Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς (11 Νοεμβρίου)
Ο Μεγαλομάρτυρας και θαυματουργός Άγιος Μηνάς ανήκει στους πιο δημοφιλείς αγίους της Εκκλησίας μας. Γεννήθηκε το 245 μ.Χ. στο Νίκιο της Κάτω Αιγύπτου. Οι γονείς του Αγίου ήταν ειδωλολάτρες. Ο Μηνάς όμως, από εφηβική ηλικία, γνώρισε το Χριστό. Με θερμή πίστη και νεανικό ενθουσιασμό αγωνιζόταν να τηρεί τις εντολές του Θεού και να σφυρηλατήσει έναν άρτιο και υποδειγματικό χαρακτήρα.
Μεγαλώνοντας, επέλεξε να σταδιοδρομήσει στο Ρωμαϊκό στρατό, στο ιππικό τάγμα των Ρουταλικών, υπό την διοίκηση του Αργυρίσκου. Η έδρα της μονάδας του ήταν στο Κοτυάειον (σημερινή Κιουτάχεια) της Μικράς Ασίας. Εκεί ο Μηνάς διακρίθηκε και για την φρόνησή του αλλά και για το ανδρείο του φρόνημα και γι’ αυτό έχαιρε εκτιμήσεως στον κύκλο των στρατιωτικών.
Δυστυχώς όμως, τρεις αιώνες μετά την έλευση του Χριστού, ο κόσμος ακόμη δεν ήθελε να δεχθεί το λυτρωτικό μήνυμα της Αναστάσεως, παραμένοντας αυτάρεσκα, εγωιστικά και αυτοκαταστροφικά προσκολλημένος στη φθορά και το σκοτάδι. Οι αυτοκράτορες της Ρώμης άρχισαν και πάλι «πρός κέντρα λακτίζειν» (Πράξεις 26,14). Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός διέταξαν διωγμό εναντίον των χριστιανών, διωγμός ο οποίος κράτησε από το 303 έως το 311 μ.Χ. Έτσι, οι Ρωμαίοι στρατιώτες διατάχθηκαν να συλλαμβάνουν και να τυραννούν τους χριστιανούς προσπαθώντας να τους κάνουν να αλλαξοπιστήσουν. Αυτή ήταν και η πρώτη κρίσιμη στιγμή κατά την οποία ο Μηνάς κλήθηκε να επιλέξει ανάμεσα στην πίστη του και στις διαταγές των ανωτέρων του. Η πίστη του στον Χριστό νίκησε την κοσμική «σύνεση» και λογική.
Έτσι, ο Άγιος εγκατέλειψε το στρατό και διέφυγε σε κοντινό όρος για να ασκητέψει σε αυτό. Ήταν πραγματικός ασκητής. Αυστηρός στα ήθη και λιτός στη διατροφή του. Μάλιστα προσέλκυε κοντά του κι άλλους χριστιανούς στρατιώτες. Έτσι δημιούργησαν μια κοινοβιακή σκήτη, δηλαδή ασκητήρια, στο Πορσούκ-Νταγ, στους πρόποδες του οποίου ήταν κτισμένη η παλιά Κιουτάχεια. Εκεί, μακριά απ’ τον κόσμο και κοντά στο Θεό, ο Μηνάς με τους λίγους χριστιανούς επιδόθηκαν στην πνευματική θεωρία, σε μια ζωή περισυλλογής, για να μελετήσουν και να καλλιεργήσουν τον εαυτό τους. Από κοινού προσεύχονταν, νήστευαν, μελετούσαν και έτσι ενίσχυαν την πίστη και την αγάπη τους προς τον Κύριο, διδάσκοντας τον χριστιανισμό και σε άλλους πιστούς.
Σε ηλικία 50 χρόνων ο μεγαλομάρτυρας Μηνάς, μετά από θεία αποκάλυψη ότι είχε φτάσει η ώρα του μαρτυρίου, κατέβηκε στην πόλη για να μαρτυρήσει την πίστη του στο Χριστό. Σε μια μέρα ειδωλολατρικού πανηγυριού, ανάμεσα σε πολλούς ειδωλολάτρες ο Άγιος Μηνάς ομολόγησε το Θεό ως τον ένα και αληθινό. Έτσι, οι ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν και χτυπώντας τον, τον μετέφεραν στον Πύρρο, τον διοικητή της πόλης την εποχή εκείνη. Εκεί ο Άγιος με περίσσιο θάρρος αποκάλυψε την ταυτότητά του, καθώς και την πίστη του στην χριστιανοσύνη. Μετά την άρνηση του Αγίου για προδοσία στην Πίστη του στο Χριστό, ο διοικητής διέταξε να τον υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια. Τον μαστίγωσαν σε τέτοιο βαθμό που αναγκάστηκαν να αλλάξουν τρεις φορές τις μαστιγωτές τους. Έπειτα, τον κρέμασαν και τον έγδαραν μέχρι που άρχισαν να φαίνονται τα εσωτερικά του όργανα. Σαν να μην έφθαναν αυτά, στη συνέχεια έτριψαν το καταπληγωμένο του σώμα με τρίχινο ύφασμα και στο τέλος τον έσερναν γυμνό και κατακρεουργημένο πάνω σε μεταλλικά αγκάθια. Ο Άγιος Μηνάς τα υπέμενε όλα αυτά με γενναιότητα και θάρρος εφαρμόζοντας το Ευαγγελικό «καί μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν ἀποκτεννόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτείναι» (Ματθαίος 10,28). Τέλος, ο τύραννος διέταξε να αποκεφαλίσουν τον Άγιο. Ο αποκεφαλισμός έγινε στις 11 Νοεμβρίου στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. και οι τύραννοί του έπειτα άναψαν φωτιά και έκαψαν το σώμα του Αγίου.
Ό,τι κατάφεραν οι χριστιανοί να περισώσουν από την πυρά το μετέφεραν στην Αίγυπτο και το έθαψαν κοντά στη Μαρεώτιδα λίμνη, νοτιοδυτικά της Αλεξάνδρειας. Στο σημείο εκείνο σταμάτησε, κατά την παράδοση, η καμήλα που μετέφερε τα λείψανα αρνούμενη πεισματικά να προχωρήσει. Έτσι, οι χριστιανοί κατάλαβαν ότι ήταν θέλημα Θεού να ενταφιασθούν εκεί τα λείψανα του Αγίου. Πολύ σύντομα ο τάφος του Άγιου Μηνά μετατράπηκε σε προσκυνηματικό και λατρευτικό κέντρο.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν ήταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Μέγας Αθανάσιος, ανήγειρε ναό πάνω στον τάφο του Αγίου. Σε λίγα χρόνια δημιουργήθηκε εκεί εκτεταμένο κτιριακό συγκρότημα το οποίο περιλάμβανε δύο ναούς, μοναστήρι, ξενώνες και άλλες εγκαταστάσεις.
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Β’ Κορ. 4: 6-15)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, ο Θεός που είπε μέσα από το σκοτάδι να λάμψει φως, αυτός έλαμψε μέσα στις καρδιές μας και μας φώτισε να γνωρίσουμε τη δόξα του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αλλά εμείς που έχουμε αυτόν το θησαυρό είμαστε σαν τα πήλινα δοχεία· έτσι γίνεται φανερό πως η υπερβολική αξία του θησαυρού αυτού προέρχεται από το Θεό κι όχι από μας. Αν και μας πιέζουν από παντού, δε μας καταβάλλουν. Βρισκόμαστε σε αδιέξοδο, αλλά δεν απελπιζόμαστε. Μας καταδιώκουν, ο Θεός όμως δε μας εγκαταλείπει. Μας ρίχνουν κάτω, μα δε χάνουμε τον αγώνα. Συνεχώς υποφέρουμε σωματικά μετέχοντας έτσι στο θάνατο του Κυρίου Ιησού, για να φανερωθεί στο πρόσωπό μας η ζωή του αναστημένου Ιησού. Δηλαδή είμαστε ζωντανοί, αλλά εκθέτουμε συνεχώς τον εαυτό μας στο θάνατο για χάρη του Ιησού, ώστε να φανερωθεί στο θνητό μας σώμα η ζωή του Ιησού. Έτσι, εμάς μας απειλεί συνεχώς ο θάνατος, ενώ εσείς κερδίζετε τη ζωή. Έχουμε, λοιπόν, την ίδια εμπιστοσύνη στο Θεό, που αναφέρει η Γραφή: Εμπιστεύτηκα τον εαυτό μου στο Θεό, γι’ αυτό και μίλησα. Κι εμείς έχουμε εμπιστοσύνη στο Θεό, γι’ αυτό και κηρύττουμε. Ξέρουμε ότι ο Θεός, που ανέστησε τον Κύριο Ιησού, θα αναστήσει και εμάς δια του Ιησού και θα μας παρουσιάσει μπροστά του μαζί σας. Όλα, λοιπόν, γίνονται για σας. Έτσι, όσο πιο πολλοί δεχτούν τη χάρη, τόσο πιο μεγάλη θα είναι η ευχαριστία και η δοξολογία προς το Θεό.
___________________________________________________________________________
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Λκ. 14: 1, 12-15)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς οἶκόν τινος τῶν ἀρχόντων τῶν Φαρισαίων Σαββάτῳ, φαγεῖν ἄρτον. Καὶ ἔλεγε τῷ κεκληκότι αὐτόν· Ὅταν ποιῇς ἄριστον ἢ δεῖπνον, μὴ φώνει τοὺς φίλους σου, μηδὲ τοὺς ἀδελφούς σου, μηδὲ τοὺς συγγενεῖς σου, μηδὲ γείτονας πλουσίους, μή ποτε καὶ αὐτοί σε ἀντικαλέσωσι, καὶ γενήσεταί σοι ἀνταπόδομα. Ἀλλ᾿ ὅταν ποιῇς δοχήν, κάλει πτωχούς, ἀναπήρους, χωλούς, τυφλούς· καὶ μακάριος ἔσῃ, ὅτι οὐκ ἔχουσιν ἀνταποδοῦναί σοι· ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων. ᾿Ακούσας δέ τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα, εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρόο Ιησούς πήγε στο σπίτι κάποιου Φαρισαίου άρχοντα για να φάει, και οι Φαρισαίοι τον παρακολουθούσαν. Κι έλεγε σ’ αυτόν που τον κάλεσε: «Όταν κάνεις γεύμα ή δείπνο, μην καλείς τους φίλους σου και τ’ αδέρφια σου ούτε τους συγγενείς σου και τους πλούσιους γείτονες, γιατί κι αυτοί θα σε καλέσουν με τη σειρά τους, κι έτσι θα σου το ανταποδώσουν. Αντίθετα, όταν κάνεις τραπέζι, κάλεσε φτωχούς, ανάπηρους, κουτσούς, τυφλούς. Έτσι θα είσαι μακάριος που δε θα μπορούν να σου το ανταποδώσουν, γιατί θα σου ανταποδοθεί όταν οι δίκαιοι θ’ αναστηθούν». Όταν άκουσε αυτό κάποιος από κείνους που έτρωγαν μαζί με τον Ιησού, του είπε: «Μακάριος όποιος θα πάρει μέρος στο τραπέζι της βασιλείας του Θεού».