skip to Main Content

Ομιλία Μακαριωτάτου

ΟΜΙΛΙΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ κ.κ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Στην Κληρικολαϊκή Συνέλευση της Ιεράς Μητρόπολης Κωνσταντίας – Αμμοχώστου

                     29.10.2024

Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Κωνσταντίας κ. Βασίλειο για την πρόσκληση του να συμμετέχω στη σημερινή κληρικολαϊκή συνέλευση ως ένας εκ των ομιλητών. Αναμενόμενο το θέμα της συνέλευσης. Αναφέρεται στην ιδιαίτερη θλιβερή επέτειο που θυμούμαστε φέτος. 

Εξόχως θλιβερή για όλο τον Ελληνισμό η φετινή χρονιά. Πενήντα χρόνια από τη βάρβαρη Τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τη συνεχιζόμενη κατοχή του 37% του εδάφους της. Μισός αιώνας προσφυγιάς για το 1/3 του πληθυσμού και αβεβαιότητας για το σύνολο των Κυπρίων. Μισός αιώνας συνεχούς  και έντονης προσπάθειας για αφανισμό των Ελληνικών και Χριστιανικών ιχνών μας από την κατεχόμενη γη μας.

Μακρύς και επώδυνος ο δρόμος που, ως λαός, διανύσαμε στα πενήντα αυτά χρόνια. Μεγάλα και συνταρακτικά τα γεγονότα που ακολούθησαν, τις συνέπειες των οποίων υφίσταται ο Κυπριακός λαός μέχρι σήμερα: Νεκροί και αγνοούμενοι, ξεριζωμός και προσφυγιά, βίωση της αδικίας και της λογικής των συμφερόντων, η υποκρισία των ισχυρών που διακηρύττουν αρχές και πράττουν τα αντίθετα, η συνεχής προσπάθεια της Τουρκίας για εμπέδωση αρχικά των τετελεσμένων της εισβολής και κατοχής και η προσπάθεια τουρκοποίησης ολόκληρης της Κύπρου, αργότερα.

Μισός αιώνας κατοχής και ατελέσφορων προσπαθειών προς λύση του προβλήματός μας, επιβάλλουν  αξιολόγηση, εκ μέρους μας, της κατάστασης και επαναπροσδιορισμό πορείας.

Γνωρίζω και  τον  τίτλο της συνέλευσης. Δεν θα σταθώ, όμως, μόνο στην Αμμόχωστο, στις μνήμες της και την ελπίδα επιστροφής σ’ αυτή. Θα μιλήσω γενικά για την κατεχόμενη πατρίδα μας. Θα προσπαθήσω όσο μπορώ – είπα κι άλλοτε ότι ούτε πολιτικός είμαι, ούτε σπούδασα πολιτικές επιστήμες – να αντιληφθώ τις επιδιώξεις της Τουρκίας και να προτείνω, με την κοινή λογική αλλά και την ευθύνη που εναποθέτει στους ώμους μου ο θεσμός που εκπροσωπώ, τρόπο δράσης και εξόδου από τα αδιέξοδα.

Θα ήθελα από την αρχή να δώσω μια απάντηση σ’ όσους απορρίπτουν την ενασχόληση της Εκκλησίας με το εθνικό θέμα. Στην όλη ιστορία του Χριστιανισμού η έννοια της πατρίδος, όχι μόνον αναγνωρίζεται, αλλά και ευλογείται και καθαγιάζεται από την Εκκλησία. Ο Απ.Παύλος μιλώντας στον Άρειο Πάγο διδάσκει ότι η ύπαρξη εθνών και επίγειων πατρίδων ανάγεται στον Θεό: «Εποίησεν (ο Θεός) εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων κατοικείν επί παν το πρόσωπον της γης, ορίσας προστεταγμένους καιρούς και τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών»(Πρ.17,26). Ο ίδιος ο Χριστός, ως άνθρωπος, δεν αρνείται την αγάπη προς την πατρίδα του. Έτσι, «έκλαυσεν επί την Ιερουσαλήμ» προβλέποντας την καταστροφή της. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι «ουδέν πατρίδος γλυκύτερον».

Και η Εκκλησία επαινεί τον υγιή πατριωτισμό και εύχεται όπως ο Θεός ευλογεί τους άρχοντας, «νίκας χορηγών αυτοίς κατά των πολεμίων» και όπως διαφυλάσσει τας Χριστιανικάς πόλεις «εκ βαρβαρικής αλώσεως» και «εκ παντοίων κινδύνων». Στη Θεία Λειτουργία του Μ.Βασιλείου προσευχόμαστε όπως ο Θεός «επισκιάζει επί την κεφαλήν αυτών( των πιστών βασιλέων, ή αρχόντων) εν ημέρα πολέμου….και υποτάσσει αυτοίς πάντα τα βάρβαρα έθνη τα τους πολέμους θέλοντα».

Έντονα διαποτισμένη με θρησκευτικό χαρακτήρα, λοιπόν, η έννοια της πατρίδος. Και κατοχυρωμένη η συμμετοχή της Εκκλησίας στους αγώνες του έθνους για υπεράσπιση, ή απελευθέρωσή της, στην επιβίωση του Ελληνισμού σ’αυτήν.

Δεν ήταν ούτε και είναι ανεξήγητη αυτή η στάση της Εκκλησίας και των φορέων της. Βασική διδασκαλία της Εκκλησίας, με την οποία εξηγείται και η αγάπη προς την πατρίδα, είναι πως ο Χριστός με την εναθρώπησή του «ανέλαβε» τον όλον άνθρωπο και τις όλες ανάγκες του. Έτσι τον βλέπουμε να μεριμνά και για την υλική τροφή των ανθρώπων, πολλαπλασιάζοντας τα πέντε ψωμιά και τα δυο ψάρια στην έρημο, να θεραπεύει τις ποικίλες αρρώστιες του λαού και να αποδίδει δικαιοσύνην όπου αυτή παραβιαζόταν. Κατά παρόμοιο τρόπο κάθε κληρικός αναδεικνύεται ηγέτης της κοινότητος, ή ενορίας του, φροντίζοντας για τις υλικές, τις κοινωνικές και τις άλλες ανάγκες του λαού. Παρατηρείται δηλ. μια συμπόρευση και συνύφανση του βίου των πιστών με την Εκκλησία.

Σε λαούς που δεν γνώρισαν εθνικούς κινδύνους, ή υποδούλωση σε ξένα έθνη, αυτή η συμπόρευση αναφέρεται κυρίως στον κοινωνικό, τον ηθικό-παιδευτικό και παρόμοιους τομείς. Για τον λαό μας, τον Κυπριακό Ελληνισμό αλλά και όλο τον Ελληνισμό, όμως, που ζει αγωνιζόμενος αδιάκοπα για τη διατήρηση ή την ανάκτηση της εθνικής ελευθερίας του, ήταν φυσικό αυτή η συμπόρευση να επεκταθεί και στον εθνικό τομέα. Ιεραρχώντας μάλιστα τις προτεραιότητες, και με δεδομένη την κλίμακα των αξιών στον Ελληνισμό, αυτή η συμπόρευση γινόταν κυρίως στον εθνικό τομέα.

Σε καιρούς δύσκολους, όταν το Έθνος υπέκυπτε σε άλλους λαούς και η κρατική του υπόσταση χανόταν, η Εκκλησία ως ο μόνος οργανωμένος θεσμός αναλάμβανε την διάσωση αλλά και την εκπροσώπηση του Έθνους. Και όταν ακόμα η εκδίκηση των τυράννων ερχόταν αμείλικτη, η εθναρχούσα Εκκλησία δρούσε ως αλεξικέραυνο. Δεχόταν εκείνη τους κεραυνούς, πρόσφερε τους προκαθημένους και τους αρχιερείς της ως «αγνά και άμωμα ιερεία» στον βωμό της πατρίδος αλλά προστάτευε τον λαό.

Είναι χαρακτηριστική και η διακήρυξη της 3ης Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας, του 1823 που μεταξύ άλλων λέει  Κάλλιον να μην υπάρχη ‘Έλλην εις τον κόσμον, παρά να ατιμάζη το κατ’ εικόνα Θεού και ομοίωσιν, υπάρχων ανδράποδον του αναισθήτου Τούρκου, ενώ επλάσθη από τον Θεόν ελεύθερος.» Είναι προτιμότερο, δηλαδή να μην υπάρχει ούτε ένας Έλληνας, παρά να είναι σκλάβος στον αναίσθητο Τούρκο και να ατιμάζει έτσι τον Θεό, προσβάλλοντας την κατ’ εικόνα Θεού δημιουργία του.

Ο Θεός, όπως ξέρουμε, δημιούργησε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα» του, του έδωσε δηλαδή γνωρίσματα δικά του. Ένα γνώρισμα Του είναι η ελευθερία. Όποιος, επομένως, ανέχεται στέρηση της ελευθερίας του, και σ’ αυτό συμπεριλαμβάνεται και η εθνική δουλεία είναι ανάξιος να λέγεται ότι είναι δημιουργημένος «κατ’ εικόνα Θεού».

Είναι αρμονική, επομένως, η ένταξη της έννοιας της πατρίδας στο Χριστιανισμό. Εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια οι έννοιες του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού είναι αδιαχώριστες. Γι’ αυτό και ως Εκκλησία βιώνουμε με οδύνη τη συνεχιζόμενη κατοχή της πατρίδας μας. Ως Εκκλησία δεν τρέφουμε ψευδαπάτες  ως προς τις πραγματικές επιδιώξεις της Τουρκίας, γι’ αυτό και είμαστε πάντα επιφυλακτικοί στους κατά καιρούς ελιγμούς και εξαγγελίες της.

Προσπαθώντας να ξεγελάσει τον διεθνή παράγοντα, στα πρώτα χρόνια μετά το 1974, η Τουρκία πρόβαλλε τον ισχυρισμό της προστασίας των Τουρκοκυπρίων και της διασφάλισης των δικαιωμάτων τους, ως το κίνητρο της εισβολής της στην Κύπρο. Σήμερα, όμως, ξεθάρρεψε και δεν κρύβει τους πραγματικούς της σκοπούς. Να σας θυμίσω ότι το 1878 η Τουρκία αναγκάστηκε να εκχωρήσει την Κύπρο στην Αγγλία. Δεν θεώρησε, όμως,  ποτέ πως αυτή η πράξη της θα διαρκούσε για πάντα. Κι όταν το 1923, με τη συνθήκη της Λωζάνης απεποιήθη των δικαιωμάτων της επί της Κύπρου, αναζητούσε την ευκαιρία να ξαναθέσει επί τάπητος τις διεκδικήσεις της.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 1920, όταν ο στρατός μας βρισκόταν στη Μ. Ασία, στη μεγάλη προσπάθεια απελευθέρωσης από τον Οθωμανικό ζυγό των ελληνικών πληθυσμών που διαβιούσαν εκεί, κι όταν ακόμη δεν διαφαινόταν καθόλου η τραγική κατάληξη εκείνης της προσπάθειας, ο Μουσταφά Κεμάλ, ο μετέπειτα γνωστός Αττατούρκ, μάζεψε στην Άγκυρα όσους αντιτίθεντο στον σουλτάνο και πήραν, στη λεγόμενη μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας κάποιες αποφάσεις που συνιστούσαν τον σχεδιασμό των Τούρκων για το μέλλον. Μια τέτοια απόφαση ήταν: «ανάκτηση της Κύπρου». Να ξαναπάρουν την Κύπρο. Από τότε ο στόχος αυτός είναι αμετακίνητος για όλους τους Τούρκους, οποιαδήποτε κυβέρνηση τους κι αν βρίσκεται στην εξουσία.

Το 1956, μάλιστα, η κυβέρνηση Μεντερές ανέθεσε σ’ ένα νεαρό πολιτευτή που ανήκε στην αντιπολίτευση, τον Νιχάτ Ερίμ, να καταρτίσει έναν οδικό χάρτη, με διάφορους σταθμούς, μέσω του οποίου  θα γινόταν κατορθωτή η ανάκτηση της Κύπρου.

Ο Νιχάτ Ερίμ, που αργότερα έγινε και πρωθυπουργός της Τουρκίας, υπέβαλε το σχέδιο που φέρει το όνομά του και που έγινε δεκτό ως ο σχεδιασμός της Τουρκίας για την Κύπρο. Το σχέδιο υλοποιείται έκτοτε χωρίς παρεκκκλίσεις, από όλες τις κυβερνήσεις της Τουρκίας, δημοκρατικές και δικτατορικές, εθνικιστικές και σοσιαλιστικές.

Το σχέδιο-οδικός χάρτης προνοεί την ανάκτηση της Κύπρου σε κάποια στάδια. Όλα πλην ενός, έχουν πραγματοποιηθεί επιτυχώς για την Τουρκία. Έτσι: απετράπη η απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα για την οποία διεξαγόταν ο απελευθερωτικός μας αγώνας. Απέκτησε η Τουρκία νόμιμα δικαιώματα επί της Κύπρου, αφού με τις συνθήκες Ζυρίχης – Λονδίνου έγινε εγγυήτρια δύναμη. Νωρίς μάζεψε τους σκορπισμένους σε όλη την Κύπρο Τουρκοκύπριους σε θύλακες με σκοπό να αποκτούσαν δομήν κράτους και να μην υπακούουν  σε καμία κυβέρνηση. Θεράπευσε την πληθυσμιακή μειονεξία της  αφού μετά την εισβολή κουβαλεί συνεχώς εποίκους. Απέκτησε στρατιωτική υπεροχή στην περιοχή με τα στρατεύματα κατοχής τα άρματα μάχης, τα πλοία και αεροπλάνα που αλωνίζουν στην περιοχή.

Μένει ανεκπλήρωτος ο τελευταίος στόχος τους που προνοεί τον πλήρη πολιτικό έλεγχο της Κύπρου. Αυτόν δεν κατάφερε η Τουρκία να τον υλοποιήσει γιατί είμαστε Κράτος αναγνωρισμένο από τα Ηνωμένα Έθνη, από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μέλος μάλιστα των διεθνών αυτών οργανισμών. Τον στόχο αυτό προσπαθεί να πετύχει η Τουρκία με τη συγκατάθεσή μας.

Διαχρονικός και μόνιμος, λοιπόν, ο στόχος της Τουρκίας για κατάληψη και Τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου. Ούτε για τη μισή Κύπρο ήλθε, ούτε για να προστατεύσει τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων.

Μπορεί οι συγκυρίες να τους επιβάλλουν κάποιους ελιγμούς, μπορεί να αποκρύβουν από τον διεθνή παράγοντα τις στοχεύσεις τους, όμως ο τελικός στόχος μένει αμετακίνητος: Ανάκτηση της Κύπρου, δηλ. κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι εκείνο που αναφέρει στο βιβλίο του «Η Ελλάδα σε κίνδυνο», ο Περικλής Νεάρχου, πρέσβης της Κύπρου στο Παρίσι επί προεδρίας Τάσου Παπαδόπουλου.

            Γράφει, λοιπόν, ο Περικλής Νεάρχου πως λίγους μήνες μετά την Τουρκική εισβολή, την άνοιξη του 1975, αντιπροσωπεία επιφανών Τουρκοκυπρίων επεσκέφθη τον πρωθυπουργό της εισβολής Ετζεβίτ, και του ζήτησε να ανακηρύξει επισήμως τη διχοτόμηση, όπως ήταν ο Τουρκικός στόχος μέχρι τότε. Ο Ετζεβίτ τους απάντησε ότι μετά την εισβολή, που είχε κάνει πράξη τη διχοτόμηση, δεν συνέφερε πλέον στην Τουρκική πλευρά η διχοτόμηση. Τους είπε ότι μια λύση χωριστού κράτους και συνομοσπονδίας, υπό την εγγύηση της Τουρκίας, θα εξασφάλιζε καλύτερα τα Τουρκικά συμφέροντα, εφόσον η Τουρκική πλευρά θα είχε «ίσο» λόγο πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο και ταυτόχρονα θα επιτυγχανόταν γεωπολιτική έξωση της Ελλάδας από την Ανατολική Μεσόγειο. Συμπλήρωνε επί πλέον: «Μια τέτοια λύση αφήνει ανοικτή την προοπτική για τον έλεγχο στο μέλλον ολόκληρης της Κύπρου από την Τουρκία».

            Ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής, στο βιβλίο του «Η άλλη πλευρά» σημειώνει: «… Η στοχοθεσία της Τουρκίας προχωρεί πολύ πέραν της διχοτόμησης. Περιλαμβάνει το σύνολο της Κύπρου…»

            Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας στην «Ελευθεροτυπία» Αθηνών στις 11 Σεπτεμβρίου 1976, ότι η διχοτόμηση είναι γι’αυτούς καθαρή παραφροσύνη, γιατί θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της Κεντρικής και Ανατολικής Μ. Ασίας.

            Από την άλλη, είναι γνωστό πως και ο πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας, ο Αχμέτ Νταβούτογλου ξεκάθαρα είπε, και το αναλύει στο βιβλίο του, πως και ένας Τούρκος να μην υπήρχε στην Κύπρο, το ενδιαφέρον της Τουρκίας για τη νήσο θα ήταν δεδομένο.

Το πόσο εμείς υπνώττουμε, ή εθελοτυφλούμε, ενώ τα σχέδια της Τουρκίας είναι ξεκάθαρα, ακόμα και για τους ξένους, φαίνεται από το εξής περιστατικό, που όσες φορές κι αν το αφηγηθώ, ανατριχιάζω στην αφήγησή του: Ο προηγούμενος Πατριάρχης Αντιοχείας, ο μ. Ιγνάτιος, λόγω των πολλών δυσκολιών που αντιμετώπιζε το ποίμνιό του στη Συρία, πριν ακόμα ξεσπάσει εκεί η σημερινή κρίση, σκεφτόταν ότι κάποτε θα αναγκαζόταν να φύγει από τη Δαμασκό, έδρα του Πατριαρχείου κατά τα τελευταία χρόνια. Έλεγε, λοιπόν, πριν από 25 περίπου χρόνια, στον τότε Μητροπολίτη Πάφου, και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο τον Β΄, παρόντος και εμού,  ότι  σκέψη του, παλαιότερα, ήταν να μεταφέρει την έδρα του στην Κύπρο. Τώρα, όμως, έλεγε, φοβούμαι ότι θα σας διώξουν πριν από μας. Εκείνος έβλεπε από τότε, πριν 25 χρόνια, και τους σχεδιασμούς και την πολιτική των Τούρκων. Εμείς εξακολουθούμε να υπνώττουμε.

Με διάφορους τρόπους, μεμονωμένους ή σε συνδυασμό, προσπαθεί σήμερα η Τουρκία να καταφέρει την κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου.

α) Πρώτα με την αποδοχή εκ μέρους μας μιας λύσης που να προνοεί κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργία εξ υπαρχής ενός νέου κράτους. Όσο υπάρχει η Κυπριακή Δημοκρατία συνυπάρχουν και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που τη θωρακίζουν και δεν μπορεί η Τουρκία να  νομιμοποιήσει την κατοχή. Ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί η Τουρκία από τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις αυτές είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το νέο κράτος που θα προκύψει θα είναι αθωράκιστο. Για να προσφύγει στα Ηνωμένα Έθνη ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα θέλει τη συγκατάθεση του Τουρκοκυπριακού «συνιστώντος κρατιδίου», που δεν θα την έχει. Και κατά την πάγια τακτική τους, αμέσως μετά τη συμφωνία, οι Τούρκοι, θα αθετήσουν την υπογραφή τους. Μη έχοντας τότε πού να προσφύγουμε, αφού με τη διάλυση του νέου κράτους θα είμαστε κοινότητα και όχι κράτος, θα γίνουμε όμηροι της Τουρκίας. Γι’αυτό και δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε με κανένα τρόπο σε μια τέτοια λύση.

β) Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο οι Τούρκοι επιχειρούν υλοποίηση του στόχου τους είναι ο εποικισμός. Οι μαρτυρίες των ίδιων των Τουρκοκυπρίων -όσων απ’ αυτούς απέμειναν- είναι ότι σήμερα, πέραν του στρατού κατοχής, υπάρχουν στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου και εκατοντάδες χιλιάδες έποικοι. Το 2007, ο τότε εκπρόσωπος του Γ.Γ. των Ηνωμένων Εθνών Μάϊκλ Μώλλερ είχε πει στον μ. Μιχαλάκη Λεπτό, έναν Κύπριο επιχειρηματία στην Πάφο, στην παρουσία μου, ότι ο πληθυσμός στα κατεχόμενα ήταν πέραν των 500.000. Και αυτό το συμπέραναν τα Ηνωμένα Έθνη, όπως μας είπε, κυρίως από τον αριθμό κινητών τηλεφώνων που ήταν σε χρήση στην κατεχόμενη περιοχή. Έκτοτε ο εποικισμός συνεχίστηκε με εντατικούς ρυθμούς. Ο εποικισμός αποτελεί, βέβαια, έγκλημα πολέμου και καταδικάζεται απ’όλα τα κράτη. Επιχειρούν όμως, οι Τούρκοι, νομιμοποίησή του, με διάφορους τρόπους. Προβάλλουν ήδη τις δικαιολογίες ότι κάποιοι γεννήθηκαν στην Κύπρο, κάποιοι παντρεύτηκαν εδώ, κλπ. Αν συνεχίσουμε να μην αντιδρούμε δυναμικά, ως προς το θέμα αυτό, κάποια στιγμή θα έχουμε την τύχη της Αλεξανδρέττας. Αφού φέρουν με το μέρος τους τούς ισχυρούς της γης, έχοντας την πλειοψηφία του πληθυσμού, οι Τούρκοι θα επιδιώξουν ενιαίο κράτος και δημοψήφισμα.

Ο καθηγητής Βασίλης Κατσαρός, Ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και για κάποιο διάστημα καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Εκκλησίας της Κύπρου,ως ιστορικός, μας λέει ότι το 1908 στην Αλεξανδρέττα, επαρχία τότε της Συρίας, ζούσαν 8000 Τούρκοι και 2.500.000 Σύροι(Άραβες). Οι Αγγλογάλλοι, θέλοντας να έχουν την Τουρκία με το μέρος τους σε έναν ενδεχόμενο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέθεσαν σ’αυτή μιαν εποπτεία στην περιοχή. Σε 31 χρόνια, το 1939, η Τουρκία άλλαξε τον δημογραφικό χαρακτήρα της περιοχής. Έφερε Τούρκους, έδιωξε τους ντόπιους, ζήτησε και πέτυχε δημοψήφισμα και κατέστησε την Αλεξανδρέττα επαρχία της Τουρκίας. Αν δεν αντισταθούμε αποτελεσματικά στα εποικιστικά σχέδια της Τουρκίας θα έχουμε και εμείς την τύχη της Αλεξανδρέττας.

γ) Και τέλος, θα επιδιώξουν τον στόχο τους, με τη μέθοδο του εκφοβισμού. Θα πράξουν  ότι έπραξαν στην Ίμβρο και στην Τένεδο, αναγκάζοντάς μας να φύγουμε στο εξωτερικό για εξασφάλιση ασφάλειας για τα παιδιά μας. Η παραμονή των Ελλήνων της Ίμβρου και Τενέδου στα νησιά τους εξασφαλιζόταν με τη συνθήκη της Λωζάνης. Θα είχαν ευρείες ελευθερίες, σχολεία, αυτοδιοίκηση κλπ. Οι Τούρκοι τότε πήραν τις φυλακές μεγίστης ασφαλείας στην Ίμβρο. Τη μια νύκτα άφησαν να διαφύγει ένας βαρυποινίτης που σκότωσε κάποιον Έλληνα, την άλλη άφηναν άλλον που βίαζε μιαν Ελληνίδα, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά ο Ελληνικός πληθυσμός να φύγει. Έτσι θα επιδιώξει και στην Κύπρο η Τουρκία. Προκαλώντας προβλήματα στη γραμμή αντιπαράταξης, ή με τους Τούρκους και τους λαθρομετανάστες που διατηρούν ως εγκάθετους στις ελεύθερες περιοχές, θα δημιουργήσουν κλίμα ανασφάλειας και πανικού στις τάξεις του λαού με μόνο τρόπο αντίδρασης την φυγή.

Η Κύπρος βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, αυτή τη στιγμή στην κρισιμότερη φάση της εθνικής της ζωής. Ο Ελληνισμός της Κύπρου βρίσκεται, σήμερα, σε τροχιάν αφανισμού από τον τόπο στον οποίο ζει εδώ και 35 αιώνες.

            Έχουμε υποχρέωση να αντισταθούμε στην υλοποίηση των Τουρκικών στόχων και να τους ματαιώσουμε.

Πώς, λοιπόν, θα πρέπει να δράσουμε;

Θα πρέπει πρώτα Ελλάδα και Κύπρος να κατανοήσουμε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Και να δράσουμε από κοινού, χωρίς καμιά διαφοροποίηση στην από κοινού αντιμετώπιση της Τουρκικής βουλιμίας. Άλλοτε οι Ελληνικές Κύβερνήσεις επεκαλούντο αδυναμία συστράτευσής τους με την Κύπρο λόγω συμμαχικών εξαρτήσεων και στρατιωτικής αδυναμίας. Τα πράγματα σήμερα άλλαξαν. Να κατανοήσουμε ότι ως δύο χώρες μέλη της Ενωμένης Ευρώπης μπορούμε, αν έχουμε κοινή γραμμή, να πετύχουμε πολλά. Πρέπει, όμως, να τολμήσουμε. Αν όταν επιβάλλονταν οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας προβάλλουμε την αξίωση να επιβληθούν πρώτα στην Τουρκία, με απειλή το veto, δεν θα προωθούσαμε το εθνικό τους θέμα;

Ο Απ. Παύλος μιλά για τη σχέση των μελών του σώματος λέγοντας: «Εάν πάσχη έν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη». Μπορεί όταν πονά το χέρι, να μένει αδιάφορο και ανεπηρέαστο το πόδι; Έτσι και στο σώμα του Ελληνισμού. Αν ένα τμήμα του Έθνους η Κύπρος, πάσχει, μπορούν να αδιαφορούν τα άλλα τμήματα;

Δεν πρέπει, λοιπόν, να υπάρχει ούτε διπλή ανάγνωση, ούτε διπλή θέση εκ μέρους Ελλάδας και Κύπρου απέναντι στις αξιώσεις ή θέσεις της Τουρκίας. Η έννοια του ενιαίου αμυντικού χώρου Ελλάδος – Κύπρου πρέπει να αναβιώσει και να καταστεί μόνιμη.

Οφείλουμε, ακόμα,  με το αδιέξοδο στο οποίο περιήλθαν οι συνομιλίες, να σταθούμε νηφάλια και να ανασκοπήσουμε την πορεία μας. Να δούμε τα λάθη μας και να διαγράψουμε πορεία εξόδου από τα αδιέξοδα.

            Οι συνομιλίες, όπως γίνονται, δεν οδηγούν πουθενά. Οδηγούν, μάλλον, στην Τουρκοποίηση του τόπου. Ήταν ο σχεδιασμός της κατοχικής δύναμης για αποτελμάτωση του θέματός μας, για αποπροσανατολισμό και ημών των ιδίων και των ξένων. Κάθε υποχώρησή μας οδηγεί σε νέες διεκδικήσεις των Τούρκων, αφού όπως είπαμε, μόνιμος στόχος τους είναι η κατάληψη και τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου.

Θα πρέπει όλοι, ως ένας άνθρωπος, να προχωρήσουμε σε επανατοποθέτηση του προβλήματός μας στις σωστές του διαστάσεις, ως προβλήματος εισβολής και κατοχής, παρόλες τις δυσκολίες που η απόφασή μας αυτή θα συνεπάγεται, λόγω και του διαρρεύσαντος, από της εισβολής, μεγάλου χρονικού διαστήματος. με αίτημα την απελευθέρωση και όχι την απλή επανένωση. Μπορούν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας να αντιτεθούν σ’ένα τέτοιο αίτημά μας που θα τεκμηριώνεται πλήρως;

Τι το πιο λογικό και αφοπλιστικό, ακόμα και για τους εχθρικά διακείμενους προς εμάς, το να απαιτήσουμε και για τον λαό μας ό,τι απολαμβάνουν όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι και γενικά όλοι οι ελεύθεροι άνθρωποι;

Αν κάθε Ευρωπαίος έχει το δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης παντού, σε όλη την Ευρώπη, εμείς γιατί να μην έχουμε αυτό το δικαίωμα στην ίδια την πατρίδα μας;

Αν κάθε Ευρωπαίος μπορεί να εγκαθίσταται ελεύθερα, όπου θέλει σε όλη την Ευρώπη, γιατί εμείς να μην μπορούμε να επιστρέψουμε στα χωριά και στις πόλεις μας;

Αν όλοι οι Ευρωπαίοι έχουν το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας σε όλες τις χώρες της Ευρώπης γιατί οι δικές μας περιουσίες να μην μας επιστρέφονται;

Και αν παντού ισχύει το «ένας άνθρωπος μία ψήφος» γιατί σ’ έμάς το 18% να επιβάλλεται στο 82% και με τα διάφορα «veto» να παραλύει το Κράτος;

Θα πρέπει με συνέπεια να προβάλουμε  τις πιο πάνω αξιώσεις μας, απαιτώντας, ταυτόχρονα, την αποχώρηση όλων των στρατευμάτων κατοχής και όλων των εποίκων. Μπορούν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας να πουν ότι όλα αυτά ισχύουν μόνο για εκείνους και όχι για μας; Αφού, όμως, εμείς δεχόμαστε να διαπραγματευόμαστε για εκπτώσεις στα δικαιώματά μας, τους δίνουμε το τέλειο άλλοθι για να μην ενδιαφέρονται για μιαν ορθή, δημοκρατική και δίκαιη λύση του προβλήματός μας. «Βρέστε τα», μας λεν, «και εμείς θα αποδεχτούμε ό,τι εσείς συμφωνήσετε».

Κάθε φορά που «ωδίνες θανάτου και κίνδυνοι Άδου» περιεκύκλωναν τον Ελληνισμό, αυτός σωζόταν με τη βοήθεια δυο παραγόντων: α) Ενός λείμματος, έστω και μικρού, που έμενε σταθερό στις αξίες και τις παραδόσεις του έθνους και γινόταν η ζύμη για να ζυμωθεί «όλον το φύραμα» και β) Του Θεού που ερχόταν πάντα βοηθός στις δικές μας προσπάθειες.

Και οι δύο αυτοί παράγοντες υφίστανται και σήμερα. Ας τους χρησιμοποιήσουμε για τη σωτηρία του τόπου και των παιδιών μας. Ας ενώσουμε όλοι οι Έλληνες τις δυνάμεις και τις προσπάθειές μας για διάσωση της Κύπρου. Αν, μη γένοιτο, πέσει η Κύπρος, θα ξεκινήσει το ξήλωμα όλης της Ελλάδος. Θα ακολουθήσει το Αιγαίο, η Θράκη, η Μακεδονία… Στις δικές μας προσπάθειες, είναι σίγουρο, πως θα έλθει βοηθός και ο Θεός. Ο Θεός βοηθά εκείνους που πρώτοι βοηθούν τον εαυτό τους.

Back To Top