Παρασκευή, 11η Οκτωβρίου 2024
Αποστόλου Φιλίππου (1), ενός εκ των επτά διακόνων του εν Τράλλεσιν (Άϊδινίω ) της Μικράς Ασίας μαρτυρήσαντος. Οσίων Ζηναΐδος και Φιλονίλλης (2). Οσίων Θεοφάνους ομολογητού, επισκόπου Νικαίας (†850), Αρσακίου, Αρσενίου, Αττικού, Νεκταρίου, Σισινίου και Φιλοθέου του θεολόγου, πατριαρχών Κπόλεως. Θεοφάνους επισκόπου Σολέας και Ιωνά του εν Περγάμω της Κύπρου.
(1) Καταγόταν από την Καισάρεια της Παλαιστίνης. Ήταν ένας από τους επτά διακόνους της πρώτης Εκκλησίας, τους οποίους χειροτόνησαν οι Απόστολοι. Ο Φίλιππος ήταν παντρεμένος και είχε τέσσερις θυγατέρες, οι οποίες είχαν το προφητικό χάρισμα. Ο ίδιος διέδωσε το ευαγγέλιο και βάπτισε πολλούς. Είχε το χάρισμα να κάνει θαύματα.
(2)Οι Αγίες Ζηναΐδα και Φιλονίλλα ήταν αδελφές. Κατάγονταν από την Ταρσό τής Κιλικίας και ήταν συγγενείς του αποστόλου Παύλου. Αφού άφησαν την πατρίδα τους και εγκατέλειψαν όλα τους τα υπάρχοντα, περιόδευαν και ασκούσαν την ιατρική επιτελώντας ταυτόχρονα ιεραποστολικό έργο. Κάποτε έφτασαν στην πόλη Δημητριάδα, όπου και διέμειναν σε ένα σπήλαιο. Κατά τη διαμονή τους στο σπήλαιο αυτό η Ζηναΐδα θεράπευε από κάθε ασθένεια όσους προσέτρεχαν σε αυτήν για βοήθεια. Η Φιλονίλλα έκανε μακροχρόνιες νηστείες και πραγματοποίησε πολλές θαυματουργές θεραπείες και άλλα θαύματα. Και οι δύο Αγίες εκοιμήθηκαν εν ειρήνη στο σπήλαιο.
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Πραξ. 8:26-39)
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἄγγελος Κυρίου ἐλάλησε πρὸς Φίλιππον λέγων· Ἀνάστηθι καὶ πορεύου κατὰ μεσημβρίαν ἐπὶ τὴν ὁδὸν τὴν καταβαίνουσαν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς Γάζαν· αὕτη ἐστὶν ἔρημος. Καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη. Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ Αἰθίοψ εὐνοῦχος δυνάστης Κανδάκης τῆς βασιλίσσης Αἰθιόπων, ὃς ἦν ἐπὶ πάσης τῆς γάζης αὐτῆς, ὃς ἐληλύθει προσκυνήσων εἰς ῾Ιερουσαλήμ, ἦν τε ὑποστρέφων καὶ καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἅρματος αὐτοῦ, καὶ ἀνεγίνωσκε τὸν προφήτην ῾Ησαΐαν. Εἶπε δὲ τὸ Πνεῦμα τῷ Φιλίππῳ· Πρόσελθε καὶ κολλήθητι τῷ ἅρματι τούτῳ. Προσδραμὼν δὲ ὁ Φίλιππος ἤκουσεν αὐτοῦ ἀναγινώσκοντος τὸν προφήτην ῾Ησαΐαν, καὶ εἶπεν· Ἆρά γε γινώσκεις ἃ ἀναγινώσκεις; Ὁ δὲ εἶπε· Πῶς γὰρ ἂν δυναίμην, ἐὰν μή τις ὁδηγήσῃ με; Παρεκάλεσέ τε τὸν Φίλιππον ἀναβάντα καθίσαι σὺν αὐτῷ. Ἡ δὲ περιοχὴ τῆς γραφῆς ἣν ἀνεγίνωσκεν ἦν αὕτη· «Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη· καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. Ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; Ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ». Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εὐνοῦχος τῷ Φιλίππῳ εἶπε· Δέομαί σου, περὶ τίνος ὁ προφήτης λέγει τοῦτο; Περὶ ἑαυτοῦ ἢ περὶ ἑτέρου τινός; Ἀνοίξας δὲ ὁ Φίλιππος τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς γραφῆς ταύτης εὐηγγελίσατο αὐτῷ τὸν ᾿Ιησοῦν. Ὡς δὲ ἐπορεύοντο κατὰ τὴν ὁδόν, ἦλθον ἐπί τι ὕδωρ, καί φησιν ὁ εὐνοῦχος· Ἰδοὺ ὕδωρ· τί κωλύει με βαπτισθῆναι; Εἶπε δὲ ὁ Φίλιππος· Εἰ πιστεύεις ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἔξεστιν. Ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε· Πιστεύω τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστόν. Καὶ ἐκέλευσε στῆναι τὸ ἅρμα, καὶ κατέβησαν ἀμφότεροι εἰς τὸ ὕδωρ, ὅ τε Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν. Ὅτε δὲ ἀνέβησαν ἐκ τοῦ ὕδατος, Πνεῦμα Κυρίου ἥρπασε τὸν Φίλιππον, καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος· ἐπορεύετο γὰρ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ χαίρων.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνες τις μέρες, ένας άγγελος Κυρίου είπε στο Φίλιππο: «Σήκω και πήγαινε κατά το νότο, στο δρόμο που κατεβαίνει από την Ιερουσαλήμ στη Γάζα». Ο δρόμος αυτός είναι ερημικός. Ο Φίλιππος σηκώθηκε και πήγε. Συγχρόνως, ένας Αιθίοπας ευνούχος, αξιωματικός στην υπηρεσία της Κανδάκης, δηλαδή της βασίλισσας των Αιθιόπων, και διοικητής των οικονομικών της, που είχε έρθει να προσκυνήσει στην Ιερουσαλήμ, γύριζε τώρα στη πατρίδα του. Καθότανε στο αμάξι του και διάβαζε τον προφήτη Ησαΐα. Το Άγιο Πνεύμα είπε στο Φίλιππο: «Πλησίασε και περπάτα κοντά στο αμάξι αυτό». Ο Φίλιππος έτρεξε κοντά και άκουσε τον Αιθίοπα να διαβάζει τον προφήτη Ησαΐα. Τότε του είπε: «Άραγε, καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις;» Εκείνος απάντησε: «Πώς θα μπορούσα να καταλάβω αν δε με οδηγήσει κάποιος;» Και παρακάλεσε το Φίλιππο ν’ ανέβει και να καθίσει μαζί του. Η περικοπή της Γραφής που διάβαζε, ήταν η εξής: Σαν πρόβατο οδηγήθηκε στη σφαγή. και σαν το αρνί που παραμένει άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που το κουρεύει, έτσι κι αυτός δεν ανοίγει το στόμα του. Καταδικάστηκε σε ταπεινωτικό θάνατο και του αρνήθηκαν δίκαιη κρίση. Εξάλειψαν τη ζωή του από το πρόσωπο της γης, και ποιος μπορεί να μετρήσει τους απογόνους του; Ο ευνούχος είπε στο Φίλιππο: «Πες μου, σε παρακαλώ, για ποιον το λέει αυτό ο προφήτης: για τον εαυτό του ή για κανέναν άλλο;» Τότε ο Φίλιππος, παίρνοντας ευκαιρία από το κομμάτι αυτό της Γραφής, άρχισε να του κηρύττει το χαρμόσυνο μήνυμα για τον Ιησού. Και καθώς προχωρούσαν στο δρόμο, έφτασαν σ’ έναν τόπο που είχε νερό. Τότε ο ευνούχος λέει: «Να νερό· τι με εμποδίζει να βαφτιστώ;» Κι ο Φίλιππος απάντησε: «Αν πιστεύεις μ’ όλη την καρδιά σου, μπορείς να βαφτιστείς». Ο ευνούχος αποκρίθηκε: «Πιστεύω ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού». Κι αμέσως διέταξε να σταματήσει το αμάξι· κατέβηκαν κι οι δυο στο νερό, ο Φίλιππος και ο ευνούχος, κι ο Φίλιππος τον βάπτισε. Όταν βγήκαν έξω από το νερό, το Πνεύμα του Κυρίου άρπαξε το Φίλιππο και δεν τον ξαναείδε πια ο ευνούχος, ο οποίος συνέχισε το ταξίδι του γεμάτος χαρά.
___________________________________________________________________________
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Λκ. 9: 12-18)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, προσελθόντες τῷ ᾿Ιησοῦ οἱ δώδεκα Μαθηταὶ αὐτοῦ, εἶπον αὐτῷ· Ἀπόλυσον τὸν ὄχλον, ἵνα ἀπελθέντες εἰς τὰς κύκλῳ κώμας καὶ τοὺς ἀγροὺς, καταλύσωσι, καὶ εὕρωσιν ἐπισιτισμόν· ὅτι ὧδε ἐν ἐρήμῳ τόπῳ ἐσμέν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. Οἱ δὲ εἶπον· Οὐκ εἰσὶν ἡμῖν πλεῖον ἢ πέντε ἄρτοι, καὶ δύο ἰχθύες, εἰ μήτι πορευθέντες ἡμεῖς ἀγοράσομεν εἰς πάντα τὸν λαὸν τοῦτον βρώματα· ἦσαν γὰρ ὡσεὶ ἄνδρες πεντακισχίλιοι. Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς Μαθητὰς αὐτοῦ· Κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα. Καὶ ἐποίησαν οὕτω· καὶ ἀνέκλιναν ἅπαντας. Λαβὼν δὲ τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν, εὐλόγησεν αὐτοὺς, καὶ κατέκλασε, καὶ ἐδίδου τοῖς Μαθηταῖς, παρατιθέναι τῷ ὄχλῳ. Καὶ ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν πάντες· καὶ ἤρθη τὸ περισσεῦσαν αὐτοῖς κλασμάτων, δώδεκα κόφινοι. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν προσευχόμενον καταμόνας, συνῆσαν αὐτῷ οἱ Μαθηταί αὐτοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, πήγαν κοντά στον Χριστό οι δώδεκα μαθητές του και του είπαν: «Διώξε τον κόσμο, για να πάνε στα γύρω χωριά και τις αγροικίες να βρουν κατάλυμα και φαγητό, γιατί εδώ είμαστε στην ερημιά. Ο Ιησούς τους απάντησε: «Δώστε τους εσείς να φάνε»· κι εκείνοι του είπαν: «Δεν έχουμε παρά πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, εκτός κι αν πάμε εμείς ν’ αγοράσουμε φαγητά για όλο αυτό το πλήθος». Γιατί ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες. Είπε στους μαθητές του: «βάλτε τους να καθίσουν για φαγητό κάτω στο έδαφος κατά ομάδες ανά πενήντα». Έτσι έκαναν, και τους έβαλαν όλους να καθίσουν για φαγητό. Πήρε τότε στα χέρια του τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, τα ευλόγησε, τα έκοψε σε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές του να τα μοιράσουν στον κόσμο. Όλοι τους έφαγαν και χόρτασαν, και το περισσεύματα που μάζεψαν ήταν δώδεκα κοφίνια. Κάποτε που ο Ιησούς προσευχόταν μόνος του, ήρθαν κοντά του οι μαθητές κι εκείνος τους ρώτησε: «Ποιος λέει ο κόσμος ότι είμαι;.