Τετάρτη, 5η Ιουνίου 2024
Ιερομαρτύρων Δωροθέου († 362) και Θεοδώρου, επισκόπων Τύρου. Δέκα Μαρτύρων, των εν Αιγύπτω: Απόλλωνος, Αρείου, Γοργίου, Λεωνίδου (πατρός Ώριγένους), Μαρκιανού, Νικάνδρου, Πάμφωνος, Υπερεχίου, Ειρήνης και Σελήνης (†δ΄αι.). Μαρτύρων Πλουτάρχου και Σερίνου. Κόνωνος και Χριστόφορου, των από Ρώμης. Νόννου. Νεομάρτυρος Μάρκου, του νέου, του εν Χίω (1) (1801). Οσίου Θεοδώρου δουκός, του Ρώσου.
(1) Ο άγιος νεομάρτυρας Μάρκος, γεννήθηκε στη Σμύρνη. Σε νεαρή ηλικία το 1788, νυμφεύθηκε, αλλά συσχετίσθηκε στην Έφεσο με μίαν άλλη χριστιανή γυναίκα και κάποια ημέρα συνελήφθησασν επ` αυτοφώρω. Ο άγιος και η ερωμένη του αρνήθηκαν την πίστη τους ενώπιον του κριτή. Γρήγορα όμως αισθάνθηκε τύψεις για την ανόσια πράξη του, γι` αυτό με δάκρυα εξομολογήθηκε το γεγονός σε κάποιο φημισμένο πνευματικό ο οποίος τούς διευκόλυνε να φύγουν στη Σμύρνη και μετά από αρκετές περιπλανήσεις να φθάσουν στη Βενετία όπου χρίστηκαν με Άγιο Μύρο και νυμφεύθηκαν. Μέσα του όμως σιγόκαιγε η φλόγα του μαρτυρίου. Την πρώτη φορά ο πνευματικός του τον απέτρεψε. Τότε ο Μάρκος αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Χίο. Εκεί μετά από θερμή προσευχή, και αφού μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων, παρουσιάσθηκε στο κριτήριο όπου με θάρρος ομολόγησε την πίστη του στο Σωτήρα και Λυτρωτή Χριστό. Συνελήφθη και ρίχθηκε στη φυλακή όπου υπέστη σκληρά βασανιστήρια. Το ίδιο συνέβη και τη δεύτερη φορά που παρουσιάσθηκε στο κριτήριο, ακλόνητος και ακτινοβόλος, διακήρυξε την ορθόδοξο πίστη του. Οι Τούρκοι τον έριξαν από τις σκάλες, τον φυλάκισαν εκ νέου και τον υπέβαλαν σε φρικτότερα βασανιστήρια. Οι χριστιανοί της Χίου όταν πληροφορήθηκαν το γεγονός, άρχισαν να νηστεύουν και να προσεύχονται θερμά για να τον ενισχύσει ο Κύριος. Αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, οδηγήθηκε στις 5 Ιουνίου 1801 στον τόπο της εκτέλεσης, όπου τον αποκεφάλισαν χαρίζοντας στην Εκκλησία ένα ακόμη καλλίνικο μάρτυρα.
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Πραξ. 13:13-24)
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἀναχθέντες ἀπὸ τῆς Πάφου οἱ περὶ τὸν Παῦλον ἦλθον εἰς Πέργην τῆς Παμφυλίας· ᾿Ιωάννης δὲ ἀποχωρήσας ἀπ᾿ αὐτῶν ὑπέστρεψεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα. Αὐτοὶ δὲ διελθόντες ἀπὸ τῆς Πέργης παρεγένοντο εἰς ᾿Αντιόχειαν τῆς Πισιδίας, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὴν συναγωγὴν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἐκάθισαν. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν ἀπέστειλαν οἱ ἀρχισυνάγωγοι πρὸς αυτοὺς λέγοντες· Ἄνδρες ἀδελφοί, εἰ ἔστι λόγος ἐν ὑμῖν παρακλήσεως πρὸς τὸν λαόν, λέγετε. Ἀναστὰς δὲ Παῦλος καὶ κατασείσας τῇ χειρὶ εἶπεν· Ἄνδρες ᾿Ισραηλῖται καὶ οἱ φοβούμενοι τὸν Θεόν, ἀκούσατε. Ὁ Θεὸς τοῦ λαοῦ τούτου ᾿Ισραὴλ ἐξελέξατο τοὺς πατέρας ἡμῶν, καὶ τὸν λαὸν ὕψωσεν ἐν τῇ παροικίᾳ ἐν γῇ Αὶγύπτῳ, καὶ μετὰ βραχίονος ὑψηλοῦ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐξ αὐτῆς, καὶ ὡς τεσσαρακονταετῆ χρόνον ἐτροποφόρησεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ καθελὼν ἔθνη ἑπτὰ ἐν γῇ Χαναὰν κατεκληρονόμησεν αὐτοῖς τὴν γῆν αὐτῶν. Καὶ μετὰ ταῦτα ὡς ἔτεσι τετρακοσίοις καὶ πεντήκοντα ἔδωκε κριτὰς ἕως Σαμουὴλ τοῦ προφήτου. Κἀκεῖθεν ᾐτήσαντο βασιλέα, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς τὸν Σαοὺλ υἱὸν Κίς, ἄνδρα ἐκ φυλῆς Βενιαμίν, ἔτη τεσσαράκοντα· καὶ μεταστήσας αὐτὸν ἤγειρεν αὐτοῖς τὸν Δαυῒδ εἰς βασιλέα, ᾧ καὶ εἶπε μαρτυρήσας· «Εὗρον Δαυῒδ τὸν τοῦ ᾿Ιεσσαί, ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου, ὃς ποιήσει πάντα τὰ θελήματά μου». Τούτου ὁ Θεὸς ἀπὸ τοῦ σπέρματος κατ᾿ ἐπαγγελίαν ἤγαγε τῷ ᾿Ισραὴλ σωτηρίαν, προκηρύξαντος ᾿Ιωάννου πρὸ προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ βάπτισμα μετανοίας παντὶ τῷ λαῷ ᾿Ισραήλ.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνες τις μέρες, ο Παύλος και οι συνοδοί του έφυγαν με πλοίο από την Πάφο και ήρθαν στην Πέργη της Παμφυλίας. Ο Ιωάννης όμως τους άφησε και γύρισε στα Ιεροσόλυμα. Αυτοί διέσχισαν την περιοχή, κι από την Πέργη έφτασαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Το Σάββατο πήγαν στη συναγωγή και κάθισαν. Μετά την ανάγνωση των περικοπών από το νόμο και τους προφήτες, οι αρχισυνάγωγοι έστειλαν και τους είπαν: «Αδελφοί, αν έχετε να πείτε στο λαό κανένα λόγο ενισχυτικό, μιλήστε». Τότε ο Παύλος σηκώθηκε, έκανε νόημα με το χέρι να γίνει ησυχία, και είπε: «Ισραηλίτες, κι εσείς οι άλλοι που λατρεύετε τον ένα Θεό, ακούστε με· ο Θεός του λαού τούτου, του Ισραήλ, διάλεξε τους προγόνους μας και τους έκανε ένα μεγάλο λαό, ενώ ακόμα ήταν ξένοι στην Αίγυπτο. Με την μεγάλη δύναμή του τους έβγαλε απ’ εκεί, και υπέμεινε τη διαγωγή τους σαράντα χρόνια στην έρημο. Εξολόθρεψε επτά έθνη στη Χαναάν και τους έδωσε κληρονομιά τη γη τους. Ύστερα από τετρακόσια πενήντα χρόνια τους έδωσε κριτές, μέχρι τον προφήτη Σαμουήλ. Από κει κι έπειτα ζήτησαν βασιλιά, κι ο Θεός τους έδωσε τα Σαούλ, γιο του Κις, από τη φυλή Βενιαμίν, για σαράντα χρόνια. Ύστερα τον καθαίρεσε, ανέδειξε βασιλιά τους το Δαβίδ κι έδωσε τη μαρτυρία του γι’ αυτόν λέγοντας: «Βρήκα το Δαβίδ, το γιο του Ιεσσαί, όπως τον θέλει η καρδιά μου· αυτός θα πραγματοποιήσει σ’ όλα το θέλημά μου». Κι όπως το είχε υποσχεθεί, έφερε ο Θεός τη σωτηρία στον Ισραήλ με έναν απόγονο του Δαβίδ, τον Ιησού. Προηγουμένως, πριν αρχίσει ο Ιησούς τη δημόσια δράση του, είχε κηρύξει ο Ιωάννης σ’ όλον το λαό του Ισραήλ να μετανοήσουν και να βαφτιστούν.
___________________________________________________________________________
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Ιω. 6: 5-14)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καὶ θεασάμενος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτόν, λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον· Πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν οὗτοι; Τοῦτο δὲ ἔλεγε, πειράζων αὐτόν· αὐτὸς γὰρ ᾔδει τί ἔμελλε ποιεῖν. Ἀπεκρίθη αὐτῷ Φίλιππος· Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκοῦσιν αὐτοῖς, ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχύ τι λάβῃ. Λέγει αὐτῷ εἰς ἐκ τῶν Μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου· Ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε, ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους; Εἶπε δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς· ποιήσατε τοὺς ἀνθρώπους ἀναπεσεῖν· ἦν δὲ χόρτος πολὺς ἐν τῷ τόπῳ. Ἀνέπεσον οὖν οἱ ἄνδρες, τὸν ἀριθμὸν ὡσεὶ πεντακισχίλιοι. Ἔλαβε δὲ τοὺς ἄρτους ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εὐχαριστήσας διέδωκε τοῖς Μαθηταῖς, οἱ δὲ Μαθηταὶ τοῖς ἀνακειμένοις· ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν ὀψαρίων ὅσον ἤθελον. Ὡς δὲ ἐνεπλήσθησαν, λέγει τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ· συναγάγετε τὰ περισσεύσαντα κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται. Συνήγαγον οὖν καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων, ἐκ τῶν πέντε ἄρτων τῶν κριθίνων, ἃ ἐπερίσσευσε τοῖς βεβρωκόσιν. Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ ἐποίησε σημεῖον ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγον· Ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Προφήτης, ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, σήκωσε τα μάτια ο Ιησούς και είδε ότι πολύς κόσμος ερχόταν προς το μέρος του, λέει στο Φίλιππο: «Από πού μπορούμε ν’ αγοράσουμε ψωμί, για να φάνε αυτοί οι άνθρωποι;» Αυτό το είπε για να δει τι θ’ απαντούσε ο Φίλιππος, επειδή ο ίδιος ήξερε τι έμελλε να κάνει. Ο Φίλιππος του απάντησε: «Ακόμα και διακόσια δηνάρια να δώσουμε για ψωμιά, δε θα φτάσουν ώστε να πάρει ο καθένας ένα μικρό κομμάτι». Ο Ανδρέας, ένας από τους μαθητές του, αδελφός του Σίμωνα Πέτρου, του λεει: «Είναι εδώ ένα παιδί που έχει πέντε κρίθινα ψωμιά και δύο ψάρια· αλλά τι είναι αυτά για τόσους ανθρώπους;» Τότε είπε ο Ιησούς: «Φροντίστε να καθίσουν οι άνθρωποι κάτω για φαγητό». Το χορτάρι στην περιοχή ήταν πολύ. Κάθισαν λοιπόν κάτω· οι άντρες ήταν περίπου πέντε χιλιάδες. Πήρε τότε ο Ιησούς τα ψωμιά και, αφού είπε ευχαριστήρια προσευχή, τα μοίρασε στους μαθητές και οι μαθητές στον κόσμο που είχε καθίσει κάτω· παρομοίως κι από τα ψάρια έδινε όσο ήθελαν. Κι όταν χόρτασαν, λέει στους μαθητές του: «Μαζέψτε τα κομμάτια που περίσσεψαν, για να μην πάει τίποτε χαμένο». Τα μάζεψαν, λοιπόν, και γέμισαν δώδεκα κοφίνια με περισσεύματα από τα πέντε κρίθινα ψωμιά, κομμάτια που περίσσεψαν απ’ αυτούς που είχαν φάει. Όταν οι άνθρωποι είδαν πως έκανε ένα τέτοιο θαύμα, έλεγαν: «Σίγουρα αυτός είναι ο προφήτης που περιμένουμε να έρθει στον κόσμο».