Η Αγία Αγάθη (5 Φεβρουαρίου)
Η Αγία Άγάθη ήταν από το Παλέρμο της Σικελίας και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Δεκίου (251). Διέλαμπε με την ωραιότητα του σώματος και με το κάλλος της χριστιανικής της ψυχής. Ή οικογένεια της είχε μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία. Σε ηλικία 15 χρονών μένει ορφανή. Ή μεγάλη περιουσία πού κληρονόμησε και ή ομορφιά του σώματος πού είχε, της βάζουν το ερώτημα: κόσμος ή θρησκεία; “Η… συμβιβασμός; Δηλαδή, κόσμος και θρησκεία; Στη σκέψη της, όμως, βάρυνε ο θεόπνευστος λόγος του άδελφόθεου Ιακώβου: “Θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και πατρί αυτή εστίν, επισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από του κόσμου”. Δηλαδή, θρησκεία καθαρή και αμόλυντη μπροστά στο Θεό και Πατέρα είναι αύτη: να επισκέπτεται κανείς ορφανά και χήρες τον καιρό πού πάσχουν και να διατηρεί τον εαυτό του αμόλυντο από τον κόσμο. “Έτσι έκανε και ή Άγάθη. Αφού “κλώτσησε” τις κολακείες και τις επιτήδειες εισηγήσεις ανθρώπων του κόσμου, οργάνωσε ολόκληρη φιλανθρωπική κίνηση και με το επιτελείο της περιέθαλπε τους δυστυχισμένους του τόπου της. Ό Θεός, όμως, θέλησε ή Άγάθη να δοκιμαστεί ακόμα περισσότερο. Κάποιος έπαρχος, ο Κυντιανός, θέλοντας να απολαύσει τα κάλλη της, προσπάθησε να την επηρεάσει να γίνει γυναίκα του. Ή Άγάθη έμεινε ανεπηρέαστη. Προτίμησε να καεί και να πάρει έτσι το στεφάνι του μαρτυρίου.
Απολυτίκιο. ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Ρόδον εύοσμον, της παρθενίας, νύμφη άφθορος, του Ζωοδότου, άναδέδειξαι Άγάθη πανεύφημε• των αγαθών την πηγήν γαρ ποθήσασα, μαρτυρικώς εν τω κόσμω διέπρεψας. Μάρτυς ένδοξε, λιταίςς σου θείαις άγάθυνον, τους πόθω μεγαλύνοντας τους άθλους σου.
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Γαλ. 6:2-10)
Ἀδελφοί, ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ. Εἰ γὰρ δοκεῖ τις εἶναί τι μηδὲν ὤν, ἑαυτόν φρεναπατᾷ · τὸ δὲ ἔργον ἑαυτοῦ δοκιμαζέτω ἕκαστος, καὶ τότε εἰς ἑαυτὸν μόνον τὸ καύχημα ἕξει καὶ οὐκ εἰς τὸν ἕτερον· ἕκαστος γὰρ τὸ ἴδιον φορτίον βαστάσει. Κοινωνείτω δὲ ὁ κατηχούμενος τὸν λόγον τῷ κατηχοῦντι ἐν πᾶσιν ἀγαθοῖς. Μὴ πλανᾶσθε, Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται· ὃ γὰρ ἐὰν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει· ὅτι ὁ σπείρων εἰς τὴν σάρκα ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκὸς θερίσει φθοράν· ὁ δὲ σπείρων εἰς τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Πνεύματος θερίσει ζωὴν αἰώνιον. Τὸ δὲ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐκκακῶμεν· καιρῷ γὰρ ἰδίῳ θερίσομεν μὴ ἐκλυόμενοι. Ἄρα οὖν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας, μάλιστα δὲ πρὸς τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί να σηκώνετε ο ένας το φορτίο του άλλου, κι έτσι θα εφαρμόσετε πλήρως το νόμο του Χριστού. Όποιος φαντάζεται πως είναι κάτι, ενώ δεν είναι τίποτε, εξαπατά τον εαυτό του. Γι’ αυτό, ας εξετάζει καθένας τα έργα του, και τότε, αν καυχηθεί, θα το κάνει μόνο για τον εαυτό του κι όχι σε σύγκριση με τους άλλους. Άλλωστε καθένας για τις δικές του πράξεις θα δώσει λόγο στο Θεό. Αυτός που διδάσκεται το λόγο του Θεού ας δίνει από όλα τα υλικά αγαθά του σ’ αυτόν που τον διδάσκει. Μην έχετε ψευδαισθήσεις, ο Θεός δεν εμπαίζεται. Γιατί ό,τι σπέρνει ο άνθρωπος, αυτό θα θερίσει. Έτσι, όποιος σπέρνει στον αγρό των αμαρτωλών επιθυμιών του θα θερίσει από εκεί ως καρπό την καταστροφή. Όποιος όμως σπέρνει στον αγρό του Πνεύματος, αυτός θα θερίσει ως καρπό του Πνεύματος την αιώνια ζωή. Κι όταν κάνουμε το καλό, ας μην αποκάμουμε. Γιατί, αν αντέξουμε ως το τέλος, θα θερίσουμε τον καρπό στον κατάλληλο καιρό. Όσο έχουμε, λοιπόν, ακόμα την ευκαιρία, ας κάνουμε το καλό σε όλους, και κυρίως σ’ αυτούς που έχουν την ίδια πίστη μ’ εμάς.
___________________________________________________________________________
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Μκ. 7:14-24)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, προσκαλεσάμενος ὁ ᾿Ιησοῦς πάντα τὸν ὄχλον, ἔλεγεν αὐτοῖς· Ἀκούετέ μου πάντες, καὶ συνίετε. Οὐδέν ἐστιν ἔξωθεν τοῦ ἀνθρώπου εἰσπορευόμενον εἰς αὐτὸν, ὃ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι· ἀλλὰ τὰ ἐκπορευόμενά ἀπ’ αὐτοῦ, ἐκεῖνά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ὅτε εἰσῆλθεν εἰς οἶκον ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ τῆς παραβολῆς. Καὶ λέγει αὐτοῖς· Οὕτω καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; οὐ νοεῖτε, ὅτι πᾶν τὸ ἔξωθεν εἰσπορευόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον, οὐ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι; ὅτι οὐκ εἰσπορεύεται αὐτοῦ εἰς τὴν καρδίαν, ἀλλ᾿ εἰς τὴν κοιλίαν, καὶ εἰς τὸν ἀφεδρῶνα ἐκπορεύεται, καθαρίζον πάντα τὰ βρώματα. Ἔλεγε δὲ, ὅτι τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον, ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. Ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη. Πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν ἐκπορεύεται, καὶ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς, ἀπῆλθεν εἰς τὰ μεθόρια Τύρου καὶ Σιδῶνος.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνον τον καιρό φώναξε ο Ιησούς τον κόσμο κοντά του και τους είπε: «Ακούστε με όλοι και καταλάβετέ το· τίποτε απ’ αυτά που μπαίνουν μέσα στον άνθρωπο απ’ έξω, δεν μπορεί να τον κάνει ακάθαρτο· αλλά όσα βγαίνουν μέσα απ’ τον άνθρωπο, αυτά τον κάνουν ακάθαρτο. Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει».
Όταν απομακρύνθηκε ο Ιησούς από τα πλήθη και μπήκε σ’ ένα σπίτι, τον ρωτούσαν οι μαθητές του τι εννοούσε μ’ αυτό που είπε. Τους απάντησε: «Κι εσείς ακόμα τόσο δυσκολεύεστε να καταλάβετε; Ακόμη δεν καταλαβαίνετε πως καθετί που απ’ έξω μπαίνει μέσα στον άνθρωπο δεν μπορεί να τον κάνει ακάθαρτο; Γιατί δεν μπαίνει στην καρδιά του αλλά στην κοιλιά του και αποβάλλεται στο αποχωρητήριο, αφήνοντας στον οργανισμό όλες τις άλλες τροφές καθαρές. Ό,τι βγαίνει μέσα από τον άνθρωπο» — τους έλεγε ακόμα — «εκείνο κάνει τον άνθρωπο ακάθαρτο. Γιατί μέσα από την καρδιά των ανθρώπων πηγάζουν οι κακές σκέψεις, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες, πονηριές, δόλος, ακολασία, φθόνος, βλασφημία, αλαζονεία, αφροσύνη. Όλα αυτά τα κακά πηγάζουν μέσα από τον άνθρωπο και τον κάνουν ακάθαρτο». Έφυγε απ’ εκεί ο Ιησούς και πήγε στην περιοχή της Τύρου και της Σιδώνας. Μπήκε σ’ ένα σπίτι και ήθελε να μην τον αντιληφτεί κανείς· δεν μπόρεσε όμως να ξεφύγει τον προσοχή του κόσμου.