Κυριακή των Μυροφόρων: Ο Θάνατος του Χριστού επί του Σταυρού
Μητροπολίτη Κωνσταντίας και Αμμοχώστου Βασιλείου
Κυριακή των Μυροφόρων, 19 Μαΐου 2024
Η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής των Μυροφόρων αναφέρεται σε δύο από τα γεγονότα που σχετίζονται με την σταύρωση το θάνατο, την ταφή και την ανάσταση του Χριστού. Αυτά τα γεγονότα είναι, πρώτον, το γεγονός ότι ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, συνοδευόμενος βέβαια και από τον κρυφό μαθητή του Χριστού Νικόδημο, όπως διασώζει και η λειτουργική παράδοση, ζήτησε από τον Πιλάτο να του παραδώσει το σταυρωμένο σώμα του Χριστού για να το ενταφιάσει. Το γεγονός αυτό κρίθηκε επείγον, δεδομένου ότι χρονικά βρισκόμαστε ήδη στην Παρασκευή, η οποία προηγείτο της ημέρας του ιουδαϊκού Πάσχα. Ο εορτασμός του ιουδαϊκού Πάσχα συνέπιπτε το Σάββατο εκείνο μετά τη σταύρωση του Χριστού. Σύμφωνα με το ιουδαϊκό σεληνιακό ημερολόγιο ήταν η δέκατη τέταρτη του μηνός Νισάν. Για το λόγο αυτό η ταφή έπρεπε να γίνει πριν αρχίσει να προσμετρά η ημέρα του Σαββάτου που άρχιζε ήδη από το βράδυ της προηγούμενης ημέρας.
Το δεύτερο γεγονός που περιγράφεται στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής των Μυροφόρων αφορά τις ίδιες τις Μυροφόρες γυναίκες, οι οποίες, αναμένοντας να περάσει το Σάββατο του Πάσχα, ξημερώματα της Κυριακής πήγαν στον τάφο για να αλείψουν με αρώματα το σώμα του Χριστού που είχε ενταφιαστεί από τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας. Οι Μυροφόρες γυναίκες, όπως μας πληροφορεί και η ευαγγελική διήγηση, παρακολουθούσαν από μακριά τα διαδραματιζόμενα και γνώριζαν που είχε ταφεί το σώμα του Χριστού από τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας. Γνωρίζουμε βέβαια ότι ο τάφος που χρησιμοποίησε ο Ιωσήφ δεν βρισκόταν μακριά από το σημείο όπου έγινε η σταύρωση και μάλιστα επρόκειτο για τάφο που είχε λαξεύσει στον βράχο ο ίδιος ο Ιωσήφ για τον εαυτό του γι’ αυτό δίδεται η πληροφορία ότι επρόκειτο για καινούργιο και αχρησιμοποίητο τάφο.
Πέρα όμως από αυτά τα δύο σημαντικά γεγονότα που περιγράφονται στην ευαγγελική περικοπή έχουμε ακόμα άλλα πάρα πολύ κρίσιμα γεγονότα τα οποία συνέβησαν προηγουμένως. Το πρώτο αφορά τη σύλληψη και την καταδίκη του Χριστού σε σταυρικό θάνατο από το Ιουδαϊκό Συνέδριο και ακολούθως από τον Ρωμαίο διηκητή Πιλάτο, ο οποίος δεν κατάφερε να πείσει τους Ιουδαίους, δηλαδή τους Γραμματείς και Φαρισαίους, οι οποίοι οργάνωσαν και πραγματοποίησαν τη σύλληψη του αλλά έπεισαν και τον λαό να φωνάζει στον Πιλάτο να σταυρώσει τον Χριστό αντί να τον ελευθερώσει, όπως τους πρότεινε ο ίδιος, αίτημα που δεν έγινε αποδεκτό από το μαινόμενο πλήθος.
Το άλλο γεγονός αφορά αυτή τη σταύρωση του Χριστού και τον επελθόντα επί του σταυρού. Σύμφωνα με τα κρατούντα, φαίνεται, από ότι μας πληροφορεί και ο άγιος Επιφάνιος, η καταδίκη του Χριστού από τον Πόντιο Πιλάτο έγινε την Παρασκευή το πρωί την τρίτη ώρα, που αντιστοιχεί με τις 9 το πρωί, η σταύρωσή του έγινε την έκτη ώρα, που σημαίνει στις 12 το μεσημέρι και βέβαια ο Χριστός παρέδωσε το πνεύμα στις 3 το απόγευμα, όταν ο ευαγγελιστής λέγει «και κλίνας την κεφαλήν παρέδωσε το πνεύμα». Άρα ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία είχε περιορισμένο χρόνο, από τις 3 το απόγευμα μέχρι τη δύση του ήλιου να κάνει τον ενταφιασμό του Χριστού και γι’ αυτό πήγε στον Πιλάτο και ζήτησε να πάρει το σώμα από το σταυρό και να το ενταφιάσει. Όπως καθιερώθηκε και λειτουργικά αυτό το ονομάζουμε «αποκαθήλωση» του σώματος του Χριστού από τον σταυρό και την αποκαθήλωση την τελούμε κατά την ανάγνωση του ευαγγελίου της Μεγάλης Παρασκευής. Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, επομένως, πραγματοποίησε τον ενταφιασμό του Χριστού και σφράγισε την είσοδο του λαξευμένου σε πέτρα τάφου με μεγάλη πέτρα. Η πέτρα αυτή έγινε αιτία και συζητήσεων μεταξύ των ιουδαίων και του Πιλάτου. Οι Ιουδαίοι διατηρώντας πάντοτε την δυσπιστία τους και το φόβο τους, ζήτησαν από τον Πιλάτο να σφραγίσει την μεγάλη πέτρα με την σφραγίδα της ρωμαϊκής διοίκησης και να τοποθετήσει ακόμα και ο αριθμός στρατιωτών να φυλάγουν τον τάφο μέχρι να περάσουν τρεις ημέρες με τη δικαιολογία όπως είπαν στον Πιλάτο μήπως οι μαθητές του Χριστού έρθουν και κλέψουν το σώμα του Χριστού και διαδώσουν ότι ο χριστός έχει αναστηθεί σύμφωνα με αυτά που ο ίδιος είχε προαναγγείλει, ότι «μετά τρεις ημέρας εγείρομαι». Ο Πιλάτος βέβαια απέρριψε το αίτημα αυτό των Ιουδαίων λέγοντάς τους ότι έχετε κουστωδίαν, έχετε δηλαδή στρατιώτες, μπορείτε να τους τοποθετήσετε εκεί να φυλάγουν τον τάφο, πράγμα που έγινε. Μάλιστα οι Ιουδαίοι σφράγισαν τον τάφο όπως γίνεται με βουλοκέρι όταν θέλουμε να σφραγίσουμε επίσημα κάτι και με μια σφραγίδα το σφραγίζουμε για να θεωρείται επίσημη ή σφράγιση αυτή που έγινε και ότι κανείς δεν θα την παραβιάσει.
Οι μυροφόρες γυναίκες οι οποίες παρακολουθούσαν όλα αυτά τα διαδραματιζόμενα και γνώριζαν που ο Ιωσήφ είχε τοποθετήσει το σώμα του Χριστού, θέλησαν να επισκεφθούν τον τάφο του Χριστού και να αλείψουν το σώμα με μύρα δεδομένου ότι ο ενταφιασμός έγινε βεβιασμένα και δεν ήταν δυνατό να εφαρμόσουν ούτε οι ίδιες ούτε ο Ιωσήφ τις παραδοσιακές πρακτικές, σύμφωνα με τις οποίες, με τον ενταφιασμό έπρεπε να γίνει και η άλειψη του νεκρού σώματος με τα μύρα. Αυτό βέβαια μας παραπέμπει και υπενθυμίζει την πράξη της αδελφής του Λαζάρου Μαρίας, η οποία, μετά την ανάσταση του αδελφού της από τον Χριστό, βρισκόμενοι στο σπίτι τους, τότε η Μαρία άλειψε τον Χριστό με το πολύτιμο μύρο. Στην κριτική που ασκήθηκε τότε από πλευράς του Ιούδα, ο Χριστός απάντησε: «άφετε αυτήν εις την ημέραν του ενταφιασμού μου πεποίηκεν αυτό».
Οι μυροφόρες, στην πορεία προς τον τάφο, άρχισαν να διερωτώνται ποιος θα μπορέσει να τις βοηθήσει να μετακινήσουν την μεγάλη πέτρα που βρισκόταν στο στόμιο του τάφου. Με μεγάλη τους έκπληξη διαπίστωσαν ότι ο τάφος ήταν ήδη ανοικτός, ή πέτρα είχε μετακινηθεί. Δεν φοβήθηκαν αλλά αντίθετα πλησίασαν και μπήκαν μέσα στον τάφο και εκεί αντί να δούν το νεκρό σώμα του Χριστού, συνάντησαν λευκοφορούνται άγγελο ο οποίος, γνωρίζοντας τον σκοπό της επισκέψεώς τους στον τάφο, τους είπε: Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον. Ηγέρθη ουκ έστιν ώδε. Μάλιστα ανέθεσε στις μυροφόρες γυναίκες να πληροφορήσουν τους μαθητές του Χριστού ότι θα τους συναντήσει Γαλιλαία όπως τους είχε προείπει. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι σε όλα αυτά που διαδραματιζονται από την σταύρωση μέχρι και την επίσκεψη των μυροφόρων γυναικών στον τάφο οι μαθητές του Χριστού είναι απόντες. Μόνο από αυτή τη στιγμή πλέον αρχίζουν να μπαίνουν στα όλα διαδραματιζόμενα που συνεχίζονται μετά όπως η πρώτη εμφάνιση του Χριστού στους δώδεκα μαθητές του που ήσαν κλεισμένοι σε σπίτι από φόβο μήπως τους αναζητήσουν και τους συλλάβουν οι Ιουδαίοι, απόντος του αποστόλου Θωμά και επίσης την επομένη, μεθ’ ημέρας οκτώ, δηλαδή την επόμενη Κυριακή όταν και πάλιν εμφανίζεται ο Χριστός στους μαθητές του παρόντος και του αποστόλου Θωμά και τους έδειξε τις πληγές των χεριών, των ποδιών και την πλευρά την οποία λόγχισε ο κεντυρίων για να διαπιστώσουν ότι όντως είναι ο Χριστός που είχε αποθάνει στο σταυρό, ενταφιάσθηκε και αναστήθηκε.
ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ
Αν θέλαμε τώρα να κάνουμε μια θεολογική προσέγγιση όλων αυτών των γεγονότων πρώτα πρώτα θα δίναμε έναν τίτλο σε όλα αυτά που έχουμε αναφέρει: το δράμα του τάφου. Θα ξεκινούσαμε βέβαια αναπτύσσοντας θεολογικά αυτό το γεγονός από εκείνο το δύσκολο να το κατανοήσει η λογική του κάθε ανθρώπου, των ανθρώπων της εποχής εκείνης αλλά και εμάς σήμερα, η μεγάλη κραυγή του Χριστού στον σταυρό με τους λόγους που είπε στην αραμαϊκή: «ἐλωὶ ἐώί, λεμᾶ σαβαχθανί» (Μρκ. 15:34). Οι ευαγγελιστές το ερμηνεύουν το λεχθέν από το Χριστό λέγοντας ότι σημαίνει: «ὁ Θεός ὁ Θεός μου, εἰς τί ἐγκατέλειπές με;» Αυτοί οι λόγοι του Χριστού είναι πιθανόν από τους πλέον δύσκολους, όχι όσον αφορά την κατανόησή τους, γιατί το νόημα είναι προφανέστατο. Ο Ιησούς Χριστός απευθύνεται στον ίδιο τον Θεό με προσευχή, αλλά διαλεκτική προσευχή, ερωτώντας τον Πατέρα Θεό γιατί τον εγκατέλειψε και τον παραδίδει στο θάνατο. Πώς όμως εννοείται αυτή η έννοια, ότι ο Θεός εγκατέλειψε τον Υιό του αφού μας αποκάλυψε και εμείς πιστεύουμε και ομολογούμε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο αιώνιος Λόγος του θεού ο οποίος έγινε άνθρωπος με το θέλημα του πατέρα και το δικό του θέλημα; Σε προηγούμενες αναφορές του ο Χριστός τονίζει την αδιάπτωτη σχέση του που έχει με τον Πατέρα.
Αυτό που μπορούμε να κατανοήσουμε μέσα από αυτούς τους λόγους του Χριστού είναι πρώτιστα να διαπιστώσουμε γιατί λέγει ενώπιον όλου του κόσμου ότι ο Πατέρας Θεός τον εγκατέλειψε στον σταυρό. Αυτή η κραυγή θα έπρεπε να είχε απευθυνθεί προς τον Θεό από τον Αδάμ και την Εύα, στη συνέχεια δε από κάθε άνθρωπο και από όλη την ανθρωπότητα μαζί δεδομένου ότι δεν είναι ο Θεός που εγκατέλειψε τον άνθρωπο αλλά ο άνθρωπος εγκατέλειψε τον ίδιο το Θεό. Ο Χριστός, επομένως, λέγει αυτή την εναγώνια κραυγή «ὁ Θεός ὁ Θεός μου, εἰς τί ἐγκατέλειπές με;» την λέγει ως άνθρωπος εκπρόσωπος όλων των ανθρώπων, γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι ο ίδιος εγκατέλειψε τον Θεό, εγκατέλειψε την ζωοδόχο και ζωογόνο παρουσία του Θεού, και αντί να συνειδητοποιήσει την τραγικότητά του, πιστεύει ότι ο Θεός τον εγκατέλειψε.
«Αν κάποιος ακολουθήσει τα βιβλικά κείμενα αντί για κριτικές εικασίες, τότε προκύπτει η ακόλουθη εικόνα: Ο Ιησούς Χριστός πήρε επάνω του το πάθος και τη σταύρωση ως συνέπεια της μεσσιανικής αποστολής του. Το έκανε αυτό με στόχο να ανοίξει τη μελλοντική πρόσβαση και ειρήνη με τον Θεό ακόμη και για τους εχθρούς του μέσω της ίδιας του της ζωής, παραδομένος για να κάνει την εξιλέωση για «τους πολλούς». Σύμφωνα με τα εδάφια Ρωμ. 5:1–2, 11, αυτή είναι η πεμπτουσία της καταλλαγής, η εξιλέωση και η συμφιλίωση που έγιναν δυνατές από τον Θεό μέσω της θυσίας του Ιησού Χριστού. Στην ετοιμότητά του για το πάθος και τη θυσία, ο Ιησούς Χριστός είχε συνείδηση ότι οδηγείται από τις υπάρχουσες θρησκευτικές παραδόσεις του Ισραήλ σχετικά με τα παθήματα των προφητών και των δικαίων (Ψαλμ. 22, 6-9), το λύτρο που δόθηκε από τον ίδιο τον Θεό για τη λύτρωση του Ισραήλ από την κρίση (Ησ. 43:3–5) και τον πάσχοντα δούλο (Ησ. 52:13–53:12). Θα ήταν ιστορικά αυθαίρετο να υποθέσουμε ότι ολόκληρο αυτό το σύμπλεγμα παλαιάς Διαθήκης-πρώιμης ιουδαϊκής παράδοσης εφαρμόσθηκε στην πορεία του Ιησού Χριστού μόνο μετά το Πάσχα και χρησιμοποιήθηκε για να προσδώσει σωτηριολογικό νόημα στο θάνατό του στο σταυρό μετά το γεγονός»1.
Με την παράδοση στο θάνατο της ανθρώπινης φύσης του και την ανάστασή του, ο Χριστός μεταλλάσσει την βιολογική ύπαρξη της ανθρώπινης φύσης του και την καθιστά εσχατολογική ύπαρξη για είσοδο όλου του ανθρωπίνου γένους στην αιώνια βασιλεία του Θεού. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός το οποίο τονίζεται από την αγιογραφία της αναστάσεως του Χριστού όταν ο Χριστός, εξερχόμενος από τον Άδη, σέρνει με τα δύο του χέρια έξω από τον τάφο τον Αδάμ και την Εύα, δηλαδή τους εκπροσώπους όλου του ανθρωπίνου γένους. Ο άδειος τάφος του Ιησού Χριστού βεβαιώνει ότι όλοι οι τάφοι, από την αρχή της υπάρξεως του ανθρώπου μέχρι και το τέλος της ιστορικής του υπάρξεως, όταν δηλαδή πλέον ο Χριστός θα έλθει για να κρίνει τον κόσμο, επαναλαμβάνω όλοι οι τάφοι θα αδειάσουν, όλοι θα αναστηθούν και θα εμφανιστούμε ενώπιον του δικαιοκρίτη Χριστού.
Όλοι μας έχουμε αγαπητά πρόσωπα για τα οποία τελούμε μνημόσυνα. Να είμαστε βέβαιοι ότι ο Χριστός είναι η ανάσταση και η ζωή όλων των ανθρώπων και όταν θα εμφανιστούμε ενώπιον του κατά τη δευτέρα παρουσία θα ακούσουμε την τελευταία του κλήση: δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου. Αμήν! Γένοιτο!
1 Stuhlmacher, Peter. Biblical Theology of the New Testament (p. 177). Wm. B. Eerdmans Publishing Co.. Kindle Edition.