Παρασκευή, 14η Φεβρουαρίου 2025
Οσίων Αυξεντίου (1) (†470), Αβραάμ († ε΄αι.) Μάρωνος († δ΄ αι.). Ιερομαρτύρων Φιλήμονος και Φιλίππου επισκόπων Γάζης. Νεομαρτύρων Νικολάου του Κορινθίου (Ψάρι †1554), Δαμιανού οσίου του νέου, κτίτορος της εν Δημητριάδι (Κισσάβω) ιεράς Μονής τιμίου Προδρόμου (1568±) και Γεωργίου ράπτου, του εκ Μυτιλήνης (Πασγιάνου, 1693).
(1) O όσιος Αυξέντιος έζησε στην Κωνσταντινούπολη επί αυτοκρατορίας Θεοδοσίου Β` του Μικρού και κατείχε το αξίωμα του Σχολαρίου. Διακρινόταν για την βαθιά του ευσέβεια, τη βιβλική του παρουσία, την ευπρέπεια του, τη σωματική του ρώμη και τον ηθικό του πλούτο. Η φιλήσυχη και φιλομόναχη διάθεσή του και η αγάπη του για τον ασκητικό βίο, τον οδήγησαν να γίνει μοναχός. Εγκατέλειψε λοιπόν τις τιμές και τα αξιώματα της Βασιλεύουσας και αποσύρθηκε σε κάποιο απομακρυσμένο βουνό όπου και ασκήτευσε. Παράλληλα ασχολήθηκε με την μελέτη και σπουδή της Αγίας Γραφής, τόση δεν ήταν η φήμη του για τις σπάνιες αρετές και την βαθιά θεολογική μόρφωσή του, ώστε προσεκλήθη ως απλός μοναχός στη Δ` Οικουμενική Σύνοδο που συνεκλήθη το 451 στη Χαλκηδόνα για να καταδικάσει τις κακοδοξίες του Ευτυχούς του Νεστόριου. Καθημερινά πολλοί ήταν εκείνοι πού επισκέπτονταν το ερημητήριό του, για να τους παρηγορήσει και να τούς θεραπεύσει με τα θαύματά του ή να εκδηλώσουν, το σεβασμό και την εκτίμησή τους, προσφέροντας του δώρα και τρόφιμα τα οποία ο άγιος μοίραζε στους φτωχούς. Εκοιμήθη οσιακά σε βαθιά γεράματα.
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Μκ. 14:3-9)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὄντος τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐν Βηθανίᾳ, ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, κατακειμένου αὐτοῦ, ἦλθε γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου, νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς· καὶ συντρίψασα τὸ ἀλάβαστρον, κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς. Ἦσαν δέ τινες ἀγανακτοῦντες πρὸς ἑαυτοὺς, καὶ λέγοντες· Εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; ἠδύνατο γὰρ τοῦτο πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων, καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς. Καὶ ἐνεβριμῶντο αὐτῇ. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· Ἄφετε αὐτήν· τί αὐτῇ κόπους παρέχετε; καλὸν ἔργον εἰργάσατο ἐν ἐμοί. Πάντοτε γὰρ τοὺς πτωχοὺς ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, καὶ ὅταν θέλητε δύνασθαι αὐτοὺς εὖ ποιῆσαι· ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. Ὅ ἔσχεν αὕτη, ἐποίησε· προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σῶμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦτο εἰς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη, λαληθήσεται εἰς μνημόσυνον αὐτῆς.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, ενώ βρισκόταν ο Ιησούς στη Βηθανία, στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού, την ώρα που έτρωγε, ήρθε μια γυναίκα έχοντας ένα αλαβάστρινο δοχείο με μύρο από γνήσια, πανάκριβη νάρδο, έσπασε το δοχείο κι έχυσε το μύρο στο κεφάλι του. Μερικοί τότε από τους παρόντες αγανάχτησαν κι έλεγαν: «Προς τι αυτή η σπατάλη του μύρου; Θα μπορούσε αυτό το μύρο να πουληθεί περισσότερο από τριακόσια δηνάρια και το αντίτιμο να δοθεί στους φτωχούς». Κι επιτιμούσαν τη γυναίκα αυστηρά. Ο Ιησούς όμως είπε: “Αφήστε την ήσυχη· γιατί της δημιουργείτε προβλήματα; Έκανε μια καλή πράξη για μένα. Όσο για τους φτωχούς, αυτούς πάντοτε τους έχετε μαζί σας και μπορείτε να τους ευεργετήσετε όποτε θέλετε· εμένα όμως δε θα μ’ έχετε πάντοτε. Έκανε αυτό που μπορούσε: άλειψε προκαταβολικά το σώμα μου με μύρο για να το ετοιμάσει για την ταφή. Και σας βεβαιώνω πως σ’ όλον τον κόσμο, όπου κηρυχτεί το ευαγγέλιο, θα γίνεται λόγος και για την πράξη της. Κι έτσι θα τη θυμούνται».