Δευτέρα, 12 Φεβρουαρίου 2024
Μελετίου αρχιεπισκόπου Αντιοχείας (1) (†381), Αντωνίου Β` πατριάρχου Κων/πόλεως (†901). Μαρτύρων Πλωτίνου και Σατορνίνου. Νεομάρτυρος Χρίστου Κηπουρού, του εν Κων/πόλει (†1748). Οσίας Μαρίας, της μετονομασθείσης Μαρίνος.
(1) O άγιος Μελέτιος γεννήθηκε περίπου το 310 στη Μελιτινή της Μικρής Αρμενίας. Έκανε λαμπρές σπουδές και εθεωρείτο πολύ μορφωμένος, ευσεβής και ενάρετος χριστιανός. Το 357 χειροτονήθηκε επίσκοπος Σεβαστείας και τρία χρόνια αργότερα αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας. Η θεοσέβειά του, το ήθος του χαρακτήρα του και οι πλούσιες πνευματικές του αρετές, τον έκαναν γρήγορα ιδιαίτερα αγαπητό στη εκκλησιαστική κοινότητα. Για το λόγο αυτό, όταν έφθασε στη Αντιόχεια όλοι οι πιστοί, βγήκαν στους δρόμους για να τον υποδεχθούν και να λάβουν την ευλογία του. Στη νέα του όμως έδρα ο Μελέτιος παρέμεινε μόνον τριάντα ημέρες διότι οι ραδιουργίες των κακόδοξων αρειανών, έπεισαν τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο να τον εξορίσει στην Αρμενία. Τελικά όμως θριάμβευσε η δικαιοσύνη του Θεού. Όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας, συνεκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη το 381 την Β` Οικουμενική Σύνοδο, ο Μελέτιος εκλήθη να λάβει μέρος στη Σύνοδο και μάλιστα ως πρόεδρος αυτής. Δυστυχώς ο άγιος εκοιμήθη πριν ολοκληρωθούν οι εργασίες της Συνόδου και η κηδεία του έγινε με την συμμετοχή όλων των πατέρων της Συνόδου και χιλιάδες πιστών λαού, ένδειξη τιμής και αναγνώρισης στο πρόσωπο του Αγίου.
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Γαλ. 2:11-16)
Ἀδελφοί, ὅτε ἦλθεν Πέτρος εἰς ᾽Αντιόχειαν, κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην, ὅτι κατεγνωσμένος ἦν. Πρὸ τοῦ γὰρ ἐλθεῖν τινας ἀπὸ ᾽Ιακώβου μετὰ τῶν ἐθνῶν συνήσθιεν· ὅτε δὲ ἦλθον, ὑπέστελλεν καὶ ἀφώριζεν ἑαυτόν, φοβούμενος τοὺς ἐκ περιτομῆς. Καὶ συνυπεκρίθησαν αὐτῷ καὶ οἱ λοιποὶ ᾽Ιουδαῖοι, ὥστε καὶ Βαρνάβας συναπήχθη αὐτῶν τῇ ὑποκρίσει. Ἀλλ᾽ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου, εἶπον τῷ Κηφᾷ ἔμπροσθεν πάντων. Εἰ σὺ ᾽Ιουδαῖος ὑπάρχων ἐθνικῶς ζῇς καὶ οὐκ ᾽Ιουδαϊκῶς, τί τὰ ἔθνη ἀναγκάζεις ᾽Ιουδαΐζειν; ῾Ημεῖς φύσει ᾽Ιουδαῖοι καὶ οὐκ ἐξ ἐθνῶν ἁμαρτωλοί, εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ· καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾽Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου· , διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, όταν ήρθε ο Πέτρος στην Αντιόχεια, του αντιμίλησα κατά πρόσωπο, γιατί ήταν αξιοκατάκριτος. Γιατί πριν έρθουν μερικοί άνθρωποι του Ιακώβου, έτρωγε στα κοινά δείπνα μαζί με τους εθνικούς· σαν ήρθαν όμως, υποχωρούσε και διαχώριζε τη θέση του, επειδή φοβόταν τους Ιουδαίους. Και μαζί του άρχισαν να υποκρίνονται κι οι υπόλοιποι Ιουδαίοι, σε σημείο που παρασύρθηκε στην υποκρισία τους ακόμα κι ο Βαρνάβας! Όταν όμως είδα πως δε βαδίζουν σύμφωνα με την αλήθεια του ευαγγελίου, είπα στον Πέτρο μπροστά σ’ όλους: «Εάν εσύ που είσαι Ιουδαίος ζεις σαν εθνικός κι όχι σαν πιστός στο νόμο Ιουδαίος, τότε γιατί εξαναγκάζεις τους εθνικούς να ζουν σαν Ιουδαίοι;» Εμείς είμαστε εκ γενετής Ιουδαίοι κι όχι αμαρτωλοί εθνικοί. Ξέρουμε όμως πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί με την τήρηση των διατάξεων του νόμου. Αυτό θα γίνει μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό κι εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να δικαιωθούμε με την πίστη στο Χριστό κι όχι με την τήρηση του νόμου· γιατί με τα έργα του νόμου δε θα σωθεί κανένας άνθρωπος.
___________________________________________________________________________
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Μκ. 5: 24-34)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠκολούθει τῷ ᾿Ιησοῦ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν. Καὶ γυνή τις οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἔτη δώδεκα, καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἱατρῶν, καὶ δαπανήσασα τὰ παρ᾿ ἑαυτῆς πάντα, καὶ μηδέν ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα· ἀκούσασα περὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν, ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· ἔλεγε γὰρ· Ὅτι κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ ἅψωμαι, σωθήσομαι. Καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς· καὶ ἔγνω τῷ σώματι, ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς μάστιγος. Καὶ εὐθέως ὁ ᾿Ιησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ, ἔλεγε· Τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων; Καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ· Βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις· Τίς μου ἥψατο; Καί περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν. Ἡ δὲ γυνὴ, φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ᾿ αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ, καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, ακολουθούσε τον Ιησού πολύς κόσμος, που τον περιέβαλλε ασφυκτικά. Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια. Είχε ξοδέψει όλη την περιουσία της σε πολλές θεραπείες από πολλούς γιατρούς, χωρίς να δει καμιά βελτίωση· αντίθετα, είχε γίνει πολύ χειρότερα. Όταν άκουσε για τον Ιησού, ήρθε μέσα από τον κόσμο πίσω του κι άγγιξε το ρούχο του. Γιατί έλεγε μέσα της: «Και μόνο ν’ αγγίξω τα ρούχα του, θα σωθώ». Αμέσως τότε σταμάτησε η αιμορραγία της κι αισθάνθηκε στο σώμα της ότι θεραπεύτηκε από την αρρώστια που τη βασάνιζε. Ο Ιησούς ένιωσε αμέσως τη δύναμη που βγήκε απ’ αυτόν, στράφηκε στο πλήθος κι είπε: «Ποιος άγγιξε τα ρούχα μου;» Οι μαθητές όμως του έλεγαν: «Δε βλέπεις τον κόσμο που σε περιβάλλει ασφυκτικά; τι ρωτάς ποιος σε άγγιξε;» Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του τριγύρω για να δει εκείνη που τον άγγιξε. Η γυναίκα τότε, φοβισμένη και τρομαγμένη, ξέροντας αυτό που της συνέβη, ήρθε κι έπεσε στα πόδια του και του είπε όλη την αλήθεια. Κι ο Ιησούς της είπε: «Κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε. Πήγαινε στο καλό. Είσαι θεραπευμένη από την αρρώστια σου».