skip to Main Content

Ο Άγιος Διονύσιος επ. Ζακύνθου (17 Δεκεμβρίου)

Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε το 1547 μ.Χ. στο χωριό Αιγιαλός της Ζακύνθου. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δραγανίγος ή Γραδενίγος Σιγούρος. Η οικογένειά του ήταν εύπορη, με καταγωγή από την Δυτική Ευρώπη και με προγόνους του Καθολικού Δόγματος και κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ οι γονείς του συμμετέχοντας στους πολέμους των Βενετών κατά των Τούρκων απέκτησαν και αριστοκρατικό αξίωμα.

Ο πατέρας του λεγόταν Μούκιος και η μητέρα του Παυλίνα, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις της Ζακύνθου, που δεν επιβεβαιώνονται ιστορικά, ο Άγιος είχε για ανάδοχο τον Άγιο Γεράσιμο.

Ο Άγιος Διονύσιος από μικρή ηλικία και με το γεγονός ότι η οικογένεια του του παρείχε χριστιανική ανατροφή, γρήγορα διακρίθηκε στα γράμματα και την αρετή. Μόλις ενηλικιώθηκε, ασχολήθηκε με τη διδασκαλία του λόγου του Θεού, φροντίζοντας συγχρόνως να συντρέχει στην ανακούφιση των φτωχών. Μετά την εκδημία των γονιών του, σε ηλικία 20 ετών, αποφασίζει να ενδυθεί το μοναχικό σχήμα. Αυτό προκύπτει από τη δωρεά όλης της περιουσίας στον αδελφό του με ιδιαίτερη μνεία για την αποκατάσταση της αδελφής του. Κατόπιν έγινε μοναχός στη βασιλική Μονή των Στροφάδων, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ, όπου ασκήθηκε στην αγρυπνία, την εγκράτεια και τη μελέτη των Γραφών.

Αργότερα ο Διονύσιος, θα χειροτονηθεί ιερέας παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις λόγω της βαριάς ευθύνης της ιεροσύνης, από τον επίσκοπο Κεφαληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Έπειτα, το έτος 1577 μ.Χ., πήγε στην Αθήνα, για να βρει καράβι προκειμένου να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα. Αλλά ο τότε αρχιερέας των Αθηνών, Νικάνορας, άκουσε κάποια Κυριακή το λαμπρό του κήρυγμα και μετά από πολλές παρακλήσεις τον έκανε επίσκοπο Αιγίνης, με την επίσημη κατόπιν έγκριση της Εκκλησίας Κωνσταντινούπολης, δίνοντας του το όνομα Διόνυσος. Αναδείχτηκε διδάσκαλος, πατέρας και παιδαγωγός του ποιμνίου του. Η φήμη του είχε διαδοθεί παντού, αλλά αυτός παρέμενε απλός και ταπεινός.

Το 1579 όμως υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Ο ασκητικός βίος σε σύνθεση με το διαρκές ακατάπαυστο έργο, κατεπόνησαν την υγεία του, με αποτέλεσμα να στείλει επιστολή τόσο στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία όσο και τον Μητροπολίτη Αθηνών Νικάνορα με την παραίτησή του και την ταυτόχρονη βούλησή του να επιστρέψει στην Ζάκυνθο. Ο Ιερεμίας όμως δεν ήθελε να μείνουν αναξιοποίητες οι ικανότητες του Διονυσίου και έτσι τον έχρισε χωρεπίσκοπο Ζακύνθου. Η έντονη δραστηριότητα όμως στην Ζάκυνθο, προκάλεσε την επιβουλή του επισκοπικού περιβάλλοντος, ίσως δε και του ίδιου του επισκόπου, με αποτέλεσμα να καταγγελθεί για υπέρβαση εξουσίας, στον ηγεμόνα του νησιού Νικόλαο Δαπόντε. Ο Δαπόντες ζήτησε την παραίτηση του κάτι που ο ίδιος δέχτηκε ώστε να μην προκληθούν σχίσματα και εντάσεις.

Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου από διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Στην προσπάθεια όμως να διαφύγει ο (αγνώστου ονόματος) δολοφόνός του Κωνσταντίνου αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι που βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ερωτήθη από τον Διονύσιο, που ήταν ο ηγούμενος της Μονής, γιατί ζητεί καταφύγιο, αφού κανονικά δεν επιτρέπετο να εισέλθει. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ μετά από διαρκείς ερωτήσεις ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχώρησης και υψηλής εφαρμογής της Χριστιανικής αγάπης. Για τον λόγο μάλιστα αυτό ονομάστηκε και «Άγιος της Συγνώμης».

Ο σπουδαίος Άγιος Διονύσιος κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι της Θεοτόκου της Αναφωνήτριας. Πολύς κόσμος τον επισκέπτετο για να λάβει συμβουλές αλλά και να εξομολογηθεί. Τελικά πέθανε σε ηλικία 75 ετών, στις 17 Δεκεμβρίου του 1622, με τελευταία του επιθυμία να ταφεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Στροφάδων, όπου και χειροτονήθηκε ιερέας. Τρία έτη μετά εξετάφη και το λείψανό του στην ανακομιδή ευρέθη άφθαρτο. Μετά την Τουρκική επίθεση στα Στροφάδια τον δέκατο όγδοο αιώνα και την αποκοπή των χεριών του λειψάνου από τους επιτιθέμενους, το σώμα του Αγίου παρεδόθη όπου και παραμένει μέχρι και σήμερα, εκτιθέμενο στο ναό του αγίου στην Ζάκυνθο. Είναι ένα από τα τρία άφθορα λείψανα στο Ιόνιο, του Άγιου Σπυρίδωνα, του Άγιου Γεράσιμου και του Αγίου Διονυσίου.
Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το Οικουμενικό πατριαρχείο το 1703, αλλά στο νησί ένεκα του βίου του, αλλά και του λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.

Στις 24 Αύγούστου του 1717 μ.Χ. μετεκομίσθη το Σεπτό Σκήνωμά του στη Ζάκυνθο για να προστατευθεί από τους πειρατές. Αρχικά φυλάχτηκε στον Ιερό Ναό του Μετοχίου της Ι. Μονής, στο προάστιο Καλλιτέρος. Το 1764 μ.Χ. εναποτέθηκε οριστικά στην ομώνυμη Ιερά Μονή του, που έχτισαν oί Μοναχοί των Στροφάδων. Από τότε το Σεπτό Σκήνωμά του αποτελεί μέχρι σήμερα πόλο έλξεως χιλιάδων προσκυνητών και πηγή συνεχών ιάσεων και θαυμάτων.

Η ανακήρυξη του Αγίου Διονυσίου σαν Προστάτη της Ζακύνθου, αντί της Παναγίας της Σκοπιώτισσας και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, έγινε από την Κοινότητα Ζακύνθου ύστερ’ από το έτος 1758 μ.Χ. και πριν από το 1763 μ.Χ., όταν η Βενετσιάνικη Γερουσία ενέκρινε απόφαση του Προβλεπτή Ζακύνθου Φραγκίσκου Μανωλέσου, για την αναγνώριση σαν επίσημης ημέρας της 17ης Δεκεμβρίου κάθε χρόνου.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.

Τῆς Ζακύνθου τὸv γόνον καὶ Αἰγίvης τὸν πρόεδρον, τὸv φρουρὸν μονῆς τὼv Στροφάδωv, Διοvύσιοv ἅπαντες, τιμήσωμεv συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικριvῶς· Tαῖς λιταῖς τοὺς τὴv σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας σῶσον καὶ βοῶντάς σοι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι· δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖv, πρέσβυν ἀκοίμητον.

Αποστολικό Ανάγνωσμα


Πρωτότυπο Κείμενο (Εβρ. 13: 7-16) 


Ἀδελφοί, μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν. ᾿Ιησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας. Διδαχαῖς ποικίλαις καὶ ξέναις μὴ παραφέρεσθε· καλὸν γὰρ χάριτι βεβαιοῦσθαι τὴν καρδίαν, οὐ βρώμασιν, ἐν οἷς οὐκ ὠφελήθησαν οἱ περιπατήσαντες. Ἔχομεν θυσιαστήριον ἐξ οὗ φαγεῖν οὐκ ἔχουσιν ἐξουσίαν οἱ τῇ σκηνῇ λατρεύοντες· ὧν γὰρ «εἰσφέρεται» ζῴων «τὸ αἷμα περὶ ἁμαρτίας εἰς τὰ ῞Αγια» διὰ τοῦ ἀρχιερέως, τούτων τὰ σώματα «κατακαίεται ἔξω τῆς παρεμβολῆς»· διὸ καὶ ᾿Ιησοῦς, ἵνα ἁγιάσῃ διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος τὸν λαόν, ἔξω τῆς πύλης ἔπαθε. Τοίνυν ἐξερχώμεθα πρὸς αὐτὸν «ἔξω τῆς παρεμβολῆς» τὸν ὀνειδισμὸν αὐτοῦ φέροντες· οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν. Δι᾿ αὐτοῦ οὖν «ἀναφέρωμεν θυσίαν αἰνέσεως» διὰ παντὸς τῷ Θεῷ, τοῦτ᾿ ἔστι «καρπὸν χειλέων» ὁμολογούντων τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. Τῆς δὲ εὐποιΐας καὶ κοινωνίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε· τοιαύταις γὰρ θυσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός

 

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, να θυμάστε τους εκκλησιαστικούς ηγέτες σας, που σας μετέδω­σαν το λόγο του Θεού· να βλέπετε πώς τέλειωσαν τη ζωή τους και ακολουθείτε το παράδειγμα της πίστης τους. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο ίδιος χτες, σήμερα και για πάντα. Μην παρασύρεστε από διάφορες ξένες διδασκαλίες. Είναι προτιμότερο να στηρίζετε την καρδιά σας στη χάρη του Θεού παρά σε φαγητό. Όσοι βασίστηκαν σ’ αυτά δεν είδαν καμιά ωφέλεια. Έχουμε θυσιαστήριο από το οποίο δεν έχουν το δι­καίωμα να φάνε όσοι συνεχίζουν να λατρεύουν το Θεό στη σκηνή. Τα σώματα των ζώων, που το αίμα τους εισάγεται από τον αρχιερέα στα άγια των αγίων για τη συγχώρηση των αμαρτιών, καίγονται έξω από το στρατόπεδο. Γι’ αυτό κι ο Ιησούς, για να εξαγνίσει το λαό του με το ίδιο του το αίμα, πέθανε έξω από την πύλη. Ας πάμε, λοιπόν, κι εμείς έξω από το στρατόπεδο κοντά του, κι ας υποστούμε τον ίδιο μ’ αυτόν εξευτελισμό. Γιατί δεν έχουμε εδώ μόνιμη πολιτεία, αλλά λαχταρούμε τη μελλοντική. Ας προσφέρουμε, λοιπόν, συνεχώς στο Θεό δια του Ιησού σαν θυσία τον ύμνο μας, δηλαδή τον καρπό των χειλιών μας που ομολογούν το μεγαλείο του. Μην ξεχνάτε ακόμη να κάνετε το καλό και να μοιράζεστε ό,τι έχετε με τους άλλους. Με τέ­τοιες θυσίες ευχαριστείται ο Θεός.

___________________________________________________________________________ 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Ιω. 10: 9-16)

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾿ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται· καὶ εἰσελεύσεται, καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει. Ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται, εἰμὴ ἵνα κλέψῃ, καὶ θύσῃ, καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον, ἵνα ζωὴν ἔχωσι, καὶ περισσὸν ἔχωσιν. Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός· ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων. Ὁ μισθωτὸς δὲ, καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον, καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ, καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. Ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι, καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ, καὶ γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν. kαθὼς γινώσκει με ὁ Πατὴρ, κἀγὼ γινώσκω τὸν Πατέρα· καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. Καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν· καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι· καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.

Νεοελληνική Απόδοση 

Είπε ο Κύριος· εγώ είμαι η θύρα· όποιος περάσει από μένα θα βρει σωτηρία, και θα μπαίνει και θα βγαίνει και θα βρίσκει βοσκή. Ο κλέφτης δεν έρχεται παρά μόνο για να κλέψει, να σφάξει και να εξολοθρέψει· εγώ όμως ήρθα για να έχουν τα πρόβατά μου ζωή, και μάλιστα ζωή περίσσια. Εγώ είμαι ο καλός ποιμένας. Ο καλός ποιμένας θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των προβάτων. Ο μισθωτός, όμως, που δεν είναι ο βο­σκός και τα πρόβατα δεν είναι δικά του, βλέπει το λύκο να έρχεται και αφήνει τα πρόβατα και φεύγει· έτσι ο λύκος τ’ αρπάζει και τα διασκορ­πίζει. Ο μισθωτός φεύγει, γιατί είναι μισθωτός και δεν τον νοιάζει για τα πρόβατα. Εγώ είμαι ο καλός βοσκός και γνωρίζω τα πρόβατα που είναι δικά μου, και τα δικά μου με αναγνωρίζουν, όπως με αναγνωρίζει ο Πατέρας, κι εγώ αναγνωρίζω τον Πατέρα· και θυσιάζω τη ζωή μου για χάρη των προβάτων. Έχω κι άλλα πρόβατα, που δεν ανή­κουν σ’ αυτή τη μάντρα· πρέπει κι εκείνα να τα οδηγήσω. Θα γνωρί­σουν τη φωνή μου και θα γίνουν ένα ποίμνιο με έναν ποιμένα.

Back To Top