skip to Main Content

Παρασκευή, 16η Φεβρουαρίου 2024

Παμφίλου μάρτυρος († 307), Φλαβιανού (1), πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Μαρτύρων Δανιήλ, Ηλία, Ηλία, Ησαίου, Θεοδούλου, Ιερεμίου, Ιουλιανού, Ουάλη, Παύλου, Πορφυρίου, Σαμουήλ, Σελεύκου και πάντων των εν Περσία (Μαρτυρουπόλει) μαρτυρησάντων. Οσίων Μαρουθά του εγείραντος την πόλιν επί τω ονόματι των εν Περσία Μαρτύρων και Φλαβιανού του εν τω Βουνω.

(1) O άγιος Φλαβιανός, ήταν πρεσβύτερος στην Κωνσταντινούπολη και σκευοφύλακας του ναού της Αγίας Σοφίας. Γνωστός για τις αρετές και τα πνευματικά του χαρίσματα, διαδέχθηκε τον άγιο Πρόκλο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης το έτος 447. Το επόμενο έτος καταδίκασε με τοπική Σύνοδο, την πλάνη του αρχιμανδρίτου Ευτυχούς, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ο Χριστός διέθετε μόνο τη θεία φύση, η οποία απορρόφησε την ανθρώπινη. Τελικά, μετά την εμμονή του Ευτυχούς στην πλάνη, η σύνοδος τον καθαίρεσε και τον αφόρισε. Εκείνος όμως έχοντας πολιτική στήριξη και από τον κακόδοξο Πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκορο, επέτυχε τη σύγκλιση Συνόδου τον Αύγουστο του 449 στη Έφεσο. Στη Σύνοδο αυτή, την λεγόμενη ληστρική, όλα ήταν προσχεδιασμένα κατά του Φαβιανού, επιστρατεύθηκε μάλιστα και όχλος με επικεφαλείς μοναχούς, και υπό την αρχηγία ενός ρασοφόρου, του αρχιμανδρίτη Βαρτουφά, εισέβαλλαν στη Σύνοδο και κακοποίησαν βάναυσα τον άγιο, ο οποίος τρεις ημέρες αργότερα, υπέκυψε στο τραύματα πού του προκάλεσαν οι φονιάδες του. Όμως δύο έτη αργότερα το 451 στη Δ` Οικουμενική Σύνοδο, η αίρεση καταδικάσθηκε, ο Ευτυχής αναθεματίστηκε και ο Διόσκουρος καθαιρέθηκε. Το λείψανο του αγίου ανακομίσθηκε με μεγάλες τιμές στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων.

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Γαλ. 4:8-21)

Ἀδελφοί, τότε μὲν οὐκ εἰδότες Θεὸν ἐδουλεύσατε τοῖς μὴ φύσει οὖσι θεοῖς· νῦν δὲ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ, πῶς ἐπιστρέφετε πάλιν ἐπὶ τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα, οἷς πάλιν ἄνωθεν δουλεύειν θέλετε; ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας καὶ καιροὺς καὶ ἐνιαυτούς. Φοβοῦμαι ὑμᾶς μήπως εἰκῇ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς. Γίνεσθε ὡς ἐγώ, ὅτι κἀγὼ ὡς ὑμεῖς· ἀδελφοί, δέομαι ὑμῶν. οὐδέν με ἠδικήσατε· οἴδατε δὲ ὅτι δι᾽ ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς εὐηγγελισάμην ὑμῖν τὸ πρότερον· καὶ τὸν πειρασμόν μου τὸν ἐν τῇ σαρκί μου οὐκ ἐξουθενήσατε οὐδὲ ἐξεπτύσατε, ἀλλὰ ὡς ἄγγελον Θεοῦ ἐδέξασθέ με, ὡς Χριστὸν ᾽Ιησοῦν. Τίς οὖν ἦν ὁ μακαρισμὸς ὑμῶν; μαρτυρῶ γὰρ ὑμῖν ὅτι εἰ δυνατὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν ἐξορύξαντες ἂν ἐδώκατέ μοι. Ὥστε ἐχθρὸς ὑμῶν γέγονα ἀληθεύων ὑμῖν; Ζηλοῦσιν ὑμᾶς οὐ καλῶς, ἀλλὰ ἐκκλεῖσαι ὑμᾶς θέλουσιν, ἵνα αὐτοὺς ζηλοῦτε. Καλὸν δὲ ζηλοῦσθαι ἐν καλῷ πάντοτε, καὶ μὴ μόνον ἐν τῷ παρεῖναί με πρὸς ὑμᾶς, τεκνία μου, οὓς πάλιν ὠδίνω ἄχρις οὗ μορφωθῇ Χριστὸς ἐν ὑμῖν· ἤθελον δὲ παρεῖναι πρὸς ὑμᾶς ἄρτι, καὶ ἀλλάξαι τὴν φωνήν μου, ὅτι ἀποροῦμαι ἐν ὑμῖν. Λέγετέ μοι, οἱ ὑπὸ νόμον θέλοντες εἶναι, τὸν νόμον οὐκ ἀκούετε;

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί παλιότερα, βέβαια, δε γνωρίζατε το Θεό, και είχατε γίνει δούλοι σε είδωλα, σε ψεύτικες θεότητες. Τώρα όμως που γνωρίσατε το Θεό, ή σωστότερα τώρα που σας γνώρισε ο Θεός, γιατί ξαναγυρίζετε στα ασθενικά και ανίσχυρα στοιχεία; Γιατί θέλετε να υποδουλωθείτε πάλι σ’ αυτά; Γιατί δίνετε ξεχωριστή σημασία σ’ ορισμένες μέρες, μήνες, εποχές και χρόνια; Φοβάμαι πως μάταια κοπίασα για σας. Σας παρακαλώ, αδελφοί μου, γίνετε σαν κι εμένα, γιατί ήμουν κι εγώ κάποτε σαν κι εσάς. Ποτέ ως τώρα δε μου δώσατε αφορμή για πα­ράπονο. Θυμάστε πώς πρωτοκήρυξα στον τόπο σας; αναγκάστηκα από μια αρρώστια να μείνω κοντά σας. Δεν έγινε όμως αφορμή αυ­τή η σωματική μου δοκιμασία να με περιφρονήσετε ή να με σιχαθείτε. Αντίθετα, με δεχτήκατε σαν άγγελο Θεού, σαν τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Πού είναι όμως τώρα εκείνος ο ενθουσιασμός σας; Γιατί μπορώ να το βεβαιώσω: τότε, αν μπορούσατε, θα βγάζατε και τα μάτια σας να μου τα δώσετε. Δηλαδή έγινα εχθρός σας, επειδή σας λέω την αλήθεια; Οι ταραξίες δείχνουν ζήλο για σας, όχι όμως με καλό σκοπό: θέ­λουν να σας απομακρύνουν από μένα, για να προσκολληθείτε σ’ αυτούς. Καλό όμως θα ήταν να δείχνετε το ζήλο σας για το καλό πάν­τοτε, κι όχι μόνο όταν είμαι κοντά σας. Παιδιά μου, για σας πάλι περνώ τους πόνους της γέννας, ώσπου να διαμορφωθεί μέσα σας ο Χριστός. Πολύ θα ’θελα τώρα να ήμουν κοντά σας και ν’ αλλάξω τον τόνο μου, γιατί μ’ έχετε φέρει σε δύσκολη θέση. Για πέστε μου, εσείς, που θέλετε να ζείτε υπόδουλοι στο νόμο, δεν ακούτε τι διακηρύττει ο ίδιος ο νόμος; 

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Μκ. 6: 45-53)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠνάγκασε ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς Μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον, καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως αὐτὸς ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον. Καὶ ἀποταξάμενος αὐτοῖς, ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι. Καὶ ὀψίας γενομένης, ἦν τὸ πλοῖον ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης, καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ εἶδεν αὐτοὺς βασανιζομένους ἐν τῷ ἐλαύνειν· (ἦν γὰρ ὁ ἄνεμος ἐναντίος αὐτοῖς)· καὶ περὶ τετάρτην φυλακὴν τῆς νυκτὸς, ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς, περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης· καὶ ἤθελε παρελθείν αὐτούς. Οἱ δέ, ἱδόντες αὐτόν περιπατούντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἔδοξαν φάντασμα εἶναι, καὶ ἀνέκραξαν· (πάντες γὰρ αὐτὸν εἶδον καὶ ἐταράχθησαν). Καὶ εὐθέως ἐλάλησε μετ᾿ αὐτῶν, καὶ λέγει αὐτοῖς· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι, μὴ φοβεῖσθε. Καὶ ἀνέβη πρὸς αὐτούς εἰς τὸ πλοῖον· καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος. Καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο, καὶ ἐθαύμαζον· οὐ γὰρ συνῆκαν ἐπὶ τοῖς ἄρτοις· ἦν γὰρ ἡ καρδία αὐτῶν πεπωρωμένη. Καὶ διαπεράσαντες, ἦλθον ἐπὶ τὴν γῆν Γεννησαρὲτ.

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς υποχρέωσε τους μαθητές του να μπουν στο πλοιάριο και να πάνε να τον περιμένουν στην απέναντι όχθη, στη Βηθσαϊδά, ωσότου ο ίδιος διαλύσει τα πλήθη. Κι αφού τους αποχαι­ρέτισε, ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί. Όταν βράδιασε, το πλοιάριο ήταν στο μέσο της λίμνης, κι ο Ιησούς μόνος στη στεριά. Τους είδε τότε να παιδεύονται στην κωπηλασία, γιατί ήταν αντίθετος ο άνεμος. Κατά τα ξημερώματα ήρθε ο Ιησούς σ’ αυτούς, περπατών­τας πάνω στη λίμνη. Έκανε να τους προσπεράσει. Οι μαθητές, όταν τον είδαν να περπατάει πάνω στη λίμνη, νόμισαν ότι είναι φάντασμα κι έβγαλαν φωνή, γιατί όλοι τον είδαν και τρόμαξαν. Αμέσως όμως ο Ιησούς τους μίλησε και τους είπε: «Έχετε θάρρος, εγώ είμαι· μη φο­βάστε!» Ανέβηκε στο πλοιάριο μαζί τους, κι ο άνεμος κόπασε. Οι μαθητές κυριεύτηκαν από πολύ μεγάλη κατάπληξη και θαυμασμό. Γιατί δεν είχαν καταλάβει τι είχε συμβεί πραγματικά με τα ψωμιά, αλλά η καρδιά τους ήταν πωρωμένη. Αφού διέσχισαν τα λίμνη, πήγαν στη Γεννησαρέτ.

Back To Top