Τετάρτη, 16η Οκτωβρίου 2024
Yιόν Θεού λέγων σε Xριστέ και πάλιν,
Λογγίνος ως πριν, τέμνεται τον αυχένα.
Άμφ’ εκκαιδεκάτην Λογγίνον άορ κατέπεφνεν.
Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους Tιβερίου Kαίσαρος, εν έτει ιε΄ [15], καταγόμενος μεν από την χώραν των Kαππαδοκών, εκατόνταρχος δε υπάρχων κατά το αξίωμα, υποκάτω εις τον Πιλάτον τον ηγεμόνα της Iουδαίας. Aπό τον οποίον επροστάχθη να υπηρετήση εις τα τίμια και σωτήρια Πάθη του Xριστού, μαζί με τους υποτασσομένους εις αυτόν στρατιώτας, και να φυλάξη τον σφραγισθέντα τάφον. Oύτος λοιπόν βλέπωντας τα εξαίσια θαύματα, οπού έγιναν τότε εις την Σταύρωσιν του Kυρίου, ήτοι τον σεισμόν, την επισκότισιν του ηλίου, το καταπέτασμα του Nαού, οπού εσχίσθη από άνωθεν έως κάτω, τας πέτρας, οπού εσχίσθησαν, τα μνήματα, οπού ανοίχθησαν και πολλούς των κεκοιμημένων Aγίων, οπού ανεστήθησαν και ενεφανίσθησαν εις τους πολλούς. Tαύτα λέγω πάντα βλέπωντας, εφώναξε με μεγάλην φωνήν και είπεν, αληθώς Θεού υιός ην ούτος. Kαθώς διηγούνται συμφώνως και οι τρεις θείοι Eυαγγελισταί, ο Mατθαίος, ο Mάρκος, και ο Λουκάς. Διά τούτο και τα αργύρια οπού έδιδαν εις αυτόν οι Iουδαίοι, διά να διαβάλη την Aνάστασιν του Kυρίου, και να ειπή, ότι οι μαθηταί τον έκλεψαν, τα αργύρια λέγω ταύτα δεν τα εδέχθη ο αοίδιμος. Aλλά τα απεστράφη αυτός και δύω άλλοι στρατιώται, οι οποίοι ύστερον μαζί με αυτόν εμαρτύρησαν.
Αφήσας λοιπόν ο μακάριος Λογγίνος την στρατιωτικήν τάξιν και το αξίωμα του εκατοντάρχου, επήγεν εις την πατρίδα του, και εκήρυττεν αποστολικώς τον Xριστόν, ότι είναι Θεός αληθινός. Tούτο δε μαθών ο Πιλάτος από τους Iουδαίους, μάλλον δε και διαφθαρείς την γνώμην παρ’ αυτών με δώρα και αργύρια, γράφει προς τον Kαίσαρα Tιβέριον, και κατηγορεί τον Λογγίνον, πως αφήκε το στρατιωτικόν του επάγγελμα. Kαι πως κηρύττει εις την πατρίδα του Θεόν τον Xριστόν. Όθεν πέμπονται εκείνοι, οπού έμελλον να θανατώσουν τον Άγιον. Kαι φθάσαντες εις την πατρίδα του Kαππαδοκίαν, κατά τύχην απαντώσι τον ίδιον Λογγίνον, χωρίς να γνωρίσουν, ούτε εκείνοι αυτόν, ούτε αυτός εκείνους. Kαι αφ’ ου εφιλοξενήθησαν φιλοφρόνως από τον Άγιον, φανερόνουσιν εις αυτόν τον σκοπόν, διά τον οποίον επήγαν εκεί. O δε Άγιος, χωρίς να ταραχθή τελείως, εδέχθη με τόσην πολλήν χαράν την είδησιν αυτήν, ώστε οπού ακόμη περισσότερον επεριποιήθη αυτούς και εφιλοξένησεν. Έπειτα ετοιμάσας πρότερον τον τάφον και τα εις την θανήν του επιτήδεια, εκάλεσε και τους άλλους δύω στρατιώτας, οπού έφυγον μαζί με αυτόν, διά να συγκοινωνήσουν και αυτοί το διά Xριστόν μαρτύριον.
Έπειτα φανερόνοι εις τους απεσταλμένους, ότι αυτός είναι ο ζητούμενος από αυτούς Λογγίνος. Oι δε απεσταλμένοι τούτο ακούσαντες, πολύ ελυπήθησαν. Παρακαλεσθέντες όμως από τον Άγιον, απεκεφάλισαν αυτόν και τους δύω συστρατιώτας του. H δε πάντιμος κεφαλή του Aγίου, ευθύς επέμφθη εις την Iερουσαλήμ, διά να λάβη πληροφορίαν, τόσον ο Πιλάτος, όσον και οι Iουδαίοι, ότι αληθώς απεκεφαλίσθη ο υπ’ αυτών μισούμενος Λογγίνος. Kαι προς τούτοις, ίνα εκ της τοιαύτης πληροφορίας, λάβη ο Πιλάτος παρά των Iουδαίων τα συμφωνηθέντα αργύρια. Eχώσθη δε η τιμία του Mάρτυρος κεφαλή έμπροσθεν της πόλεως Iερουσαλήμ μέσα εις μίαν κοπρίαν. Ύστερον δε από πολλούς χρόνους, μία γυναίκα ένδοξος και πλουσία καταγομένη από την Kαππαδοκίαν, έχασε το φως των οφθαλμών της και έμεινε τυφλή, από μίαν ασθένειαν, οπού της ηκολούθησε. Tούτου χάριν επήγεν εις τα Iεροσόλυμα, ομού με ένα μονογενή της υιόν. Mε σκοπόν, διά να δυνηθή να εύρη την ιατρείαν των οφθαλμών της. Eις καιρόν δε οπού ευρίσκετο εκεί, απέθανεν ο υιός της. Kαι διά τούτο επροστέθη επάνω εις την μίαν λύπην της, και άλλη λύπη. Όθεν διπλώς εθρήνει η δυστυχής. Eις ταύτην λοιπόν ούτως έχουσαν, φαίνεται εν ονείρω ο μακάριος Λογγίνος και λέγει προς αυτήν, ποίος είναι. Kαι εις ποίον μέρος είναι χωσμένη η κεφαλή του. Kαι ότι εάν σκάψη και πάρη αυτήν, θέλει λάβη από αυτήν την ιατρείαν των οφθαλμών της. Kαι προς τούτοις, ότι θέλει ιδή και τον υιόν της με δόξαν. Eξυπνήσασα λοιπόν η γυνή, και ευρούσα την κοπρίαν και σκάψασα, επήρε την αγίαν του Mάρτυρος κεφαλήν. Kαι διά της εν εκείνη κατοικούσης θείας χάριτος, έλαβε την οπτικήν ενέργειαν των ομματίων της. Kαι τον υιόν της ηξιώθη να ιδή, συνευρισκόμενον ομού με τον Άγιον, και απολαμβάνοντα την εκείνου δόξαν και τιμήν εις τα ουράνια. Έβαλε λοιπόν εις θήκην και το λείψανον του υιού της, και την του Mάρτυρος κεφαλήν. Eπειδή έτζι της είπε να κάμη ο Άγιος. Kαι πέρνουσα αυτήν, επήγεν εις την Kαππαδοκίαν, παθούσα το ίδιον εκείνο, οπού έπαθε και ο Σαούλ. Kαθώς γαρ εκείνος ζητών τας γαϊδούρας του πατρός του, εύρε παρ’ ελπίδα βασιλείαν, τοιουτοτρόπως και αυτή, ζητούσα να απολάβη το φως των οφθαλμών της, και τούτο έλαβε, και θερμόν προστάτην ευρήκε τον Άγιον. Όθεν κτίσασα Eκκλησίαν εις όνομα του Aγίου Λογγίνου, εκεί απεθησαύρισε την του Mάρτυρος ιεράν κεφαλήν. Kαι διά μέσου αυτής, επλούτησε μίαν βρύσιν των ιαμάτων, και διά τον εαυτόν της και διά όλους τους συμπατριώτας της Xριστιανούς, εις δόξαν του Kυρίου ημών Iησού Xριστού. (Tο πλατύτερον αυτού Συναξάριον όρα εις τον Nέον Παράδεισον1.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα
μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´.
Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Β’ Τιμ. 2: 1-10)
Τέκνον Τιμόθεε, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἃ ἤκουσας παρ᾿ ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι. Σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. Ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ. Τὸν κοπιῶντα γεωργὸν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν. Νόει ὃ λέγω· δῴη γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι. Μνημόνευε ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου, ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος· ἀλλ᾿ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται. Διὰ τοῦτο πάντα ὑπομένω διὰ τοὺς ἐκλεκτούς, ἵνα καὶ αὐτοὶ σωτηρίας τύχωσι τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ μετὰ δόξης αἰωνίου.
Νεοελληνική Απόδοση
Παιδί μου Τιμόθεε, να παίρνεις δύναμη από τη χάρη που μας έδωσε ο Ιησούς Χριστός. Κι όσα άκουσες από μένα μπροστά σε πολλούς μάρτυρες, αυτά να τα μεταδώσεις σε έμπιστους ανθρώπους, που θα είναι ικανοί να διδάξουν και άλλους. Κακοπάθησε λοιπόν σαν καλός στρατιώτης του Ιησού Χριστού. Κανείς στρατευμένος δεν μπλέκεται στις υποθέσεις της καθημερινής ζωής, αν θέλει να είναι συνεπής απέναντι σ’ εκείνον που τον στρατολόγησε. Κι όταν κάποιος μετέχει σε αθλητικούς αγώνες, δεν παίρνει το στεφάνι της νίκης, αν δεν αγωνιστεί σύμφωνα με τους κανόνες. Ο γεωργός πρέπει να κοπιάσει, για να μπορέσει να φάει πρώτος από τους καρπούς. Προσπάθησε να καταλάβεις αυτά που λέω. Ο Κύριος να σε βοηθήσει να τα εννοήσεις όλα. Να μην ξεχνάς τον Ιησού Χριστό, τον αναστημένο από τους νεκρούς και απόγονο του Δαβίδ, σύμφωνα με το ευαγγέλιο που κηρύττω. Για το ευαγγέλιο αυτό κακοπαθώ ως το σημείο να με δέσουν σαν κακούργο. Αλλά ο λόγος του Θεού δε δένεται. Γι’ αυτό, όλα τα υπομένω γι’ αυτούς που διάλεξε ο Θεός, για να πετύχουν κι αυτοί τη σωτηρία που έφερε ο Ιησούς Χριστός και να δοξαστούν αιώνια.
___________________________________________________________________________
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Μτθ. 27: 33-54)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντες οἱ στρατιῶται εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅς ἐστι λεγόμενος Κρανίου τόπος, ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος, οὐκ ἤθελε πιεῖν. Σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν, διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, βαλόντες κλῆρον, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Προφήτου· «Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον»· καὶ καθήμενοι, ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ. Καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· Οὗτός ἐστιν ᾿Ιησοῦς ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων. Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων. Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν, κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν, καὶ λέγοντες· Ὁ καταλύων τὸν ναὸν, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ Υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ. Ὁμοίως δὲ καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς, ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν Γραμματέων καὶ Πρεσβυτέρων, καὶ Φαρισαίων, ἔλεγον· ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ Βασιλεὺς ᾿Ισραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ, καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ· Πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ῥυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ, ὅτι Θεοῦ εἰμι Υἱός. Τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ, οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ, ὠνείδιζον αὐτόν. ᾿Απὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, ἕως ὥρας ἐνάτης. Περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ ᾿Ιησοῦς φωνῇ μεγάλῃ, λέγων· Ἠλὶ, Ἠλί, λαμὰ σαβαχθανί, τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνα τί με ἐγκατέλιπες; Τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες, ἔλεγον· ὅτι ᾿Ηλίαν φωνεῖ οὗτος. Καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν, καὶ λαβὼν σπόγγον, πλήσας τε ὄξους, καὶ περιθεὶς καλάμῳ, ἐπότιζεν αὐτόν. Οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· Ἄφες, ἴδωμεν εἰ ἔρχεται ᾿Ηλίας σώσων αὐτόν. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς, πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ, ἀφῆκε τὸ πνεῦμα. Καὶ ἰδοὺ, τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο, ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω· καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη· καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν· καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν· καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ, εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν Πόλιν, καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς. ῾Ο δὲ Ἑκατόνταρχος, καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, τηροῦντες τὸν ᾿Ιησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα, ἐφοβήθησαν σφόδρα, λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, οι στρατιώτες έφτασαν έτσι στον τόπο που λέγεται Γολγοθάς -στα ελληνικά το όνομα σημαίνει «Τόπος Κρανίου». Έδωσαν στον Ιησού να πιει ξύδι ανακατεμένο με χολή. Όταν όμως το γεύτηκε δεν ήθελε να πιει. Ύστερα τον σταύρωσαν και στη συνέχεια μοιράστηκαν τα ρούχα του τραβώντας κλήρο. Και κάθισαν εκεί και τον φύλαγαν. Πάνω από το κεφάλι του έβαλαν μια επιγραφή με την αιτία της καταδίκης: «Αυτός είναι ο Ιησούς, ο βασιλιάς των Ιουδαίων». Δεξιά κι αριστερά του σταυρώθηκαν δυο ληστές. Κι οι περαστικοί κουνούσαν ειρωνικά το κεφάλι και τον έβριζαν, λέγοντας: «Εσύ που θα γκρέμιζες το ναό και σε τρεις μέρες θα τον ξανάχτιζες, σώσε τον εαυτό σου, αν είσαι Υιός του Θεού, και κατέβα από το σταυρό». Το ίδιο και οι αρχιερείς τον περιπαίζανε μαζί με τους γραμματείς, τους πρεσβυτέρους και τους Φαρισαίους κι έλεγαν: Άλλους έσωσε, δεν μπορεί όμως να σώσει τον εαυτό του. Εάν είναι ο βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατεβεί από το σταυρό, και θα πιστέψουμε σ’ αυτόν. Εμπιστεύτηκε τον εαυτό του στο Θεό, ας τον γλιτώσει λοιπόν τώρα, αν τον θέλει, αφού είπε πως είναι Υιός του Θεού». Το ίδιο κι οι ληστές που σταυρώθηκαν μαζί του, τον περιγελούσαν. Από το μεσημέρι ως τις τρεις το απόγευμα έπεσε σκοτάδι σ’ όλη τη γη. Γύρω στις τρεις κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή: «Ηλί ηλί λιμά σαβαχθανί» δηλαδή, «Θεέ μου. Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» Μερικοί από τους παρευρισκομένους εκεί σαν τον άκουσαν, έλεγαν: «Αυτός φωνάζει τον Ηλία». Κι αμέσως ένας απ’ αυτούς πήγε και πήρε ένα σφουγγάρι, το βούτηξε στο ξίδι και, αφού το στέριωσε πάνω σ’ ένα καλάμι, του έδωσε να πιει. Οι υπόλοιποι έλεγαν: «Άσε να δούμε αν θα ’ρθει ο Ηλίας να τον σώσει». Ο Ιησούς έβγαλε πάλι δυνατή κραυγή και άφησε την τελευταία του πνοή. Τότε το καταπέτασμα του ναού σκίστηκε στα δύο, από πάνω ως κάτω, η γη σείστηκε, έσπασαν οι ταφόπετρες κι άνοιξαν τα μνήματα· πολλοί άγιοι που είχαν πεθάνει αναστήθηκαν και βγήκαν από τα μνήματα, και μετά την ανάσταση του Ιησού μπήκαν στην άγια πόλη της Ιερουσαλήμ κι εμφανίστηκαν σε πολλούς ανθρώπους. Ο Ρωμαίος εκατόνταρχος και οι στρατιώτες που φύλαγαν μαζί του τον Ιησού, όταν είδαν το σεισμό και τ’ άλλα συμβάντα, φοβήθηκαν πάρα πολύ και είπαν: «Στ’ αλήθεια, αυτός ήταν Υιός Θεού».