skip to Main Content

Τρίτη, 12η Μαρτίου 2024

Γρηγορίου πάπα Ρώμης του Διαλόγου (†604), Θεοφάνους ομολογητού (†818), Συμεώνος του νέου Θεολόγου (1) († 1022). Φινεές του δικαίου (†1500 π. Χ). Των εν Περσίδι Μαρτύρων.

(1) O άγιος Συμεών, καταγόταν από την Παφλαγονία και έζησε το 10ο αιώνα. Οι ευσεβείς γονείς του Βασίλειος και Θεοφανώ φρόντισαν για την άριστη εκπαίδευσή του, ενώ συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη, υπό την κηδεμονία του θείου του, ο οποίος κατείχε μεγάλο αξίωμα στην Αυλή. Μετά το θάνατό του θείου του, εγκατέλειψε την Αυλή και εισήχθη στη περιώνυμη Μονή του Στουδίου, όπου ασχολήθηκε επισταμένως με τις θεολογικές μελέτες και μαθήτευσε κοντά στον ομώνυμο ηγούμενο του Συμεών. Λίγο αργότερα συναντάμε τον νεαρό Συμεών στην Μονή του Αγ. Μάμαντα, όπου εκάρη μοναχός και στη συνέχεια εκλέγεται ηγούμενος. Όταν όμως επιδίωξε να επιβάλει τούς μοναχικούς κανόνες του Μεγ. Βασιλείου, συνάντησε ζωηρή αντίδραση και παραιτήθηκε για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τις θεολογικές του μελέτες. Κατηγορήθηκε άδικα από τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Στέφανο, ότι εόρταζε μόνος του χωρίς συνοδική αναγνώριση, ως άγιο το γέροντά του Συμεών, γεγονός πού του κόστισε ταλαιπωρίες και κακουχίες έξι χρόνων. Τελικά, διατάχθηκε να πάει στο μοναχικό παρεκκλήσιο της Αγίας Μαρίνας στην Ασιατική όχθη της Προποντίδας, όπου και εκοιμήθη εν ειρήνη σε γεροντική ηλικία. Από τις περίφημες πραγματείες σώζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια καθώς και θρησκευτικά ποιήματα. Για την θεολογική του κατάρτιση και δεινότητα ονομάσθηκε Νέος Θεολόγος.

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Ιούδα  1:1-10)

Ἰούδας, ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφὸς δὲ ᾿Ιακώβου, τοῖς ἐν Θεῷ πατρὶ ἡγιασμένοις καὶ ᾿Ιησοῦ Χριστῷ τετηρημένοις κλητοῖς· ἔλεος ὑμῖν καὶ εἰρήνη καὶ ἀγάπη πληθυνθείη. ᾿Αγαπητοί, πᾶσαν σπουδὴν ποιούμενος γράφειν ὑμῖν περὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας, ἀνάγκην ἔσχον γράψαι ὑμῖν παρακαλῶν ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἄπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει. Παρεισέδυσαν γάρ τινες ἄνθρωποι, οἱ πάλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τὸ κρῖμα, ἀσεβεῖς, τὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν καὶ τὸν μόνον δεσπότην καὶ Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἀρνούμενοι. ῾Υπομνῆσαι δὲ ὑμᾶς βούλομαι, εἰδότας ὑμᾶς ἅπαξ τοῦτο, ὅτι ὁ Κύριος λαὸν ἐκ γῆς Αἰγύπτου σώσας, τὸ δεύτερον τοὺς μὴ πιστεύσαντας ἀπώλεσεν, ἀγγέλους τε τοὺς μὴ τηρήσαντας τὴν ἑαυτῶν ἀρχήν, ἀλλὰ ἀπολιπόντας τὸ ἴδιον οἰκητήριον εἰς κρίσιν μεγάλης ἡμέρας δεσμοῖς ἀῑδίοις ὑπὸ ζόφον τετήρηκεν· ὡς Σόδομα καὶ Γόμορρα καὶ αἱ περί αὐτὰς πόλεις τὸν ὅμοιον τούτοις τρόπον ἐκπορνεύσασαι καὶ ἀπελθοῦσαι ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας πρόκεινται δεῖγμα, πυρὸς αἰωνίου δίκην ὑπέχουσαι. Ὁμοίως μέντοι καὶ οὗτοι ἐνυπνιαζόμενοι σάρκα μὲν μιαίνουσι, κυριότητα δὲ ἀθετοῦσι, δόξας δὲ βλασφημοῦσιν. Ὁ δὲ Μιχαὴλ ὁ ἀρχάγγελος, ὅτε τῷ διαβόλῳ διακρινόμενος διελέγετο περὶ τοῦ Μωσέως σώματος, οὐκ ἐτόλμησε κρίσιν ἐπενεγκεῖν βλασφημίας, ἀλλ᾿ εἶπεν· Ἐπιτιμήσαι σοι Κύριος. Οὗτοι δὲ ὅσα μὲν οὐκ οἴδασι βλασφημοῦσιν, ὅσα δὲ φυσικῶς ὡς τὰ ἄλογα ζῷα ἐπίστανται, ἐν τούτοις φθείρονται.

Νεοελληνική Απόδοση

Ο Ιούδας, δούλος του Ιησού Χριστού και αδελφός του Ιακώβου. Προς τους αγαπημένους που κάλεσε ο Θεός Πατέρας και διατη­ρεί κοντά στον Ιησού Χριστό. Εύχομαι το έλεος, η ειρήνη και η αγάπη να πληθαίνουν ανάμε­σά σας. Αγαπητοί μου, πάντοτε είχα μεγάλη επιθυμία να σας γράψω, για τη σωτηρία που χάρισε σ’ όλους μας ο Θεός. Τώρα όμως αναγκάζο­μαι να σας γράψω για να σας προτρέψω να συνεχίσετε τον αγώνα για την πίστη, που μια για πάντα δόθηκε στο λαό του Θεού. Αφορμή μου δίνουν μερικοί άνθρωποι, που παρεισέφρησαν ανάμεσά σας. Οι ασεβείς αυτοί μετατρέπουν τη σωτήρια χάρη του Θεού σε κάθε λογής ασέλγεια, και δεν παραδέχονται ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μοναδι­κός αφέντης και Κύριός μας. Από παλιά οι Γραφές είχαν προαναγ­γείλει την καταδίκη που τους περιμένει. Τα ξέρετε βέβαια όλα, θα ήθελα όμως να σας θυμίσω πως ο Κύ­ριος, αν και έσωσε στην αρχή το λαό από τη δουλεία της Αιγύπτου, στη συνέχεια αφάνισε όσους δεν πίστεψαν. Θυμηθείτε τους αγγέλους που δεν έμειναν πιστοί στο αξίωμά τους, αλλά εγκατέλειψαν την ου­ράνια κατοικία τους. Ο Κύριος τους έχει φυλακίσει στο σκοτάδι με αιώνια δεσμά, για να δικαστούν τη μεγάλη ημέρα της κρίσεως. Θυμηθείτε τα Σόδομα και τα Γόμορρα και τις γειτονικές τους πόλεις, που παραδόθηκαν κατά παρόμοιο μ’ αυτούς τρόπο στην πορνεία και στις αφύσικες ηδονές. Η αιώνια καταδίκη τους αποτελεί ζωντανό πα­ράδειγμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους αυτούς. Βλέπουν όνει­ρα που τους οδηγούν να μολύνουν με την αμαρτία το ίδιο τους το σώ­μα, να απορρίπτουν τη θεϊκή εξουσία και να καθυβρίζουν τους αγγέ­λους. Κι όμως, ούτε ο αρχάγγελος Μιχαήλ δεν τόλμησε να ξεστομί­σει υβριστική κατηγορία εναντίον του διαβόλου, όταν σε μια φιλονικία μαζί του διεκδικούσε το σώμα του Μωυσή. Το μόνο που είπε ήταν: Ο Κύριος να σε κατακρίνει. Οι ψευδοδιδάσκαλοι, αντίθετα, καθυβρίζουν εκείνα που ξεπερνούν την αντίληψή τους κι εκείνα που ξέρουν από ένστικτο, σαν τα άλογα ζώα, κι αυτά ακόμα τους οδηγούν στην καταστροφή.

___________________________________________________________________________

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Λκ. 22:39-42, 45-23:1)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπορεύθη κατὰ τὸ ἔθος, εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν· ἠκολούθησαν δὲ αὐτῷ καὶ οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ. Γενόμενος δὲ ἐπὶ τοῦ τόπου, εἶπεν αὐτοῖς· Προσεύχεσθε μὴ εἰσελθεῖν εἰς πειρασμόν. Καὶ αὐτὸς ἀπεσπάσθη ἀπ᾿ αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν, καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύχετο, λέγων· Πάτερ, εἰ βούλει παρενεγκεῖν τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπ᾿ ἐμοῦ· πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γενέσθω. Καὶ ἀναστὰς ἀπὸ τῆς προσευχῆς, ἐλθὼν πρὸς τοὺς Μαθητὰς αὐτοῦ, εὗρεν αὐτοὺς κοιμωμένους ἀπὸ τῆς λύπης· καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί καθεύδετε; ἀναστάντες προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν. ῎Ετι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος, ἰδοὺ ὅχλος, καὶ ὁ λεγόμενος ᾿Ιούδας, εἷς τῶν Δώδεκα, προήρχετο αὐτῶν, καὶ ἤγγισε τῷ ᾿Ιησοῦ φιλῆσαι αὐτόν. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ᾿Ιούδα, φιλήματι τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως; Ἰδόντες δὲ οἱ περὶ αὐτὸν τὸ ἐσόμενον εἶπον αὐτῷ· Κύριε, εἰ πατάξομεν ἐν μαχαίρᾳ; Καὶ ἐπάταξεν εἷς τις ἐξ αὐτῶν τὸν δοῦλον τοῦ Ἀρχιερέως, καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ οὖς τὸ δεξιόν. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶπεν· Ἐᾶτε ἕως τούτου. Καὶ ἁψάμενος τοῦ ὠτίου αὐτοῦ, ἰάσατο αὐτόν. Εἶπε δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς πρὸς τοὺς παραγενομένους ἐπ᾿ αὐτὸν Ἀρχιερεῖς, καὶ Στρατηγοὺς τοῦ Ἱεροῦ καὶ Πρεσβυτέρους· Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξεληλύθατε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων; καθ᾿ ἡμέραν ὄντος μου μεθ᾿ ὑμῶν ἐν τῷ Ἱερῷ, οὐκ ἐξετείνατε τὰς χεῖρας ἐπ᾿ ἐμέ· ἀλλ᾿ αὕτη ὑμῶν ἐστὶν ἡ ὥρα, καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους. Συλλαβόντες δὲ αὐτὸν ἤγαγον, καὶ εἰσήγαγον εἰς τὸν οἶκον τοῦ Ἀρχιερέως. ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει μακρόθεν. Ἁψάντων δὲ πῦρ ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς, καὶ συγκαθισάντων αὐτῶν, ἐκάθητο ὁ Πέτρος ἐν μέσῳ αὐτῶν. Ἰδοῦσα δὲ αὐτὸν παιδίσκη τις καθήμενον πρὸς τὸ φῶς, καὶ ἀτενίσασα αὐτῷ, εἶπε· Καὶ οὗτος σὺν αὐτῷ ἦν. Ὁ δὲ ἠρνήσατο αὐτόν, λέγων· Γύναι, οὐκ οἶδα αὐτόν. Καὶ μετὰ βραχὺ ἕτερος ἰδὼν αὐτὸν, ἔφη· Καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ. Ὁ δὲ Πέτρος εἶπεν· Ἄνθρωπε, οὐκ εἰμί. Καὶ διαστάσης ὡσεὶ ὥρας μιᾶς, ἄλλος τις διϊσχυρίζετο λέγων· Ἐπ᾿ ἀληθείας καὶ οὗτος μετ᾿ αὐτοῦ ἦν· καὶ γὰρ Γαλιλαῖός ἐστιν. Εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· Ἄνθρωπε, οὐκ οἶδα ὃ λέγεις. Καὶ παραχρῆμα, ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ, ἐφώνησεν ὁ ἀλέκτωρ. Καὶ στραφεὶς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ· καὶ ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, ὡς εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι, ἀπαρνήσῃ με τρίς. Καὶ ἐξελθὼν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς. Καὶ οἱ ἄνδρες οἱ συνέχοντες τὸν ᾿Ιησοῦν ἐνέπαιζον αὐτῷ δέροντες· καὶ περικαλύψαντες αὐτὸν ἔτυπτον αὐτοῦ τὸ πρόσωπον· καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν, λέγοντες· Προφήτευσον τίς ἐστιν ὁ παίσας σε· καὶ ἕτερα πολλὰ βλασφημοῦντες ἔλεγον εἰς αὐτόν. Καὶ ὡς ἐγένετο ἡμέρα, συνήχθη τὸ πρεσβυτέριον τοῦ λαοῦ, Ἀρχιερεῖς καὶ Γραμματεῖς, καὶ ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον αὐτῶν λέγοντες· Εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός; εἰπὲ ἡμῖν. Εἶπε δὲ αὐτοῖς· ἐὰν ὑμῖν εἴπω, οὐ μὴ πιστεύσητε· ἐὰν δὲ καὶ ἐρωτήσω, οὐ μὴ ἀποκριθῆτε μοι, ἢ ἀπολύσητε· Ἀπὸ τοῦ νῦν ἔσται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Εἶπον δὲ πάντες· Σὺ οὖν εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ; Ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔφη· Ὑμεῖς λέγετε, ὅτι ἐγώ εἰμι. Οἱ δὲ εἶπον· Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτυρίας; αὐτοὶ γὰρ ἠκούσαμεν ἀπὸ τοῦ στόματος αὐτοῦ. Καὶ ἀναστὰν ἅπαν τὸ πλῆθος αὐτῶν, ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον.

Νεοελληνική Απόδοση 

Εκείνο τον καιρό, ο Ιησούς πήγε, όπως συνήθιζε, στο όρος των Ελαιών. Τον ακολούθησαν και οι μαθητές του. Όταν έφτασε στο συνηθι­σμένο τόπο τούς είπε: «Προσευχηθείτε, για να μη σας νικήσει ο πειρα­σμός». Εκείνος απομακρύνθηκε απ’ αυτούς σε απόσταση πετραβο­λιάς και, αφού γονάτισε, άρχισε να προσεύχεται λέγοντας: «Πατέ­ρα, αν θέλεις, γλίτωσέ με από αυτό το ποτήρι. Ας μη γίνει όμως το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου». φανερώθηκε τότε σ’ αυτόν άγγελος από τον ουρανό και τον ενίσχυε.  Όταν σηκώθηκε από την προσευχή, ήρθε προς τους μαθητές του και τους βρήκε να κοιμούνται, γιατί ήταν αποκαμωμένοι από τη λύπη. «Γιατί κοιμάστε;” Τους είπε. «Σηκωθείτε και προσευχηθείτε, για να μη σας νικήσει ο πειρασμός”. Ενώ μιλούσε ακόμα ο Ιησούς, φάνηκε πλήθος ανθρώπων. Τους οδηγούσε ένας από τους δώδεκα μαθητές που ονομαζόταν Ιούδας. Αυτός πλησίασε τον Ιησού για να τον φιλήσει. Γιατί αυτό το σημάδι τούς είχε δώσει: όποιον φιλήσω, αυτός είναι. Ο Ιησούς όμως του εί­πε: «Ιούδα, με φίλημα προδίνεις τον Υιό του Ανθρώπου;” Όταν εί­δαν οι μαθητές του τι μέλλει να γίνει, του είπαν: «Κύριε, να τους χτυπήσουμε με τη μάχαιρα;» Κι ένας απ’ αυτούς χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του έκοψε τα δεξιό αυτί. Ο Ιησούς γύρισε σ’ αυτούς και τους είπε: «φτάνει, έως εδώ!» Άγγιξε ύστερα το αυτί του δούλου και τον γιάτρεψε. Τότε ο Ιησούς είπε στους αρχιερείς, στους στρατηγούς του ναού και στους πρεσβυτέρους που ήρθαν να τον πιάσουν: «Ληστής είμαι και βγήκατε με μάχαιρες και ρόπαλα; Κάθε μέρα ήμουν ανάμεσά σας στο ναό, και δεν απλώσατε χέρι πάνω μου. Αυτή όμως είναι η ώρα σας, ώρα που κυριαρχεί το σκοτάδι». Αφού έπιασαν τον Ιησού, τον έσυραν και τον έβαλαν μέσα στο σπίτι του αρχιερέα. Ο Πέτρος ακολουθούσε από μακριά.  Άναψαν φωτιά στη μέση της αυλής και κάθισαν όλοι γύρω. Ανάμεσά τους κάθισε κι ο Πέτρος.  Κάποια υπηρέτρια που τον είδε να κάθεται κοντά στη φωτιά, τον κοίταξε και είπε: «Ήταν κι αυτός μαζί του».  Εκείνος όμως αρνήθηκε λέγοντας: «Δεν τον γνωρίζω αυτόν, κόρη μου».  Ύστερα από λίγο τον είδε κάποιος άλλος και είπε: “Κι εσύ ένας απ’ αυ­τούς είσαι». Ο Πέτρος όμως είπε: «Άνθρωπέ μου, δεν είμαι».  Αφού πέρασε περίπου μια ώρα, κάποιος άλλος επέμενε λέγοντας: «Ασφα­λώς ήταν κι αυτός μαζί του, γιατί είναι και Γαλιλαίος».  Είπε τότε ο Πέτρος: «Άνθρωπέ μου, δεν καταλαβαίνω τι λες»· κι αμέσως ενώ ακόμα μιλούσε, λάλησε ο πετεινός.  Τότε ο Κύριος γύρισε, έριξε μια ματιά στον Πέτρο, κι ο Πέτρος θυμήθηκε τα λόγια που του είχε πει: «Προτού λαλήσει ο πετεινός, θα αρνηθείς τρεις φορές πως με ξέρεις».  Ύστερα απ’ αυτό ο Πέτρος βγήκε έξω και έκλαψε πικρά. Οι άντρες που κρατούσαν τον Ιησού, τον περιγελούσαν και τον έδερναν. Του είχαν καλύψει το κεφάλι, τον χτυπούσαν στο πρόσω­πο και τον ρωτούσαν: «Αφού είσαι προφήτης, μάντευε ποιος είναι αυ­τός που σε χτύπησε». Κι άλλα πολλά του έλεγαν βλαστημώντας τον. Όταν ξημέρωσε, συγκεντρώθηκαν οι πρεσβύτεροι του λαού, οι αρχιερείς και οι γραμματείς και τον έσυραν στο συνέδριό τους. Εκεί του είπαν: «Πες μας, εσύ είσαι ο Χριστός;» τους απάντησε: «Αν σας το πω δε θα με πιστέψετε, κι αν σας ρωτήσω δε θα μου απαντή­σετε, ούτε θα με ελευθερώσετε. Από τώρα όμως, ο Υιός του Αν­θρώπου θα κάθεται στα δεξιά του παντοδύναμου Θεού». Είπαν τότε όλοι: «Εσύ, λοιπόν, είσαι ο Υιός του Θεού;” κι αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι, όπως εσείς οι ίδιοι το λέτε». Κι αυτοί είπαν: “Τι μας χρειάζονται πια οι μάρτυρες; το ακούσαμε οι ίδιοι από το στόμα του».  Τότε όλα τα μέλη του συνεδρίου σηκώθηκαν και έσυραν τον Ιησού στο Πιλάτο.

Back To Top