Κυριακή Κ΄ Επιστολών, Αποστ. Ανάγνωσμα Γαλ. α΄,11-19 (22-10-2023)
Πρωτ. Τρύφωνα Παπαγιάννη
Πρωτότυπο Κείμενο
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· Ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί πρέπει να ξέρετε, αδελφοί μου, πως το ευαγγέλιο που σας κήρυξα δεν προέρχεται από άνθρωπο. Γιατί κι εγώ ούτε το παρέλαβα ούτε το διδάχτηκα από άνθρωπο, αλλά μου το αποκάλυψε ο Ιησούς Χριστός.Ασφαλώς ακούσατε για τη διαγωγή μου όσο ανήκα στην ιουδαϊκή θρησκεία, ότι καταδίωκα με πάθος την εκκλησία του Θεού και προσπαθούσα να την εξαφανίσω. Και πρόκοβα στον ιουδαϊσμό πιο πολύ από πολλούς συνομήλικους συμπατριώτες μου, γιατί είχα μεγαλύτερο ζήλο για τις προγονικές μου παραδόσεις. Ο Θεός όμως με είχε ξεχωρίσει από την κοιλιά της μάνας μου και η χάρη του με είχε καλέσει να τον υπηρετήσω. Όταν, λοιπόν, ευδόκησε να μου αποκαλύψει τον Υιό του για να φέρω στους εθνικούς το χαρμόσυνο μήνυμα γι’ αυτόν, δε στηρίχτηκα σ’ ανθρώπινες δυνάμεις ούτε ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα να δω εκείνους που ήταν απόστολοι πριν από μένα, αλλά έφυγα στην Αραβία, και ύστερα ξαναγύρισα στη Δαμασκό. Έπειτα μετά τρία χρόνια, ανέβηκα στα Ιεροσόλυμα να γνωρίσω από κοντά τον Πέτρο, κι έμεινα κοντά του δεκαπέντε μέρες. Άλλον απόστολο δεν είδα, παρά τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου. Για όσα σας γράφω, μάρτυράς μου ο Θεός, δε λέω ψέματα.
Σχολιασμός
Ο Απόστολος Παύλος απευθύνεται προς τους Γαλάτας και τους λέγει ότι το Ευαγγέλιο που κήρυξε σ’ αυτούς δεν είναι επινόηση του ανθρώπου. Όχι μόνο οι άλλοι Απόστολοι αλλά κι’ αυτός ο ίδιος δεν παρέλαβε αυτό από άνθρωπο, ούτε το διδάχθηκε από άνθρωπο, αλλά το παρέλαβε κατ’ ευθείαν δι’ αποκαλύψεως του Θεού. Στη συνέχεια υπενθυμίζει ποια ήταν η διαγωγή του προτού πιστέψει στο Χριστό. Ιουδαίος στην καταγωγή ανήκε στις τάξεις των Φαρισαίων, εκπαιδεύτηκε στα Ιεροσόλυμα το Μωσαϊκό νόμο και από νεαρά ηλικία έδειξε μεγάλο ζήλο για τη δόξα του Θεού. Γι’ αυτό όταν η νέα θρησκεία του Ιησού άρχισε να ξαπλώνεται σ’ όλη την Ιουδαία και πέραν αυτής έγινε σφοδρός διώχτης και πολέμιός της. Κατά τη διάρκεια αυτού του διωγμού φωτίστηκε δι’ αποκαλύψεως από τον ίδιο τον Κύριο και από διώχτης των Χριστιανών έγινε ο πλέον θερμός υποστηριχτής του Χριστού. Απαρνήθηκε τις Ιουδαϊκές παραδόσεις και έστρεψε όλη του την αγάπη και φλογερό ζήλο υπέρ της νέας θρησκείας του Ιησού.
Σαν διώχτης των Χριστιανών πήγαινε στη Δαμασκό αποφασισμένος να τους συλλάβει και να τους αιχμαλωτίσει. Στη πορεία όμως προς τη Δαμασκό έγινε η θαυματουργική του μεταστροφή. Ο Άγιος Λουκάς και ο Απόστολος Παύλος όταν μιλούν γι’ αυτή του τη μεταστροφή λένε τα γεγονότα χωρίς να δίδουν σ’ αυτά φυσική εξήγηση. Στα γεγονότα αυτά ο Θεός μιλά και ο Απόστολος υπακούει. Όταν ο Θεός ομιλεί οι άνθρωποι δεν ζητούν εξηγήσεις.
Τρία χρόνια μετά τη κλήση του ο Παύλος πήγε στα Ιεροσόλυμα για να γνωρίσει προσωπικά τον Απόστολο Πέτρο. Έμεινε κοντά του δεκαπέντε μέρες και δεν είδε άλλον Απόστολο εκτός από τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο. Αυτό αποδεικνύει εκείνο που είπε στην αρχή ότι το ευαγγέλιο και το κήρυγμά του «ουκ έστι κατά άνθρωπο». Δεν το διδάχτηκε από άνθρωπο και επομένως ούτε από τους άλλους Αποστόλους.
Ενθουσιασμένος ο Απόστολος Παύλος από το τρόπο της μεταστροφής του, από το περιεχόμενο και την ανωτερότητα της νέας του πίστης αποφάσισε να τη κηρύξει σ’ όλους τους ανθρώπους. Πράγματι όταν οποιοσδήποτε άνθρωπος μελετήσει τη διδασκαλία του Σωτήρα Χριστού θα πεισθεί ότι το Ευαγγέλιο είναι διδασκαλία από Θεού. Ουδέποτε ελάλησε άνθρωπος όπως ο Κύριος Ιησούς και κανείς δεν έδωσε τόσο σαφή εικόνα του άπειρου Θεού. Το ιερό Ευαγγέλιο είναι ουράνια διδασκαλία, το πνευματικό «μάννα» του ουρανού, το προσκλητήριο της αγάπης, της ειρήνης, της χαράς και της εν Χριστώ Ιησού σωτηρίας. Ο Κύριος δεν έφερε απλά εκ του Ουρανού το θησαυρό της αλήθειας, αλλά έλαβε πρόνοια να το μεταδώσει σ’ όλο τον κόσμο. Για το σκοπό αυτό εξέλεξε τους Αποστόλους για να τη μεταδώσουν σ’ όλα τα έθνη. Οι Απόστολοι στη συνέχεια εξέλεξαν τους διαδόχους τους επισκόπους και ιερείς, ώστε δια μέσου της Εκκλησίας να μένει στους ανθρώπους εις τους αιώνας. Σημαντικότατο ρόλο στη διάδοση του Ευαγγελίου διεδραμάτισε ο Απόστολος Παύλος. Γνώριζε τη δύναμη του Ευαγγελίου και αγωνιζόταν μέρα και νύκτα να καταστήσει όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους, κοινωνούς της θείας αυτής ευεργεσίας.
Για το Χριστιανό που θέλει να είναι ενεργό μέλος της Εκκλησίας, το κήρυγμα και η διάδοση του Ευαγγελίου πρέπει να είναι διαρκές μέλημά του. Με την πίστη του, τη σωστή ζωή του, με το λόγο του, με την προσευχή του, καλείται ο Χριστιανός να γίνει ένας ευλογημένος ευαγγελιστής. Ένας απόστολος της αλήθειας του Χριστού. Ένας κήρυκας της σωτηρίας.
«Eάν γαρ ευαγγελίζομαι,ουκ έστι μοι καύχημα, ανάγκη γαρ μοι επίκειται. Ουαί δε μοι έστιν εάν μη ευαγγελίζομαι» (Α΄ Κορ. θ΄ 16)