skip to Main Content

Η Παγκόσμιος Ύψωσις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου)

Ρένου Κωνσταντίνου, Θεολόγου, Καθηγητού Μ.Ε

Η Παγκόσμια Ύψωση του Τιμίου Σταυρού αποτελεί έναν σπουδαίο εορτολογικό σταθμό του εκκλησιαστικού έτους. Στις 14 Σεπτεμβρίου σύμπασα η Ορθοδοξία τιμά τον Σταυρό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως το «καύχημά» Της και η «δόξα» Της.

Η τιμή προς τον Τίμιο Σταυρό ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους. Οι επιστολές του αποστόλου Παύλου είναι γεμάτες από χωρία με τα οποία ο μέγας απόστολος εξαίρει τον ρόλο του Σταυρού στην διαδικασία της σωτηρίας του κόσμου. Πρώτος ο Παύλος ομίλησε για την καύχηση του Σταυρού του Χριστού. Οι αποστολικοί Πατέρες ομιλούν και αυτοί με σεβασμό και τιμή προς το ιερό σύμβολο, μέσω του οποίου έγινε η καταλλαγή με το Θεό και επιτεύχθηκε η σωτηρία με την απολυτρωτική θυσία του Χριστού.

Ένεκα λοιπόν της μεγάλης σπουδαιότητας και πνευματικής αξίας του Τιμίου Σταυρού ο αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος  το έτος 326 μ.Χ. χρηματοδότησε αποστολή, με επικεφαλής την μητέρα του αγία Ελένη, προκειμένου να πάνε στα Ιεροσόλυμα και να βρούνε τον Τίμιο Σταυρό. Φτάνοντας εκεί η αγία Ελένη βρήκε επάνω στο Γολγοθά ειδωλολατρικό ναό της θεάς Αφροδίτης, τον οποίο γκρέμισε και άρχισε αμέσως τις ανασκαφές. Κάποια στιγμή βρέθηκαν τρεις σταυροί. Η συγκίνηση υπήρξε μεγάλη, αλλά ποιός από τους τρεις ήταν του Κυρίου; Τότε ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος με αρκετούς Ιερείς, αφού έκανε δέηση, άγγιξε τους σταυρούς στο σώμα μιας γυναίκας που είχε πεθάνει προ ολίγου. Όταν ήλθε η σειρά και άγγιξε τον τρίτο σταυρό, η γυναίκα αμέσως αναστήθηκε. Έτσι κατάλαβαν ότι ο τρίτος σταυρός ήταν ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός.

 Η είδηση της ευρέσεως του Τιμίου Ξύλου διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλα τα μέρη της Ιερουσαλήμ, αλλά και πέραν από αυτή. Πλήθη πιστών άρχισαν να συρρέουν για να αγγίξουν και να προσκυνήσουν τον Σταυρό του Κυρίου. Επειδή όμως ο συνωστισμός ήταν μεγάλος και πολλοί δεν κατάφεραν καν να δουν τον Τίμιο Σταυρό, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Μακάριος ύψωσε τον Σταυρό του Κυρίου μέσα στο Ναό σε μέρος υψηλό, για να μπορέσουν να τον δουν και να τον προσκυνήσουν όλοι.

Αυτήν, λοιπόν, την Ύψωση του Σταυρού καθιέρωσαν οι άγιοι Πατέρες να γιορτάζουμε στις 14 Σεπτεμβρίου, για να μπορέσουμε κι εμείς να υψώσουμε μέσα στις ψυχές μας το Σταυρό του Κυρίου μας, που αποτελεί το κατ’ εξοχήν «όπλον κατά του διαβόλου». Ο Σταυρός του Χριστού είναι το σύμβολο της πίστεώς μας. Είναι το καύχημα και η δόξα του Χριστιανισμού. Είναι «ημών η βοήθεια, βασιλέων κραταίωμα, σθένος δικαίων, ιερέων ευπρεπεια…», κατά την υμνολογία της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.

Η αγία Ελένη με τη συνοδεία της, κατά την επιστροφή προς την Κωνσταντινούπολη, πέρασε και από την Κύπρο. Έχτισε Ναούς και Μοναστήρια αφιερωμένα στον Τίμιο Σταυρό, ενώ άφησε τεμάχια από το Τίμιο Ξύλο προς ευλογία και αγιασμό των πιστών.  Γνωστότερη είναι η Μονή Σταυροβουνίου. Μάλιστα, κατά την παράδοση, η ίδια η αγία Ελένη συμμετείχε στο κτίσιμο της Μονής αυτής. Η Αγία δώρισε στη Μονή τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού. Επίσης άλλη μια τέτοια γνωστή Μονή είναι του Τιμίου Σταυρού στο Όμοδος, όπου πέραν του τεμαχίου Τιμίου Ξύλου, υπάρχει και μέρος από το σχοινί που έδεσαν τον Χριστό. Ακόμη στην εκκλησία Τιμίου Σταυρού στα Λεύκαρα υπάρχει τεμάχιο από τον Τίμιο Σταυρό.

Να σημειώσουμε ότι ορισμένοι Συναξαριστές, αυτή την ημέρα (14 Σεπτεμβρίου), αναφέρουν και την ύψωση του Τιμίου Σταυρού στην Κωνσταντινούπολη το 628 μ.Χ. από τον βασιλιά Ηράκλειο, πού είχε νικήσει και ξαναπήρε τον Τίμιο Σταυρό από τους Αβάρους, οι οποίοι τον είχαν αρπάξει από τους Αγίους Τόπους.

Είθε ο Σταυρός του Κυρίου να αποτελεί το στήριγμα και την βοήθεια στον καθημερινό πνευματικό και βιοτικό μας αγώνα  και στην άρση του δικού μας σταυρού.

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Α’ Κορ. 1: 18-24)

Ἀδελφοί, ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι. Γέγραπται γάρ· «Ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω». Ποῦ σοφός; Ποῦ γραμματεύς; Ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεός την σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ ᾿Ιουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ ῞Ελληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, ᾿Ιουδαίοις μὲν σκάνδαλον, ῞Ελλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, ᾿Ιουδαίοις τε καὶ ῞Ελλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν.

 

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, το κήρυγμα για το σταυρικό θάνατο του Χριστού είναι μωρία γι’ αυτούς που πάνε προς το χαμό τους· για μας όμως που είμαστε στο δρόμο της σωτηρίας είναι η δύναμη του Θεού. Πράγματι, ο Θεός διακηρύττει στη Γραφή: Θα αφανίσω τη σοφία των σοφών. και των έξυπνων την εξυπνάδα θα την καταπατήσω. Πού, λοιπόν, να βρεθεί σοφός; Πού να βρεθεί έμπειρος στις Γρα­φές: πού να βρεθεί απολογητής αυτού εδώ του αιώνα; Δεν απέδειξε ο Θεός μωρία τη σοφία του κόσμου; Επειδή πράγματι, οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν με τη σοφία τους να αναγνωρίσουν τον αληθινό Θεό μέσα στα δημιουργήματά του, που φανερώνουν τη σοφία του, ο Θεός ευδόκησε να σώσει με τη μωρία του κηρύγματος από τον τελικό όλεθρο εκείνους που θα πιστέψουν. Οι Ιουδαίοι ζητούν ως αποδεί­ξεις θαύματα και οι εθνικοί φιλοσοφικές αλήθειες. Εμείς όμως κηρύττουμε το σωτήρα Χριστό, και μάλιστα σταυρωμένο — κήρυγμα απαράδεκτο για τις μεσσιανικές προσδοκίες των Ιουδαίων και ανόητο για τις αναζητήσεις των εθνικών· γι’ αυτούς όμως που τους κάλεσε ο Θεός, Ιουδαίους και εθνικούς, ο Χριστός που κηρύττουμε είναι του Θεού η δύναμη και του Θεού η σοφία.

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Ιω. 19:6-11, 13-20, 25-28, 30-35)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, συμβούλιον εποίησαν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὅπως αὐτόν ἀπολέσωσι. Καὶ παρεγένοντο πρὸς Πιλάτον, λέγοντες· Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν. Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ ᾿Ιουδαῖοι· Ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, καὶ κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ  ἐποίησεν. ῞Οτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτ ος τοῦτον τὸν λόγον, μᾶλλον ἐφοβήθη. Καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ Πραιτώριαν πάλιν, καὶ λέγει τῷ ᾿Ιησοῦ· Πόθεν εἶ σύ; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ. Λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε, καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε; Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· Οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ᾿ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν. Ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον, ἤγαγεν ἔξω τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος, εἰς τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, Ἑβραῑστὶ δὲ Γαββαθᾶ. Ἦν δὲ Παρασκευὴ τοῦ Πάσχα, ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ λέγει τοῖς ᾿Ιουδαίοις· Ἴδε ὁ Βασιλεὺς ὑμῶν. Οἱ δὲ ἐκραύγασαν· Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τὸν Βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; Ἀπεκρίθησαν οἱ Ἀἀρχιερεῖς· Οὐκ ἔχομεν βασιλέα, εἰ μὴ Καίσαρα. Τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ. Παρέλαβον δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ ἀπήγαγον. Καὶ βαστάζων τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον Κρανίου τόπον, ὃς λέγεται Ἑβραῑστὶ Γολγοθᾶ· ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν, μέσον δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν. Ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος, καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Ἦν δὲ γεγραμμένον· ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων. Τοῦτον οὖν τὸν τίτλον πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν ᾿Ιουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν ὁ τόπος τῆς πόλεως, ὅπου ἐσταυρώθη ὁ ᾿Ιησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον ῾Εβραῑστί, ῾Ελληνιστί, ῾Ρωμαϊστί. Εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ Σταυρῷ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἡ Μήτηρ αὐτοῦ, καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς Μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. ᾿Ιησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν Μητέρα, καὶ τὸν Μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ Μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἰδοὺ ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ Μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ Μήτηρ σου. Καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ Μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια. Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα.

Νεοελληνική Απόδοση 

Εκείνο τον καιρό, όταν όμως τον είδαν έτσι οι «αρχιερείς και οι φρουροί του ναού, άρχισαν να φωνάζουν και να λένε: «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον!» τους λέει ο Πιλάτος: «Πάρτε τον εσείς και σταυρώστε τον· εγώ δεν του βρίσκω κα­μιά αιτία καταδίκης». Του απάντησαν οι Ιουδαίοι: «Εμείς έχουμε «νόμο, και σύμφωνα με το νόμο μας πρέπει να πεθάνει, γιατί ισχυρί­στηκε πως είναι Υιός Θεού». Ο Πιλάτος, όταν άκουσε αυτόν το λόγο, φοβήθηκε ακόμη περισ­σότερο. Μπήκε πάλι μέσα στο πραιτώριο και λέει στον Ιησού: «Από πού είσαι:» Αλλά ο Ιησούς δεν του ’δωσε απόκριση. Του λέει τότε ο Πιλάτος: «Σ’ εμένα δεν αποκρίνεσαι; Δεν ξέρεις πως έχω εξουσία να σε σταυρώσω, όπως έχω εξουσία και να σε αφήσω ελεύθερο;» Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: «Δε θα είχες καμιά εξουσία πάνω μου, αν δε σου είχε δοθεί από το Θεό, γι’ αυτό, εκείνος που με παρέδωσε σ’ εσέ­να έχει μεγαλύτερο κρίμα από το δικό σου». Ο Πιλάτος, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, διέταξε να φέρουν έξω τον Ιησού κι ο ίδιος κάθισε στην έδρα του δικαστή, στον τόπο που ονομάζεται Λιθόστρωτο στα εβραϊκά «Γαββαθά». ’Ήταν σχεδόν μεσημέρι, παραμονή του Πάσχα. Λέει λοιπόν τότε ο Πιλάτος στους Ιουδαίους: «Nα ο βασιλιάς σας!» Τότε εκείνοι άρχισαν να φωνάζουν με κραυγές: «Θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ τον!» Τους λέει ο Πιλάτος: «Το βασιλιά σας να σταυρώσω;» Αποκρίθηκαν οι αρχιερείς: «Δεν έχουμε άλλον βασιλιά, εκτός από τον αυτοκράτορα». Τότε ο Πιλά­τος τους τον παρέδωσε, για να σταυρωθεί. Τον παρέλαβαν, λοιπόν, τον Ιησού οι στρατιώτες και ξεκίνησαν. Και βγήκε από την πόλη σηκώνοντας στους ώμους του το σταυρό, μέχρι τον λεγόμενο «τόπο του κρανίου» — στα εβραϊκά λέγεται «Γολγοθά». Εκεί σταύρωσαν τον Ιησού και μαζί του σταύρωσαν άλ­λους δύο, τον ένα από τη μια μεριά και τον άλλο από την άλλη, και στη μέση τον Ιησού. Ο Πιλάτος διέταξε επίσης κι έγραψαν μια επιγραφ­ή, και την τοποθέτησαν πάνω στο σταυρό. Κι έγραφε: «Ο Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλιάς των Ιουδαίων». Αυτή την επιγραφή που ήταν γραμμένη εβραϊκά, λατινικά και ελληνικά τη διάβασαν πολλοί από τους Ιουδαίους, γιατί ο τόπος όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς ήταν κοντά στην πόλη. Αυτά έκαναν οι στρατιώτες. Κοντά όμως στο σταυρό του Ιησού στέκονταν η μητέρα του και η αδελφή της μητέρας του, η Μαρία η γυναίκα του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή. Ο Ιησούς, όταν είδε τη μητέρα του και το μαθητή που αγαπούσε, να στέκεται πλάι της, λέει στη μητέρα του: «Αυτός τώρα εί­ναι ο γιος σου». Ύστερα λέει στο μαθητή: «Αυτή τώρα είναι η μητέρα σου». Από κείνη την ώρα ο μαθητής την πήρε στο σπίτι του. Μετά απ’ αυτό, ο Ιησούς, γνωρίζοντας πως όλα είχαν φτάσει πια στο καθορισμένα τέλος, για να εκπληρωθεί η προφητεία της Γραφής, λέει: «Διψώ». Όταν εκείνος γεύτηκε το ξίδι είπε: «Όλα τώρα εκπληρώθηκαν». Έγει­ρε το κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα.

Back To Top