καθαρώτερο σκεύος και τέμενος, που δέχθηκε στη μήτρα της, τον αχώρητον Θεό.
Κατά την παράδοση, η Παναγία έμεινε μέσα στα Άγια των Αγίων δώδεκα χρόνια και τρεφόταν από άγγελο. Ο Θεός επέτρεψε την είσοδο Της, γιατί το καθετί εκεί μέσα προμήνυε Αυτήν: αυτή και μόνη σαν πραγματική κιβωτός κράτησε μέσα της, όχι απλώς τις λίθινες πλάκες, αλλά τον ίδιο τον Θεό που έγραψε τις πλάκες. Αυτή και μόνη ως άλλη πραγματική στάμνα φέρει μέσα της όχι το μάννα αλλά τον «άρτο της ζωής τον εκ του ουρανού καταβάντα». Όπως ακριβώς τα χρυσά χερουβίμ σκίαζαν το θυσιαστήριο, έτσι επισκίασε το Άγιο Πνεύμα την παρθένο Μαρία. Ήταν λοιπόν η ίδια «Άγια των Αγίων» και αυτή ήταν η θέση που της άρμοζε.
Η Παναγία είναι η μητέρα του Χριστού. Η Εκκλησία είναι το σώμα του Υιού της, άρα η Παναγία είναι και μητέρα της Εκκλησίας. Για του Ορθόδοξους Χριστιανούς, αν δεν υπάρχει η Θεοτόκος, δεν χωράει κανείς μέσα στην Εκκλησία, διότι είναι η πύλη για την όντως ζωή. Δι’ αυτής και μέσα από αυτή ο Χριστός ήλθε και μας συνάντησε, «κλίμαξ δι’ ης κατέβη ο Θεός» και δι’ αυτής εμείς γιορτάσαμε την άνοδο και άφιξή μας στον Θεό, «γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν».
Η Θεοτόκος είναι το σταθερό στήριγμα και παρηγορία μας. Αυτή τη συνείδηση εκφράζει ο υμνογράφος κατά τη σημερινή εορτή «Ὁ οἶκός σου Δέσποινα τὸ σόν, ἱερὸν μαφόριον, ὡς θησαυρὸν ἁγιάσματος, φέρων ἑκάστοτε, ἁγιάζει πάντας, ἡμᾶς τοὺς προστρέχοντας, καὶ σὲ χρεωστικῶς μακαρίζοντας, ἐν τούτῳ ἔχοντας, τὴν ἐλπίδα τῶν ψυχῶν ἡμῶν, καὶ βεβαίαν, σκέπην καὶ κραταίωμα.» (Στιχηρὸν Προσόμοιον. Ἦχος α’).