skip to Main Content

Παρασκευή, 21η Ιουνίου 2024

Ιουλιανού, του εν Κιλικία († γ΄- δ΄αι.) και Αφροδισίου. Ιερομάρτυρος Τερεντίου επισκόπου Ικονίου († α΄αι.) και των συν αυτώ: Αντωνίου πρεσβυτέρου, Αναστασίου, Κελσίου, Βασιλίσσης. Νεομαρτύρων Παχωμίου οσίου (†1730) και Νικήτα του Νισυρίου (1), του εν Χίω μαρτυρικώς αθλήσαντος (†1732).

(1) Ο άγιος Νικήτας, γεννήθηκε στη Νίσυρο το 1716, από πλούσιους γονείς. Ο πατέρας του ήταν δημογέροντας του νησιού, έπεσε όμως στη δυσμένεια των Τούρκων και για να αποφύγει τις τιμωρίες, εξισλαμίσθηκε με όλη του την οικογένεια και μετακόμισε στη Ρόδο. Εκεί ο μικρότερος γιος, ο Μεχμέτ, πληροφορήθηκε ότι κάποτε ήταν χριστιανός και τον έλεγαν Νικήτα. Αμέσως μετά, σε ηλικία 14 ετών ο Νικήτας πήγε στη Νέα Μονή της Χίου όπου στον ηγούμενο εξομολογήθηκε την περίπτωσή του. Ο ηγούμενος τον παρέπεμψε στον εφησυχάζοντα πρώην Θηβών Μακάριο, ο οποίος τον μύρωσε και του έδωσε χρήσιμες συμβουλές. Ο Νικήτας παρέμεινε στη Μονή κατηχούμενος και εκεί τον κατέλαβε ο πόθος τού μαρτυρίου και με τις συμβουλές του περίφημου ασκητή Ανθίμου Αγιοπατερίτη και την ευχή και την ευλογία των άλλων πατέρων, αναχώρησε για τη Χίο. Όταν έφθασε του ζητήθηκε από τούς Τούρκους ο κεφαλικός φόρος τον οποίο ο Νικήτας δεν μπορούσε να καταβάλλει. Τότε τον παρέλαβε ο Τούρκος υπάλληλος για να τον οδηγήσει στη φυλακή στη θέση Βουνάκι. Στο δρόμο τούς συνάντησε κάποιος ιερέας και χαιρέτησε τον Νικήτα με το όνομα Μεχμέτ. Όταν ο Τούρκος άκουσε και έμαθε περί τίνος πρόκειται τον οδήγησε στον Αγά. Εκεί ο Νικήτας ομολόγησε με παρρησία την πίστη του παρά τις πιέσεις και τις απειλές των Τούρκων για να τον συγκρατήσουν στη θρησκεία τους. Επειδή όμως δεν το κατόρθωσαν τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια τα οποία διήρκησαν δέκα ημέρες. Στο τέλος τον αποκεφάλισαν στις 21 Ιουνίου 1732 σε ηλικία 17 ετών, χαρίζοντάς του τον στέφανο του μαρτυρίου και την ουράνια δόξα.

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Πραξ. 27:1-44, 28:1 )

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ὡς ἐκρίθη τοῦ ἀποπλεῖν ἡμᾶς εἰς τὴν ᾿Ιταλίαν, παρεδίδουν τόν τε Παῦλον καί τινας ἑτέρους δεσμώτας ἑκατοντάρχῃ ὀνόματι ᾿Ιουλίῳ σπείρης Σεβαστῆς. Ἐπιβάντες δὲ πλοίῳ ᾿Αδραμυττηνῷ μέλλοντες πλεῖν τοὺς κατὰ τὴν ᾿Ασίαν τόπους ἀνήχθημεν, ὄντος σὺν ἡμῖν ᾿Αριστάρχου Μακεδόνος Θεσσαλονικέως, τῇ τε ἑτέρᾳ κατήχθημεν εἰς Σιδῶνα· φιλανθρώπως τε ὁ ᾿Ιούλιος τῷ Παύλῳ χρησάμενος ἐπέτρεψε πρὸς τοὺς φίλους πορευθέντα ἐπιμελείας τυχεῖν. Κἀκεῖθεν ἀναχθέντες ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κύπρον διὰ τὸ τοὺς ἀνέμους εἶναι ἐναντίους, τό τε πέλαγος τὸ κατὰ τὴν Κιλικίαν καὶ Παμφυλίαν διαπλεύσαντες κατήλθομεν εἰς Μύρα τῆς Λυκίας. Κἀκεῖ εὑρὼν ὁ ἑκατοντάρχης πλοῖον ᾿Αλεξανδρινὸν πλέον εἰς τὴν ᾿Ιταλίαν ἀνεβίβασεν ἡμᾶς εἰς αὐτό. Ἐν ἱκαναῖς δὲ ἡμέραις βραδυπλοοῦντες καὶ μόλις γενόμενοι κατὰ τὴν Κνίδον, μὴ προσεῶντος ἡμᾶς τοῦ ἀνέμου, ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κρήτην κατὰ Σαλμώνην, μόλις τε παραλεγόμενοι αὐτὴν ἤλθομεν εἰς τόπον τινὰ καλούμενον Καλοὺς Λιμένας, ᾧ ἐγγὺς ἦν πόλις Λασαία. Ικανοῦ δὲ χρόνου διαγενομένου καὶ ὄντος ἤδη ἐπισφαλοῦς τοῦ πλοὸς διὰ τὸ καὶ τὴν νηστείαν ἤδη παρεληλυθέναι, παρῄνει ὁ Παῦλος λέγων αὐτοῖς· Ἄνδρες, θεωρῶ ὅτι μετὰ ὕβρεως καὶ πολλῆς ζημίας οὐ μόνον τοῦ φόρτου καὶ τοῦ πλοίου, ἀλλὰ καὶ τῶν ψυχῶν ἡμῶν μέλλειν ἔσεσθαι τὸν πλοῦν. Ὁ δὲ ἑκατοντάρχης τῷ κυβερνήτῃ καὶ τῷ ναυκλήρῳ ἐπείθετο μᾶλλον ἢ τοῖς ὑπὸ τοῦ Παύλου λεγομένοις. Ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν οἱ πλείους ἔθεντο βουλὴν ἀναχθῆναι κἀκεῖθεν, εἴ πως δύναιντο καταντήσαντες εἰς Φοίνικα παραχειμάσαι, λιμένα τῆς Κρήτης βλέποντα κατὰ λίβα καὶ κατὰ χῶρον. ῾Υποπνεύσαντος δὲ νότου δόξαντες τῆς προθέσεως κεκρατηκέναι, ἄραντες ἆσσον παρελέγοντο τὴν Κρήτην. Μετ᾿ οὐ πολὺ δὲ ἔβαλε κατ᾿ αὐτῆς ἄνεμος τυφωνικὸς ὁ καλούμενος Εὐροκλύδων. Συναρπασθέντος δὲ τοῦ πλοίου καὶ μὴ δυναμένου ἀντοφθαλμεῖν τῷ ἀνέμῳ ἐπιδόντες ἐφερόμεθα. Νησίον δέ τι ὑποδραμόντες καλούμενον Κλαύδην μόλις ἰσχύσαμεν περικρατεῖς γενέσθαι τῆς σκάφης, ἣν ἄραντες βοηθείαις ἐχρῶντο ὑποζωννύντες τὸ πλοῖον· φοβούμενοί τε μὴ εἰς τὴν Σύρτιν ἐκπέσωσι, χαλάσαντες τὸ σκεῦος οὕτως ἐφέροντο. Σφοδρῶς δὲ χειμαζομένων ἡμῶν τῇ ἑξῆς ἐκβολὴν ἐποιοῦντο, καὶ τῇ τρίτῃ αὐτόχειρες τὴν σκευὴν τοῦ πλοίου ἐρρίψαμεν. Μήτε δὲ ἡλίου μήτε ἄστρων ἐπιφαινόντων ἐπὶ πλείονας ἡμέρας, χειμῶνός τε οὐκ ὀλίγου ἐπικειμένου, λοιπὸν περιῃρεῖτο πᾶσα ἐλπὶς τοῦ σῴζεσθαι ἡμᾶς. Πολλῆς δὲ ἀσιτίας ὑπαρχούσης τότε σταθεὶς ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ αὐτῶν εἶπεν· Ἔδει μέν, ὦ ἄνδρες, πειθαρχήσαντάς μοι μὴ ἀνέγεσθαι ἀπὸ τῆς Κρήτης κερδῆσαί τε τὴν ὕβριν ταύτην καὶ τὴν ζημίαν. Καὶ τὰ νῦν παραινῶ ὑμᾶς εὐθυμεῖν· ἀποβολὴ γὰρ ψυχῆς οὐδεμία ἔσται ἐξ ὑμῶν πλὴν τοῦ πλοίου. Παρέστη γάρ μοι τῇ νυκτὶ ταύτῃ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ οὗ εἰμι, ᾧ καὶ λατρεύω, λέγων· Μὴ φοβοῦ, Παῦλε· Καίσαρί σε δεῖ παραστῆναι· καὶ ἰδοὺ κεχάρισταί σοι ὁ Θεὸς πάντας τοὺς πλέοντας μετὰ σοῦ. Διὸ εὐθυμεῖτε, ἄνδρες· πιστεύω γὰρ τῷ Θεῷ ὅτι οὕτως ἔσται καθ᾿ ὃν τρόπον λελάληταί μοι. Εἰς νῆσον δέ τινα δεῖ ἡμᾶς ἐκπεσεῖν. ῾Ως δὲ τεσσαρεσκαιδεκάτη νὺξ ἐγένετο διαφερομένων ἡμῶν ἐν τῷ ᾿Αδρίᾳ, κατὰ μέσον τῆς νυκτὸς ὑπενόουν οἱ ναῦται προσάγειν τινὰ αὐτοῖς χώραν. Καὶ βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς εἴκοσι, βραχὺ δὲ διαστήσαντες καὶ πάλιν βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς δέκα πέντε· φοβούμενοί τε μήπως εἰς τραχεῖς τόπους ἐκπέσωμεν, ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας τέσσαρας ηὔχοντο ἡμέραν γενέσθαι. Τῶν δὲ ναυτῶν ζητούντων φυγεῖν ἐκ τοῦ πλοίου καὶ χαλασάντων τὴν σκάφην εἰς τὴν θάλασσαν, προφάσει ὡς ἐκ πρῴρας μελλόντων ἀγκύρας ἐκτείνειν, εἶπεν ὁ Παῦλος τῷ ἑκατοντάρχῃ καὶ τοῖς στρατιώταις· Ἐὰν μὴ οὗτοι μείνωσιν ἐν τῷ πλοίῳ, ὑμεῖς σωθῆναι οὐ δύνασθε. Τότε οἱ στρατιῶται ἀπέκοψαν τά σχοινία τῆς σκάφης και εἴασαν αὐτὴν ἐκπεσεῖν. ῎Αχρι δὲ οὗ ἔμελλεν ἡμέρα γίνεσθαι, παρεκάλει ὁ Παῦλος ἅπαντας μεταλαβεῖν τροφῆς λέγων· Τεσσαρεσκαιδεκάτην σήμερον ἡμέραν προσδοκῶντες ἄσιτοι διατελεῖτε, μηδὲν προσλαβόμενοι. Διὸ παρακαλῶ ὑμᾶς μεταλαβεῖν τροφῆς· τοῦτο γὰρ πρὸς τῆς ὑμετέρας σωτηρίας ὑπάρχει· οὐδενὸς γὰρ ὑμῶν θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς πεσεῖται. Εἰπὼν δὲ ταῦτα καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαρίστησε τῷ Θεῷ ἐνώπιον πάντων, καὶ κλάσας ἤρξατο ἐσθίειν. Εὔθυμοι δὲ γενόμενοι πάντες καὶ αὐτοὶ προσελάβοντο τροφῆς. Ἦμεν δὲ ἐν τῷ πλοίῳ αἱ πᾶσαι ψυχαὶ διακόσιαι ἑβδομήκοντα ἕξ. Κορεσθέντες δὲ τροφῆς ἐκούφιζον τὸ πλοῖον ἐκβαλλόμενοι τὸν σῖτον εἰς τὴν θάλασσα. ῞Οτε δὲ ἡμέρα ἐγένετο, τὴν γῆν οὐκ ἐπεγίνωσκον, κόλπον δέ τινα κατενόουν ἔχοντα αἰγιαλόν, εἰς ὃν ἐβουλεύσαντο, εἰ δύναιντο, ἐξῶσαι τὸ πλοῖον. Καὶ τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν· ἅμα ἀνέντες τὰς ζευκτηρίας τῶν πηδαλίων, καὶ ἐπάραντες τὸν ἀρτέμωνα τῇ πνεούσῃ κατεῖχον εἰς τὸν αἰγιαλόν. Περιπεσόντες δὲ εἰς τόπον διθάλασσον ἐπώκειλαν τὴν ναῦν, καὶ ἡ μὲν πρῷρα ἐρείσασα ἔμεινεν ἀσάλευτος, ἡ δὲ πρύμνα ἐλύετο ὑπὸ τῆς βίας τῶν κυμάτων. Τῶν δὲ στρατιωτῶν βουλὴ ἐγένετο ἵνα τοὺς δεσμώτας ἀποκτείνωσι, μή τις ἐκκολυμβήσας διαφύγοι. Ὁ δὲ ἑκατοντάρχης βουλόμενος διασῶσαι τὸν Παῦλον ἐκώλυσεν αὐτοὺς τοῦ βουλήματος, ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾶν ἀπορρίψαντας πρώτους ἐπὶ τὴν γῆν ἐξιέναι, καὶ τοὺς λοιποὺς οὓς μὲν ἐπὶ σανίσιν, οὓς δὲ ἐπί τινων τῶν ἀπὸ τοῦ πλοίου. Καὶ οὕτως ἐγένετο πάντας διασωθῆναι ἐπὶ τὴν γῆν. Καὶ διασωθέντες τότε ἐπέγνωσαν ὅτι Μελίτη ἡ νῆσος καλεῖται.

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνες τις μέρες, μόλις αποφασίστηκε να αποπλεύσουμε για την Ιταλία, παρέ­δωσαν τον Παύλο με μερικούς άλλους κρατουμένους σε κά­ποιον αξιωματικό που τον έλεγαν Ιούλιο, από τη στρατιωτικά μονάδα που είχε το όνομα «αυτοκρατορική». Επιβιβαστάκαμε σ’ ένα πλοίο από το Αδραμύττιο, που θα πήγαινε στα μέρη της επαρχίας της Ασίας και ξεκινήσαμε. Μαζί μας ήταν κι ο Αρίσταρχος ο Μακεδόνας, από τη Θεσσαλονίκη. Την άλλη μέρα φτάσαμε στη Σιδώνα. Ο Ιούλιος φέρ­θηκε με καλοσύνη στον Παύλο και του επέτρεψε να πάει στους φίλους του, για να τον περιποιηθούν. Από κει ξεκινήσαμε και παραπλεύσαμε την Κύπρο, γιατί είχαμε αντίθετους ανέμους. Ύστερα διαπλεύσαμε το πέλαγος της Κιλικίας και της Παμφυλίας και φτάσαμε στα Μύρα της Λυκίας. Εκεί ο αξιωματικός βρήκε ένα πλοίο αλεξανδρινό που πήγαινε στην Ιταλία και μας επιβίβασε σ’ αυτό. Πολλές μέρες πλέαμε με μεγάλη βραδύτητα, και με κόπο φτάσο­με στην Κνίδο. Επειδή δεν μας επέτρεπε ο άνεμος, πλεύσαμε από κά­τω από την Κρήτη, αφού περάσαμε τα ακρωτήριο Σαλμώνη. Με πολλή δυσκολία, πλέοντας κοντά στις ακτές της, φτάσομε σ’ έναν τόπο που λεγόταν Καλοί Λιμένες, κοντά στους οποίους ήταν η πόλη Λα­σαία. Στο μεταξύ χάθηκε αρκετός χρόνος, και το ταξίδι ήταν επικίνδυ­νο, αφού είχε κιόλας περάσει η φθινοπωρινή νηστεία. Γι’ αυτό ο Παύλος τους συμβούλευε και τους έλεγε: «Άντρες, προβλέπω ότι το ταξίδι θα γίνει με ταλαιπωρία και μεγάλη ζημιά, όχι μόνο για το φορτίο και το πλοίο αλλά και για τις ζωές μας». Ο αξιωματικός όμως άκουγε περισσότερο τον κυβερνήτη και τον ιδιοκτήτη του πλοίου πα­ρά αυτά που έλεγε ο Παύλος. Κι επειδή το λιμάνι ήταν ακατάλληλο για να παραχειμάσει κανείς, οι περισσότεροι ήταν της γνώμης να αποπλεύσουν από κει, μήπως μπορέσουν να φτάσουν και να παρα­χειμάσουν στο φοίνικα, λιμάνι της Κρήτης που είναι ανοιχτό νοτιοδυ­τικά και βορειοδυτικά. Όταν άρχισε να πνέει ελαφρά νότιος άνεμος, νόμισαν ότι μπο­ρούσαν να πραγματοποιήσουν την πρόθεσή τους. Έτσι, σήκωσαν τις άγκυρες και έπλεαν κοντά στις ακτές της Κρήτης. Ύστερα από λίγο ξέσπασε στο νησί ένας θυελλώδης άνεμος, αυτός που λέγεται Ευρο­κλύδων. Άρπαξε το πλοίο, κι όπως αυτό δεν μπορούσε να πάει αντίθετα, τ’ αφήσαμε και το πήγαιναν ο άνεμος και τα κύματα. Περνώντας κάτω από ένα νησάκι που λεγόταν Κλαύδη, μόλις και μετά βίας καταφέραμε ν’ ανεβάσουμε πάνω τη σωσίβια λέμβο. Όταν την ανεβάσαμε, χρησιμοποίησαν σκοινιά, και μ’ αυτά έζωσαν το πλοίο για να μην ανοίξει. Κι επειδή φοβούνταν να μην εξοκείλουν στη Με­γάλη Σύρτη, έριξαν την άγκυρα να κρέμεται κι άφησαν το πλοίο να το πηγαίνουν τα κύματα. Επειδή πολύ μας ταλαιπωρούσε η τρικυμία, την άλλη μέρα ρίξανε το φορτίο στη θάλασσα, και τη μεθεπομένη ρίξαμε στη θάλασσα με τα χέρια μας όλον τον εξοπλισμό του πλοίου. Για πολλές μέρες δε φαίνονταν ούτε ο ήλιος ούτε τα άστρα· η κακο­καιρία συνεχιζόταν, κι έτσι χανόταν κάθε ελπίδα να σωθούμε. Κανείς δεν ήθελε πια να φάει τίποτε. Τότε ο Παύλος στάθηκε α­νάμεσά τους και είπε: «Έπρεπε άντρες, να με είχατε ακούσει και να μην ξεκινούσαμε από την Κρήτη. Έτσι, θα είχαμε γλιτώσει από την τα­λαιπωρία αυτή κι απ’ τη ζημιά. Τώρα όμως σας συνιστώ να μη χάσε­τε το θάρρος σας. Κανείς από σας δε θα χαθεί, μόνο το πλοίο. Την περασμένη νύχτα μού φανερώθηκε άγγελος του Θεού στον οποίο ανήκω και τον οποίο υπηρετώ, και μου είπε: «μη φοβάσαι, Παύλε! Πρέπει να εμφανιστείς στον αυτοκράτορα, κι έτσι ο Θεός για χάρη σου θα σώσει όλους όσοι είναι μαζί σου στο πλοίο. Γι’ αυτό έχετε θάρρος, άντρες! Έχω εμπιστοσύνη στο Θεό ότι θα γίνει έτσι όπως μου είπε ο άγγελος. Πρέπει να προσαράξουμε σε κάποιο νησί». Όταν έφτασε η δέκατη τέταρτη νύχτα που φερόμασταν ακυβέρ­νητοι στη Μεσόγειο, τα μεσάνυχτα οι ναύτες υποψιάστηκαν ότι πλη­σιάζουν σε κάποια στεριά. Βυθομέτρησαν και βρήκαν είκοσι ορ­γιές. Αφού προχώρησαν λίγο, βυθομέτρησαν πάλι και βρήκαν δεκα­πέντε οργιές. Επειδή φοβήθηκαν μήπως πέσουμε σε τίποτε βράχια, έριξαν τέσσερις άγκυρες από την πρύμνη και παρακαλούσαν να ξημε­ρώσει. Οι ναύτες στο μεταξύ επιχείρησαν να φύγουν από το πλοίο. Με την πρόφαση ότι θα ρίξουν άγκυρες από την πρώρα μακριά από το πλοίο, κατέβασαν τη λέμβο στη θάλασσα. Ο Παύλος όμως είπε στον αξιωματικό και στους στρατιώτες: «Αν αυτοί δε μείνουν στο πλοίο, εσείς δεν μπορείτε να σωθείτε». Τότε οι στρατιώτες έκοψαν τα σκοινιά της λέμβου και την άφησαν να πέσει στη θάλασσα. Καθώς περίμεναν να ξημερώσει, ο Παύλος τους παρακινούσε όλους να φάνε κάτι, και τους έλεγε: «Δεκατέσσερις μέρες ως σήμερα, περιμένοντας να κοπάσει η τρικυμία, είστε νηστικοί και δεν έχετε φάει τίποτε. Γι’ αυτό σας παρακαλώ να φάτε κάτι. Αυτό είναι απαραίτητο, αν θέλετε να σωθείτε. Mη φοβάστε, γιατί κανενός από σας δε θα πέσει ούτε μια τρίχα απ’ το κεφάλι του». Αφού είπε αυτά, πήρε ψωμί, ευ­χαρίστησε το Θεό μπροστά σε όλους, το έκοψε κι άρχισε να τρώει. Τότε πήρανε όλοι θάρρος κι έφαγαν κι αυτοί.  Στο πλοίο ήμασταν συνολικά διακόσια εβδομήντα έξι άτομα. Αφού χόρτασαν όλοι, πέ­ταξαν το σιτάρι στη θάλασσα, για να αλαφρώσει το πλοίο. Όταν ξημέρωσε, είδαν μια στεριά που τους ήταν άγνωστη. Ανα­κάλυψαν όμως έναν κόλπο που είχε γιαλό, στον οποίο αποφάσισαν να ρίξουν το πλοίο αν μπορούσαν. Ελυσαν, λοιπόν, τα σκοινιά που κρατούσαν τις άγκυρες, και τις άφησαν να πέσουν στη θάλασσα. Συγ­χρόνως έλυσαν τα σκοινιά με τα οποία είχαν δέσει τα πηδάλια για να τα αχρηστεύουν. Έπειτα σήκωσαν το μπροστινό πανί και με τον άνε­μο προσπαθούσαν να προσορμιστούν στο γιαλό. Έπεσαν όμως σ’ έναν ύφαλο από άμμο κι έριξαν εδώ το πλοίο. Η πλώρη μπήχτηκε στην άμμο κι έμεινε ακίνητη, η πρύμνη όμως διαλυόταν από τη μανία των κυμάτων. Οι στρατιώτες αποφάσισαν να σκοτώσουν τους κρα­τουμένους, για να μην μπορέσει κανείς να δραπετεύσει κολυμπώντας. Ο αξιωματικός όμως, που ήθελε να σώσει τον Παύλο, τους εμπόδι­σε να εκτελέσουν την απόφασή τους και διέταξε, όσοι μπορούν να κολυμπήσουν, να πηδήξουν πρώτοι στη θάλασσα και να βγουν στη στε­ριά, κι οι άλλοι να βγουν πάνω σε σανίδια ή σε άλλα μέρη του πλοίου. Έτσι, βγήκαν όλοι στη στεριά και σώθηκαν.

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Ιω. 17: 18-26)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν, εἶπε· Καθὼς σύ Πάτερ, ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον, κἀγὼ ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον· Καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ. Οὐ περί τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευσόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ· ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοὶ, κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν· ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ, ὅτι σύ με ἀπέστειλας. Καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν, καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν. Ἐγὼ ἐν αὐτοῖς, καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος, ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς, καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας. Πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, κἀκεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ· ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν, ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου. Πάτερ δίκαιε, καὶ ὁ κόσμος σε οὐκ ἔγνω, ἐγὼ δέ σε ἔγνων, καὶ οὗτοι ἔγνωσαν, ὅτι σύ με ἀπέστειλας. Καὶ ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου, καὶ γνωρίσω· ἵνα ἡ ἀγάπη, ἣν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ, κἀγὼ ἐν αὐτοῖς.

 

Νεοελληνική Απόδοση 

Εκείνο τον καιρό, όπως εσύ έστειλες εμένα στον κόσμο, έτσι κι εγώ έστειλα αυτούς στον κόσμο· και για χάρη τους αφιερώνω και προσφέρω τον εαυτό μου σ’ εσένα, ώστε κι αυτοί, με τη βοήθεια της αλή­θειας, να είναι αφιερωμένοι σ’ εσένα. Προσεύχομαι όχι μόνο γι’ αυτούς αλλά και για κείνους που με το κήρυγμα αυτών θα πιστεύουν σ’ εμένα, ώστε να είναι όλοι ένα, όπως εσύ, Πατέρα, είσαι ενωμένος μ’ εμένα κι εγώ μ’ εσένα· να είναι κι αυτοί ενωμένοι μ’ εμάς. Κι έτσι ο κόσμος να πιστέψει ότι μ’ έστειλες εσύ. Κι εγώ τη δόξα που μου έδωσες την έδωσα σ’ αυτούς, για να είναι ένα μεταξύ τους, όπως εμείς είμαστε ένα. Εγώ ενωμένος μαζί τους κι εσύ ενωμένος μαζί μου, ώστε ν’ αποτελούν μια τέλεια ενότητα, κι έτσι ο κόσμος να το καταλαβαίνει ότι μ’ έστειλες εσύ κι ότι τους αγάπησες όπως αγάπησες εμένα. Πατέρα, αυτοί που μου έδωσες θέλω όπου είμαι εγώ να είναι κι εκείνοι μαζί μου, για να μπορούν να βλέπουν τη δόξα τη δική μου, τη δόξα που μου χάρισες, γιατί με αγάπησες προτού να γίνει ο κό­σμος. Δικαιοκρίτη Πατέρα, ο κόσμος δε σε γνώρισε, ενώ εγώ σε γνώρισα. Κι αυτοί αναγνώρισαν πως μ’ έστειλες εσύ. Τους έμαθα ποιος είσαι και θα συνεχίσω να τους το μαθαίνω, ώστε να είναι μέσα τους η αγάπη με την οποία με αγάπησες, όπως κι εγώ θα είμαι μαζί τους».

Back To Top