skip to Main Content

Πέμπτη, 15η Φεβρουαρίου 2024

Ονησίμου (1) αποστόλου (†109). Οσίου Ευσεβίου († ε΄αι.). Μάρτυρος Μαΐωρος, Οσίου Ανθίμου (Βαγιάνου) εν Χίω († 1960).

(1)O άγιος Ονήσιμος, ήταν δούλος στο σπίτι του Ρωμαίου άρχοντα Φιλήμονα, ο οποίος έγινε χριστιανός από τον Απόστολο Παύλο και φερόταν σαν πατέρας στους δούλους του. Ωστόσο ο Ονήσιμος, αφού καταχράστηκε χρήματα από το σπίτι του κυρίου του, δραπέτευσε και πήγε στη Ρώμη όπου μη έχοντας εργασία, βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Τότε θυμήθηκε τις συζητήσεις στο σπίτι του κυρίου του για τους χριστιανούς τους οποίους πλησίασε και από τούς οποίους πληροφορήθηκε ότι ο Απόστολος Παύλος από τον οποίο τόσο πολύ είχε εντυπωσιαστεί, ήταν στη Ρώμη. Αποφασίζει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και συνάντησε τον Απόστολο από τον οποίο διδάχθηκε την ορθόδοξη πίστη. O Ονήσιμος αφιερώθηκε στη διακονία του αποστόλου και των αδελφών του χριστιανών. Μετά το μαρτύριο του αποστόλου Παύλου, ο άγιος συνελήφθη και εξορίστηκε. Στην εξορία όμως ο Ονήσιμος, συνέχισε με ζήλο να κηρύττει το λόγο του Θεού και όταν ο έπαρχος Τερτύλλος επισκέφθηκε τον τόπο της εξορίας του και πληροφορήθηκε τη χριστιανική του δράση, διέταξε να συλληφθεί ο άγιος και να βασανιστεί. Μετά από φρικτά βασανιστήρια, ο άγιος παρέδωσε την άγια ψυχή του ως Μάρτυρας της εκκλησίας.

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Φιλημ. 1:1-25)

Παῦλος, δέσμιος Χριστοῦ ᾿Ιησοῦ, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, Φιλήμονι τῷ ἀγαπητῷ καὶ συνεργῷ ἡμῶν καὶ ᾿Απφίᾳ τῇ ἀγαπητῇ καὶ ᾿Αρχίππῳ τῷ συστρατιώτῃ ἡμῶν καὶ τῇ κατ᾿ οἶκόν σου ἐκκλησίᾳ· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντοτε μνείαν σου ποιούμενος ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου, ἀκούων σου τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν ἣν ἔχεις πρὸς τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς ἁγίους, ὅπως ἡ κοινωνία τῆς πίστεώς σου ἐνεργὴς γένηται ἐν ἐπιγνώσει παντὸς ἀγαθοῦ τοῦ ἐν ἡμῖν εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν. Χάριν γὰρ ἔχομεν πολλὴν καὶ παράκλησιν ἐπὶ τῇ ἀγάπῃ σου, ὅτι τὰ σπλάγχνα τῶν ἁγίων ἀναπέπαυται διὰ σοῦ, ἀδελφέ. Διό, πολλὴν ἐν Χριστῷ παρρησίαν ἔχων ἐπιτάσσειν σοι τὸ ἀνῆκον, διὰ τὴν ἀγάπην μᾶλλον παρακαλῶ· τοιοῦτος ὅν, ὡς Παῦλος πρεσβύτης, νυνὶ δὲ καὶ δέσμιος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, παρακαλῶ σε περὶ τοῦ ἐμοῦ τέκνου, ὃν ἐγέννησα ἐν τοῖς δεσμοῖς μου, ᾿Ονήσιμον, τὸν ποτέ σοι ἄχρηστον, νυνὶ δὲ σοὶ καὶ ἐμοὶ εὔχρηστον, ὃν ἀνέπεμψα· σὺ δὲ αὐτόν, τοῦτ᾿ ἔστι τὰ ἐμὰ σπλάγχνα, προσλαβοῦ· ὃν ἐγὼ ἐβουλόμην πρὸς ἐμαυτὸν κατέχειν, ἵνα ὑπὲρ σοῦ διακονῇ μοι ἐν τοῖς δεσμοῖς τοῦ εὐαγγελίου· χωρὶς δὲ τῆς σῆς γνώμης οὐδὲν ἠθέλησα ποιῆσαι, ἵνα μὴ ὡς κατὰ ἀνάγκην τὸ ἀγαθόν σου ᾖ, ἀλλὰ κατὰ ἐκούσιον. Τάχα γὰρ διὰ τοῦτο ἐχωρίσθη πρὸς ὥραν, ἵνα αἰώνιον αὐτὸν ἀπέχῃς, οὐκέτι ὡς δοῦλον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ δοῦλον, ἀδελφὸν ἀγαπητόν, μάλιστα ἐμοί, πόσῳ δὲ μᾶλλον σοὶ καὶ ἐν σαρκὶ καὶ ἐν Κυρίῳ! Εἰ οὖν με ἔχεις κοινωνόν, προσλαβοῦ αὐτὸν ὡς ἐμέ. Εἰ δέ τι ἠδίκησέ σε ἢ ὀφείλει, τοῦτο ἐμοὶ ἐλλόγει· ἐγὼ Παῦλος ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί, ἐγὼ ἀποτίσω· ἵνα μὴ λέγω σοι ὅτι καὶ σεαυτόν μοι προσοφείλεις. Ναί, ἀδελφέ, ἐγώ σου ὀναίμην ἐν Κυρίῳ· ἀνάπαυσόν μου τὰ σπλάγχνα ἐν Κυρίῳ. Πεποιθὼς τῇ ὑπακοῇ σου ἔγραψά σοι, εἰδὼς ὅτι καὶ ὑπὲρ ὃ λέγω ποιήσεις. Ἅμα δὲ καὶ ἑτοίμαζέ μοι ξενίαν· ἐλπίζω γὰρ ὅτι διὰ τῶν προσευχῶν ὑμῶν χαρισθήσομαι ὑμῖν. Ἀσπάζεταί σε ᾿Επαφρᾶς ὁ συναιχμάλωτός μου ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, Μᾶρκος, ᾿Αρίσταρχος, Δημᾶς, Λουκᾶς, οἱ συνεργοί μου. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν· ἀμήν.

 

Νεοελληνική Απόδοση

Ο Παύλος που είμαι φυλακισμένος για χάρη του Ιησού Χριστού, και ο Τιμόθεος ο αδελφός. Προς τον αγαπητό συνεργάτη μας Φιλήμονα. Γράφουμε σ’ εσένα, καθώς και στην αγαπητή Απφία, στον Άρχιππο, που αγωνίζεται τον ίδιο μ’ εμάς αγώνα, και στην εκκλησία που συναθροίζεται στο σπίτι σου. Ευχόμαστε ο Θεός Πατέρας μας κι ο Κύριος Ιησούς Χριστός να σας δίνουν τη χάρη και την ειρήνη. Σε θυμάμαι πάντοτε στις προσευχές μου κι ευχαριστώ το Θεό μου, γιατί ακούω για την αγάπη που δείχνεις σ’ όλους τους χριστια­νούς, και για την πίστη που έχεις στον Κύριο Ιησού. Ζητώ από το Θεό, η πίστη που μας ενώνει να εκδηλώνεται έμπρακτα στη ζωή σου με όλο και μεγαλύτερη επίγνωση κάθε αγαθού πράγματος που υπάρ­χει ανάμεσά μας και μας οδηγεί στον Ιησού Χριστό. Η αγάπη σου μου έδωσε μεγάλη χαρά κι ενθάρρυνση, αδελφέ, γιατί ανακουφίστηκαν οι καρδιές των πιστών χάρη σ’ εσένα. Γι’ αυτό, παρ’ όλη την εξουσία που έχω από το Χριστό να σε προ­στάζω τι πρέπει να κάνεις, προτιμώ στο όνομα της αγάπης να σε παρακαλέσω. Εγώ, λοιπόν, ο Παύλος, έτσι που είμαι προχωρημένος στα χρόνια και τώρα μάλιστα φυλακισμένος για τον Ιησού Χριστό, σε παρακαλώ για τον Ονήσιμο, το παιδί μου, που εδώ στη φυλακή μου το γέννησα στη νέα πίστη. Αυτόν που σου ήταν κάποτε άχρηστος, και τώρα είναι χρήσιμος σ’ εσένα και σ’ εμένα, σου τον στέλνω πί­σω. Εσύ δέξου τον, αυτόν που είναι τα ίδια μου τα σπλάχνα.  Ήθελα να τον κρατήσω κοντά μου, ώστε να με διακονεί αντί για σένα, τώρα που είμαι στη φυλακή επειδή κηρύττω το ευαγγέλιο. Χωρίς τη συγ­κατάθεσή σου όμως δεν θέλησα να κάνω τίποτε, γιατί δε θέλω να σε αναγκάσω να μου κάνεις αυτό το καλό· προτιμώ να το κάνεις με τη θέλησή σου. Κι ίσως γι’ αυτό απομακρύνθηκε από σένα ο Ονήσιμος προσωρι­νά, για να τον πάρεις πίσω για πάντα. Όχι πια ως δούλο, αλλά πα­ραπάνω από δούλο, ως αγαπητό αδελφό. Σ’ εμένα είναι πράγματι πο­λύ αγαπητός, πολύ περισσότερο θα είναι σ’ εσένα και ως άνθρωπος και ως χριστιανός. Αν λοιπόν, με θεωρείς φίλο σου, δέξου τον σαν να ήμουν εγώ. Κι αν σε ζημίωσε ή σου χρωστάει κάτι, χρέωσέ το σ’ εμένα. Εγώ ο Παύλος το γράφω με το ίδιο μου το χέρι, εγώ θα σου το ξεπληρώσω για να μη σου πω ότι εσύ μου χρωστάς περισσότερα — τον ίδιο τον εαυτό σου. Ναι, αδελφέ μου, ας πάρω κι εγώ κάτι από σένα για χάρη του Κυρίου· ανακούφισε την καρδιά μου στ’ όνομα του Χριστού. Αυτά σου τα γράφω επειδή έχω εμπιστοσύνη ότι θα με υπακούσεις και μάλιστα είμαι βέβαιος ότι θα κάνεις ακόμη περισσότερα απ’ όσα γράφω. Συνάμα, ετοίμασέ μου και φιλοξενία, γιατί ελπίζω ότι οι προσευχές σας θα έχουν ως αποτέλεσμα να έρθω πάλι κοντά σας. Σε ασπάζονται ο Επαφράς, που είναι φυλακισμένος μαζί μου για τον Ιησού Χριστό, ο Μάρκος, ο Αρίσταρχος, ο Δημάς και ο Λουκάς, οι συνεργάτες μου. Εύχομαι η χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας. Αμήν.

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο ( 6:30-45)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, συνάγονται οἱ Ἀπόστολοι πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποίησαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ᾿ ἰδίαν εἰς ἔρημον τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον. Ἦσαν γὰρ οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί· καὶ οὐδὲ φαγεῖν ηὐκαίρουν. Καὶ ἀπῆλθον εἰς ἔρημον τόπον, τῷ πλοίῳ κατ᾿ ἰδίαν. Καὶ εἶδον αὐτοὺς ὑπάγοντας οἱ ὄχλοι· καὶ ἐπέγνωσαν αὐτὸν πολλοί· καὶ πεζῇ ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων συνέδραμον ἐκεῖ, καὶ προῆλθον αὐτοὺς, καὶ συνῆλθον πρὸς αὐτόν. Καὶ ἐξελθὼν, εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς, ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα· καὶ ἦρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά. Καὶ ἤδη ὥρας πολλῆς γενομένης προσελθόντες αὐτῷ οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ, λέγουσιν· ὅτι ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος, καὶ ἤδη ὥρα πολλή· ἀπόλυσον αὐτούς, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τοὺς κύκλῳ ἀγροὺς καὶ κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς ἄρτους· τί γάρ φάγωσιν οὐκ ἔχουσιν. Ὁ δέ ἀποκριθεὶς, εἶπεν αὐτοῖς· Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. Καὶ λέγουσιν αὐτῷ· Ἀπελθόντες ἀγοράσωμεν διακοσίων δηναρίων ἄρτους, καὶ δῶμεν αὐτοῖς φαγεῖν; Ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· Πόσους ἄρτους ἔχετε; ὑπάγετε καὶ ἴδετε. Καὶ γνόντες, λέγουσι· Πέντε, καὶ δύο ἰχθύας. Καὶ ἐπέταξεν αὐτοῖς ἀνακλιθῆναι πάντας συμπόσια συμπόσια ἐπὶ τῷ χλωρῷ χόρτῳ. Καὶ ἀνέπεσον πρασιαὶ πρασιαὶ ἀνὰ ἑκατὸν, καὶ ἀνὰ πεντήκοντα. Καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν, εὐλόγησε, καὶ κατέκλασε τοὺς ἄρτους, καὶ ἐδίδου τοῖς Μαθηταῖς αὐτού, ἵνα παραθῶσιν αὐτοῖς· καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἐμέρισε πᾶσι. Καὶ ἔφαγον πάντες, καὶ ἐχορτάσθησαν. Καὶ ἦραν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις, καὶ ἀπὸ τῶν ἰχθύων. Καὶ ἦσαν οἱ φαγόντες τοὺς ἄρτους ὡσεὶ πεντακισχίλιοι ἄνδρες. Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε τοὺς Μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον, καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαῑδάν, ἕως αὐτὸς ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον·

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνον τον καιρό επέστρεψαν οι απόστολοι στον Ιησού και του διηγήθηκαν όλα όσα έκαναν κι όσα δίδαξαν. Κι ο Ιησούς τους λεει: «Ελάτε σε μια ερημική τοποθεσία μόνοι σας, για ν’ αναπαυθείτε λίγο κι αυτό γιατί ήταν πολλοί αυτοί που πηγαινοέρχονταν, κι ο Ιησούς κι οι μαθητές δεν είχαν χρόνο ούτε για φαγητό. Έτσι έφυγαν με το πλοιάριο χωρ­ίς τον κόσμο σε ερημικό μέρος. Πολλοί όμως τους είδαν να φεύγουν και τους αναγνώρισαν, κι έτσι απ’ όλα τα μέρη έτρεξαν με τα πό­δια προς τα κει κι έφτασαν πριν απ’ αυτούς και μαζεύτηκαν γύρω του. Όταν βγήκε ο Ιησούς στην στεριά, είδε πολύ κόσμο και τους σπλα­χνίστηκε, γιατί ήταν σαν πρόβατα που δεν έχουν βοσκό, κι άρχισε να τους διδάσκει πολλά. Αφού πέρασε πολλή ώρα, τον πλησιάζουν οι μαθητές του και του λένε: «Το μέρος εδώ είναι έρημο, κι η ώρα περα­σμένη. Διώξε τον κόσμο να πάνε στις γύρω αγροικίες και στα χωριά, για ν’ αγοράσουν ψωμιά, γιατί δεν έχουν τι να φάνε». Ο Ιησούς όμως τους αποκρίθηκε: «Δώστε τους εσείς να φάνε». Του λένε τότε: «Να πάμε και ν’ αγοράσουμε ψωμί για διακόσια δηνάρια και να τους δώσουμε να φάνε;» Εκείνος τους ρωτά; «Πόσα ψωμιά έχετε; Πη­γαίνετε να δείτε». Κι αφού εξακρίβωσαν, του λένε: «Πέντε, και δύο ψάρια». Τους διάταξε τότε να τους βάλουν όλους να καθίσουν για φαγητό ομάδες-ομάδες πάνω στο χλωρό χορτάρι. Και κάθισαν παρέες-παρέες ανά εκατό και ανά πενήντα άτομα. Πήρε ο Ιησούς τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, τα ευλόγησε, έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθη­τές του, για να τα μοιράσουν στον κόσμο. Επίσης μοίρασε σ’ όλους και τα δύο ψάρια. Έφαγαν όλοι και χόρτασαν. Μάζεψαν μάλιστα και κομμάτια απ’ τα ψωμιά και τα ψάρια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. Αυτοί που έφαγαν τα ψωμιά ήταν πέντε χιλιάδες άντρες. Αμέσως έπειτα ο Ιησούς υποχρέωσε τους μαθητές του να μπουν στο πλοιάριο και να πάνε να τον περιμένουν στην απέναντι όχθη, στη Βηθσαϊδά, ωσότου ο ίδιος διαλύσει τα πλήθη. 

Back To Top