skip to Main Content

Μνήμη της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Μαρίνης (17 Ιουλίου)

Η αγία μεγαλομάρτυς Μαρίνα καταγόταν από μια κωμόπολη της Πισιδίας της Μικράς Ασίας. Ήταν μοναχοκόρη κάποιου ονόματι Αιδεσίου, ιερέα των ειδώλων. Όντας σε ηλικία δώδεκα ετών, πέθανε η μητέρα της. Για το λόγο αυτό ο πατέρας της την παρέδωσε σε κάποια γυναίκα και την παρακάλεσε να τη φροντίζει.

Η Μαρίνα, ευρισκόμενη κάτω από την επιμέλεια της γυναίκας εκείνης, προσευχόταν στο Θεό των Χριστιανών να αξιωθεί και αύτη της πίστεως τους, την οποία διδασκόταν από κάποιους στην κωμόπολη που κατοικούσε. Μάλιστα δε, ενώ διάνυε μόλις το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας της, την κατέλαβε ο πόθος να υποστεί μαρτυρικό θάνατο για χάρη του Χριστού.

Συνέβη λοιπόν τότε ο Ολύμβριος, ο ηγεμόνας, να πληροφορηθεί τα σχετικά με αυτήν. Αμέσως έστειλε στρατιώτες, τη συνέλαβε και την έκλεισε στη φυλακή. Ύστερα δε από λίγες ήμερες την έβγαλαν, με προσταγή του από τη φυλακή και του την παρουσίασαν στο δικαστήριο. Εκείνος, μόλις είδε την Αγία, έμεινε κατάπληκτος από την ομορφιά της. Όταν δε τη ρώτησε πως ονομάζεται, ποια η καταγωγή της και ποια η πίστη της, εκείνη του απάντησε ότι ονομάζεται Μαρίνα, ότι είναι γέννημα και θρέμμα της Πισιδίας και ότι πιστεύει στο Χριστό.

Τότε ο ηγεμόνας προσπάθησε να την πείσει να αρνηθεί το Χριστό. Η Αγία όμως δεν δέχτηκε επ’ ουδενί λόγω να αρνηθεί την πίστη της. Για το λόγο αυτό ο τύραννος πρόσταξε τους δημίους και την υπέβαλαν σε βασανιστήρια, το είδος των οποίων καθόρισε ο ίδιος. Πρώτα – πρώτα λοιπόν τέντωσαν το σώμα της Αγίας, τραβώντας το με ειδικό μηχάνημα από τα τέσσερα άκρα, και την έδειραν ανηλεώς με ραβδιά που είχαν ρόζους. Έτσι καταξεσχίστηκαν οι σάρκες της και κοκκίνησε το χώμα από το αίμα που χύθηκε από τις πληγές. Έπειτα την κρέμασαν και της καταξέσχισαν με σιδερένια νύχια ολόκληρο το σώμα. Ακολούθως ο τύραννος πρόσταξε και την έκλεισαν στη φυλακή.

Κατά το χρόνο που η αγία Μαρίνα βρισκόταν στη φυλακή, έγινε ένας μεγάλος σεισμός, ο όποιος συντάραξε το δεσμωτήριο. Τότε ακριβώς από κάποιο μέρος σύρθηκε ένας φοβερός δράκοντας, ο όποιος κατά την κίνηση του έβγαζε από το στόμα του ένα τρομαχτικό σφύριγμα, που προκαλούσε τη φρίκη και το φόβο, φάνηκε δε στην Αγία ότι ο δράκοντας αυτός έβαλε γύρω της φωτιά. Η θέα του δράκοντα βεβαίως την τρόμαξε, όμως η Αγία δεν τα έχασε, αλλά έστρεψε αμέσως την σκέψη της στο Θεό και ζήτησε τη βοήθεια Του, για να διασωθεί από τον κίνδυνο αυτό.

Τότε ο φοβερότατος εκείνος δράκοντας άλλαξε μορφή και φαινόταν σαν μαύρος σκύλος. Η Αγία δε αμέσως τον άρπαξε από τις τρίχες και, αφού βρήκε εκεί ένα σφυρί, τον χτύπησε στο κεφάλι και στη ράχη και τελικά τον ταπείνωσε. [Και βέβαια εδώ δεν επρόκειτο για δράκοντα ή μαύρο σκύλο, αλλά για τον ίδιο το διάβολο μεταμορφωμένο].

Μετά από το γεγονός αυτό η Μεγαλομάρτυς οδηγήθηκε πάλι προς ανάκριση και, παρά τις πιέσεις, έμεινε σταθερή και ακλόνητη στην πίστη της. Έτσι, υποβλήθηκε σε νέα βασανιστήρια. Πρώτα λοιπόν την κατέκαυσαν με αναμμένους δαυλούς και έπειτα τη βύθισαν κατακέφαλα σε ένα μεγάλο δοχείο γεμάτο νερό. Η Αγία όμως δεν έπαθε απολύτως τίποτε από τα μαρτύρια αυτά. Το γεγονός μάλιστα αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσελκυσθούν πολλοί ειδωλολάτρες στην πίστη του Χριστού, οι όποιοι και για το λόγο αυτό αμέσως αποκεφαλίστηκαν.

Ύστερα από όλα αυτά ο ηγεμόνας Ολύμβριος εξοργίστηκε πάρα πολύ και αποκεφάλισε με ξίφος την Αγία. Έτσι λοιπόν η μεγαλομάρτυς Μαρίνα παρέδωσε το πνεύμα της στα χέρια του Θεού και έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.

(Γεωργίου Δ. Παπαδημητόπουλου, Με τους Αγίους ( Συναξαριστής Μηνός Ιουλίου), Εκδ. Αποστολικής Διακονίας σ. 61- 63)

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Γαλ. 3:23-4:5)

Ἀδελφοί, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. Ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· Ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν. Πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ Ἀβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι. Λέγω δέ, ἐφ’ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός. Οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.

 

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, πριν έρθει ο Χριστός, μας φρουρούσε ο νόμος. Ήμασταν φυλακισμένοι, ώσπου να φανερωθεί ο μελλοντικός σωτήρας μας. Ο νόμος, λοιπόν, ήταν σκληρός παιδονόμος για μας, ώσπου εμφανίστηκε ο Χριστός, οπότε η πίστη μας σ’ αυτόν μας χάρισε τη σωτηρία. Τώρα όμως που ήρθε ο Χριστός, δεν είμαστε πια υπόδουλοι στο νόμο. Είστε, λοιπόν, όλοι παιδιά του Θεού, αφού πιστεύετε στον Ιησού Χριστό. Κι αυτό, γιατί όσοι βαφτιστήκατε στο όνομα του Χριστού, έχετε ντυθεί το Χριστό. Δεν υπάρχει πια Ιουδαίος και ειδωλολάτρης, δεν υπάρχει δούλος και ελεύθερος, δεν υπάρχει άντρας και γυναίκα· όλοι σας είστε ένας, χάρη στον Ιησού Χριστό. Κι αφού ανήκετε στο Χριστό, είστε απόγονοι του Αβραάμ και κληρονόμοι της ζωής, όπως την υποσχέθηκε ο Θεός. Να τι θέλω να πω: Όσον καιρό ο κληρονόμος είναι ανήλικος, δε διαφέρει σε τίποτε από ένα δούλο. Είναι βέβαια ιδιοκτήτης των πάντων, εξαρτάται όμως από επιτρόπους και διαχειριστές, ως την προθεσμία που καθόρισε ο πατέρας. Έτσι κι εμείς, όταν ήμασταν ανήλικοι, ήμασταν υπόδουλοι στα στοιχεία του κόσμου. Όταν όμως έφτασε η ώρα που είχε καθορίσει ο Θεός, απέστειλε τον Υιό του. Γεννήθηκε από μια γυναίκα και υποτάχτηκε στο νόμο, για να εξαγοράσει αυτούς που ήταν υπόδουλοι στο νόμο, για να γίνουμε παιδιά του Θεού.

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Μκ. 5: 24-34)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠκολούθει τῷ ᾿Ιησοῦ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν. Καὶ γυνή τις οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἔτη δώδεκα, καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἱατρῶν, καὶ δαπανήσασα τὰ παρ᾿ ἑαυτῆς πάντα, καὶ μηδέν ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα· ἀκούσασα περὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν, ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· ἔλεγε γὰρ· Ὅτι κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ ἅψωμαι, σωθήσομαι. Καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς· καὶ ἔγνω τῷ σώματι, ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς μάστιγος. Καὶ εὐθέως ὁ ᾿Ιησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ, ἔλεγε· Τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων; Καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ· Βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις· Τίς μου ἥψατο; Καί περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν. Ἡ δὲ γυνὴ, φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ᾿ αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ, καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου.

Νεοελληνική Απόδοση 

Εκείνο τον καιρό, ακολουθούσε τον Ιησού πολύς κόσμος, που τον περιέβαλλε ασφυκτι­κά. Ανάμεσά τους ήταν και μια γυναίκα που υπέφερε από αιμορρα­γία δώδεκα χρόνια. Είχε ξοδέψει όλη την περιουσία της σε πολλές θεραπείες από πολλούς γιατρούς, χωρίς να δει καμιά βελτίωση· αντί­θετα, είχε γίνει πολύ χειρότερα. Όταν άκουσε για τον Ιησού, ήρθε μέσα από τον κόσμο πίσω του κι άγγιξε το ρούχο του. Γιατί έλεγε μέσα της: «Και μόνο ν’ αγγίξω τα ρούχα του, θα σωθώ». Αμέσως τό­τε σταμάτησε η αιμορραγία της κι αισθάνθηκε στο σώμα της ότι θερα­πεύτηκε από την αρρώστια που τη βασάνιζε. Ο Ιησούς ένιωσε αμέ­σως τη δύναμη που βγήκε απ’ αυτόν, στράφηκε στο πλήθος κι είπε: «Ποιος άγγιξε τα ρούχα μου;» Οι μαθητές όμως του έλεγαν: «Δε βλέπεις τον κόσμο που σε περιβάλλει ασφυκτικά; τι ρωτάς ποιος σε άγγιξε;» Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του τριγύρω για να δει εκείνη που τον άγγιξε. Η γυναίκα τότε, φοβισμένη και τρομαγμένη, ξέρον­τας αυτό που της συνέβη, ήρθε κι έπεσε στα πόδια του και του είπε όλη την αλήθεια. Κι ο Ιησούς της είπε: «Κόρη μου, η πίστη σου σε έσω­σε. Πήγαινε στο καλό. Είσαι θεραπευμένη από την αρρώστια σου».

Back To Top