skip to Main Content

Η Αγία Ισαπόστολος Θέκλα (24 Σεπτεμβρίου)

Η Αγία Θέκλα, η Πρωτομάρτυρας και Ισαπόστολος,  καταγόταν από το Ικόνιο, της Μικράς Ασίας. Η μητέρα της ήταν η Θεόκλεια, η οποία καταγόταν από ευγενή και επιφανή οικογένεια και ήταν ειδωλολάτρισσα, όπως και η Θέκλα. Σε ηλικία 18 χρόνων η Αγία Θέκλα αρραβωνίαστηκε με κάποιον που τον έλεγαν Θαμύρη, αλλά ο γάμος τους ματαιώθηκε, γιατί η Θέκλα έγινε χριστιανή λόγω του κυρήγματος του Αποστόλου Παύλου.

Η Αγία γνώρισε τον Απόστολο Παύλο στο σπίτι του ευσεβούς οικογενείαρχη Ονησιφόρου, όπου εκεί τον άκουσε να κηρύττει το λόγο του Θεού.  Για τρεις ημέρες η Αγία ούτε έφαγε, ούτε πήγε στο σπίτι της ακούγοντας το θείο κύρηγμα του Αποστόλου Παύλου.   Όταν η μητέρα και ο μνηστήρας της έμαθαν για τις νέες συνήθειες της Θέκλας, προκειμένου να την καθηλώσουν στην ειδωλολατρία κανόνισαν να φυλακιστεί ο Παύλος. Φυσικά η Αγία δεν πτοήθηκε, αλλά αντίθετα πήγε κρυφά και τον συνάντησε στη φυλακή για να ακούσει τα μελίρρυτα λόγια του Παύλου και για να μαθαίνει για το Χριστιανισμό. Ακολούθως οι διώκτες έριξαν τη Θέκλα στη φωτιά χωρίς ωστόσο να καεί αφού την εσκέπε ο Θεός, αλλά κατάφεραν να διώξουν τον Απόστολο Παύλο. Όταν η Αγία έμεινε ελεύθερη έψαξε τον Απόστολο Παύλο, τον οποίο εντόπισε μέσα σ’ ένα τάφο μαζί με τον Ονησιφόρο.

Αποφάσισε να ακολουθήσει τον Παύλο και έφτασαν στην Αντιόχεια, αλλά εκεί η ομορφιά της την έκανε να υποφέρει τα πάνδεινα. Παρόλα αυτά τίποτα δεν μπορούσε να πτοήσει τη θεϊκά εμπνευσμένη Θέκλα. Ο κόσμος σάστισε αφού κανένα θηρίο δεν την κατασπάραξε όσες φορές και αν επιχείρησαν να την θανατώσουν. Μετά την πάροδο του χρόνου η Αγία Θέκλα πήγε στα Μύρα της Λυκίας, από όπου μετά την παρακίνηση του Αποστόλου Παύλου επέστρεψε στο Ικόνιο για να κηρύξει εκεί το Ευαγγέλιο. Στη συνέχεια κατέφυγε σε ένα βουνό κοντά στη Σελευκεία, όπου ασκήτεψε και εν ονόματι του Ιησού Χριστού θεράπευε πολλούς αρρώστους. Η δράση της όμως ενόχλησε πολλούς ιατρούς της Σελευκείας και απέστειλαν πληρωμένους νέους να βιάσουν την παρθένο πιστέυοντας έτσι ότι η Αγία θα χάσει τη δύναμή της.

Η Αγία Θέκλα δεν φοβήθηκε καθόλου όταν τους είδε. Σήκωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε για τη σωτηρία της και ως εκ θαύματος μια πέτρα σχίστηκε γι’ αυτήν για να εισέλθει μέσα. Εκεί αναπαύτηκε για πάντα κοντά στον Θεό, σε ηλικία 90 χρόνων.

Η εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη της Αγίας  Πρωτομάρτυρας και Ισαποστόλου Θέκλας την 24η Σεπτεμβρίου.

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Β΄ Τιμ. 3: 10-15 )

Τέκνον Τιμόθεε, παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν Ἀντιοχείᾳ, ἐν Ἰκονίῳ, ἐν Λύστροις. Oἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα! Καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος. Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δέ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος ἔμαθες, καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

Νεοελληνική Απόδοση

Παιδί μου Τιμόθεε, συμπορεύτηκες μαζί μου στη διδασκαλία, στον τρόπο ζωής, στους σκοπούς, στην πίστη, στη μακροθυμία, στην αγάπη, στην υπομονή, στους διωγμούς, στα παθήματα σαν αυτά που υπέμεινα στην Αντιόχεια, στο Ικόνιο, στα Λύστρα. Τι διωγμούς υπέφερα! Κι απ’ όλα με γλίτωσε ο Κύριος. Κι όχι μόνο εγώ, αλλά και όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν με ευσέβεια, σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού, θα αντιμετωπίσουν διωγμούς. Μόνο οι πονηροί άνθρωποι και οι απατεώνες θα προκόβουν στο χειρότερο· θα εξαπατούν τους άλλους και οι άλλοι θα τους εξαπατούν. Εσύ όμως να μένεις σ’ αυτά που έμαθες και που για την αξιοπιστία τους έχεις τεκμήρια. Ξέρεις από ποιον τα έμαθες· και μη λησμονείς ότι από τη βρεφική σου ηλικία γνωρίζεις τη Γραφή, που μπορεί να σε κάνει σοφό οδηγώντας σε στη σωτηρία δια της πίστεως στον Ιησού Χριστό.

___________________________________________________________________________

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Μτθ. 25: 1-13)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις, αἵτινες λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας αὐτῶν, ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου. Πέντε δὲ ἦσαν ἐξ αὐτῶν φρόνιμοι, καὶ αἱ πέντε μωραί. αἵτινες μωραὶ, λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν, οὐκ ἔλαβον μεθ᾿ ἑαυτῶν ἔλαιον· Ααἱ δὲ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον ἐν τοῖς ἀγγείοις αὐτῶν μετὰ τῶν λαμπάδων αὐτῶν. Χρονίζοντος δὲ τοῦ νυμφίου, ἐνύσταξαν πᾶσαι, καὶ ἐκάθευδον. Μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν· Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ. Τότε ἠγέρθησαν πᾶσαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι, καὶ ἐκόσμησαν τὰς λαμπάδας αὐτῶν. Αἱ δὲ μωραὶ ταῖς φρονίμοις εἶπον· Δότε ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν, ὅτι αἱ λαμπάδες ἡμῶν σβέννυνται. Ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι, λέγουσαι· Μήποτε οὐκ ἀρκέσει ἡμῖν καὶ ὑμῖν· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας, καὶ ἀγοράσατε ἑαυταῖς. Ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι, ἦλθεν ὁ νυμφίος· καὶ αἱ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα. Ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ λοιπαὶ παρθένοι, λέγουσαι· Κύριε, Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. Γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν, ἐν ᾗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται.

Νεοελληνική Απόδοση 

Είπε ο Κύριος την εξής παραβολή·«Ο ερχομός της βασιλείας του Θεού θα είναι όμοιος με ό,τι έγινε με δέκα κοπέλες, που πήραν τα λυχνάρια τους και βγή­καν να προϋπαντήσουν το γαμπρό. Πέντε απ’ αυτές ήταν συνετές και πέντε άμυαλες. Οι άμυαλες πήραν τα λυχνάρια τους, μα δεν πήραν μαζί τους και λάδι. Απεναντίας, οι συνετές πήραν μαζί με τα λυχνάρια τους και λάδι στα δοχεία τους. Επειδή όμως ο γαμπρός αργοπορούσε, όλες νύσταξαν και κοιμήθηκαν. Κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε μια φωνή: ο γαμπρός έρχεται· βγείτε να τον προϋπαντήσετε!” Όλες οι κοπέλες σηκώθηκαν και τακτοποίησαν τα λυχνάρια τους. Οι άμυαλες είπαν τότε στις συνετές: “δώστε μας από το λάδι σας, γιατί τα λυχνάρια μας σβήνουν”. Οι συνετές όμως τους απάντησαν: “όχι, γιατί δε θα φτάσει και για μας και για σας καλύτερα, πηγαίνετε στους πωλητές ν’ αγοράσετε για τον εαυτό σας”. Αλλά ενώ πήγαιναν ν’ αγοράσουν λάδι, ήρθε ο γαμπρός. Οι έτοιμες μπήκαν μαζί του στη γιορτή του γάμου, κι η πόρτα έκλεισε. Ύστερα από λίγο φτάνουν και οι υπόλοιπες κοπέλες και λένε: “κύριε, κύριε, άνοιξέ μας”. Αυ­τός όμως τους αποκρίθηκε: “αλήθεια σας λέω, δε σας ξέρω”. Αγρυπνάτε λοιπόν, γιατί δεν ξέρετε ούτε την ημέρα ούτε την ώρα που θα έρ­θει ο Υιός του Ανθρώπου».

Back To Top