skip to Main Content

Τριώδιο: Η παράδοσι(η)ς ανακαινίζει τη σχέση Θεού-ανθρώπου

Η έξοδος των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο, ψηφιδωτό, Καθεδρικός ναός του Μονρεάλε, ιταλ. duomo di Monreale
π. Επιφάνιου Παπαντωνίου

Προσεγγίζουμε και πάλι την πνευματική περίοδο του Τριωδίου, η οποία μέσα από μια σειρά προσώπων και γεγονότων, αλλά και τον θεσμό της νηστείας, μας καλεί σε εγρήγορση, αναστοχασμό και «νήψη», προετοιμάζοντάς μας, με τα ανάλογα βιώματα, για τη μεγάλη εορτή της Ανάστασις του Χριστού.

Η νηστεία ως γνωστό «ἐν τῷ παραδείσῳ ἐνομοθετήθη» (Μεγάλου Βασιλείου, Περί νηστείας. Λόγος Α΄, ΕΠΕ 6:26), από τον ίδιο τον Θεό με εντολή Του προς τους πρωτοπλάστους· «ἀπό τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ δέν θά φᾶτε» (Γεν. 2:17). Στη συνέχεια ορίζεται από τον μωσαϊκό νόμο «κακώσετε τάς ψυχάς ὑμῶν» (Αρ. 29:7), αλλά και ο προφήτης Δαβίδ με την νηστεία, ταπείνωσε την ψυχή του νηστεύοντας τόσο πολύ που τα γόνατά του, όπως ομολογεί ο ίδιος, έτρεμαν (ο.π. Ψλ. 34:13, 108:24).

Επιπλέον, επικυρώνεται από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό τόσο διά του λόγου Του «ὅταν δέ νηστεύητε, μή γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί» (Μτ. 6:16) και «τοῦτο τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» (Μτ.17:21) όσο και με το παράδειγμά Του, όταν νήστεψε «σαράντα μέρες και σαράντα νύκτες» (Μτ. 4:2), προτού θεσμοθετηθεί πλέον από την Εκκλησία (69ος Κανόνας Αγίων Αποστόλων, 89ος Κανόνας Στ΄ Οικ. Συνόδου, κ.ά.).

Η νηστεία αποτελεί πνευματική διαπαιδαγώγηση, όπου ο άνθρωπος θυσιάζει τις γευστικές και τροφικές απολαύσεις, τις οποίες αναπληρώνει με προσευχή, φιλανθρωπία και κορυφώνεται με τη συμμετοχή στα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας και το κέντρο της λατρευτικής ζωής, την θεία Ευχαριστία. Αποτελεί επίσης ένα μέσο που μας υπενθυμίζει την ανανέωση ή καλύτερα την αποκατάσταση της σχέσης μας με τον Θεό, τον συνάνθρωπο, και την όλη κτίση. Γιατί ο Θεός βρίσκεται τόσο στο πρόσωπο του πλησίον μας (Μτ. 22:39) όσο και στην όλη δημιουργία (Ιω. 3:8).

Η καθιέρωση τέλος της Μεγάλης Σαρακοστής ως περιόδου αυστηρής νηστείας και πνευματικής προετοιμασίας των πιστών, ακολουθώντας το παράδειγμα του ίδιου του Ιησού Χριστού, οριστικοποιήθηκε από τα μέσα ή γύρω στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ., με διαφορές στις κατά τόπους εκκλησίες, αναλόγως των τοπικών παραδόσεων. Η παράδοσις λοιπόν της Εκκλησίας, αποτελεί μια αδιάσπαστη συνέχεια πίστης και ζωής συνυφασμένη με την ιστορία που μαζί με την εθνική καταγωγή και θρησκεία συνιστούν στοιχεία που συνθέτουν την ταυτότητα ενός λαού και συντείνουν στην προαναφερθείσα ανανέωση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και κατ’ επέκταση με τον ίδιο τον Θεό. Από την πολιτισμική ταυτότητα ενός λαού, δεν μπορεί να απουσιάζει και η λαογραφία, τα ήθη και έθιμα κάθε θρησκευτικής γιορτής.

Όπως σε όλο τον Ελληνισμό, έτσι και στην Κύπρο, η Πέμπτη της δεύτερης εβδομάδας του Τριωδίου (Τσικνοπέμπτη) είναι ευρέως γνωστή ως η μέρα, όπου το έθιμο επιτάσσει το ψήσιμο στην ανθρακιά, κοινώς, «στα κάρβουνα» και την κατανάλωση κρέατος από τους χριστιανούς, οικογενειακά ή ευρύτερα, για να προετοιμαστούν για την εβδομάδα της Τυρινής. Η δε Κυριακή που ακολουθεί, της Απόκρεω είναι η «σήκωση» όπως ονομάστηκε από το τραπέζι, των κρεατικών που απέμειναν. Η πατρίδα μας όμως, δεν παρέμεινε άμοιρη και αμέτοχη σε ήθη και έθιμα που ανάγονται, σύμφωνα με τους θιασωτές τους, από τις αρχές της βρετανικής περιόδου 19οςαι, πλην όμως δεν παύουν να αποτελούν κατάλοιπα προχριστιανικών μυστηριακών τελετών: μεταμφιέσεις και ξέφρενα γλέντια, μετασχηματισμένα σε “έθιμα” του σύγχρονου εμπορίου και ότι απορρέει από αυτό για εξυπηρέτηση διαφόρων σκοπιμοτήτων.

Εύλογα, οποιοσδήποτε εχέφρων άνθρωπος διερωτάται -ποια η σχέση του καρναβαλιού και των μεταμφιέσεων με τη σημασία και το σκοπό της πνευματικής αυτής περιόδου; εφόσον ακόμα και ένας αδαής μπορεί να κατανοήσει ότι, οι δύο όροι, «Καρναβάλι» και «Αποκριά», κάτω από ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, σημαίνουν το ίδιο και το αυτό δηλ. «αποχή από το κρέας», «carne» (κρέας) και «vale» (γεια σου), τουτ. αποχαιρετισμός του κρέατος. Μια άλλη εκδοχή αναφέρει επίσης ότι, το καρναβάλι ετυμολογικά προήλθε (πάλι) από τις λατινικές λέξεις «carne» (κρέας) και «levare» (αίρω, σηκώνω) που σημαίνει και πάλι αποχή από το κρέας. Και οι δύο αυτές εκδοχές είναι χριστιανικής προέλευσης.

Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία βέβαια αναπολούν το έθιμο της «πελλόμασκας», το βράδυ της «σήκωσης» δηλ. τις πρόχειρες και αυθόρμητες μεταμφιέσεις «ότι να ‘ναι», από μικρά παιδιά, οι οποίες σκοπό είχαν να προκαλέσουν το γέλιο και ενίοτε τον τρόμο, αλλά και να σατιρίσουν διάφορες σκηνές της καθημερινής ζωής. Οι μεταμφιεσμένοι κατευθύνονταν από σπίτι σε σπίτι, κτυπούσαν τις πόρτες και μέχρι να τους αναγνωρίσει κάποιος δεν έλεγαν να βγάλουν τη μάσκα. Αφού έπαιρναν το κέρασμά τους από τους οικοδεσπότες, συνέχιζαν τη βόλτα τους στο χωριό και ξανά απ’ την αρχή με πειράγματα και γέλιο. Προσωπικά, δεν απορρίπτω αυτό το έμορφο και αγνό έθιμό της παράδοσής μας, που σύμφωνα και με τους ειδικούς η συναισθηματική ευεξία προάγει την ψυχική υγεία, ζητούμενο για το οποίο στις μέρες μας γίνεται συνεχής λόγος, ένεκα των ψυχοκοινωνικών καταστάσεων της ζωής των ανθρώπων. Σε ένα άλλο έθιμο που λαμβάνει χώρα την Καθαρά Δευτέρα, την εξόρμηση δηλ. στους αγρούς και το εύθυμο της ημέρας, έρχεται και αυτό σε αντίθεση με την έννοια της πνευματικής και σωματικής «καθαρότητας».

Το καρναβάλι λοιπόν και όλα τα επίλοιπα των κοσμικών εθίμων δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που πρεσβεύει και βιώνει η Εκκλησία και καλεί όλους να βιώσουν κατά την περίοδο του Τριωδίου. Βεβαίως, κρατάμε μια στάση ουδετερότητας  απέναντι σε όσους διοργανώνουν ή και συμμετέχουν σε αυτά, χωρίς να παύουμε να τονίζουμε  την προέλευσή τους.

Με παιδεία και κατανόηση ευχόμαστε κάποτε, ίσως, να μπορέσουμε να αποποιηθούμε και να συνειδητοποιήσουμε αν όχι το βλαβερό, σίγουρα όμως το ανούσιο και αποπροσανατολιστικό των “εθίμων” αυτών και να εμβαθύνουμε στην παράδοση της Εκκλησίας και στις διδαχές του Χριστού που είναι πάντα σύγχρονες και επίκαιρες.

Back To Top