skip to Main Content

Ο Άγιος Λέων Πάπας Ρώμης (18 Φεβρουαρίου)

Ο Λέων έζησε στα χρόνια των βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας (450). Ήταν ένας από τους μεγάλους προμάχους και υποστηρικτές της ορθόδοξης αλήθειας. Όταν έγινε ή Δ’ Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκηδόνα, ή έμμεση συμμετοχή του υπήρξε ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση των Μονοφυσιτών. Έστειλε σ’ αυτήν τέσσερις αντιπροσώπους του και μια επιστολή πού απευθυνόταν στη Σύνοδο (για την ακρίβεια ή επιστολή του αγίου Λέοντος είχε σταλεί τρία (3) χρόνια πριν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό και ανεγνώσθη στη Σύνοδο. Είναι δε γνωστή ως “Τόμος του Λέοντος”). Μ’ αυτή καθόριζε με πλήρη ακρίβεια και αλήθεια τις δύο φύσεις του Χριστού. Τη θεία και την ανθρώπινη. Ή επιστολή ακούστηκε με ενθουσιασμό και άρεσε πάρα πολύ στα μέλη της Συνόδου και στο βασιλιά Μαρκιανό. Ή χρησιμότητα της ήταν μεγάλη στη διεξαγωγή των συζητήσεων και στη διατύπωση των όρων, για την απόφαση της Συνόδου. Έτσι ο Λέων, με “την μάχαιραν του Πνεύματος, ο εστί ρήμα Θεού”, δηλαδή με το μαχαίρι του Πνεύματος, πού είναι ο λόγος του Θεού, έστω και έγγραφος στην περίπτωση αυτή, έγινε από τα λαμπρότερα όπλα, για τη συντριβή της πλάνης των αιρετικών. ο Λέων, πού διακρινόταν για την επιστημονική και θεολογική του Ικανότητα, άφησε αρκετές ομιλίες, πού είναι γραμμένες με πολλή γλαφυρότητα και δύναμη. Υπάρχει όμως και μια άλλη εκδοχή της βιογραφίας του, αυτή του Σ. Εύστρατιάδη, πού παραθέταμε όπως ακριβώς είναι γραμμένη: Έγεννήθη εν Ρώμη περί τα τέλη του δ’ αιώνος, επί δύο πάπων διατελέσας διάκονος του Καλλίστου και Σήξτου, όν και διεδέχθη εις τον θρόνον τη 29η Σεπτεμβρίου του 440. Υπήρξεν εις των άπολυταρχικωτέρων πάπων, υποστηρίξας μετά πείσματος το παπικόν πρωτεΐον και αντιταχθείς κατά της αποφάσεως της Δ’ εν Χαλκηδόνι συνόδου (451) χορηγησάσης δια του κη’ Κανόνος αυτής τα ‘ίσα πρεσβεία τω πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως με τον έπίσκοπον Ρώμης. Έκτοτε μέχρι του νυν δεν έπαυσαν οι πάπαι τα πρωτεία επί της καθόλου εκκλησίας διεκδικούντες, πολλών κακών γενόμενοι τη εκκλησία πρόξενοι. Την κατάταξιν αυτού μεταξύ των αγίων της ημετέρας εκκλησίας οφείλει ο Λέων εις την δογματικήν έκείνην επιστολήν (ϊδ. Μίςηβ, ΡβίΓ. Ιβί. 54, 755-781), οποίαν απέστειλεν εις την εν Χαλκηδόνι Δ’ Οικουμενικήν Σύνοδον εναντίον των Μονοθελητών και Μονοφυσιτών, ης το περιεχόμενον έγένετο μετ’ ενθουσιασμού δεκτόν από μέρους των παρευρεθέντων πατέρων. Απέθανε τη 10η Νοεμβρίου 460).

Απολυτίκιο. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.

Θείας πίστεως, ορθοδοξία, υπεστήριξας, την Έκκληοίαν, ως πολύφωνον του πνεύματος όργανον εκ γαρ Δυσμών άναλάμψας ως ήλιος, αιρετικών την άπάτην έμείωσας• Λέων Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ήμίν το μέγα έλεος.

Πηγή: www.pigizois.gr

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Α’. Ιω. 3:9-22) 

Ἀδελφοί, πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται. ν τούτῳ φανερά ἐστι τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου. Πᾶς ὁ μὴ ποιῶν δικαιοσύνην οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ. τι αὕτη ἐστίν ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, οὐ καθὼς Κάϊν ἐκ τοῦ πονηροῦ ἦν καὶ ἔσφαξε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· καὶ χάριν τίνος ἔσφαξεν αὐτόν; τι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρὰ ἦν, τὰ δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ δίκαια. Μὴ θαυμάζετε, ἀδελφοί μου, εἰ μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. μεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς· ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν μένει ἐν τῷ θανάτῳ. Πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί, καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος οὐκ ἔχει ζωὴν αἰώνιον ἐν ἑαυτῷ μένουσαν. ν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην, ὅτι ἐκεῖνος ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε· καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν τὰς ψυχὰς τιθέναι. ς δ᾿ ἂν ἔχῃ τὸν βίον τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ, πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἐν αὐτῷ; Τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ᾿ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ. Καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐκ τῆς ἀληθείας ἐσμέν, καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ πείσομεν τὰς καρδίας ἡμῶν, ὅτι ἐὰν καταγινώσκῃ ἡμῶν ἡ καρδία, ὅτι μείζων ἐστὶν ὁ Θεὸς τῆς καρδίας ἡμῶν καὶ γινώσκει πάντα. γαπητοί, ἐὰν ἡ καρδία ἡμῶν μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν, παρρησίαν ἔχομεν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ὃ ἐὰν αἰτῶμεν λαμβάνομεν παρ᾿ αὐτοῦ.

 

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, όποιος έχει γεννηθεί από το Θεό και είναι παιδί του παύει ν’ αμαρτάνει, γιατί η δύναμη της ζωής του Θεού, που τον γέννη­σε, μένει μέσα του. Αφού ο Θεός τον γέννησε, δεν μπορεί να συνεχί­σει να αμαρτάνει. Έτσι διακρίνονται τα παιδιά του Θεού από τα παι­διά του διαβόλου: Όποιος δεν κάνει το σωστό δεν είναι παιδί του Θε­ού. Το ίδιο και όποιος δεν αγαπάει τον αδελφό του. Πραγματικά, η παραγγελία που ακούσατε εξαρχής είναι αυτή: Να αγαπάμε ο ένας τον άλλο. Δεν πρέπει να γίνουμε σαν τον Κάιν. Αυ­τός ήταν γέννημα του διαβόλου και έσφαξε τον αδελφό του. Και γιατί τον έσφαξε; Γιατί τα δικά του έργα ήταν πονηρά, ενώ του αδελφού του ήταν δίκαια. Γι’ αυτό δεν πρέπει, αδελφοί μου, να απορείτε που ο κόσμος σάς μισεί. Εμείς ξέρουμε πως από το θάνατο έχουμε περά­σει στη ζωή· κι αυτό το ξέρουμε επειδή αγαπάμε τους αδελφούς μας· αυτός που δεν αγαπάει τον αδελφό του παραμένει στο θάνατο. Όποιος μισεί τον αδελφό του είναι ανθρωποκτόνος, και ξέρετε πως κα­νένας φονιάς δεν έχει συμμετοχή στην αιώνια ζωή. Να πώς μάθαμε τι είναι αγάπη: Εκείνος πρόσφερε τα ζωή του για χάρη μας έτσι οφεί­λουμε κι εμείς να προσφέρουμε τη ζωή μας για χάρη των αδελφών μας. Αλλά αν κάποιος που έχει τα πλούτη του κόσμου δει τον αδελφό του σε κατάσταση ανάγκης και δεν τον σπλαχνιστεί, πώς ο άνθρω­πος αυτός να έχει μέσα του αγάπη για το Θεό; Παιδιά μου, ας μην αγαπάμε με λόγια και ωραίες φράσεις, αλλά με έργα και αγάπη αληθινή. Απ’ αυτό θα καταλάβουμε ότι είμαστε παιδιά της αλήθειας και θα βεβαιώσουμε χωρίς αγωνία την καρδιά μας μπροστά στο Θεό, όταν αυτή μας κατηγορεί για κάτι, αφού ο Θεός είναι ανώτερος από τη συ­νείδησή μας και τα ξέρει όλα. Έτσι αγαπητοί μου, όταν η καρδιά παύει να μας κατηγορεί, αποχτούμε θάρρος ενώπιον του Θεού, και μας δίνει ό,τι του ζητούμε, γιατί εκτελούμε τις εντολές του και κάνουμε ό,τι του είναι αρεστό. 

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Μκ. 14:10-42)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ᾿Ιούδας ὁ ᾿Ισκαριώτης, εἷς τῶν Δώδεκα, ἀπῆλθε πρὸς τοὺς Ἀρχιερεῖς, ἵνα παραδῷ τὸν Ιησοῦν αὐτοῖς. Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐχάρησαν· καὶ ἐπηγγείλαντο αὐτῷ ἀργύρια δοῦναι· καὶ ἐζήτει πῶς εὐκαίρως αὐτὸν παραδῷ. Καὶ τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ τῶν ἀζύμων, ὅτε τὸ Πάσχα ἔθυον, λέγουσιν αὐτῷ οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ· Ποῦ θέλεις ἀπελθόντες ἑτοιμάσωμεν ἵνα φάγῃς τὸ Πάσχα; Καὶ ἀποστέλλει δύο τῶν Μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ὑπάγετε εἰς τὴν Πόλιν· καὶ ἀπαντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος, κεράμιον ὕδατος βαστάζων· ἀκολουθήσατε αὐτῷ. Καὶ ὅπου ἐὰν εἰσέλθῃ, εἴπατε τῷ οἰκοδεσπότῃ· Ὅτι ὁ Διδάσκαλος λέγει· Ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμά, ὅπου τὸ Πάσχα μετὰ τῶν Μαθητῶν μου φάγω; Καὶ αὐτὸς ὑμῖν δείξει ἀνώγεον μέγα ἐστρωμένον, ἕτοιμον· ἐκεῖ ἑτοιμάσατε ἡμῖν. Καὶ ἐξῆλθον οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἦλθον εἰς τὴν Πόλιν, καὶ εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς· καὶ ἡτοίμασαν τὸ Πάσχα. Καὶ ὀψίας γενομένης, ἔρχεται μετὰ τῶν Δώδεκα· καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ ἐσθιόντων, εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με, ὁ ἐσθίων μετ᾿ ἐμοῦ. Οἱ δὲ ἤρξαντο λυπεῖσθαι καὶ λέγειν αὐτῷ εἷς καθ᾿ εἷς· Μήτι ἐγώ; καὶ ἄλλος· Μήτι ἐγώ; Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς, εἶπεν αὐτοῖς· Εἷς ἐκ τῶν Δώδεκα, ὁ ἐμβαπτόμενος μετ᾿ ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον. Ὁ μὲν Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει, καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ· οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ, δι᾿ οὗ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ, εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν, λαβὼν ὁ ᾿Ιησοῦς ἄρτον, εὐλογήσας ἔκλασε, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ εἶπε· Λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου. Καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον, εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς Διαθήκης, τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ πίω ἐκ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου, ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτὸ πίω καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὑμνήσαντες, ἐξῆλθον εἰς τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν. Καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Ὅτι πάντες σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ· ὅτι γέγραπται· Πατάξω τὸν ποιμένα, καὶ διασκορπισθήσεται τὰ πρόβατα. Ἀλλὰ μετὰ τὸ ἐγερθῆναί με, προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Ὁ δὲ Πέτρος ἔφη αὐτῷ· Καὶ εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγώ. Καὶ λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Ἀμὴν λέγω σοι, ὅτι σήμερον ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ, πρὶν ἢ δὶς ἀλέκτορα φωνῆσαι, τρὶς ἀπαρνήσῃ με. Ὁ δὲ ἐκ περισσοῦ ἔλεγε μᾶλλον· Ἐάν με δέῃ συναποθανεῖν σοι, οὐ μὴ σε ἀπαρνήσομαι. Ὡσαύτως δὲ καὶ πάντες ἔλεγον. Καὶ ἔρχονται εἰς χωρίον, οὗ τὸ ὄνομα Γεθσημανῆ· καὶ λέγει τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ· Καθίσατε ὧδε ἕως ἀπελθών προσεύξωμαι. καὶ παραλαμβάνει τὸν Πέτρον, καὶ τὸν ᾿Ιάκωβον, καὶ ᾿Ιωάννην μεθ᾿ ἑαυτοῦ· καὶ ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι, καὶ ἀδημονεῖν. Καὶ λέγει αὐτοῖς· Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε, καὶ γρηγορεῖτε. Καὶ προελθὼν μικρὸν, ἔπεσεν ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ προσηύχετο ἵνα, εἰ δυνατόν ἐστι, παρέλθῃ ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ ὥρα. Καὶ ἔλεγεν· Ἀββᾶ ὁ Πατήρ, πάντα δυνατά σοι· παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦτο· ἀλλ᾿ οὐ τί ἐγὼ θέλω, ἀλλά τί σύ. Καὶ ἔρχεται, καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας· καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ· Σίμων, καθεύδεις; οὐκ ἴσχυσας μίαν ὥραν γρηγορῆσαι; Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής. Καὶ πάλιν ἀπελθὼν προσηύξατο, τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών. Καὶ ὑποστρέψας εὗρεν αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν βεβαρημένοι, καὶ οὐκ ᾔδεισαν τί αὐτῷ ἀποκριθῶσι. Καὶ ἔρχεται τὸ τρίτον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Καθεύδετε τό λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε· ἀπέχει, ἦλθεν ἡ ὥρα· ἰδοὺ παραδίδοται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἁμαρτωλῶν. Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ, ὁ παραδιδούς με ἤγγικε.

Νεοελληνική Απόδοση 

Εκείνον τον καιρό,ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα μαθητές, πή­γε στους αρχιερείς, για να τους παραδώσει τον Ιησού. Τ’ άκουσαν αυτοί και χάρηκαν. Και του υποσχέθηκαν να του δώσουν χρήματα. Κι εκείνος ζητούσε να βρει την κατάλληλη ευκαιρία, για να τον παραδώ­σει. Την πρώτη μέρα της γιορτής των Αζύμων, τότε που θυσίαζαν τον αμνό του Πάσχα λένε στον Ιησού οι μαθητές του: «Πού θέλεις να πάμε να σου ετοιμάσουμε να φας το πασχαλινό δείπνο;» Στέλνει τότε δύο από τους μαθητές του και τους λεει: «Πηγαίνετε στην πόλη, και θα σας συναντήσει κάποιος που κουβαλάει ένα σταμνί με νερό· ακολουθήστε τον, και στο σπίτι που θα μπει πείτε στον οικοδεσπότη ότι ο Διδάσκαλος ρωτάει: «πού είναι το δωμάτιο όπου θα φάω τα πασχαλινό δείπνο με τους μαθητές μου;» Κι αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγι, έτοιμο στρωμένο. Εκεί να κάνετε τις ετοιμασίες για μας». Έφυγαν οι μαθητές και πήγαν στην πόλη· τα βρήκαν όπως τους είχε πει ο Ιησούς κι ετοίμασαν το πασχαλινό τραπέζι. Όταν βράδιασε, πήγε εκεί ο Ιησούς με τους δώδεκα. Κι ενώ ήταν στο τραπέζι κι έτρωγαν, είπε ο Ιησούς: «Αλήθεια σας λεω πως κάποιος από σας που τρώει μαζί μου θα με προδώσει». Λυπήθηκαν οι μαθητές κι άρχισαν να ρωτούν ο ένας μετά τον άλλο: «Μήπως είμαι εγώ;” Και άλλος: «Μήπως εγώ;» Κι ο Ιησούς τους είπε: «Ένας από τους δώδεκα αυτός που βουτάει το ψωμί του μαζί μου στην ίδια πιατέλα. Ο Υιός του Ανθρώπου, βέβαια, θα πεθάνει όπως το λένε οι Γραφές γι’ αυτόν, αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνον που προδί­δει τον Υιό του Ανθρώπου. Θα ήταν καλύτερα γι’ αυτόν να μην είχε γεννηθεί».  Κι ενώ έτρωγαν, πήρε ο Ιησούς το ψωμί, το ευλόγησε, το έκοψε κομμάτια και έδωσε στους μαθητές λέγοντας: «Λάβετε και φάγετε, αυ­τό είναι το σώμα μου». Ύστερα πήρε το ποτήρι, κι αφού είπε ευχαρι­στήρια προσευχή, τούς το έδωσε, και ήπιαν απ’ αυτό όλοι. Και τους είπε: «Αυτό είναι το αίμα μου, που επισφραγίζει τη νέα διαθήκη και χύνεται για χάρη όλων. Σας βεβαιώνω πως δε θα ξαναπιώ από τον καρπό του αμπελιού ως την ημέρα εκείνη που θα το πίνω καινούριο στη βασιλεία του Θεού». Κι αφού έψαλαν τους καθιερωμένους ψαλμούς, βγήκαν έξω για να πάνε στο όρος των Ελαιών. Τους λεει τότε ο Ιησούς: «Όλοι θα χάσετε την εμπιστοσύνη σας σ’ εμένα αυτή τη νύχτα· όπως το λεει κι η Γραφή: θα σκοτώσω το βοσκό, και θα διασκορπιστούν τα πρόβατα. Μετά την ανάστασή μου όμως θα σας περιμένω στη Γαλιλαία, όπου θα πάω πριν από σας». Ο Πέτρος τότε του είπε: «Κι αν όλοι χάσουν την εμπιστοσύνη τους σ’ εσένα, εγώ όμως όχι». Τότε του λεει ο Iη­οούς: «Σε βεβαιώνω πως εσύ σήμερα κιόλας, αυτή τη νύχτα, πριν λα­λήσει δυο φορές ο πετεινός, τρεις φορές θα αρνηθείς πως με ξέρεις». Ο Πέτρος όμως ακόμη πιο έντονα βεβαίωνε: «Δε θα σε απαρνηθώ, κι αν ακόμη χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου». Τα ίδια έλεγαν κι όλοι οι άλλοι. Έρχονται σ’ έναν τόπο που τ’ όνομά του είναι Γεσθημανή, και λεει ο Ιησούς στους μαθητές του: «Καθίστε εδώ ώσπου να προσευχη­θώ». Παίρνει μαζί του τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και άρχι­σε να συνταράζεται και να αγωνιά. Τότε τους λεει: «Περίλυπη μέ­χρι θανάτου είναι η ψυχή μου· περιμένετε εδώ και μείνετε ξάγρυπνοι». Κι αφού απομακρύνθηκε λίγο, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν να γλιτώσει αν είναι δυνατό, από αυτή την ώρα.«Αββά, Πατέρα», έλεγε, «όλα είναι δυνατά για σένα· γλίτωσέ με απ’ αυτό το ποτήρι· ας μη γίνει όμως το δικό μου θέλημα αλλά το δικό σου». Έρχεται πίσω και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λεει στον Πέτρο: «Σίμων, κοιμάσαι; Δεν μπορέσατε να μείνετε άγρυπνοι ούτε μια ώρα; Μείνετε άγρυπνοι και προσεύχεστε, για να μη σας νικήσει ο πειρα­σμός το πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως αδύναμη». Και πάλι απομακρύνθηκε και προσευχήθηκε με τα ίδια λόγια. Γύρισε και τους βρήκε πάλι να κοιμούνται· τα μάτια τους ήταν βαριά από τη νύστα και δεν ήξεραν τι να του απαντήσουν. Έρχεται για τρίτη φορά και τους λεει: “Κοιμάστε ακόμα και ξεκουράζεστε; φτάνει. Ήρθε η ώρα. Να, ο Υιός του Ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια ανθρώπων αμαρ­τωλών. Σηκωθείτε, πρέπει να πηγαίνουμε· να, έφτασε αυτός που θα με προδώσει».

Back To Top