Κυριακή των Βαΐων, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Ιω. ιβ’ 1-18, (28-04-2024)
Πρωτότυπο Κείμενο
Πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. Ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. Λέγει οὖν εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, Ἰούδας Σίμωνος Ἰσκαριώτης, ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι· διατί τοῦτο τὸ μύρον οὐκ ἐπράθη τριακοσίων δηναρίων καὶ ἐδόθη πτωχοῖς; Εἶπε δὲ τοῦτο οὐχ ὅτι περὶ τῶν πτωχῶν ἔμελεν αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι κλέπτης ἦν, καὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχε καὶ τὰ βαλλόμενα ἐβάσταζεν. Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς· ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου τετήρηκεν αὐτό. Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ’ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ἔγνω οὖν ὄχλος πολὺς ἐκ τῶν Ἰουδαίων ὅτι ἐκεῖ ἐστι, καὶ ἦλθον οὐ διὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον, ἀλλ’ ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἴδωσιν ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. Ἐβουλεύσαντο δὲ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καὶ τὸν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοὶ δι’ αὐτὸν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καὶ ἐπίστευον εἰς τὸν Ἰησοῦν. Τῇ ἐπαύριον ὄχλος πολὺς ὁ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτῷ, καὶ ἔκραζον· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Εὑρὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὀνάριον ἐκάθισεν ἐπ’ αὐτό, καθώς ἐστι γεγραμμένον· μὴ φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπὶ πῶλον ὄνου. Ταῦτα δὲ οὐκ ἔγνωσαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα, καὶ ταῦτα ἐποίησαν αὐτῷ. Ἐμαρτύρει οὖν ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετ’ αὐτοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος, ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον.
Νεοελληνική Απόδοση
Έξι μέρες πριν από το Πάσχα, ήρθε ο Ιησούς στη Βηθανία, όπου έμενε ο Λάζαρος, που είχε πεθάνει και ο Ιησούς τον ανέστησε από τους νεκρούς. Ετοίμασαν, λοιπόν, εκεί για χάρη του δείπνο, και η Μάρθα υπηρετούσε, ενώ ο Λάζαρος ήταν ένας απ’ αυτούς που παρακάθονταν μαζί με τον Ιησού στο δείπνο. Τότε η Μαρία πήρε μια φιάλη από το πιο ακριβό άρωμα της νάρδου κι άλειψε τα πόδια του Ιησού. Έπειτα σκούπισε με τα μαλλιά της τα πόδια του, κι όλο το σπίτι γέμισε με την ευωδιά του μύρου. Λέει τότε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους μαθητές του, αυτός που σκόπευε να τον προδώσει: «Γιατί να μην πουληθεί αυτό το μύρο για τριακόσια αργυρά νομίσματα, και τα χρήματα να διανεμηθούν στους φτωχούς;» Αυτό το είπε όχι γιατί νοιαζόταν για τους φτωχούς, αλλά γιατί ήταν κλέφτης και, καθώς διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, συχνά κρατούσε για τον εαυτό του από τα χρήματα που έβαζαν σ’ αυτό. Είπε τότε ο Ιησούς: «Άφησέ την ήσυχη· αυτό που κάνει είναι για την ημέρα του ενταφιασμού μου. Οι φτωχοί πάντοτε θα υπάρχουν κοντά σας, εμένα όμως δε θα με έχετε πάντοτε». Πλήθος πολύ από τους Ιουδαίους της πόλεως έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται εκεί και ήρθαν για να δουν όχι μόνο αυτόν αλλά και το Λάζαρο, που τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Γι’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και το Λάζαρο, επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι εγκατέλειπαν αυτούς και πίστευαν στον Ιησού. Την άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του Πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, πήραν κλαδιά φοινικιάς, και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν κραυγάζοντας: Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ! Ο Ιησούς είχε βρει ένα γαϊδουράκι και κάθισε πάνω του, όπως λέει η Γραφή: Μη φοβάσαι θυγατέρα μου, πόλη της Σιών· να που έρχεται σ’ εσένα ο βασιλιάς σου, σε γαϊδουράκι πάνω καθισμένος. Αυτά στην αρχή δεν τα κατάλαβαν οι μαθητές του· όταν όμως ο Ιησούς ανυψώθηκε στη θεία δόξα, τότε τα θυμήθηκαν. Ό,τι είχε γράψει για κείνον η Γραφή, αυτά και του έκαναν. Όλοι, λοιπόν, εκείνοι που ήταν μαζί με τον Ιησού, όταν φώναξε το Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς, διηγούνταν αυτά που είχαν δει. Γι’ αυτό ήρθε το πλήθος να τον προϋπαντήσει, επειδή έμαθαν ότι αυτός είχε κάνει το θαυμαστό αυτό σημείο.
Σχολιασμός
Η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής των Βαΐων, ημέρα κατά την οποία η εκκλησία μας τιμά «την λαμπράν και ένδοξον πανήγυριν της εις Ιερουσαλήμ εισόδου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Συναξάριον Μηναίου Κυριακής των Βαΐων), προέρχεται από το κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, 12ο κεφάλαιο στίχους 1 έως και 18. Στο συγκεκριμένο εδάφιο γίνεται περιγραφή δύο γεγονότων. Το πρώτο γεγονός είναι το δείπνο στο οποίο παρακάθισε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός με τους Μαθητές Του, μετά από την «έγερσιν του αγίου και δικαίου, φίλου του Χριστού, Λαζάρου του τετραημέρου» (Συναξάριον Μηναίου Σαββάτου του Λαζάρου). Το δείπνο αυτό παρατίθεται στο σπίτι των αδελφών του Λαζάρου, Μάρθας και Μαρίας. Το δεύτερο γεγονός που περιγράφεται είναι η είσοδος του Κυρίου μας στα Ιεροσόλυμα επί πώλου όνου. «Εισερχομένου σου Κύριε, εις την αγίαν πόλιν, επί πώλου καθήμενος,…» (Ιδιόμελο της Λιτής Μεσονυκτικού, Κυριακής Βαΐων, πρωί). Χρονικά τα δύο αυτά γεγονότα τοποθετούνται έξι ημέρες πριν από το εβραϊκό πάσχα, δηλαδή το τελευταίο Σάββατο και την τελευταία Κυριακή πριν από τη σύλληψη του Χριστού. Το εβραϊκό πάσχα αποτελούσε ανάμνηση του γεγονότος της Εξόδου και διάβασης της Ερυθράς θάλασσας από τον Ισραηλιτικό λαό. Τη διάβαση από τη δουλεία των Αιγυπτίων στην ελευθερία.
Μέσα και από αυτή την περικοπή, αναφύεται το θέμα της παγκοσμίου εμβέλειας του κηρύγματος του Ιησού Χριστού στον κόσμο. Αυτό συγκεκριμένα διαφαίνεται στο εξής, την επομένη μέρα μετά το δείπνο στο σπίτι του Λαζάρου, πραγματοποιήθηκε η θριαμβευτική είσοδος του Κυρίου μας στην πόλη των Ιεροσολύμων. Κατά την είσοδο αυτή, επιφυλάχτηκε θερμή υποδοχή από όχλο πολύ, ο οποίος μαζεύτηκε στην Ιερουσαλήμ ένεκα της εορτής του πάσχα. «Τη επαύριον όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν, ακούσαντες ότι έρχεται Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ» [Tην άλλη μέρα, το μεγάλο πλήθος που είχε έρθει για τη γιορτή του πάσχα, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα, πήραν κλαδιά φοινικιάς και βγήκαν από την πόλη να τον προϋπαντήσουν] (Ιω. 12, 12-13).
Το πλήθος αυτό, οι προσκυνητές, είχαν συρρεύσει στην πόλη από όλες τις περιοχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπου υπήρχαν εβραϊκές κοινότητες, για τον εορτασμό του πάσχα. Η υποδοχή αυτή σήμαινε ότι το κήρυγμα του Χριστού δεν περιορίζεται στα όρια της Παλαιστίνης, αλλά λαμβάνει παγκόσμιο χαρακτήρα.
Η υποδοχή αυτή αιτιολογείται κατά ποικίλους τρόπους. Πρώτος και εμφανέστατος λόγος είναι ο απόηχος και η έκπληξη που είχε προκαλέσει το θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου. «Έγνω ουν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί εστί, και ήλθον ου διά τον Ιησούν μόνον, αλλ’ ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν ον ήγειρεν εκ νεκρών. Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν» [Πλήθος πολύ από τους Ιουδαίους της πόλης, έμαθαν ότι ο Ιησούς βρίσκεται εκεί και ήρθαν για να δουν όχι μόνο αυτόν αλλά και τον Λάζαρο, που τον είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Γι’ αυτό οι αρχιερείς αποφάσισαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, επειδή εξαιτίας του πολλοί Ιουδαίοι εγκατέλειπαν αυτούς και πίστευαν στον Ιησού] (Ιω. 12, 9-11).
Ήδη όμως στην γενική αντίληψη του κόσμου είχε εγκαθιδρυθεί η άποψη ότι ο Ιησούς «ούτος εστίν αληθώς ο προφήτης ο ερχόμενος εις τον κόσμον» (Ιω. 6,14) και για τούτο ακριβώς το λόγο κατά την είσοδο στην Ιερουσαλήμ, ο όχλος αναφωνούσε «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», βασιλεύς του Ισραήλ» [Δόξα στο Θεό! Ευλογημένος αυτός που έρχεται σταλμένος από τον Κύριο! Ευλογημένος ο βασιλιάς του Ισραήλ!] (Ιω. 12,13).
«Ο «πλείστος όχλος» (Μτθ. 21,8), οι «πολλοί» (Μρκ. 11,8) και «άπαν το πλήθος των Μαθητών» (Λκ. 19,37), δηλαδή όλοι, πήραν κλαδιά φοινίκων και έστρωσαν ρούχα για να περάσει ο Χριστός. Ακόμη και μικρά παιδιά επευφημούσαν. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς το γεγονός αυτό το θεωρεί μέγιστο θαύμα, γιατί ο όχλος και οι αμαθείς, τα νήπια και τα παιδιά, θεολογούσαν και αναγνώριζαν το Χριστό ως Θεό. Επευφημούσαν το Χριστό, όπως οι αγγέλοι τον Κύριο» (Ιωήλ Φραγκάκη, Μητροπολίτου Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, Ο επιούσιος άρτος, Α΄, Η είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, σ. 559, Αποστολική Διακονία, 2009).
Βρισκόμαστε χρονικά και εμείς λίγες ημέρες πριν από το χριστιανικό Πάσχα. Όπως το εβραϊκό πάσχα ήταν η διάβαση, το πέρασμα, από τη σκλαβιά στην ελευθερία, έτσι και το χριστιανικό Πάσχα είναι το πέρασμα από τη δουλεία του εχθρού στην αληθινή ελευθερία και μακαριότητα που ο Χριστός, μας πρόσφερε διά του Πάθους και της Αναστάσεώς Του. Ο Χριστός έρχεται προς το Πάθος, τη δόξα του Σταυρού και της Αναστάσεως. Το ερώτημα είναι, εμείς πως θα Τον υποδεχτούμε; Ας αφήσουμε τον υμνωδό να εκφράσει αυτό ακριβώς το ερώτημα και παράλληλα να μας δώσει και την απάντηση, με το εξής ιδιόμελο των αίνων του όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας: «Ερχόμενος ο Κύριος, προς το εκούσιον πάθος, τοις Αποστόλοις έλεγεν εν τη οδώ ˙ Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και παραδοθήσεται ο Υιός του ανθρώπου, καθώς γέγραπται περί αυτού. Δεύτε ουν και ημείς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθώμεν αυτώ, και συσταυρωθώμεν, και νεκρωθώμεν δι’ αυτόν, ταις του βίου ηδοναίς ˙ ίνα και συζήσωμεν αυτώ, και ακούσωμεν βοώντος αυτού ˙ Ουκέτι εις την επίγειον Ιερουσαλήμ, διά το παθείν, αλλά αναβαίνω προς τον Πατέρα μου, και Πατέρα υμών, και Θεόν μου και Θεόν υμών ˙ και συνανηψώ υμάς εις την άνω Ιερουσαλήμ, εν τη Βασιλεία των Ουρανών» [Ενώ ο Κύριος βάδιζε προς το Πάθος, το οποίο θα υφίστατο με τη θέλησή Του, έλεγε καθ’ οδόν στους Αποστόλους: Ιδού αναβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί, όπως έχει γραφεί για αυτό. Εμπρός λοιπόν και εμείς, αφού καθαρίσουμε το μυαλό μας, ας βαδίσουμε μαζί με Αυτόν και ας σταυρωθούμε μαζί Του και χάριν Αυτού ας νεκρώσουμε τον εαυτό μας ως προς τις ηδονές της ζωής, για να ζήσουμε αιωνίως μαζί με Αυτόν και να Τον ακούσουμε να λέει: Δεν αναβαίνω πλέον εις την επίγειο Ιερουσαλήμ για να υποστώ θυσία, αλλά αναβαίνω εις τον ουράνιο Πατέρα μου και Πατέρα σας και Θεό μου και Θεό σας και ανυψώνω μαζί μου και εσάς στην Άνω Ιερουσαλήμ, η οποία βρίσκεται στη Βασιλεία των ουρανών]. Καλή Ανάσταση.