skip to Main Content

Οι άγιοι μάρτυρες Σέργιος και Βάκχος (7 Οκτωβρίου)

Οι άγιοι μάρτυρες Σέργιος και Βάκχος ζούσαν στη Ρώμη επί Μαξιμιανού<1>. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους, ο αυτοκράτορας τούς είχε αναθέσει υψηλά αξιώματα στη Σχολή των Κιντιλίων<2>: ο Σέργιος ήταν «πριμηκήριος»<3> και ο Βάκχος «σεκουνδικήριος»<4>.

Μια μέρα που ο Μαξιμιανός διέταξε να τελεσθούν δημοσίως θυσίες στους θεούς ως ένδειξη υποταγής στην εξουσία του, οι δύο νεαροί αξιωματικοί ήταν οι μόνοι που δεν παρουσιάσθηκαν και δεν συμμετείχαν. Ο αυτοκράτορας θεώρησε την πράξη τους ανταρσία, διέταξε να τους φέρουν ενώπιόν του και οργισμένος ζήτησε να μάθει την αιτία της ανυπακοής τους.

Ο Σέργιος και ο Βάκχος τού απάντησαν: «Μόνον εις την επίγειον ταύτην στρατείαν είμεθα υποχρεωμένοι να σε υπηρετούμε ως δούλοι ευγνώμονες, ω βασιλεύ! Κωφούς όμως και αναισθήτους θεούς μή γένοιτο να προσκυνήσωμεν, ή μικρόν να αποχωρισθώμεν τον αληθή και παντέλειον Θεόν, και αν με σίδηρα και πύρ καταναλώσης τας σάρκας μας· διότι δεν ευρίσκεται άλλον τόσον μακάριον εις τον κόσμον όσον να πάθη τις υπέρ της ευσεβείας.»

Ο Μαξιμιανός διέταξε να τους καθαιρέσουν από τα αξιώματά τους, να τους αφαιρέσουν επί τόπου τις ζώνες και τα διάσημα του βαθμού και να τους φορέσουν ενδύματα γυναικεία. Ντυμένους μ’ ενδύματα θηλυπρεπή και φορτωμένους βαρείς σιδερένιους κλοιούς στον τράχηλο, περιέφεραν τους μάρτυρες ανά την πόλη για να τους χλευάσουν.

Κατόπιν ο αυτοκράτορας έδωσε εντολή να οδηγήσουν τους αγίους, από στρατόπεδο σε στρατόπεδο, έως τις όχθες του Ευφράτη, στην πόλη Βαρβαλισσό<5>, όπου είχε την έδρα του ο διοικητής της επαρχίας της Ανατολής Αντίοχος, δικαστής σκληρός και ωμότατος. Τους έφεραν μπροστά του για να τους ανακρίνει, ούτε οι απειλές του όμως ούτε οι κολακείες δεν στάθηκαν ικανές να πτοήσουν τους αγίους νέους. Τον Σέργιο, τον έκλεισαν τότε σ’ ένα κελλί και άρχισαν να βασανίζουν τον σύντροφό του. Τον μαστίγωσαν με μαστίγια από βούνευρα με τέτοια αγριότητα, που ο Βάκχος παρέδωσε την ψυχή του, όλος χαρά που θα κατατασσόταν επιτέλους στις στρατιές των αγγέλων και των αγίων. Την επαύριο, έφεραν πάλι ενώπιον του διοικητού τον Σέργιο, ο οποίος θλιβόταν που βρισκόταν ακόμη στον μάταιο τούτο κόσμο, ενώ ο σύντροφός του χαιρόταν ήδη την μακαρία ζωή. Ο Αντίοχος αρχικά δοκίμασε να κάνει τον Σέργιο ν’ αλλαξοπιστήσει· τού θύμισε τα αξιώματα και την εξουσία που είχε πρίν και ύστερα τον απείλησε με τα πιο φρικτά μαρτύρια. Μάταιος κόπος! Διέταξε τότε ο ηγεμόνας να φορέσουν στον άγιοι υποδήματα που είχαν αιχμηρά καρφιά στο εσωτερικό μέρος, και τον υποχρέωσε να τρέχει μπροστά από το άρμα του. Δεκαπέντε χιλιόμετρα διήνυσε τρέχοντας έτσι ο άγιος, μέχρι που έφθασαν στο κάστρο των Τετραπυργίων (σημ. Κσαϊράς-Σελέ). Η χαρά του που συμμετείχε κι εκείνος στο Θείο Πάθος, τον ανύψωνε πάνω από τους πόνους του σώματος, και ο Σέργιος έτρεχε χαρούμενος γοργά, ψάλλοντας ύμνους. Κατά τη διάρκεια της νύκτας, ήλθε άγγελος και εθεράπευσε τις πληγές του, κι έτσι ο νέος παρουσιάσθηκε την επομένη στον διοικητή ευδιάθετος κι έτοιμος για νέους αγώνες. Ο Αντίοχος διέταξε τότε να τον αποκεφαλίσουν στον επόμενο σταθμό, τη Ρουσάφα, διακόσια χιλιόμετρα ανατολικά του Χαλεπίου. Φθάνοντας στον τόπο της εκτελέσεως, ο άγιος ζήτησε λίγο χρόνο από τους δημίους του, και προσευχήθηκε ένθερμα να συγχωρηθούν οι διώκτες του. Κατόπιν, έκλινε ο ίδιος την κεφαλή κάτω από το ξίφος και η ψυχή του πέταξε για να συναντήσει τον Βάκχο στη Βασιλεία των Ουρανών.

Οι κάτοικοι της Σούρα, του χωριού όπου μαρτύρησε ο Βάκχος, θέλησαν να πάρουν κρυφά το σώμα του αγίου Σεργίου, φλόγα μεγάλη όμως εξήλθε από τον τάφο και τους εμπόδισε. Έτρεξαν τότε οι χριστιανοί της Ρουσάφα, έδιωξαν τους επίδοξους ληστές και κατέθεσαν το τίμιο λείψανο σε μέρος ασφαλές. Έκτισαν αργότερα πάνω στον τάφο του αγίου Σεργίου ναό, ο οποίος κατέστη ένα από τα πιο σεπτά προσκυνήματα όλης της Ανατολής, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε ο τόπος εκείνος ονομάσθηκε Σεργιούπολις. Τεμάχια του τιμίου λειψάνου διεσπάρησαν σε όλο τον χριστιανικό κόσμο<6>.

Σημειώσεις

1 Δεν πρόκειται μάλλον για τον Μαξιμιανό Ηρακλή, του οποίου η δικαιοδοσία δεν εκτεινόταν στη Ανατολή, αλλά πιθανόν για τον Γαλέριο Μαξιμιανό, ο οποίος προτού ξεκινήσει τη μεγάλη του εκστρατεία κατά των Περσών (περί το 297), προέβη σε εκκαθαρίσεις όλων των χριστιανών του στρατεύματος. Δεν αποκλείεται οι δύο άγιοι να ήταν ρωμαϊκής καταγωγής, το σύνολο όμως της ιστορίας τους εκτυλίσσεται στην Ανατολή.

2 Οι Σχολαί αποτελούσαν επίλεκτα τμήματα του ρωμαϊκού στρατού· συστάθηκαν επί Διοκλητιανού, τελούσαν υπό τις διαταγές του ίδιου του αυτοκράτορα και λειτουργούσαν επίσης ως σώμα εκπαιδεύσεως αξιωματικών. Εξελίχθηκαν αργότερα σε αυτοκρατορική φρουρά και άγημα τιμών.

3 Πριμηκήριος: λατ. primecerius: κατά λέξη «αυτός που το όνομά του είναι γραμμένο πρώτο στα κηρόχυτα δελτία των αρχών, δηλαδή πρόκριτος, πρωτέγγραφος.

4 Σεκουνδικήριος: λατ. secundicerius: «αυτός που είναι δεύτερος στην τάξη».

5 Σήμερα λέγεται Μπάλις και βρίσκεται 100 χλμ. από το Χαλέπι. Κατ’ άλλους, πρόκειται για την Αραβυσσό (σημ. Afçim) της Καππαδοκίας.

6 Πρόσφατες αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως τα ερείπια από τρεις μεγάλες βασιλικές στον χώρο της Ρουσάφα, που πήρε το όνομα Σεργιούπολις τον 4ο αιώνα και εξακολούθησε να αποτελεί σημαντικό προσκύνημα ακόμη και επί αραβοκρατίας. Καταστράφηκε κατά την εισβολή των Τατάρων, τον 13ο αιώνα. Η τιμία κάρα του αγίου Σεργίου φυλάσσεται στην Ι.Μ.Σίμωνος Πέτρας και εκείνη του αγίου Βάκχου στην Ι.Μ.Βατοπαιδίου στο Άγιον Όρος.

Πηγή: «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος δεύτερος – Οκτώβριος, σ. 79-82)

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Εβρ. 11: 33- 12: 2)

Ἀδελφοί, οἱ ἃγιοι Πάντες διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τούς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι. Τοιγάρουν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν.

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, οι άγιοι Πάντες με την πίστη κατατρόπωσαν βασίλεια, επέβαλαν το δίκαιο, πέτυχαν την πραγματοποίηση των υποσχέσεων του Θεού, έφραξαν στόματα λεόντων· έσβησαν τη δύναμη της φωτιάς, διέφυγαν τη σφαγή, έγιναν από αδύνατοι ισχυροί, αναδείχτηκαν ήρωες στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή εχθρικά στρατεύματα· γυναίκες ξαναπήραν πίσω στη ζωή τους ανθρώπους τους, κι άλλοι βασανίστηκαν ως το θάνατο, χωρίς να δεχτούν την απελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ότι μπορούσαν ν’ αναστηθούν σε μια καλύτερη ζωή. Άλλοι δοκίμασαν εξευτελισμούς και μαστιγώσεις, ακόμη και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι με προβιές και κατσικίσια δέρματα, έζησαν με στερήσεις, υπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις και κακουχίες – ο κόσμος δεν ήταν άξιος να ‘χει τέτοιους ανθρώπους – πλανήθηκαν σε ερημιές και βουνά, σε σπηλιές και σε τρύπες της γης. Όλοι οι παραπάνω, παρά την καλή μαρτυρία της πίστης τους, δεν πήραν ό,τι τους υποσχέθηκε ο Θεός. Αυτός είχε προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι ώστε να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς. Έχοντας, λοιπόν, γύρω μας μια τόσο μεγάλη στρατιά μαρτύρων, ας τινάξουμε από πάνω μας κάθε φορτίο, και την αμαρτία που εύκολα μας εμπλέκει, κι ας τρέχουμε με υπομονή το αγώνισμα του δύσκολου δρόμου που έχουμε μπροστά μας. Ας έχουμε τα μάτια μας προσηλωμένα στον Ιησού, που μας έδωσε την πίστη, την οποία και τελειοποιεί.

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Λκ. 7: 36-50)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠρώτα τις τῶν Φαρισαίων τὸν ᾿Ιησοῦν, ἵνα φάγῃ μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη. Καὶ ἰδοὺ, γυνὴ ἐν τῇ πόλει, ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου, καὶ στᾶσα παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι, καὶ ταῖς θριξί τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ. Ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν, εἶπεν ἐν ἑαυτῷ, λέγων· Οὗτος, εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ, ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν. Ὁ δέ φησι· Διδάσκαλε, εἰπέ. Δύο χρεωφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι· εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα. Μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο. Τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον αὐτὸν ἀγαπήσει; Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων, εἶπεν· Ὑπολαμβάνω, ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ὀρθῶς ἔκρινας. Καὶ στραφείς πρὸς τὴν γυναῖκα, τῷ Σίμωνι ἔφη· Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας, καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κέφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε. Φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ, ἀφ᾿ ἦς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας. Ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας. Οὗ χάριν, λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ. Εἶπε δὲ αὐτῇ· Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι. Καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· Τίς οὗτός ἐστιν, ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν; Εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.

Νεοελληνική Απόδοση 

Εκείνο τον καιρό, κάποιος Φαρισαίος προσκάλεσε τον Ιησού σε γεύμα. Ο Ιησούς μπήκε στο σπίτι του Φαρισαίου και κάθισε στο τραπέζι. Στην πόλη ήταν κάποια αμαρτωλή γυναίκα· όταν άκουσε ότι ο Ιησούς γευματίζει στο σπίτι του Φαρισαίου, έφερε ένα αλαβάστρινο δοχείο με μύρο, στάθηκε πίσω κοντά στα πόδια του και κλαίγοντας έβρεχε με τα δά­κρυά της τα πόδια του και τα σκούπιζε με τα μαλλιά της τα φιλούσε και τα άλειφε με το μύρο. Όταν το είδε αυτό ο Φαρισαίος που τον είχε προσκαλέσει, είπε από μέσα του: «Αν ο άνθρωπος αυτός ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τι είδους γυναίκα είναι αυτή που τον αγγίζει· γιατί είναι αμαρ­τωλή». Κι απαντώντας σ’ αυτές τις σκέψεις ο Ιησούς του είπε: «Σί­μων, έχω κάτι να σου πω». «Πες μου Διδάσκαλε», είπε αυτός. Δύο άνθρωποι χρωστούσαν λεφτά σε κάποιον δανειστή· ο ένας πεντακό­σια δηνάρια κι ο άλλος πενήντα. Επειδή όμως δεν είχαν να τα επιστρέφουν, τα χάρισε και στους δυο. Πες μας λοιπόν, ποιος από τους δυο θα του χρωστάει μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη;» Κι ο Σίμων αποκρίθηκε: «Νομίζω εκείνος στον οποίο χάρισε τα περισσότερα». «Ορθά έκρινες», του είπε ο Ιησούς και ρίχνοντας τη ματιά του στη γυναίκα τού είπε: «βλέπεις αυτή τη γυναίκα; Όταν μπήκα στο σπίτι σου, δε μου έπλυνες τα πόδια με νερό. Αυτή, αντίθετα, με δάκρυα μου έπλυνε τα πόδια και μου τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Ένα φίλημα δε μου ’δωσες ενώ αυτή, από τη στιγμή που μπήκε, δεν έπαψε να μου φιλάει τα πόδια. Το κεφάλι μου δεν μου το άλειψες με λάδι, ενώ αυτή μου άλειψε με μύρο τα πόδια. Γι’ αυτό, λοιπόν, σε βεβαιώνω πως οι πολ­λές της αμαρτίες συγχωρήθηκαν, όπως δείχνει η πολλή ευγνωμοσύ­νη της. Σ’ όποιον συγχωρούνται λίγες αμαρτίες, αυτός δείχνει λίγη ευ­γνωμοσύνη». Και είπε στη γυναίκα: «Οι αμαρτίες σου συγχωρήθη­καν». Όσοι κάθονταν μαζί με τον Ιησού στο τραπέζι άρχισαν να λέ­νε μεταξύ τους: «Ποιος είναι αυτός που ακόμη και αμαρτίες συγχω­ρεί:» Κι ο Ιησούς είπε στη γυναίκα: «Η πίστη σου σ’ έσωσε πήγαινε στο καλό».

Back To Top