Τετάρτη, 22α Μαΐου 2024
Μαρτύρων Βασιλίσκου (1) (†308), Κοδράτου, Μαρκέλλου και Σοφίας. Νεομαρτύρων Δημητρίου (†1803) και Παύλου του οσίου, πολιούχων Τριπόλεως. Σοπωτού Καλαβρύτων (†1818). Αγίου Ιωάννου Βλαδίμηρου του ευσεβέστατου βασιλέως των Αχριδών, του θαυματουργού. Μνήμη της αγίας Θεοτόκου εν Σοφιανοίς. Μνήμη Β΄Οικουμενικής Συνόδου εν Κων/πόλει (381).
(1) Ο άγιος μάρτυρας Βασιλίσκος έδρασε κατά τούς χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου και ήταν ανεψιός του μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος, διακαής του δε πόθος ήταν, κατά το παράδειγμα του θείου του, η μαρτυρική του τελείωση. Και ο Θεός, ο οποίος αμείβει τούς ταπεινούς και βαθύτατα προσηλωμένους, πραγματοποίησε την επιθυμία του. Του εφανερώθη μάλιστα σε οπτασία συμβουλεύοντάς τον να υπάγει εις τα Κόμανα του Πόντου αφού πρώτα αποχαιρετήσει τούς οικείους του. Και όντως λίγες ημέρες αργότερα ο έπαρχος της Καππαδοκίας Αγρίππας διέταξε να τον συλλάβουν και αφού του φορέσουν σιδερένια υποδήματα τον οδήγησαν στον Πόντο. Στο δρόμο οι στρατιώτες για να αναπαυθούν έδεσαν τον άγιο σε ένα ξερό πλάτανο, ο οποίος με την προσευχή του Βασιλίσκου γέμισε φύλλα. Όταν έφθασαν στα Κόμανα οδηγήθηκε στον έπαρχο ο οποίος για να κάμψει το υψηλό αγωνιστικό φρόνημα του αγίου τον οδήγησε σε κάποιο ειδωλολατρικό ναό σε ημέρα επίσημης τελετής. Ο άγιος όχι μόνο παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη του στον Ένα και αληθινό Θεό αλλά κατόπιν θερμής προσευχής, συνέτριψε, όλα τα μιαρά αγάλματα του ναού το δε πρόσωπό του ακτινοβολούσε. Έξαλλος ο Αγρίππας διέταξε τον αποκεφαλισμό του και το σώμα του να ριχθεί σε κοντινό ποταμό. Κατά τη διάρκεια της νύκτας, ευσεβείς χριστιανοί το ανέσυραν και το έθαψαν ευλαβικά.
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Πραξ. 8:18-25)
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἰδὼν ὁ Σίμων ὅτι διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων δίδοται τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον, προσήνεγκεν αὐτοῖς χρήματα λέγων· δότε κἀμοὶ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ᾧ ἐὰν ἐπιθῶ τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα ῞Αγιον. Πέτρος δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν, ὅτι τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ ἐνόμισας διὰ χρημάτων κτᾶσθαι, Οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ· ἡ γὰρ καρδία σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Μετανόησον οὖν ἀπὸ τῆς κακίας σου ταύτης, καὶ δεήθητι τοῦ Θεοῦ εἰ ἄρα ἀφεθήσεταί σοι ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας σου· εἰς γὰρ χολὴν πικρίας καὶ σύνδεσμον ἀδικίας ὁρῶ σε ὄντα. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπε· Δεήθητε ὑμεῖς ὑπὲρ ἐμοῦ πρὸς τὸν Θεὸν ὅπως μηδὲν ἐπέλθῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ὧν εἰρήκατε. Οἱ μὲν οὖν διαμαρτυράμενοι καὶ λαλήσαντες τὸν λόγον τοῦ Κυρίου ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ, πολλάς τε κώμας τῶν Σαμαρειτῶν εὐηγγελίσαντο.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνες τις μέρες, όταν είδε ο Σίμων ότι με το να θέτουν τα χέρια τους οι απόστολοι πάνω σ’ αυτούς τους ανθρώπους, δινόταν το Άγιο Πνεύμα, τους έφερε χρήματα λέγοντας: «Δώστε και σ’ εμένα αυτή την εξουσία, ώστε σ’ όποιον επιθέτω τα χέρια μου, να λαβαίνει Άγιο Πνεύμα». Ο Πέτρος τότε του είπε: «Να χαθείς κι εσύ και τα λεφτά σου! Γιατί φαντάστηκες πως η δωρεά του Θεού μπορεί ν’ αποκτηθεί με χρήματα. Καμιά σχέση δεν έχεις εσύ με το ευαγγέλιο που κηρύττουμε. Γιατί η καρδιά σου δεν είναι ίσια μπροστά στο Θεό. Μετανόησε λοιπόν και παράτησε την κακή σου αυτό πρόθεση. Παρακάλεσε τον Κύριο, μήπως σε συγχωρέσει γι’ αυτό που σκέφτηκες γιατί σε βλέπω να είσαι γεμάτος κακία και κυριευμένος από την αδικία». Ο Σίμων αποκρίθηκε και είπε: «Παρακαλέστε εσείς για μένα το Θεό να μη μου συμβεί τίποτε απ’ αυτά που είπατε». Ύστερα απ’ αυτά ο Πέτρος και ο Ιωάννης, αφού έδωσαν τη μαρτυρία τους και κήρυξαν το λόγο του Κυρίου, γύρισαν στα Ιεροσόλυμα. Στο δρόμο τους κήρυξαν τα ευαγγέλιο σε πολλά χωριά των Σαμαρειτών.
___________________________________________________________________________
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Ιω. 6: 35-39)
Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς πεπιστευκότας αὐτῷ Ἰουδαίους· Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με, οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε. Ἀλλ᾿ εἶπον ὑμῖν, ὅτι καὶ ἑωράκατέ με, καὶ οὐ πιστεύετε. Πᾶν ὃ δίδωσί μοι ὁ Πατήρ, πρὸς ἐμὲ ἥξει, καὶ τὸν ἐρχόμενον πρός με, οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω· ὅτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με. Τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκέ μοι, μὴ ἀπολέσω ἐξ αὐτοῦ, ἀλλὰ ἀναστήσω αὐτὸ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
Νεοελληνική Απόδοση
Είπε ο Κύριος προς τους Ιουδαίους που τον πίστευαν· Εγώ είμαι αυτό το ψωμί, ο άρτος της ζωής. Όποιος έρχεται σ’ εμένα δε θα πεινάσει, κι όποιος πιστεύει σ’ εμένα δε θα διψάσει ποτέ. Σας έχω όμως κιόλας πει πως, ενώ με είδατε, δε με πιστεύετε. Όποιον δίνει σ’ εμένα ο Πατέρας, αυτός θα ’ρθεί κοντά μου· κι αυτόν που θα ’ρθεί κοντά μου, εγώ δε θα τον αποδιώξω, γιατί εγώ κατέβηκα από τον ουρανό για να κάνω όχι ό,τι θέλω εγώ, αλλά αυτό που θέλει εκείνος που μ’ έστειλε. Και το θέλημα εκείνου που μ’ έστειλε είναι να μη χαθεί κανένας απ’ όσους μου έχει δώσει, αλλά όλους να τους αναστήσω την έσχατη ημέρα.