skip to Main Content

Των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (29 Ιουνίου)

Των δύο μεγάλων και κορυφαίων αποστόλων του Χριστού, του Πέτρου και του Παύλου, τη μνήμη εορτάζει σήμερα η Εκκλησία μας.

Προς αυτούς τους δύο μεγάλους άνδρας της θα αποτίσει τον οφειλόμενο φόρο της τιμής και της ευγνωμοσύνης για την ανυπολόγιστα μεγάλη συμβολή τους στο έργο της διαδόσεως της χριστιανικής πίστεως και της εδραιώσεως της Εκκλησίας μας. Στις εικόνες των ζωγραφίζονται οι δύο απόστολοι να κρατούν την Εκκλησία, που συμβολικά εικονίζεται με ένα μικρό βυζαντινό ναό. Γιατί και οι δύο αυτοί απόστολοι υπήρξαν πράγματι οι στύλοι και οι ακρογωνιαίοι λίθοι, επάνω στους οποίους οικοδομήθηκε το ιερό ίδρυμα της Εκκλησίας του Χριστού. Και συνημμένοι και οι δύο σε μία εορτή, εικονισμένοι σε μία εικόνα, συμβολίζουν την ενότητα της πίστεως, την ενότητα της Εκκλησίας, που απετελέσθη από ετερογενή στοιχεία, την περιτομή-τους Εβραίους – προς τους όποιους εστράφη το ιεραποστολικό έργο του Πέτρου, και τα έθνη-τους ειδωλολάτρες – για τον εκχριστιανισμό των οποίων κοπίασε ο απόστολος των Εθνών, ο Παύλος. Αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που προκάλεσε τη σύσταση κοινής εορτής των δύο κορυφαίων, όταν το έτος 258 στις 29 Ιουνίου ο πάπας Σΐξτος ο Β’ μετεκόμιζε τα οστά των στην κατακόμβη του αγίου Σεβαστιανού της Ρώμης. Και ήταν τόσο επιτυχής η συζυγία αυτή, ώστε πολύ γρήγορα η εορτή αυτή έγινε παγκόσμιος, εορταζομένη «εν πάσαις ταις κατά τόπον αγίαις του Θεού εκκλησίαις». Οι άλλες εορτές των αποστόλων και αυτή η μνήμη του θανάτου των επισκιάσθηκαν από την νέα εορτή. Γι’ αυτό και σπάνια θα βρει κανείς ναό τιμώμενο στο όνομα ενός μόνο από τους δυο κορυφαίους και εικόνα που να εικονίζει τον ένα μόνο από αυτούς. Αντιθέτως δεν υπάρχει πόλις ή χωριό που να μη έχει ναό ή παρεκκλήσιο επ’ ονόματι των δύο μεγάλων αποστόλων. Άπειρες είναι οι εικόνες τους. Κοινή η τιμή, κοινή η προσκύνηση, κοινός ο εορτασμός, όπως κοινό ήταν το έργο τους και κοινή η αποστολή τους και κοινή η δόξα τους.

Δεν έχει κανείς παρά να διαβάσει τήν εποποιία των κορυφαίων, όπως με συγκινητική απλότητα περιγράφεται από τον αυτόπτη και αυτήκοο των περισσοτέρων περιστατικών συγγραφέα των Πράξεων των Αποστόλων, τον Ευαγγελιστή Λουκά. Τις ακούσαμε να διαβάζονται στους ναούς μας κατά την περίοδο του Πεντηκοσταρίου και παρακολουθήσαμε στα αποστολικά αναγνώσματα των Κυριακών από του Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής τα μεγάλα βήματα τους για την κατάκτηση της Οικουμένης. Πως πήραν τη σημαία του Χριστού, το Σταυρό, και τον περιήγαγαν στα πέρατα του κόσμου μέχρι που τον φύτευσαν στην καρδιά της αυτοκρατορίας, τη Ρώμη. Θα δει στο βιβλίο των Πράξεων τους αγώνες και τα παθήματα τους, αλλά και τα περίλαμπρα τρόπαια των. Τα ίχνη τους σημειώθηκαν άσβεστα στις καρδιές των πιστών. Κάθε πόλη και χώρα έχει να επιδείξει με ευλάβεια τα σημάδια που άφησαν τα πόδια τους, τα ωραία πόδια «των ευαγγελιζομένων την ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά», την σωτηρία. Χαρακτηριστικά ομιλεί για τον απόστολο Παύλο ενα τροπάριο, η «υπακοή», της ακολουθίας του όρθρου της μνήμης τους:

«Ποία φυλακή ουκ έσχε σε δέσμιον; ποία δε Εκκλησία ουκ έχει σε ρήτορα; Δαμασκός μέγα φρονεί επί σοι Παύλε· είδε γαρ σε σκελισθέντα φωτί. Ρώμη σου το αίμα δεξαμενή και αύτη κομπάζει. Αλλ’ η Ταρσός πλέον χαίρει και πόθω τιμά σου τα σπάργανα. Αλλ’ ω Παύλε απόστολε, το καύχημα της οικουμένης, προφθάσας ημάς στήριξον».

Και γύρω από αυτά τα ενθυμήματα της διαβάσεως των αποστόλων πανηγύριζαν οι πόλεις και οι χώρες κατά την ημέρα αυτή, όσες δεν είχαν την τιμή, όπως η Ρώμη, να κατέχουν τα ιερά των λείψανα. Ιδίως ο ελληνικός χώρος είχε να επίδειξη πολλά τέτοια αναμνηστικά σημεία της διαβάσεως του μεγάλου αποστόλου του, του Παύλου. Αλλού έδειχναν και τιμούσαν τη φυλακή, όπως στους Φιλίππους, αλλού το βήμα, όπως στη Βέρροια, αλλού τον τόπο της δίκης, όπως το βήμα του Γαλλίωνος στην Κόρινθο, αλλού το βράχο όπου πάτησαν τα πόδια του και εκήρυξαν το λόγο, όπως στον Άρειο Πάγο στην Αθήνα, αλλού το λιμάνι στο οποίο αποβιβάσθηκε, όπως στους Καλούς λιμένες της Κρήτης και στη Λίνδο. Αλλού συνέδεσαν το πέρασμά του με μύθους και τερατουργίες, όπως στη Μυτιλήνη, όπου έδειχναν τον τόπο όπου φόνευσε διά προσευχής φοβερό δράκοντα. Δεν έχει σημασία αν το αφήγημα αυτό είναι μύθος· δείχνει συμβολικά πως αντελήφθη ο λαός το δυναμικό πέρασμα του αποστόλου, την εξόντωση της θηριώδους ειδωλολατρίας με τη δύναμη του Χριστού.

Ειδικά στην Θεσσαλονίκη επιδεικνύουν και σήμερα τον τόπο όπου κήρυξε ο απόστολος των Εθνών, στο αρχαίο παρεκκλήσιο της Μονής Βλατάδων και τον τόπο όπου καταδιωκόμενος κατέφυγε, στο μικρό σπήλαιο – αγίασμα κοντά στην ομώνυμο του συνοικία. Κατά τον ΙΕ’ αιώνα, ο Συμεών, που είναι ο τελευταίος αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης προ της αλώσεως της πόλεως αυτής από τους Τούρκους (1430), μαρτυρεί ότι στο ναό της Αχειροποιήτου εφυλάσσετο και ετιμάτο κατά τη μνήμη των αποστόλων ο λίθος, πάνω στον οποίο δέθηκε και ραβδίσθηκε ο απόστολος. Το τυπικό του πανηγυρικού εορτασμού, όπως ετελείτο τότε στην Θεσσαλονίκη, μας το δίδει ο Συμεών στο ανέκδοτο Τυπικό του. Αφ’ εσπέρας ετελείτο, χοροστατούντος του μητροπολίτου, η ακολουθία του εσπερινού στην Αγία Σοφία. Μετά το τέλος του εσπερινού εγίνετο λιτανεία και ψάλλοντες τα ιδιόμελα της λιτής έφθαναν στο ναό «του αγίου Παύλου τω συγκειμένω τω ναώ της Θεοτόκου της Αχειροποιήτου, ένθα και ο λίθος, εν ω έτυψαν αυτόν». Πρόκειται πιθανώς για το παρεκκλήσιο το τιμώμενο σήμερα επ’ ονόματι της αγίας Παρασκευής, στη μέση του οποίου υπάρχει όρυγμα, στο οποίο προφανώς στηριζόταν η βάση του λίθου. Στο λίθο είχε χαραχθεί το ακόλουθο επίγραμμα, ανέκδοτο επίσης, που σώζεται σ’ ένα χειρόγραφο της βιβλιοθήκης της Βιέννης:

«Εν τώδε Παύλος ταννυθείς πριν τω λίθω,

ήνεγκε ράβδων αφορήτους αικίας,

ξεσθείς δε τανύν μορφοτύπων γλυφίδι,

τας προσκυνήσεις λαμβάνει και τα γέρα».

Το πρωί, συνεχίζει ο Συμεών στο Τυπικό του, εψάλλετο ο όρθρος στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας και μετά από αυτόν νέα λιτανεία κατευθυνόταν στο ναό των αγίων Αποστόλων, όπου ετελείτο η θεία λειτουργία.

Κατά τον ΙΘ’ αιώνα γάλλος πρόξενος στην Θεσσαλονίκη μνημονεύει τετράγωνο λίθινο όγκο που βρισκόταν στο εσωτερικό του ναού του αγίου Γεωργίου Ροτόντας, επάνω στον οποίο ανέβηκε κατά την παράδοση ο απόστολος Παύλος και κήρυξε το λόγο του Θεού στους Θεσσαλονικείς. Σήμερα και ο λίθος της Αχειροποιήτου και ο λίθινος όγκος της Ροτόντας έχουν χαθεί και μαζί με αυτούς εξαλείφθηκαν και οι σχετικές ευλαβείς παραδόσεις, όχι όμως και η τιμή του μεγάλου αποστόλου από την πόλη μας. «Λίθοι ζώντες», που μαρτυρούν τη διάβασή του από εδώ, είναι οι καρδιές των χριστιανών κατοίκων της παλαιάς ειδωλολατρικής πόλεως και άφθικτο μνημείο οι δύο προς τους Θεσσαλονικείς επιστολές του.

«Γι’ αυτούς λοιπόν τους δύο κορυφαίους αποστόλους τον Πέτρο και τον Παύλο, τι μεγαλύτερο εγκώμιο θα μπορούσε κανείς να επινόησει», παρατηρεί το συναξάριο της ημέρας, «παρά τη μαρτυρία και ανακήρυξη του Κυρίου γι αυτούς; Τον μεν ένα τον μακάρισε και πέτρα τον ονόμασε, επάνω στην οποία είπε ότι θα ιδρύσει την Εκκλησία Του. Για τον άλλον δε είπε ότι θα γίνει το σκεύος της εκλογής Του και ότι θα βαστάσει το όνομά Του ενώπιον τυράννων και βασιλέων».

( Ι. Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Θεσ/κη 1971, σ. 138- 143).

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Β’ Κορ. 11: 21-12: 9)

Ἀδελφοί, ἐν ᾧ δ᾿ ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ. ῾Εβραῖοί εἰσι; Κἀγώ· ᾿Ισραηλῖταί εἰσι; Κἀγώ· σπέρμα ᾿Αβραάμ εἰσι; Κἀγώ· διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ· ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις· ὑπὸ ᾿Ιουδαίων πεντάκις τεσσαράκοντα παρὰ μίαν ἔλαβον, τρὶς ἐρραβδίσθην, ἅπαξ ἐλιθάσθην, τρὶς ἐναυάγησα, νυχθημερὸν ἐν τῷ βυθῷ πεποίηκα· ὁδοιπορίαις πολλάκις, κινδύνοις ποταμῶν, κινδύνοις λῃστῶν, κινδύνοις ἐκ γένους, κινδύνοις ἐξ ἐθνῶν, κινδύνοις ἐν πόλει, κινδύνοις ἐν ἐρημίᾳ, κινδύνοις ἐν θαλάσσῃ, κινδύνοις ἐν ψευδαδέλφοις· ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ γυμνότητι· χωρὶς τῶν παρεκτὸς ἡ ἐπισύστασίς μου ἡ καθ᾿ ἡμέραν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν. Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται, καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; Εἰ καυχᾶσθαι δεῖ, τὰ τῆς ἀσθενείας μου καυχήσομαι. Ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ᾿Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. Ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, Ντρέπομαι που το λέω· σαν να μην μπορούσαμε εμείς να σας κάνουμε τα ίδια! Όμως, για οτιδήποτε τολμά κάποιος να καυχηθεί — σαν ανόητος μιλώ —τολμώ κι εγώ. Εβραίοι είναι αυτοί; κι εγώ. Είναι Ισραηλίτες; κι εγώ. Είναι απόγονοι του Αβραάμ: κι εγώ. Είναι υπηρέτες του Χριστού; —θα μιλήσω σαν τρελός — εγώ είμαι με το παραπάνω. Μόχθησα πιο πολύ απ’ αυτούς, φυλακίστηκα περισσότερες φορές, με χτύπησαν με αφάνταστη αγριότητα, κινδύνεψα πολλές φορές να θανατωθώ. Πέντε φορές μαστιγώθηκα από Ιουδαίους με τα τριάντα εννιά μαστι­γώματα. Τρεις φορές με τιμώρησαν με ραβδισμούς, μια φορά με λι­θοβόλησαν, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έμεινα ναυαγός στο πέλαγος. Έκανα πολλές κοπιαστικές οδοιπορίες, διάβηκα επικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψα από ληστές, κινδύνεψα από τους ομογενείς μου Ιουδαίους, κινδύνεψα από τους εθνικούς πέρασα κινδύ­νους σε πόλεις, κινδύνους σε ερημιές, κινδύνους στα θάλασσα, κιν­δύνεψα από ανθρώπους που υποκρίνονταν τους αδελφούς. Κόπιασα και μόχθησα πολύ, ξαγρύπνησα πολλές φορές, πείνασα, δίψασα, πολλές φορές μου έλειψε εντελώς το φαγητό, ξεπάγιαζα και δεν είχα ρούχα να φορέσω. Εκτός από τα άλλα είχα και την καθημερινή πίε­ση των εχθρών μου και τη φροντίδα για όλες τις εκκλησίες. Ποιανού η πίστη ασθενεί και δεν ασθενώ κι εγώ; Ποιος υποκύπτει στον πει­ρασμό και δεν υποφέρω κι εγώ; Αν πρέπει να καυχηθώ, θα καυχηθώ για τα παθήματά μου.  Θεός και Πατέρας του Κυρίου Ιησού Χριστού — ας είναι ευλογημένο το όνομά του στους αιώνες — ξέρει ότι δε λέω ψέματα. Στη Δαμα­σκό, ο διοικητής – εκπρόσωπος του βασιλιά Αρέτα έβαλε φρουρούς σε όλη την πόλη για να με συλλάβει. Μέσα όμως από ένα άνοιγμα του τείχους με κατέβασαν με καλάθι και ξέφυγα από τα χέρια του.  Δε με συμφέρει βέβαια να καυχηθώ· θα το κάνω όμως, γιατί πρόκειται για οράματα κι αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύ­ριος. Ξέρω έναν άνθρωπο πιστό, ο οποίος πριν από δεκατέσσερα χρόνια ανυψώθηκε μέχρι και τον τρίτο ουρανό — δεν ξέρω αν ήταν με το σώμα του ή χωρίς το σώμα, αυτό ο Θεός το ξέρει. Ξέρω ότι αυ­τός ο άνθρωπος — ή ήταν με το σώμα ή χωρίς το σώμα δεν το ξέρω, ο Θεός το ξέρει — μεταφέρθηκε ξαφνικά στον παράδεισο κι άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο θα καυχηθώ· για τον εαυτό μου όμως δε θα καυχηθώ, παρά μόνο για τις ταλαιπωρίες μου. Άμα θελήσω λοιπόν, να καυχη­θώ, δε θα φανώ ανόητος, γιατί θα πω την αλήθεια. Το αποφεύγω όμως, μήπως εξαιτίας του μεγαλείου των αποκαλύψεων, με θεωρήσει κανείς παραπάνω απ’ αυτό που βλέπει ή ακούει από μένα. Για να μην περηφανεύομαι, ο Θεός μου έδωσε ένα αγκάθι στο σώμα μου, έναν υπηρέτη του σατανά να με ταλαιπωρεί, ώστε να μην περηφα­νεύομαι. Γι’ αυτό το αγκάθι τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να το διώξει από πάνω μου. Η απάντησή του ήταν: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα σ’ αυ­τή την αδυναμία σου». Με περισσότερη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ για τις ταλαιπωρίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού.

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Μτθ. 16: 13 – 19)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων· Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου;  οἱ δὲ εἶπον· Οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἰερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν.  λέγει αὐτοῖς· Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι;  ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος.  καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.  κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς.  καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

Νεοελληνική Απόδοση 

Όταν ήρθε ο Ιησούς στα μέρη της Καισάρειας του Φιλίππου, ρώτησε τους μαθητές του: «Ποιος λένε οι άνθρωποι πως είμαι εγώ, ο «Υιός του Ανθρώπου;» Κι αυτοί είπαν: «Άλλοι λένε πως είναι ο Ιωάννης ο βαπτιστής, άλλοι ο Ηλίας, άλλοι ο Ιερεμίας ή ένας από τους προφήτες». Τους λεει: «Κι εσείς, ποιος λετε πως είμαι;» Απάντησε ο Σίμων Πέτρος και είπε: «Εσύ είσαι ο Μεσσίας ο γιος του αληθινού Θεού». Κι ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Μακάριος είσαι, Σί­μων, γιε του Ιωνά, γιατί αυτό δε σου το αποκάλυψε άνθρωπος, αλλά ο ουράνιος Πατέρας μου. Κι εγώ λεω σ’ εσένα πως εσύ είσαι ο Πέ­τρος, και πάνω σ’ αυτή την πέτρα θα οικοδομήσω την εκκλησία μου, και δε θα την κατανικήσουν οι δυνάμεις του Άδη. Θα σου δώσω τα κλειδιά που ανοίγουν την πόρτα της βασιλείας των ουρανών, και ό,τι κρατήσεις ασυγχώρητο στη γη θα είναι ασυγχώρητο και στους ου­ρανούς και ό,τι συγχωρήσεις στη γη θα είναι συγχωρημένο και στους ουρανούς».

Back To Top