skip to Main Content

Κυριακή Γ΄ Λουκά, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λκ. ζ΄ 11-16 (08-10-2023)

Πρεσβ. Χαρίτων Θεοδώρου

Πρωτότυπο Κείμενο

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ, καὶ ὄχλος πολύς. Ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ· καὶ αὕτη ἦν χήρα· καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος, ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ, καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε. Καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. Ἔλαβε δὲ φόβος ἅπαντας, καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες· Ὅτι Προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν· καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

Νεοελληνική Απόδοση

Εκεινό τον καιρό, πήγε ο Ιησούς σε μια πόλη που λεγόταν Ναΐν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος. Την ώρα που πλησίαζαν στην πύλη της πόλης, έβγαζαν έναν νεκρό, τον μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ηταν χήρα. Κόσμος πολύς απο την πόλη τη συνόδευε. Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: «Μην κλαίς». Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό, και αφού στο μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν, είπε: «Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς». Ο νεκρός ανακάθισε κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του. Όλους τους κυρίευψε δέος και δόξαζαν τον Θεό: «Μεγάλος προφήτης», έλεγαν, «εμφανίστηκε ανάμεσα μας!» και: «Ο Θεός ήρθε να σώσει τον λαό του!». 

Σχολιασμός

Μια μερίδα ανθρώπων όπου πενθεί και οδύρεται εξέρχεται από την Πόλη Ναΐν  και κατευθύνεται φανερώς λυπημένη προς το κοιμητήριο. Επίκεντρο της όλης οδύνης και  σκυθρωπότητας είναι το φέρετρο ενός νεκρού μοναχογιού τον οποίο άρπαξε πρόωρα ο θάνατος, και τώρα το άψυχο σώμα του μεταφέρεται στον τάφο. Η μητέρα του παιδιού  συντετριμμένη κλαίει το μοναχοπαίδι της. Πριν από λίγο καιρό είχε χάσει τον άνδρα της, και τώρα κλαίει για το παιδί της. Κανείς  δε μπορεί να την παρηγορήσει αφού και τα λόγια παρηγοριάς σε αυτή την περίπτωση είχαν στερέψει.   

Από την άλλη πλησιάζει  μια ομάδα  ανθρώπων με εντελώς αντίθετα συναισθήματα στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ο ζωοδότης,  ο νικητής του θανάτου Ιησούς Χριστός. Ο Χριστός σπλαχνίζεται τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τη μάνα του νεκρού. Την  πλησιάζει και της λέει μη κλαίς.  Αυτό το, μη κλαίς, αν της το έλεγε οποιοσδήποτε άλλος,  θα ήταν απλώς μία συνηθισμένη φράση. Όμως το ότι της το είπε ο Κύριος τα πράγματα αλλάζουν, γιατί δεν έμεινε στα λόγια. Στη συνέχεια προχωράει προς το νεκρό  και φωνάζει με εξουσία θεϊκή «νεανίσκε, σοι λέγω, εγέρθητι», δηλαδή έδωσε εντολή στον νέο να αναστηθεί.  

 Ο λόγος του Κυρίου έγινε έργο και το παιδί αναστήθηκε και δόθηκε στη μάνα του της οποίας τα δάκρυα της λύπης μετατράπηκαν σε δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης προς τον Θεό. Έτσι η παρουσία  και ο λόγος του Κυρίου αντέστρεψαν  τους όρους, και το θαύμα της ανάστασης του νεανίσκου απέδειξε ότι ο Χριστός εξουσιάζει όχι μόνο τη ζωή αλλά και το θάνατο. Αυτός είναι η ζωή, η ανάσταση και το φως των ανθρώπων. Αυτός είναι η χαρά των αγγέλων. Αυτός είναι ο ποιμήν ο καλός που έδωσε τη ζωή του για να σωθούν τα πρόβατά  του. 

Αφού κύριως σκοπός της παρουσίας του πάνω στη γη ήταν να συντρίψει το κράτος του πονηρού και να διαλύσει τη δύναμη και τη βασιλεία του θανάτου. Η ανάσταση αυτή του νεανίσκου της Ναΐν δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η ελάχιστη πρόγευση της ανάστασης όλων των ανθρώπων. Ο  Χριστός, μας προτρέπει να αποφεύγουμε την αμαρτία η οποία έχει ως συνέπεια το θάνατο. Ο θάνατος βέβαια είναι ένας ύπνος και γι’αυτό  άλλωστε , το νεκροταφείο ονομάζεται κοιμητήριο. Επιβάλλεται λοιπόν οι άνθρωποι να μην φοβούνται το θάνατο αλλά να φοβούνται την αμαρτία, γιατί μόνο η αμαρτία μπορεί να κόψει την σχέση του με τον Θεό, και να καταδικαστεί έτσι όχι μόνο  στο σωματικό αλλά και στον πνευματικό θάνατο. Η αμαρτία προσβάλλει κατάφορα το Θεό και επιφέρει πολλά βάσανα στον άνθρωπο τον οποίον έχει υποδουλώσει. Το παρήγορο όμως είναι ότι ο χριστιανός  γνωρίζει πώς να απαλλάσσεται από το φορτίο των αμαρτιών του όσο βαρύ και αν είναι αυτό. Χρειάζεται επίγνωση των αμαρτιών μας αλλά παράλληλα και μνήμη θανάτου. 

Η μνήμη του θανάτου είναι ένα δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Όπως γράφει ο αββάς Ισαάκ «η πρώτη έννοια την οποία τοποθετεί μέσα στην καρδιά του ανθρώπου η θεία φιλανθρωπία και οδηγεί την ψυχή στην ζωή, είναι η ενθύμηση του θανάτου. Στον λογισμό αυτό ακολουθεί με φυσικό τρόπο η καταφρόνηση του κόσμου, και από το σημείο αυτό αρχίζει στον άνθρωπο κάθε αγαθή κίνηση που τον οδηγεί στην ζωή… Τούτο τον λογισμό πολύ τον μισεί ο σατανάς, και προσπαθεί με όλες τις δυνάμεις του να τον εκριζώσει από τον άνθρωπο. Αν ήταν δυνατόν, θα του έδιδε όλα τα βασίλεια του κόσμου, μόνο και μόνο για να εξαφανίσει από τον νου του, με τους περισπασμούς, αυτόν τον λογισμό… Διότι γνωρίζει ο δόλιος ότι, εάν ο λογισμός αυτός παραμείνει στον άνθρωπο, δεν στέκεται πια ο νους του σ’ αυτόν τον ψεύτικο κόσμο, ούτε μπορούν να τον πλησιάσουν οι δαιμονικές πανουργίες».

Η μελέτη του θανάτου καθαρίζει τον νου από τα πάθη. Κατά τους αγίους Πατέρας «εκείνος που εμπορεύεται σωστά τον χρόνο της ζωής του και αφιερώνει όλο τον καιρό στην έννοια και τη μνήμη του θανάτου, κλέβοντας σοφά με την απασχόληση αυτή τον νου του από τα πάθη, αυτός και τις συνεχείς δαιμονικές προσβολές είναι φυσικό να τις βλέπει με περισσότερη οξυδέρκεια από εκείνον που θέλει να ζει χωρίς μνήμη θανάτου». Η μελέτη αυτή βοηθά και στην εκρίζωση των παθών. Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει ότι «η ζωηρή μνήμη του θανάτου λιγοστεύει τα φαγητά. Και όταν περικόπτονται με ταπεινοφροσύνη τα φαγητά, κόπτονται μαζί και τα πάθη». 

Τις  συνέπειες που προξενεί η αμαρτία είχαν κατά νου τους οι μάρτυρες της Εκκλησίας και έμειναν ακλόνητοι  στην πίστη τους και δεν υποχώρησαν μπροστά  στα φριχτά  βασανιστήρια των διωχτών τους .  Δεν παραδόθηκαν στην αμαρτία αλλά προχώρησαν με σταθερό βήμα προς το μαρτύριο. Το μαρτύριο αυτό ήταν η πύλη από την οποία θα έμπαιναν στην αιώνια ζωή, στη βασιλεία του Θεού. Η ζωή λοιπόν και ο θάνατος των ανθρώπων εξαρτάται από τη θέση την οποία παίρνουν από τη ζωή αυτή απέναντι στο Θεό. Εάν υπακούουν στο θέλημα  του Θεού θα αναστηθούν όχι μόνο σωματικά αλλά και πνευματικά. Γι’ αυτό όσοι επιθυμούν να ζήσουν αιώνια ας φροντίσουν να εφαρμόζουν το θέλημα του Θεού στην καθημερινή ζωή τους, και τότε θα έχουν σταθερή την ελπίδα ότι θα ακούσουν τη φωνή του Υιού του Θεού που θα τους καλεί στη βασιλεία των ουρανών. Αμήν.

Back To Top