Ο Άγιος Αμβρόσιος, Επίσκοπος Μεδιολάνων (7 Δεκεμβρίου)
Ο άγιος Αμβρόσιος μεγάλωσε στη μεγαλόδοξη πόλη Ρώμη, ήταν ένας από τη Σύγκλητο και τηρούσε πάντοτε την αλήθεια και στα λόγια και στα έργα. Κατά προσφυή τρόπο υπήρξε ένα είδος ζυγού και στάθμης του δικαίου, αποφασίζοντας σε όλες τις περιπτώσεις που του τύχαιναν όχι διφορούμενα αλλά σταθερά και ορθά. Γι’ αυτό και οι ευσεβείς βασιλείς Κωνσταντίνος και Κώνστας, υιοί του μεγάλου Κωνσταντίνου, του εμπιστεύθηκαν την ηγεμονία της Ιταλίας. Χωρίς ακόμη να έχει βαπτιστεί, ευρισκόμενος στην τάξη των κατηχουμένων, ζούσε την αρετή και την καθαρότητα του βίου όχι λιγότερο από εκείνους που ήδη ήταν μέλη της Εκκλησίας και μετείχαν στα Μυστήρια. Με τρόπο θαυμαστό ο άγιος Αμβρόσιος εκλέγεται και προχειρίζεται αρχιερέας της Εκκλησίας των Μεδιολάνων, γιατί εκείνον τον καιρό απέθανε ο προηγούμενος επίσκοπος, οπότε μαζί με το βάπτισμα που έλαβε, διήλθε κατά την τάξη της Εκκλησίας όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης, φτάνοντας στον τελευταίο. Έκτοτε δίδασκε την ορθόδοξη πίστη και ζωή καλώς και ορθώς, κρατώντας την Εκκλησία μακριά από κάθε αίρεση και υπερασπιζόμενος αυτούς που αγωνίζονταν κατά των αιρέσεων του Αρείου και του Σαβελλίου και του Ευνομίου. Συνέταξε διάφορα βιβλία υπέρ της ευσεβούς πίστεως, ενώ όταν ο βασιλιάς Θεοδόσιος ήλθε στην πόλη των Μεδιολάνων, μετά το φόνο πολλών στη Θεσσαλονίκη, τον εμπόδισε να εισέλθει στην Εκκλησία, θυμίζοντάς του αυτά που είχε αποτολμήσει να κάνει και διδάσκοντάς τον πόση διαφορά υπάρχει μεταξύ ιερωμένου, λαϊκού και βασιλιά. Κι αφού τον νουθέτησε να μη προσέρχεται στα θεία με αυθάδεια και αναίδεια, τελείωσε τη ζωή του με καλά γηρατειά.
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Β΄ Θεσσ. 2:13-17, 3:1-5)
Ἀδελφοί, ἡμεῖς ὀφείλομεν εὐχαριστεῖν τῷ Θεῷ πάντοτε περὶ ὑμῶν, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ὑπὸ Κυρίου, ὅτι εἵλετο ὑμᾶς ὁ Θεὸς ἀπ᾿ ἀρχῆς εἰς σωτηρίαν ἐν ἁγιασμῷ Πνεύματος καὶ πίστει ἀληθείας, εἰς ὃ ἐκάλεσεν ὑμᾶς διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἡμῶν εἰς περιποίησιν δόξης τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Αρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾿ ἐπιστολῆς ἡμῶν. Αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστὸς καὶ ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ ἡμῶν, ὁ ἀγαπήσας ἡμᾶς καὶ δοὺς παράκλησιν αἰωνίαν καὶ ἐλπίδα ἀγαθὴν ἐν χάριτι, παρακαλέσαι ὑμῶν τὰς καρδίας καὶ στηρίξαι ὑμᾶς ἐν παντὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ ἀγαθῷ. Τὸ λοιπὸν προσεύχεσθε, ἀδελφοί, περὶ ἡμῶν, ἵνα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου τρέχῃ καὶ δοξάζηται, καθὼς καὶ πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἵνα ῥυσθῶμεν ἀπὸ τῶν ἀτόπων καὶ πονηρῶν ἀνθρώπων· οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις. Πιστὸς δέ ἐστιν ὁ Κύριος, ὃς στηρίξει ὑμᾶς καὶ φυλάξει ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Πεποίθαμεν δὲ ἐν Κυρίῳ ἐφ᾿ ὑμᾶς ὅτι ἃ παραγγέλλομεν ὑμῖν καὶ ποιεῖτε καὶ ποιήσετε. Ὁ δὲ Κύριος κατευθύναι ὑμῶν τὰς καρδίας εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν ὑπομονὴν τοῦ Χριστοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, δεν μπορούσα να ησυχάσω, γιατί δε συνάντησα εκεί τον αδελφό μου τον Τίτο. Γι’ αυτό, λοιπόν, τους αποχαιρέτησα κι έφυγα για τη Μακεδονία. Ας είναι δοξασμένος ο Θεός, που μας οδηγεί πάντοτε σε θριάμβους με τη δύναμη του Χριστού, και με το κήρυγμά μας διαδίδει σαν άρωμα σε κάθε τόπο τη γνώση του Χριστού. Γιατί εμείς είμαστε η ευωδιά του Χριστού που προσφέρεται στο Θεό, και για όσους βαδίζουν στη σωτηρία και για όσους βαδίζουν στην απώλεια. Για τους τελευταίους είναι μυρωδιά που προέρχεται από το θάνατο και δίνει το θάνατο· για τους άλλους είναι άρωμα που προέρχεται από τη ζωή και δίνει ζωή. Και ποιος είναι άξιος για ένα τέτοιο έργο; Εμείς πάντως δεν είμαστε όπως οι άλλοι που εμπορεύονται το λόγο του Θεού, αλλά μιλάμε με ειλικρίνεια ενώπιον του Θεού, σαν υπηρέτες του Χριστού σταλμένοι από το Θεό. Μήπως αρχίζουμε πάλι να συσταίνουμε τον εαυτό μας; Ή μήπως χρειαζόμαστε, όπως μερικοί, συστατικές επιστολές για σας ή από σας; Εσείς είστε η συστατική επιστολή για το ποιοι είμαστε. Αυτή είναι γραμμένη μέσα στις καρδιές μας και μπορούν να τη διαβάζουν και να την καταλαβαίνουν όλοι οι άνθρωποι. Είναι φανερό ότι είστε συστατική επιστολή, γραμμένη από το Χριστό με τη δική μας φροντίδα. Αυτή δεν γράφτηκε με μελάνι, αλλά με το Πνεύμα του ζωντανού Θεού· δε γράφτηκε πάνω σε πέτρινες πλάκες, αλλά πάνω σε πλάκες ανθρώπινες, στις καρδιές σας. Τη βεβαιότητα αυτή μας την έδωσε ο Θεός μέσω του Χριστού, δηλαδή δεν είμαστε από μόνοι μας ικανοί να θεωρήσουμε ότι κάτι προέρχεται από μας τους ίδιους, αλλά ότι, η ικανότητά μας προέρχεται από το Θεό.
___________________________________________________________________________
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Λκ. 13: 19-29)
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κόκκῳ σινάπεως, ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔβαλεν εἰς κῆπον ἑαυτοῦ· καὶ ηὔξησε καὶ ἐγένετο εἰς δένδρον μέγα, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατεσκήνωσεν ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ. Πάλιν εἶπε· Τίνι ὁμοιώσω τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; Ὁμοία ἐστὶ ζύμῃ, ἣν λαβοῦσα γυνὴ, ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία, ἕως οὗ ἐζυμώθη ὅλον. Καὶ διεπορεύετο κατὰ πόλεις καὶ κώμας διδάσκων, καὶ πορείαν ποιούμενος εἰς ῾Ιερουσαλήμ. Εἶπε δέ τις αὐτῷ· Κύριε, εἰ ὀλίγοι οἱ σῳζόμενοι; Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· Ἀγωνίζεσθε εἰσελθεῖν διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πολλοί, λέγω ὑμῖν, ζητήσουσιν εἰσελθεῖν, καὶ οὐκ ἰσχύσουσιν. Ἀφ᾿ οὗ ἂν ἐγερθῇ ὁ οἰκοδεσπότης καὶ ἀποκλείσῃ τὴν θύραν, καὶ ἄρξησθε ἔξω ἑστάναι, καὶ κρούειν τὴν θύραν λέγοντες· Κύριε Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν· καὶ ἀποκριθεὶς ἐρεῖ ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς, πόθεν ἐστέ· τότε ἄρξεσθε λέγειν· Ἐφάγομεν ἐνώπιόν σου, καὶ ἐπίομεν, καὶ ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν ἐδίδαξας· Καὶ ἐρεῖ· Λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς πόθεν ἐστέ· ἀπόστητε ἀπ᾿ ἐμοῦ, πάντες οἱ ἐργάται τῆς ἀδικίας. Ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων, ὅταν ὄψησθε ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ, καὶ πάντας τοὺς Προφήτας, ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ, ὑμᾶς δὲ ἐκβαλλομένους ἔξω, καὶ ἥξουσιν ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν, καὶ ἀπὸ βορρᾶ καὶ νότου, καὶ ἀνακλιθήσονται ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.
Νεοελληνική Απόδοση
Είπε ο Κύριος την εξής παραβολή· Η βασιλεία του Θεού μοιάζει με σπόρο σιναπιού, που κάποιος άνθρωπος τον φύτεψε στον κήπο του. Αυξήθηκε, έγινε δέντρο μεγάλο, και τα πουλιά φώλιασαν στα κλαδιά του».Είπε πάλι: «Με τι να παρομοιάσω τη βασιλεία του Θεού; Μοιάζει με προζύμι, που το πήρε κάποια γυναίκα και το ανακάτωσε με ένα σακί αλεύρι, ώσπου ζυμώθηκε όλο». Καθώς πήγαινε στα Ιεροσόλυμα, περνούσε μέσα από πόλεις και χωριά διδάσκοντας. κάποιος τον ρώτησε: «Κύριε, αυτοί που θα σωθούν θα είναι λίγοι;» Εκείνος τους απάντησε: «Αγωνιστείτε να μπείτε από τη στενή πύλη, γιατί σας βεβαιώνω πως πολλοί θα θελήσουν να μπουν και δε θα μπορέσουν. Όταν έρθει η ώρα και σηκωθεί ο οικοδεσπότης και μανταλώσει την πόρτα, κι εσείς σταθείτε απ’ έξω κι αρχίσετε να την χτυπάτε λέγοντας “Κύριε, άνοιξέ μας”, εκείνος θα απαντήσει: «δε σας ξέρω από πού είστε». Τότε θ’ αρχίσετε να λέτε: «φάγαμε και ήπιαμε μαζί σου, και μας δίδαξες στις πλατείες μας». Κι εκείνος θα πει: «αλήθεια σας λέω, δε σας ξέρω από πού είστε· φύγετε από κοντά μου όλοι εσείς οι εργάτες του κακού”. Εκεί θα κλαίτε και θα τρίζετε τα δόντια, όταν θα δείτε τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ και όλους τους προφήτες στη βασιλεία του Θεού, κι εσάς να σας πετάνε έξω. Θα έρθουν άνθρωποι από την ανατολή και τη δύση, απ’ το βορρά και το νότο και θα καθίσουν στο τραπέζι της βασιλείας του Θεού.