skip to Main Content

Ο Όσιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης (4 Μαρτίου)

Ὁ Όσιος Γεράσιμος ὁ Ιορδανίτης γεννήθηκε στη Λυκία τον 5ο αιώνα μ.Χ., ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ταπεινοὺς γονεῖς καὶ ἐκ βρέφους ἀφιερώθηκε στὸν Θεό. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀσπάσθηκε τὴν αἵρεση τῶν Μονοφυσιτῶν παρασυρόμενος ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ αἱρετικοῦ ψευδοπατριάρχου Θεοδοσίου, φανατικοῦ μονοφυσίτου Αἰγυπτίου μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν ἀπουσία τοῦ Πατριάρχου Ἰουβεναλίου (422-453 μ.Χ.), βοηθούμενος καὶ ὑπὸ τῆς βασιλίσσης Εὐδοκίας, κατόρθωσε νὰ καταλάβει τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων καὶ νὰ προβεῖ σὲ ἀνεκδιήγητες σκληρότητες ἐπὶ εἴκοσι μῆνες (451-453 μ.Χ.). Ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ πανίερος ναὸς τῆς Ἀναστάσεως ἔγινε θέατρο ἀπερίγραπτων σκηνῶν καὶ ἐπὶ πλέον ἡ ταραχὴ ἐξαπλώθηκε ἀνὰ τὴν Παλαιστίνη.

Οἱ Μονοφυσῖτες δὲν παραδέχονται ὅτι στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔχουν ἑνωθεῖ ἡ Θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως», ἀλλὰ ἰσχυρίζονται, ὅτι ἡ Θεία φύση τοῦ Χριστοῦ ἀπορρόφησε τὴν ἀνθρώπινη φύση Του καὶ ἑπομένως ὁ Χριστὸς ἔχει μόνο μία φύση.

Γρήγορα ὅμως ὁ Ὅσιος Γεράσιμος κατάλαβε τὸ λάθος του, ἐπειδὴ ἦταν ἄνθρωπος μὲ καλῆ προαίρεση καὶ ταπεινὸ φρόνημα. Εἶχε τὴν καλὴ συνήθεια νὰ ἐπισκέπτεται καὶ νὰ συμβουλεύεται γιὰ πνευματικὰ θέματα ἁγιασμένους ἀνθρώπους. Ἀπὸ ἕναν λόγιο ἀσκητή, ποὺ ὀνομαζόταν Εὐθύμιος καὶ ἀσκήτευε στὴν ἔρημο τοῦ Ρουβᾶ, διδάχθηκε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὶς δυὸ φύσεις τοῦ Χριστοῦ, κατάλαβε τὸ λάθος του καὶ ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ἐκκλησία.

Στὴ συνέχεια ἐκάρη, τὸ ἔτος 451 μ.Χ., μοναχὸς στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη, ὅπου ἀσκήθηκε μὲ ἡσυχία. Ἀργότερα, ὅταν συγκεντρώθηκαν γύρω του πολλοὶ μοναχοί, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν τὴ φωτισμένη καθοδήγησή του, ἵδρυσε κοινοβιακὴ μονὴ κοντὰ στὴν πόλη Βαϊθαγλά.

Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἦταν αὐστηρός, ἀλλὰ μόνο στὸν ἑαυτό του. Στοὺς ἄλλους ἦταν εὐπροσήγορος καὶ ἐπιεικής. Ἔτρωγε λίγο, ὅσο χρειαζόταν γιὰ νά συντηρεῖται στὴ ζωὴ καὶ κοιμόταν, ἐπίσης, πολὺ λίγο. Μάλιστα δίδασκε ὅτι ὅποιος θέλει νὰ ζήσει περισσότερο πρέπει νὰ κοιμᾶται λιγότερο, διότι ὁ πολὺς ὕπνος κάνει τὸ σῶμα τρυφηλὸ καὶ ἄρα ἀνίσχυρο στοὺς κόπους καὶ εὐάλωτο στὶς ἀθένειες.

Ἡ διδασκαλία τοῦ Ὁσίου Γερασίμου γιὰ τὸν ὕπνο εἶναι οὐσιαστικὰ λόγος γιὰ τὴν ἄσκηση. Μὲ τὸν περιορισμὸ τοῦ ὕπνου καὶ μὲ τὴν ἐγκράτεια, συνηθίζει ἡ σάρκα (τὸ σαρκικὸ φρόνημα) νὰ ὑποτάσσεται στὸ πνεῦμα. Μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἰδίως μὲ τὴ μονολόγιστη εὐχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον με», ὁ νοῦς συγκεντρώνεται στὸ χῶρο τῆς καρδιᾶς, ποὺ εἶναι ἡ φυσική του θέση καὶ ἀποκτᾷ ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Τόσο πολὺ ἀπέκτησε τὴν οἰκείωση πρὸς τὸν Θεὸ ὁ Ὅσιος Γεράσιμος καὶ προστάτεψε τὸ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» τῶν Ἁγίων, ὥστε δάμασε καὶ τὰ ἄγρια θηρία καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ἀπέκτησε μάλιστα ὑπηρέτη καὶ ἕναν ὄνο, γιὰ νὰ μεταφέρει νερό, καθὼς τὸ νερὸ ἀπεῖχε μακριὰ ἀπὸ αὐτόν. Κάποτε, ἕνα λιοντάρι, ἔχοντας πληγωμένο ἀπὸ ἕνα ξύλο στὸ μάτι του, κατέβηκε ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ κατέφυγε στὸν Ὅσιο. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ τὸ ἔκανε καλά, τοῦ ὅρισε νὰ ὁδηγεῖ πλέον τὸ ἴδιο τὸν ὄνο κατὰ τὴν βοσκή του καὶ τὴ μεταφορὰ τοῦ νεροῦ. Κάποια φορά, καὶ ἐνῷ τὸ λιοντάρι κοιμόταν, ἔμποροι ποὺ περνοῦσαν πῆραν τὸν ὄνο. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος ὑποπτεύθηκε ὅτι τὸ λιοντάρι ἔφαγε τὸν ὄνο, τὸ καταδίκασε ἐκεῖνο τώρα νὰ μεταφέρει τὸ νερό. Ὥσπου μία μέρα, ὅταν ξαναπέρασαν οἱ ἔμποροι ἀπὸ τὸ ἴδιο σημεῖο, τὸ λιοντάρι ἀναγνώρισε τὸν κλεμμένο ὄνο καὶ τὸν ἐπέστρεψε σῶο στὸν Ὅσιο. Ἐκεῖνος τότε τὸ ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸ ἔργο αὐτὸ καὶ τὸ ἄφησε νὰ γυρίσει στὸ βουνό. Καὶ ὅταν ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ λιοντάρι ᾖρθε καὶ πέθανε πάνω στὸν τάφο του.

Ὅταν στὶς 19 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 473 μ.Χ. κοιμήθηκε ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας, ὁ Ὅσιος Γεράσιμος εἶδε σὲ ὅραμα, κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ προσευχόταν στὴ Λαύρα, τὸ τέλος τοῦ Ὁσίου. Αὐτὸ ἀναφέρεται στὴ διήγηση τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ τοῦ Ἀναχωρητοῦ, ὁ ὁποῖος συνόδευσε τὸν Ὅσιο Γεράσιμο στὴν κηδεία τοῦ μεγάλου Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας.

Δυὸ χρόνια μετὰ τὸ τέλος τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου, τὸ ἔτος 475 μ.Χ., ἐπὶ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἀναστασίου Α’ (458-478 μ.Χ.), ὁ Ὅσιος Γεράσιμος κομήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὴν διαδοχὴ τῆς Λαύρας ἀνέθεσε στοὺς συνασκητὲς αὐτοῦ Στέφανο καὶ Βασίλειο.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τῆς ἐρήμου οἰκήτωρ, Ἀσκητῶν ἀκροθίνιον, καὶ ἀγγελικῆς πολιτείας ἀναδέδειξαι ἔσοπτρον, τοῦ Πνεύματος τὴ αἴγλη λαμπρυνθεῖς, Γεράσιμε Ὅσιων καλλονὴ διὰ τοῦτο θεραπεύεις διαπαντός, τοὺς πίστει ἐκβοώντας σοι, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Α’. Ιω. 2:18-29, 3:1-8)

Ἀδελφοί, ἐσχάτη ὥρα ἐστί, καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν. Ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ᾿ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν· εἰ γὰρ ἦσαν ἐξ ἡμῶν, μεμενήκεισαν ἂν μεθ᾿ ἡμῶν· ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῶσιν ὅτι οὐκ εἰσὶ πάντες ἐξ ἡμῶν. Καὶ ὑμεῖς χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου, καὶ οἴδατε πάντα. Οὐκ ἔγραψα ὑμῖν ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ᾿ ὅτι οἴδατε αὐτήν, καὶ ὅτι πᾶν ψεῦδος ἐκ τῆς ἀληθείας οὐκ ἔστι. Τίς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός; Οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν. Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν, οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει. ῾Υμεῖς οὖν ὃ ἠκούσατε ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἐν ὑμῖν μενέτω. Ἐὰν ἐν ὑμῖν μείνῃ ὃ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἠκούσατε, καὶ ὑμεῖς ἐν τῷ υἱῷ καὶ ἐν τῷ πατρὶ μενεῖτε. Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἣν αὐτὸς ἐπηγγείλατο ἡμῖν, τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον. Ταῦτα ἔγραψα ὑμῖν περὶ τῶν πλανώντων ὑμᾶς. Καὶ ὑμεῖς, τὸ χρῖσμα ὃ ἐλάβετε ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἐν ὑμῖν μένει, καὶ οὐ χρείαν ἔχετε ἵνα τις διδάσκῃ ὑμᾶς, ἀλλ᾿ ὡς τὸ αὐτὸ χρῖσμα διδάσκει ὑμᾶς περὶ πάντων, καὶ ἀληθές ἐστι καὶ οὐκ ἔστι ψεῦδος, καὶ καθὼς ἐδίδαξεν ὑμᾶς μενεῖτε ἐν αὐτῷ. Καὶ νῦν, τεκνία, μένετε ἐν αὐτῷ, ἵνα ὅταν φανερωθῇ ἔχωμεν παρρησίαν καὶ μὴ αἰσχυνθῶμεν ἀπ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ. Ἐὰν εἰδῆτε ὅτι δίκαιός ἐστι, γινώσκετε ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην ἐξ αὐτοῦ γεγέννηται. ῎Ιδετε ποταπὴν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν ὁ πατὴρ ἵνα τέκνα Θεοῦ κληθῶμεν. Διὰ τοῦτο ὁ κόσμος οὐ γινώσκει ὑμᾶς, ὅτι οὐκ ἔγνω αὐτόν. ᾿Αγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καὶ οὔπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐὰν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι. Καὶ πᾶς ὁ ἔχων τὴν ἐλπίδα ταύτην ἐπ᾿ αὐτῷ ἁγνίζει ἑαυτόν, καθὼς ἐκεῖνος ἁγνός ἐστι. Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ἀνομίαν ποιεῖ, καὶ ἡ ἁμαρτία ἐστὶν ἡ ἀνομία. Καὶ οἴδατε ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθη ἵνα τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἄρῃ, καὶ ἁμαρτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστι. Πᾶς ὁ ἐν αὐτῷ μένων οὐχ ἁμαρτάνει· πᾶς ὁ ἁμαρτάνων οὐχ ἑώρακεν αὐτὸν οὐδὲ ἔγνωκεν αὐτόν. Τεκνία, μηδεὶς πλανάτω ὑμᾶς· ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην δίκαιός ἐστι, καθὼς ἐκεῖνος δίκαιός ἐστιν· ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει. Εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου.

 

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, έφτασε το τέλος. Έχετε ακούσει σχετικά με τον ερχομό του αντίχριστου. Λοιπόν, τώρα παρουσιάστηκαν πολλοί αντίχρι­στοι. Απ’ αυτό καταλαβαίνουμε πως έφτασε το τέλος. Αυτοί βγήκαν απ’ ανάμεσά μας, ποτέ όμως δεν ανήκαν πραγματικά σ’ εμάς. Γιατί, αν αληθινά προέρχονταν από μας, θα είχαν μείνει μαζί μας. Αλλά αυ­τοί έφυγαν, ώστε να γίνει φανερό πως κανένας απ’ αυτούς δεν ανήκε ποτέ σ’ εμάς. Εσείς όμως έχετε λάβει από το Χριστό το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος, και μένετε όλοι σταθεροί στην αληθινή γνώση. Σας γράφω, όχι γιατί δεν ξέρετε την αλήθεια, αλλά γιατί την ξέρετε και γιατί κανένα ψέμα δεν έχει την πηγή του στην αλήθεια. Ποιος είναι ο ψεύτης; Δεν είναι αυτός που αρνείται πως ο άνθρωπος Ιησούς είναι ο Χριστός; Αυτός είναι ο αντίχριστος. Αυτός αρνείται συγχρόνως και τον Πατέρα και τον Υιό. Γιατί όποιος απορρίπτει τον Υιό που ενανθρώπησε απορρίπτει και τον Πατέρα. Εσείς λοιπόν κρατήστε μέσα στις καρδιές σας το μήνυμα που ακούσατε εξαρχής. Αν μείνει στις καρδιές σας ό,τι ακούσατε εξαρχής, τότε θα μείνετε κι εσείς ενω­μένοι με τον Υιό και με τον Πατέρα. Και να τι υποσχέθηκε να σας δώσει ο Χριστός: την αιώνια ζωή. Σας έγραψα τα παραπάνω, για να σας προφυλάξω από κείνους που προσπαθούν να σας εξαπατήσουν. Βέβαια, μέσα στις δικές σας καρδιές μένει το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος που λάβατε από το Χρι­στό, και δεν έχετε ανάγκη από δάσκαλο. Καθώς, λοιπόν, το χρίσμα το δικό του σας τα μαθαίνει όλα — κι ό,τι διδάσκει αυτό είναι αλήθεια και όχι ψέμα — παραμείνετε ενωμένοι μαζί του, όπως το Πνεύμα σάς δί­δαξε. Και τώρα, παιδιά μου, να μένετε έτσι ενωμένοι μ’ αυτόν, ώστε, όταν φανερωθεί στη δευτέρα παρουσία του, να έχουμε θάρρος και να μη νιώσουμε ντροπή αντικρίζοντάς τον. Αφού ξέρετε πως ο Χριστός είναι δίκαιος, πρέπει επίσης να ξέρετε πως κι όποιος πράττει δί­καια είναι παιδί του Θεού. Κοιτάξτε με πόση αγάπη μάς αγάπησε ο Πατέρας! Η αγάπη του είναι τόσο μεγάλη, ώστε να ονομαστούμε παιδιά του Θεού. Γι’ αυτό ο κόσμος δε μας καταλαβαίνει, γιατί δε γνωρίζει το Θεό Πατέρα. Αγαπητοί μου, τώρα είμαστε παιδιά του Θεού. Τι πρόκειται να γίνου­με στο μέλλον δεν έχει ακόμα φανερωθεί. Ξέρουμε όμως πως όταν ο Χριστός φανερωθεί στη δευτέρα παρουσία του, θα γίνουμε όμοιοι μ’ αυτόν, γιατί θα τον δούμε όπως πραγματικά είναι. Όποιος, λοιπόν, μ’ εμπιστοσύνη στο Χριστό έχει αυτή την ελπίδα, προετοιμάζεται, κα­θαρίζει τον εαυτό του από την αμαρτία, έχοντας ως πρότυπο την καθα­ρότητα εκείνου. Όποιος αμαρτάνει παραβαίνει το νόμο του Θεού. Η αμαρτία εί­ναι η ίδια η ανομία. Και ξέρετε πως ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να πάρει από πάνω μας τις αμαρτίες μας, ενώ στον ίδιο δεν υπάρχει ούτε ίχνος αμαρτίας. Έτσι όποιος είναι ενωμένος μ’ αυτόν παύει ν’ αμαρτάνει. Όποιος αμαρτάνει, αυτός ούτε είδε ούτε γνώρισε ποτέ το Χριστό. Παιδιά μου, μην αφήνετε κανέναν να σας παρασύρει· όποιος πράττει το σωστό, αυτός είναι δίκαιος, όπως ακριβώς ο Χριστός είναι δίκαιος. Όποιος όμως αμαρτάνει κατάγεται από το διάβολο, γιατί ο διάβολος συνδέεται με την αμαρτία εξαρχής. Γι’ αυτόν το λόγο ο Υιός του Θεού ήρθε στον κόσμο: Για να καταστρέψει τα έργα του διαβόλου.

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Μκ. 11:10-20)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤγγιζεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἦλθεν εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν· καὶ ἀποστέλλει δύο τῶν Μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ὑπάγετε εἰς τὴν κώμην τὴν κατέναντι ὑμῶν· καὶ εὐθέως εἰσπορευόμενοι εἰς αὐτὴν, εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ᾿ ὃν οὐδεὶς ἀνθρώπων κεκάθικε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. Καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ· Τί ποιεῖτε τοῦτο; εἴπατε· Ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει· καὶ εὐθέως αὐτὸν ἀποσταλεῖ ὧδε. Ἀπῆλθον δὲ, καὶ εὗρον τὸν πῶλον δεδεμένον πρὸς τὴν θύραν, ἔξω ἐπὶ τοῦ ἀμφόδου, καὶ λύουσιν αὐτόν. Καί τινες τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων ἔλεγον αὐτοῖς· Τί ποιεῖτε λύοντες τὸν πῶλον; Οἱ δὲ εἶπον αὐτοῖς καθὼς ἐνετείλατο ὁ ᾿Ιησοῦς· καὶ ἀφῆκαν αὐτούς. Καὶ ἤγαγον τὸν πῶλον πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ ἐπέβαλον αὐτῷ τὰ ἱμάτια αὐτῶν· καὶ ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτῷ. Πολλοὶ δὲ τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἔστρωσαν εἰς τὴν ὁδόν· ἄλλοι δὲ στοιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν δένδρων, καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν ὁδόν. Καὶ οἱ προάγοντες, καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες· Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. Εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ πατρὸς ἡμῶν Δαυΐδ· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. Καὶ εἰσῆλθεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἰς τὸ Ἱερόν· καὶ περιβλεψάμενος πάντα, ὀψίας ἤδη οὔσης τῆς ὥρας, ἐξῆλθεν εἰς Βηθανίαν μετὰ τῶν δώδεκα Μαθητῶν.

Νεοελληνική Απόδοση 

Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς πλησίασε στα Ιεροσόλυμα, στη Βηθφαγή και στη Βηθανία, κοντά στο Όρος των Ελαιών, έστειλε ο Ιησούς δύο από τους μαθητές του, και τους λεει: «Πηγαίνετε στο απέναντι χωριό και μόλις μπείτε μέσα σ’ αυτό θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο, στο οποίο κανένας άνθρωπος ακόμη δεν έχει καθίσει. Λύστε το και φέρτε το. Εάν κανείς σας ρωτήσει “γιατί το κάνετε αυτό;” να του πείτε ο Κύριος το χρειάζεται και αμέσως ύστερα να το στείλει πάλι πίσω». Αυτοί πήγαν και βρήκαν το πουλάρι δεμένο κοντά σε μια αυλόπορτα έξω στο δρόμο και το έλυσαν. Μερικοί απ’ αυτούς που στέκονταν εκεί τους ρώτησαν: «Τι συμβαίνει και λύνετε το πουλάρι;» Οι μαθητές τούς απάντησαν όπως τους είπε ο Ιησούς, κι εκείνοι τους άφησαν. Έφεραν τότε το πουλάρι στον Ιησού, έβαλαν πάνω σ’ αυτό τα ρούχα τους κι εκείνος κάθισε πάνω του. Πολλοί έστρωσαν τα ρούχα τους στο δρόμο κι άλλοι έκοβαν κλαδιά από τα δέντρα και τα έστρωναν στο δρόμο. Όσοι βάδιζαν μπροστά και όσοι ακολουθούσαν από πίσω κραύγαζαν: «Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ελογημένη η βασιλεία του πατέρα μας Δαβίδ, που έρχεται στο όνομα του Κυρίου! Δόξα στον ύψιστο Θεό!» Μπήκε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα και πήγε στο ναό. Αφού έριξε μια ματιά σ’ όλα γύρω του, επειδή είχε κιόλας βραδιάσει, γύρισε με τους δώδεκα μαθητές στη Βηθανία.

Back To Top