Οσίου Ιωαννικίου του Μεγάλου (4 Νοεμβρίου 2024)
Οσίου Ιωαννικίου του Μεγάλου, του εν Ολύμπω Προύσης(†846). Ιερομαρτύρων Νικάνδρου επισκόπου Μύρων († α΄ αι.) και Ερμείου πρεσβυτέρου (1) († α΄ αι.). Μάρτυρος Πορφυρίου (2), εξ Εφέσου.Ευσεβέστατου βασιλέως Ιωάννου (Βατάζη), του «ελεήμονος». Του αγίου και Δικαίου Αβιμέλεχ.
(1)Οι άγιοι Νίκανδρος και Ερμαίος ήταν μαθητές του αποστόλου Τίτου, αγαπητού συνεργάτη του αποστόλου Παύλου. Κήρυτταν το Ευαγγέλιο με περίσσιο ζήλο και αφοσίωση. Με το κήρυγμά τους πολλοί ειδωλολάτρες πίστεψαν στο λόγο του Ιησού Χριστού. Για το λόγο αυτό καταγγέλθηκαν στον άρχοντα της πόλης, τον Λιβάνιο. Παρουσιάστηκαν δια της βίας ενώπιον του και διακήρυξαν την αλήθεια του Ευαγγελίου. Ο Λιβάνιος εξοργισμένος διέταξε τον βασανισμό τους. Συγκεκριμένα διέταξε να τους λυντσάρουν, όμως με τη βοήθεια της Θείας Χάρης οι άγιοι θεραπεύτηκαν. Το θαύμα αυτό αντί να συνετίσει τον άρχοντα, τον εξόργισε περισσότερο. Έτσι διέταξε το βασανισμό τους με πυρά και τον ενταφιασμό τους καθώς ήταν ζωντανοί ακόμα. Με αυτό το μαρτυρικό τρόπο παρέδωσαν το πνεύμα τους στον Κύριο.
(2)Ο άγιος Πορφύριος έζησε τον 3ο αιώνα στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυρηλιανού. Καταγόταν από την Έφεσο της Μικράς Ασίας και από μικρή ηλικία είχε ανατραφεί με μίμους στα θέατρα. Εξασκώντας την τέχνη του μίμου συχνά κορόιδευε τις χριστιανικές συνήθειες και τελετουργίες. Αλλά η Θεία πρόνοια έφερε μία απροσδόκητη μεταβολή. Ο Πορφύριος είχε μία κόρη την οποία έχασε από αιφνίδιο θάνατο. Η απώλειά της έφερε ένα τεράστιο πλήγμα στην καρδιά του. Άφησε το επάγγελμά του μίμου και άρχισε να περιφέρεται θρηνώντας. Η παρηγοριά στην καρδιά του ήρθε από τούς κόλπους των χριστιανών, πού τόσο είχε εμπαίξει. Έτσι βρίσκοντας την γαλήνη βαπτίσθηκε χριστιανός και μετά με θάρρος αποκήρυξε την ειδωλολατρική πίστη. Ο έπαρχος όταν το έμαθε τον κάλεσε και τον πρόσταξε να ασπαστεί τα είδωλα. Ο άγιος Πορφύριος αρνήθηκε και αποκεφαλίστηκε.
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Β’ Κορ. 5:1-10)
Ἀδελφοί, οἴδαμεν ὅτι ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ, οἰκοδομὴν ἐκ Θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Καὶ γὰρ ἐν τούτῳ στενάζομεν, τὸ οἰκητήριον ἡμῶν τὸ ἐξ οὐρανοῦ ἐπενδύσασθαι ἐπιποθοῦντες, εἴ γε καὶ ἐνδυσόμενοι οὐ γυμνοὶ εὑρεθησόμεθα. Καὶ γὰρ οἱ ὄντες ἐν τῷ σκήνει στενάζομεν βαρούμενοι ἐφ᾿ ᾧ οὐ θέλομεν ἐκδύσασθαι, ἀλλ᾿ ἐπενδύσασθαι, ἵνα καταποθῇ τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς. Ὁ δὲ κατεργασάμενος ἡμᾶς εἰς αὐτὸ τοῦτο Θεός, ὁ καὶ δοὺς ἡμῖν τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος. Θαρροῦντες οὖν πάντοτε καὶ εἰδότες ὅτι ἐνδημοῦντες ἐν τῷ σώματι ἐκδημοῦμεν ἀπὸ τοῦ Κυρίου· διὰ πίστεως γὰρ περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους· ― θαρροῦμεν δὲ καὶ εὐδοκοῦμεν μᾶλλον ἐκδημῆσαι ἐκ τοῦ σώματος καὶ ἐνδημῆσαι πρὸς τὸν Κύριον. Διὸ καὶ φιλοτιμούμεθα, εἴτε ἐνδημοῦντες εἴτε ἐκδημοῦντες, εὐάρεστοι αὐτῷ εἶναι. Τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, ξέρουμε πως, αν η επίγεια σκηνή που κατοικούμε, δηλαδή το σώμα, διαλυθεί, έχουμε στους ουρανούς κατοικία αιώνια, οικοδομημένη από το Θεό κι όχι από ανθρώπινα χέρια. Γι’ αυτό τώρα στενάζουμε, περιμένοντας με λαχτάρα να ντυθούμε το ουράνιο σώμα μας. Κι αν νιώθουμε το ουράνιο σώμα, δε θα μείνουμε γυμνοί. Γιατί εμείς που είμαστε στο επίγειο σώμα στενάζουμε από το βάρος του. Όχι πως θέλουμε να το αποβάλουμε· θέλουμε να ντυθούμε ένα καινούργιο. Έτσι η ζωή θα νικήσει το θάνατο. Αυτός που μας προετοίμασε γι’ αυτό το άφθαρτο σώμα είναι ο Θεός. Αυτός μας έδωσε το Πνεύμα ως εγγύηση. Ας έχουμε, λοιπόν, πάντα θάρρος κι ας ξέρουμε ότι όσο ζούμε σ’ αυτό το σώμα είμαστε μακριά από τον Κύριο, ζούμε τώρα με την πίστη, δε βλέπουμε καθαρά. Αλλά έχουμε θάρρος, και προτιμάμε να φύγουμε απ’ αυτό το σώμα και να πάμε κοντά στον Κύριο. Γι’ αυτό κι αγωνιζόμαστε με ζήλο, για να είμαστε ευάρεστοι στο Θεό, είτε μένοντας στο σώμα είτε φεύγοντας απ’ αυτό. Γιατί όλοι μας πρέπει να παρουσιαστούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού, για να πάρει καθένας την αμοιβή του ανάλογα με τα όσα καλά ή κακά έπραξε σ’ αυτή τη ζωή.
___________________________________________________________________________
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Λκ. ιβ΄ 13 – 15 22 – 31)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, διδάσκοντος τοῦ Ἰησοῦ, εἶπέ τις αὐτῷ ἐκ τοῦ ὄχλου· Διδάσκαλε, εἰπὲ τῷ ἀδελφῷ μου μερίσασθαι τὴν κληρονομίαν μετ’ ἐμοῦ. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ἄνθρωπε, τίς με κατέστησε δικαστὴν ἢ μεριστὴν ἐφ’ ὑμᾶς; εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ. Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε. οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; κατανοήσατε τοὺς κόρακας, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν, οἷς οὐκ ἔστι ταμεῖον οὐδὲ ἀποθήκη, καὶ ὁ Θεὸς τρέφει αὐτούς· πόσῳ μᾶλλον ὑμεῖς διαφέρετε τῶν πετεινῶν; τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; εἰ οὖν οὔτε ἐλάχιστον δύνασθε, τί περὶ τῶν λοιπῶν μεριμνᾶτε; κατανοήσατε τὰ κρίνα πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν, οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; καὶ ὑμεῖς μὴ ζητεῖτε τί φάγητε καὶ τί πίητε, καὶ μὴ μετεωρίζεσθε· ταῦτα γὰρ πάντα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἐπιζητεῖ· ὑμῶν δὲ ὁ πατὴρ οἶδεν ὅτι χρῄζετε τούτων· πλὴν ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, καθώς δίδασκε ο Ιησούς κάποιος από το πλήθος του είπε: «Διδάσκαλε, πες στον αδελφό μου να μοιραστεί την κληρονομιά μαζί μου». Κι ο Ιησούς του είπε: «Άνθρωπέ μου, εγώ δεν είμαι δικαστής για να χωρίζω την περιουσία σας». Και είπε στο πλήθος: «Να προσέχετε και να φυλάγεστε από κάθε πλεονεξία, γιατί τα πλούτη, όσο περίσσια κι αν είναι, δε δίνουν την αληθινή ζωή στον άνθρωπο». “Γι’ αυτό σας λεω να μην αγωνιάτε για τη ζωή σας τι θα φάτε και για το σώμα σας τι θα ντυθείτε. Η ζωή σας είναι κάτι σπουδαιότερα από το φαγητό, και το σώμα από τα ρούχα. Παρατηρήστε τα κοράκια: ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν, και δεν έχουν ούτε κελάρι ούτε αποθήκη· κι όμως ο Θεός τα τρέφει. Εσείς αξίζετε πολύ περισσότερο από τα πουλιά. Ποιος από σας μπορεί με τις φροντίδες του να προσθέσει έναν πήχη στο ανάστημά του; Άν, λοιπόν, δεν έχετε τη δυνατότητα να πετύχετε ούτε τόσο λίγο, γιατί αγωνιάτε για τα υπόλοιπα; Παρατηρήατε τα κρίνα πώς μεγαλώνουν: δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν· κι όμως σας βεβαιώνω πως ούτε ο Σολομών σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια δεν ντυνόταν όπως ένα απ’ αυτά. Κι αν ο Θεός ντύνει έτσι το αγριόχορτο, που σήμερα υπάρχει κι αύριο το ρίχνουν στη φωτιά, σκεφτείτε, ολιγόπιστοι, πόσο περισσότερο θα φροντίσει για σας. Μη σας απασχολεί, λοιπόν, τι θα φάτε και τι θα πιείτε, και μη σας πιάνει άγχος. Για όλα αυτά αγωνιούν όσοι δεν εμπιστεύονται το Θεό. Ο Πατέρας σας όμως ξέρει καλά ότι έχετε ανάγκη απ’ αυτά. Εσείς να επιζητείτε μόνο τη βασιλεία του Θεού, κι όλα αυτά θ’ ακολουθήσουν.