skip to Main Content

Πέμπτη, 6η Ιουνίου 2024

Πέντε Παρθένων και Μαρτύρων: Μάρθας, Μαρίας, Κυράς Βαλερίας, Μαρκίας και της συνοδείας αυτών και Γελασίου. Νεομάρτυρος Μιχαήλ, του κηπουρού (†1770). Οσίων Ιλαρίωνος του νέου (1), ηγουμένου Μονής των Δαλμάτων (†845), Ανούβ του σημειοφόρου, Αττάλου του θαυματουργού και Φώτα.

(1) Ο όσιος Ιλαρίων καταγόταν από την Καππαδοκία και έζησε τον 9ο αι. Οι γονείς του, Πέτρος και Θεοδοσία, ήταν ευσεβείς και ενάρετοι άνθρωποι και γαλούχησαν τον μικρό γιο τους με την ορθόδοξη πίστη. Όταν ενηλικιώθηκε, ποθώντας το δρόμο της αρετής και της άσκησης πήγε στο μοναστήρι της Ξηρονησίας, στην Κωνσταντινούπολη, όπου αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στην άσκηση, την αυστηρή νηστεία, τη σιωπή και την μελέτη των Θείων Γραφών. Αργότερα πήγε στη Μονή Δαλμάτων, όπου και έγινε μεγαλόσχημος. Εκεί παρέμεινε μία δεκαετία και γρήγορα έγινε παράδειγμα άσκησης, ταπεινοφροσύνης και μεγαθυμίας για όλους τούς αδελφούς, οι οποίοι παμψηφεί τον ανέδειξαν ηγούμενο της Μονής. Όταν ξέσπασε η θύελλα της Εικονομαχίας ο αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος, με τον ασεβή πατριάρχη Θεόδοτο το Μελισσηνό, προσπάθησαν, ανεπιτυχώς, να κάμψουν το αγέρωχο φρόνημα του οσίου. Εκείνος όρθωσε το πνευματικό του ανάστημα και στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Τότε άρχισε ο απηνής διωγμός του. Επί οκτώ ολόκληρα χρόνια, υπέστη αγόγγυστα και με θαυμαστή καρτερία περιορισμούς σε απομακρυσμένες Μονές, φυλακίσεις, ξυλοδαρμούς και εξορίες. Άντεξε όμως, όλες τις ταλαιπωρίες «ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού», ευχαριστώντας και δοξάζοντας τον Κύριο, που τον αξίωσε να μείνει αλύγιστος στις επάλξεις του αγώνα. Μετά το θρίαμβο της Ορθοδοξίας, επέστρεψε στη Μονή του, έζησε τρία ακόμη χρόνια και εκοιμήθη ειρηνικά σε ηλικία 70 ετών.

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Πραξ. 14:20-28. 15: 1-4)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐξῆλθε ὁ Παῦλος σὺν τῷ Βαρνάβᾳ εἰς Δέρβην. Εὐαγγελισάμενοί τε τὴν πόλιν ἐκείνην καὶ μαθητεύσαντες ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν καὶ ᾿Ικόνιον καὶ ᾿Αντιόχειαν, ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν, παρακαλοῦντες ἐμμένειν τῇ πίστει, καὶ ὅτι διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ᾿ ἐκκλησίαν καὶ προσευξάμενοι μετὰ νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ, εἰς ὃν πεπιστεύκασι· Καὶ διελθόντες τὴν Πισιδίαν ἦλθον εἰς Παμφυλίαν, καὶ λαλήσαντες ἐν Πέργῃ τὸν λόγον κατέβησαν εἰς ᾿Αττάλειαν, κἀκεῖθεν ἀπέπλευσαν εἰς ᾿Αντιόχειαν, ὅθεν ἦσαν παραδεδομένοι τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ἔργον ὃ ἐπλήρωσαν. Παραγενόμενοι δὲ καὶ συναγαγόντες τὴν ἐκκλησίαν ἀνήγγειλαν ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτῶν, καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως. Διέτριβον δὲ ἐκεῖ χρόνον οὐκ ὀλίγον σὺν τοῖς μαθηταῖς. Καί τινες κατελθόντες ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι ἐὰν μὴ περιτέμνησθε τῷ ἔθει Μωϋσέως, οὐ δύνασθε σωθῆναι. Γενομένης οὖν στάσεως καὶ ζητήσεως οὐκ ὀλίγης τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Βαρνάβᾳ πρὸς αὐτούς, ἔταξαν ἀναβαίνειν Παῦλον καὶ Βαρνάβαν καί τινας ἄλλους ἐξ αὐτῶν πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ πρεσβυτέρους εἰς ῾Ιερουσαλὴμ περὶ τοῦ ζητήματος τούτου. Οἱ μὲν οὖν προπεμφθέντες ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας διήρχοντο τὴν Φοινίκην καὶ Σαμάρειαν ἐκδιηγούμενοι τὴν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνῶν, καὶ ἐποίουν χαρὰν μεγάλην πᾶσι τοῖς ἀδελφοῖς. Παραγενόμενοι δὲ εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἀπεδέχθησαν ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρεσβυτέρων, ἀνήγγειλάν τε ὅσα ὁ Θεὸς ἐποίησε μετ᾿ αὐτῶν.

 

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνες τις μέρες, ο Παύλος ξεκίνησε μαζί με το Βαρνάβα για τη Δέρ­βη. Αφού κήρυξαν το ευαγγέλιο στην πόλη εκείνη και έκαναν πολ­λούς χριστιανούς, γύρισαν στα Λύστρα και στο Ικόνιο και στην Αντιό­χεια της Πισιδίας, στηριζοντας τις ψυχές των χριστιανών και συμ­βουλεύοντάς τους να μένουν ακλόνητοι στην πίστη. «Για να μπούμε στη «βασιλεία των Ουρανών», τούς έλεγαν, «πρέπει να περάσουμε από πολλούς διωγμούς». Κι αφού χειροτόνησαν πρεσβυτέρους σε κάθε εκκλησία τους, νήστεψαν και προσευχήθηκαν και τους εμπι­στεύτηκαν στον Κύριο, στον οποίο είχαν πιστέψει. Ύστερα διέσχισαν την Πισιδία και ήρθαν στην Παμφυλία. Κήρυξαν το μήνυμά τους στην Πέργη και ύστερα κατέβηκαν στην Αττάλεια. Από κει πή­γαν με πλοίο στην Αντιόχεια της Συρίας, στην πόλη απ’ όπου είχαν ξεκινήσει παραδομένοι στη χάρη του Θεού για το έργο που τώρα έφεραν σε πέρας. Όταν έφτασαν, συγκέντρωσαν την εκκλησία και τους διηγήθη­καν όσα έκανε ο Θεός μ’ αυτούς και ότι άνοιξε και στους εθνικούς την πόρτα της πίστεως. Ο Παύλος και ο Βαρνάβας παρέμειναν εκεί αρκετόν καιρό με τους πιστούς. Μερικοί χριστιανοί που ήρθαν από την Ιουδαία δίδασκαν τους αδελφούς: «Αν δεν περιτέμνεστε, όπως προστάζει ο νόμος του Μωυσή, δεν μπορείτε να σωθείτε». Επειδή έγινε αναστάτωση και συζήτηση μεγάλη ανάμεσα στον Παύλο και τον Βαρνάβα από τη μια, και σ’ αυτούς από την άλλη, αποφασίστηκε ν’ ανέβουν ο Παύλος και  ο Βαρνάβας και μερικοί άλλοι από τους χριστιανούς της Αντιόχειας στα Ιεροσόλυμα, για να λύσουν εκεί το ζήτημα αυτό με τους αποστό­λους και τους πρεσβυτέρους. Η εκκλησία τούς κατευόδωσε, κι αυτοί διέσχισαν τη Φοινίκη και τη Σαμάρεια, μιλώντας παντού για την επι­στροφή των εθνικών στο Χριστό, κι έδιναν έτσι μεγάλη χαρά σ’ όλους τους αδελφούς. Όταν έφτασαν στην Ιερουσαλήμ, τους έγινε υποδοχή από τα μέλη της εκκλησίας, από τους αποστόλους και από τους πρεσβύτερους. Αυτοί τους διηγήθηκαν όσα ο Θεός έκανε μ’ αυ­τους.

___________________________________________________________________________

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Ιω. 9: 39-41, 10:1-9)

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· Εἰς κρῖμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἵνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι, καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται. Καὶ ἤκουσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων ταῦτα οἱ ὄντες μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἶπον αὐτῶ· Μὴ καὶ ἡμεῖς τυφλοί ἐσμεν; Εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Εἰ τυφλοὶ ἦτε, οὐκ ἂν εἴχετε ἁμαρτίαν· νῦν δὲ λέγετε Ὅτι βλέπομεν· ἡ οὖν ἁμαρτία ὑμῶν μένει. ᾿Αμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶ καὶ λῃστής· ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων. Τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει, καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα καλεῖ κατ᾿ ὄνομα, καὶ ἐξάγει αὐτά. Καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται· καὶ τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ. Ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ᾿ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν. Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ οὐκ ἔγνωσαν, τίνα ἦν ἃ ἐλάλει αὐτοῖς. Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. Πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ, κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί· ἀλλ᾿ οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ πρόβατα. Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾿ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται καὶ εἰσελεύσεται, καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει.

Νεοελληνική Απόδοση 

Είπε ο Κύριος προς τους ερχόμενους προς αυτόν Ιουδαίους· «Ήρθα για να φέρω σε κρίση τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δε βλέπουν να βρουν το φως τους, κι εκείνοι που βλέ­πουν ν’ αποδειχτούν τυφλοί». Μερικοί Φαρισαίοι που ήταν εκεί μαζί του, άκουσαν τα λόγια αυ­τά και του είπαν: «Μήπως είμαστε κι εμείς τυφλοί;» «Αν ήσασταν τυ­φλοί», τους απάντησε ο Ιησούς. «δε θα ήσασταν ένοχοι· αφού όμως τώρα λέτε με βεβαιότητα «εμείς βλέπουμε», η ενοχή σας παραμένει».  Σας βεβαιώνω: εκείνος που δεν μπαίνει από την πόρτα στη, μάντρα των προβάτων, αλλά πηδάει μέσα απ’ αλλού, είναι κλέφτης και ληστής. Αυτός όμως που μπαίνει από την πόρτα είναι ο βοσκός των προβάτων. Ο φύλακας του ανοίγει την πόρτα, και τα πρόβατα αναγνωρίζουν τη φωνή του· τα φωνάζει το καθένα με τ’ όνο­μά του και τα οδηγεί έξω. Όταν τα βγάλει όλα έξω, μπαίνει αυτός μπροστά και τα πρόβατα τον ακολουθούν, γιατί αναγνωρίζουν τη φω­νή του· τον ξένο δεν θα τον ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν μακριά του, γιατί δεν αναγνωρίζουν τη φωνή των ξένων». Αυτή την παραβο­λή τους είπε ο Ιησούς. Εκείνοι όμως δεν κατάλαβαν για ποιο πράγμα τους μιλούσε. Τους είπε λοιπόν πάλι ο Ιησούς: «Σας βεβαιώνω πως εγώ είμαι η πόρτα για τα πρόβατα. Όλοι όσοι ήρθαν πριν από μένα ήταν κλέ­φτες και ληστές. Έτσι, τα πρόβατα δεν τους αναγνώρισαν. Εγώ είμαι η θύρα· όποιος περάσει από μένα θα βρει σωτηρία, και θα μπαίνει και θα βγαίνει και θα βρίσκει βοσκή.

Back To Top