skip to Main Content

Η Αγία Ευφημία η Μεγαλομάρτυς (11 Ιουλίου και 16 Σεπτεμβρίου)

Η καλλιπάρθενος Αγία Ευφημία ήταν  χριστιανή που με το αίμα της σφράγισε την πίστη της στον Χριστό και με την αυταπάρνησή της καταντρόπιασε τους ισχυρούς ειδωλολάτρες αυτοκράτορες. Η Ευφημία καταγόταν από τη Χαλκηδόνα και οι γονείς της ονομάζονταν Φιλόφρων και Θεοδοσιανή. Μόρφωσαν την κόρη τους σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου, γι’ αυτό και η Ευφημία από πολύ νωρίς διακρίθηκε για τον άγιο ζήλο της, το σεμνό ήθος και τη φιλανθρωπία της. Ήταν ωραία στο σώμα και πολλοί ειδωλολάτρες νέοι περίμεναν έστω ένα ενθαρρυντικό χαμόγελό της. Αλλά η σεμνή παρθένος διατηρούσε ακηλίδωτη την αγνότητά της και είχε αφοσιωμένη την καρδιά της στο Θεό, στην περιποίηση των ασθενών και των απροστάτευτων ορφανών.

Όταν επί Διοκλητιανού, διατάχθηκε σκληρός διωγμός κατά των χριστιανών, η αγία Ευφημία συνελήφθη και ομολόγησε ότι είναι χριστιανή. Τότε ο κριτής, υπολογίζοντας στην αδύνατη γυναικεία φύση της, την καταδίκασε σε θάνατο θέτοντας βασανιστήρια με τροχούς, με φωτιά και πολλά άλλα βάσανα.  Όμως η Ευφημία αναδείχθηκε πολύ ισχυρότερη των βασανιστών της και υπέμεινε τα βασανιστήρια με θαυμαστή καρτερία. Στο τέλος την έριξαν τροφή στα θηρία για να την κατασπαράξουν, όμως έμεινε αβλαβής απ’ αυτά.  Έπειτα δαγκώθηκε από μια αρκούδα και, αφού προσευχήθηκε, παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού. Το τίμιο λείψανό της εναποτέθηκε μέσα σε θήκη και ενταφιάσθηκε σε κάποιο τόπο κοντά στην Χαλκηδόνα, όπου παρέμεινε για αρκετά χρόνια, επιτελώντας άπειρα θαύματα. Δίδαξε, έτσι, με το παράδειγμα της ότι μπορεί οι χριστιανοί να φαίνονται στον κόσμο αδύνατοι, αλλά “τα ασθενή του κόσμου έξελέξατο ο Θεός ίνα καταισχύνη τα ισχυρά”1. Δηλαδή, τους κατά κόσμον αδυνάτους εξέλεξε ο Θεός για να καταντροπιάσει εκείνους που έχουν ισχυρή κοσμική επιρροή.

Κάθε χρόνο στις 11 Ιουλίου, η Ορθόδοξος Εκκλησία εορτάζει το θαύμα της αγίας ενδόξου μεγαλομάρτυρος Ευφημίας, με το οποίο εκράτυνε τον τόμο του όρου της πίστεως των 630 θεοφόρων Πατέρων, που συνεκρότησαν  την  Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος  που έγινε στη Χαλκηδόνα το 451 μ.Χ με αυτοκράτορες την Πουλχερία και Μαρκιανό. Κατά την εποχή αυτή συντάχθηκαν δύο τόμοι που περιείχαν τον όρο της Συνόδου  και ήταν ένας των ορθοδόξων και ένας των Μονοφυσιτών. Για να πάψει λοιπόν η έριδα μεταξύ των δύο πλευρών, αποφασίστηκε να τεθούν και οι δύο τόμοι μέσα στη λάρνακα της αγίας Ευφημίας, για να φανεί ποιον από τους δύο θα δεχτεί η Αγία. Αφού, μετά από λίγες ημέρες, άνοιξαν πάλι τη θήκη, έμειναν έκπληκτοι. Διότι, τον τόμο των αιρετικών τον βρήκαν ριγμένο κάτω στα πόδια της αγίας και τον τόμο των Ορθοδόξων, που περιείχε τον όρο και την απόφαση της Αγίας Συνόδου, τον βρήκαν να κρατιέται από την Μάρτυρα στην αγκαλιά της. Αφού έγινε αυτό, θαύμασαν όλοι γι’ αυτό το παράδοξο. Απ’ αυτό οι Ορθόδοξοι στηρίχθηκαν στη πίστη και δόξασαν τον Θεό, που καθημερινώς πράττει μεγάλα και παράδοξα θαύματα για την επιστροφή και την διόρθωση πολλών, οι δε αιρετικοί Μονοφυσίτες καταισχύνθηκαν. (Να σημειώσουμε ότι η κυρίως μνήμη του μαρτυρίου της αγίας Ευφημίας τελείται στις  16 Αυγούστου).

Το Λείψανο της Αγίας σώζεται αδιάφθορο στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου Φαναρίου Κωνσταντινουπόλεως.

Απολυτίκιο. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.

Λίαν εύφρανας, τους Ορθοδόξους και κατήσχυνας, τους κακοδόξους, Ευφημία Χριστού καλλιπάρθενε. Της γαρ Τετάρτης Συνόδου εκύρωσας, α οι Πατέρες καλώς εδογμάτισαν. Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Α’ Κορ.  1:26-31, 2: 1-5)

Ἀδελφοί, βλέπετε τὴν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοὶ σοφοὶ κατὰ σάρκα, οὐ πολλοὶ δυνατοί, οὐ πολλοὶ εὐγενεῖς, ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα ἐξελέξατο ὁ Θεός, καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ, ὅπως μὴ καυχήσηται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἐξ αὐτοῦ δὲ ὑμεῖς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, ὃς ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις, ἵνα, καθὼς γέγραπται, «ὁ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω». Κἀγὼ ἐλθὼν πρὸς ὑμᾶς, ἀδελφοί, ἦλθον οὐ καθ᾿ ὑπεροχὴν λόγου ἢ σοφίας καταγγέλλων ὑμῖν τὸ μαρτύριον τοῦ Θεοῦ. Οὐ γὰρ ἔκρινα τοῦ εἰδέναι τι ἐν ὑμῖν εἰ μὴ ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον. Καὶ ἐγὼ ἐν ἀσθενείᾳ καὶ ἐν φόβω καὶ ἐν τρόμῳ πολλῷ ἐγενόμην πρὸς ὑμᾶς, καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου οὐκ ἐν πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καὶ δυνάμεως, ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μὴ ᾖ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐν δυνάμει Θεοῦ.

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, βλέπετε ποιοι είστε εσείς που σας κάλεσε ο Θεός· δε βρίσκονται ανάμεσά σας πολλοί σοφοί με τα ανθρώπινα κριτήρια. Ούτε πολλοί με ισχύ πολιτική ούτε πολλοί με αριστοκρατική καταγωγή. Αλλά όσους ο κόσμος θεωρεί μωρούς, εκείνους διάλεξε ο Θεός για να ντροπιάσει τελικά τους σοφούς· κι όσους ο κόσμος θεωρεί ανίσχυρους, εκείνους διάλεξε ο Θεός για να ντροπιάσει τελικά τους κατά κόσμο ισχυρούς. Κι όσους ο κόσμος θεωρεί παρακατια­νούς και περιφρονημένους, εκείνους διάλεξε ο Θεός, τα μηδενικά, για να καταργήσει όσους θαρρούν πως είναι κάτι. Έτσι ώστε να μην μπορεί κανείς να καυχηθεί για κάτι μπροστά στο Θεό. Χάρη σ’ αυ­τόν όμως εσείς βρίσκεστε μέσα στην πίστη του Ιησού Χριστού, εκείνου που έγινε από το Θεό σοφία δική μας και δικαίωση και εξαγιασμός και απολύτρωση. Ώστε, καθώς λεει η Γραφή, όποιος καυχάται, μόνο για τον Κύριο ας καυχάται. Κι εγώ όταν ήρθα σε σάς αδελφοί μου, ήρθα για να σας αναγγείλω το σωτήριο σχέδιο του Θεού, χωρίς υψηλή ρητορική τέχνη ή ανθρώπινη σοφία. Γιατί σκοπός μου δεν ήταν να σας κάνω να γνω­ρίσετε κάτι άλλο, παρά μόνο τον Ιησού Χριστό, και μάλιστα σταυρωμένο. Έτσι κι εγώ όταν ήρθα κοντά σας ήμουν ανήμπορος, φοβι­σμένος και κατατρομαγμένος. Τα λόγια μου και το κήρυγμά μου δε στηρίζονταν σε ανθρώπινη σοφία, που πείθει, αλλά στην πεποίθηση που γεννούν τα χαρίσματα του Πνεύματος και οι θαυματουργικές δυ­νάμεις.  Ώστε η πίστη σας να βασίζεται όχι σε ανθρώπινη σοφία, αλλά στη δύναμη του Θεού.

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Β΄ Κορ. 6:1-10)

Ἀδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς – λέγει γὰρ· «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι»· ἰδοὺ νῦν «καιρὸς εὐπρόσδεκτος», ἰδοὺ νῦν «ἡμέρα σωτηρίας» –  μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, καθώς είμαστε συνεργάτες του Θεού , σας παρακαλούμε να μην αφήσετε να πάει χαμένα η χάρη του Θεού που δεχτήκατε, γιατί η Γραφή λέει: Στον καιρό της χάρης σε άκουσα, και την ημέρα της σωτήριας σε βοήθησα. Να, τώρα είναι ο καιρός της χάρης, τώρα είναι η ημέρα της σωτηρίας. Κανένα πρόσκομμα δε φέρνουμε σε κανένα, για να μη δυσφημηθεί το έργο μας. Αντίθετα, με κάθε τρόπο συστή­νουμε τον εαυτό μας σαν υπηρέτες του Θεού: με τη μεγάλη υπομονή μας, με τις θλίψεις, με τις δυσχέρειες, τις στενοχώριες, τις κακοποιή­σεις, τις φυλακίσεις, τις εξεγέρσεις εναντίον μας, τις ταλαιπωρίες, τις αγρυπνίες, την πείνα. Συστόνουμε τους εαυτούς μας με την εντιμότητα, τη γνώση της αλήθειας, την ανεκτικότητα, την καλοσύνη, τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος, την ανυπόκριτη αγάπη, το κήρυγμα για την αλήθεια, τη δύναμη του Θεού, με τα όπλα της σωτηρίας τα επι­θετικά και τα αμυντικό, δοκιμάζοντας δόξα και ατίμωση, δυσφήμηση και έπαινο· μας θεωρούν λαοπλάνους, και όμως λέμε την αλήθεια· μας αγνοούν και όμως γινόμαστε γνωστοί· φτάνουμε στο θάνατο, και να που ζούμε· μας βασανίζουν, αλλά δεν πεθαίνουμε· μας προ­ξενούν στενοχώριες κι όμως πάντοτε χαιρόμαστε· είμαστε φτωχοί, κάνουμε όμως πολλούς να πλουτίσουν· δεν έχουμε τίποτε και κατέ­χουμε τα πάντα.

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Λκ. 7: 36-50)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠρώτα τις τῶν Φαρισαίων τὸν ᾿Ιησοῦν, ἵνα φάγῃ μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη. Καὶ ἰδοὺ, γυνὴ ἐν τῇ πόλει, ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου, καὶ στᾶσα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι, καὶ ταῖς θριξί τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ. Ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν, εἶπεν ἐν ἑαυτῷ, λέγων· Οὗτος, εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ, ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν. Ὁ δέ φησι· Διδάσκαλε, εἰπέ. Δύο χρεωφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι· εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα. Μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο. Τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον αὐτὸν ἀγαπήσει; Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων, εἶπεν· Ὑπολαμβάνω, ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ὀρθῶς ἔκρινας. Καὶ στραφείς πρὸς τὴν γυναῖκα, τῷ Σίμωνι ἔφη· Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας, καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κέφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε. Φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ, ἀφ᾿ ἦς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας. Ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας. Οὗ χάριν, λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ. Εἶπε δὲ αὐτῇ· Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι. Καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· Τίς οὗτός ἐστιν, ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν; Εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.

Νεοελληνική Απόδοση 

Εκείνο τον καιρό, κάποιος Φαρισαίος προσκάλεσε τον Ιησού σε γεύμα. Ο Ιησούς μπήκε στο σπίτι του Φαρισαίου και κάθισε στο τραπέζι. Στην πόλη ήταν κάποια αμαρτωλή γυναίκα· όταν άκουσε ότι ο Ιησούς γευματίζει στο σπίτι του Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινο δοχείο με μύρο, στάθηκε πίσω κοντά στα πόδια του και κλαίγοντας έβρεχε με τα δά­κρυά της τα πόδια του και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της τα φιλούσε και τα άλειφε με το μύρο. Όταν το είδε αυτό ο Φαρισαίος που τον είχε προσκαλέσει, είπε από μέσα του: «Αν ο άνθρωπος αυτός ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τι είδους γυναίκα είναι αυτή που τον αγγίζει· γιατί είναι αμαρ­τωλή». Κι απαντώντας σ’ αυτές τις σκέψεις ο Ιησούς του είπε: «Σί­μων, έχω κάτι να σου πω». «Πες μου Διδάσκαλε», είπε αυτός. Δύο άνθρωποι χρωστούσαν λεφτά σε κάποιον δανειστή· ο ένας πεντακό­σια δηνάρια κι ο άλλος πενήντα. Επειδή όμως δεν είχαν να τα επιστρέφουν, τα χάρισε και στους δυο. Πες μας λοιπόν, ποιος από τους δυο θα του χρωστάει μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη;» Κι ο Σίμων αποκρίθηκε: «Νομίζω εκείνος στον οποίο χάρισε τα περισσότερα». «Ορθά έκρινες», του είπε ο Ιησούς και ρίχνοντας τη ματιά του στη γυναίκα τού είπε: «βλέπεις αυτή τη γυναίκα; Όταν μπήκα στο σπίτι σου, δε μου έπλυνες τα πόδια με νερό. Αυτή, αντίθετα, με δάκρυα μου έπλυνε τα πόδια και μου τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Ένα φίλημα δε μου ’δωσες ενώ αυτή, από τη στιγμή που μπήκε, δεν έπαψε να μου φιλάει τα πόδια. Το κεφάλι μου δεν μου το άλειψες με λάδι, ενώ αυτή μου άλειψε με μύρο τα πόδια. Γι’ αυτό, λοιπόν, σε βεβαιώνω πως οι πολ­λές της αμαρτίες συγχωρήθηκαν, όπως δείχνει η πολλή ευγνωμοσύ­νη της. Σ’ όποιον συγχωρούνται λίγες αμαρτίες, αυτός δείχνει λίγη ευ­γνωμοσύνη». Και είπε στη γυναίκα: «Οι αμαρτίες σου συγχωρήθη­καν». Όσοι κάθονταν μαζί με τον Ιησού στο τραπέζι άρχισαν να λέ­νε μεταξύ τους: «Ποιος είναι αυτός που ακόμη και αμαρτίες συγχω­ρεί:» Κι ο Ιησούς είπε στη γυναίκα: «Η πίστη σου σ’ έσωσε πήγαινε στο καλό».

Back To Top