Μηνύματα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας κ. Ἰωήλ
Ἀκούγοντας τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς διαπιστώνουμε ὅτι πολλὰ μηνύματα ἀπευθύνονται στοὺς πιστοὺς χριστιανούς, ποὺ καλοῦνται νὰ ἀγωνισθοῦν πνευματικά. Προτρεπόμεθα νὰ ἀθλήσουμε, «ἀναζωσάμενοι τὸν καλὸν τῆς νηστείας ἀγῶνα» (στιχ. ἰδιόμ. τῶν αἴνων τῆς Τυρινῆς) καὶ νὰ ταπεινώσουμε τὴ σάρκα μὲ τὴ νηστεία (καταν. τοῦ Λυχνικοῦ). Γιὰ νὰ μὴν ἀπελπισθοῦμε, ἡ περίοδος τῆς νηστείας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἄσκηση τῆς νηστείας ὀνομάζεται «φαιδρά», «τερπνή», «ὑπερευλογημένη χάρη», «πάνσεπτος», «ἄμωμος», «ζωοποιὸς καιρός», «φαιδροτέρα τῶν ἀρετῶν», «συμπολῖτις τοῦ οὐρανοῦ», «πνευματικὴ νηστεία». Ἡ μεγάλη Τεσσαρακοστὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς ὑμνογράφους «καιρὸς εὐπρόσδεκτος καὶ καιρὸς μετανοίας» (καταν. τοῦ Ἑσπερινοῦ), «ψυχωφελὴς Τεσσαρακοστή» κ.λπ. Ἐπίσης παρακαλοῦμε τὸ Χριστὸ νὰ μᾶς χαρίσει «ὄμβρους δακρύων» γιὰ νὰ πενθήσουμε καὶ ἀποπλύνουμε «τὸν ρύπον τὸν ἐκ τῶν ἡδονῶν» (κεκραγάριον τῆς δευτέρας Α΄ Νηστειῶν), γιὰ νὰ ἀποτρέψουμε κάθε πονηρὴ μεθόδευση τοῦ διαβόλου ἐναντίον μας καὶ νὰ ἀπορρίψουμε «ὅλον τῆς ἁμαρτίας τὸν φόρτον» (τροπ. τῆς β΄ ὠδῆς τῆς Τρίτης τῆς Α΄ Ἑβδομάδος). Ἀκόμη, καλούμαστε νὰ σταυρώσουμε τὰ μέλη «δι’ ἐγκρατείας» (α΄ τροπ. τῆς γ΄ ὠδῆς τῆς Τετάρτης τῆς Α΄ Ἑβδομάδος).
Ποιά ὅμως εἶναι τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικῆς ζωῆς;
α. Ὅ,τι κάνουμε τὸ κάνουμε ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ γιὰ νὰ κόψουμε τὰ πάθη μας, ποὺ μᾶς ἐμποδίζουν νὰ πλησιάσουμε τὸ Θεό, καὶ γιὰ νὰ πάρουμε τὴ χάρη του, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ποτὲ δὲν κάνουμε κάτι ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια καὶ γιὰ τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων, «πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Π.χ. ἡ τήρηση τῆς νηστείας ἢ ἡ συμμετοχή μας στὶς πολύωρες ἀκολουθίες, ἢ ἡ ἐλεημοσύνη μας καὶ γενικὰ ἡ βία τοῦ ἑαυτοῦ μας στὴν ἐγκράτεια (βία, ποὺ οἱ Πατέρες ὀνομάζουν ἐπαινετήν), θὰ πρέπει νὰ γίνεται μὲ ταπείνωση καὶ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό.
Μεγάλοι Πατέρες, ποὺ ἔκαναν φοβερὲς ἀσκήσεις, θεωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους ὡς τίποτε. Λένε γιὰ τὸν περιβόητο ἀσκητὴ Ἀρσένιο «ὅτι οὐδὲ ὡς εὐτελῆ μετὰ εὐτελῶν ἀνθρώπων ἑαυτὸν κατατάξαι ἠνέσχετο, ἀλλ’ ὡς κύνα ἐλογίσατο ἑαυτόν»· δηλαδὴ δὲν ἀνεχόταν τὸν ἑαυτό του οὔτε ὡς εὐτελῆ ἀνάμεσα στοὺς εὐτελεῖς, ἀλλὰ τὸν λογιζόταν ὡς ἕνα κύνα.
Ἡ ἄσκηση σκοπὸν ἔχει νὰ μᾶς παρακινήσει νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὸ ἐγώ μας. Εἶναι μιὰ δυναμικὴ πάλη τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὑπερβεῖ τὰ ἀπρόσωπα – ἀτομικὰ στοιχεῖα τῆς βιολογικῆς του φύσης καὶ νὰ ὁλοκληρωθεῖ μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὸ συνάνθρωπό του. Κάνοντας τὴ νηστεία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὑποτάσσουμε τὸ ἐγώ μας στὴν καθολικὴ πεῖρα τῆς Ἐκκλησίας, στὸ λειτουργικὸ τυπικό, στὰ μυστήρια, στὴν ἄσκηση ποὺ ἡ Ἐκκλησία ὁρίζει, στὴν ἐγκράτεια καὶ στὶς πράξεις φιλαδελφείας. Κόβουμε τὸ θέλημά μας, καὶ δημιουργοῦμε προϋποθέσεις γιὰ μεταμόρφωση καὶ νέκρωση τῶν ἀτομικῶν ἐπιθυμιῶν.
Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ταλαιπωροῦμε τὸ σῶμα μας καὶ νὰ κοπιάζουμε, γιὰ νὰ εἰσπράξουμε τὰ χειροκροτήματα τῶν ἀνθρώπων καὶ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὴν κενοδοξία μας. Ἐάν, λέγει ἕνας ἅγιος, ἀναλογισθοῦμε «τὸ τῆς ἀνθρωπαρεσκείας οὐτιδανόν», τὴν ἀσήμαντη ὠφέλεια τῆς ἀνθρωπαρέσκειας, ποὺ δὲν συγκρίνεται μὲ τὴ μελλοντικὴ θεία δόξα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι οὔτε καὶ ἀξιόλογη εἶναι γιὰ νὰ ὑποστοῦμε τέτοια κάκωση, θὰ τὴν ἀποφύγουμε πάσῃ θυσίᾳ.
β. Ἡ ἄσκηση ποὺ θὰ κάνουμε ὀφείλει νὰ εἶναι συνεπὴς καὶ ὁλόκληρη. Ἀφοῦ ἀρχίσαμε τὴ νηστεία, ὀφείλουμε (ἐὰν δὲν ὑπάρχουν λόγοι ὑγείας) νὰ τὴν τελειώσουμε. Οἱ πέντε μωρὲς παρθένες κατακρίθηκαν, γιατί δὲν ἐπέμεναν μέχρι τέλους στὸν ἀγῶνα τους. «Ἐνύσταξαν πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον» (Ματθ. 25,5). Ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος νὰ τί λέγει: (SC 104, 154) «Ἐπειδὴ γάρ, ὡς εἴρηται, τὴν παρελθοῦσαν πρώτην τῶν νηστειῶν ἑβδομάδα, ἅπαντες οἱ πιστοὶ ἐναγωνίως διέρχονται», μόλις διέλθει τὸ Σάββατο τοῦ ἁγίου Θεοδώρου «ὁ ἀεὶ φθονῶν τὰ καλὰ πονηρά, ἑκάστῳ τῶν πιστῶν λανθανόντως ὑπεισερχόμενος καὶ ῥαθυμίᾳ καὶ ἀμελείᾳ τοῦτον ἀοράτως καταδεσμεύων, ἀπορρίψας πείθει καταφρονητικῶς ἀφ’ ἑαυτοῦ τὸν σωτηριώδη τῆς νηστείας ζυγόν…». Δηλαδὴ τὴν πρώτη ἑβδομάδα ὅλοι νηστεύουμε· μετὰ μᾶς ρίχνει ὁ διάβολος στὴν ἀμέλεια καὶ στὴ ραθυμία καὶ μᾶς πείθει νὰ σταματήσουμε τὴ νηστεία. Καὶ τότε (τὸ 1000 μ.Χ.), ὅπως καὶ τώρα, πάρα πολλοὶ νήστευαν τὴν πρώτη καὶ τὴν τελευταία ἑβδομάδα. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Συμεὼν προτρέπει: «Ἀλλ’ ὡς τὴν πρώτην καὶ τὴν δευτέραν ταύτην τῶν νηστειῶν ἑβδομάδα τιμήσωμεν, καὶ καθεξῆς ὁμοῦ καὶ τὰς λοιπάς…».
Κατὰ τοὺς Πατέρες οἱ σαράντα ἡμέρες τῆς νηστείας εἶναι τὸ 1/10 τοῦ χρόνου ποὺ ὀφείλουμε στὸν Θεό, «ἵνα οὕτως καὶ εὐλογούμεθα ἐν τοῖς ἔργοις ἡμῶν καὶ ἐξιλεούμεθα καθ’ ἕκαστον ἔτος τὰς ἁμαρτίας ὅλου τοῦ ἐνιαυτοῦ»· δηλαδὴ γιὰ νὰ εὐλογηθοῦνε τὰ ἔργα μας καὶ γιὰ νὰ παίρνουμε συγχώρηση κάθε χρόνο γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὁλόκληρου τοῦ χρόνου, λέγει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος (ΕΠΕ, «ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ», τ. 12, σ. 563). Ἡ ἐπιμονὴ αὐτὴ ἔχει νὰ δώσει στὸν ἄνθρωπο πολλὲς ὠφέλειες πνευματικές.
γ. Ἡ ἄσκηση εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχει τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ πατρός. Ὁ ἐπίσκοπος κατ’ ἐξοχήν, ποὺ εἶναι μετὰ τὸν Θεὸν ὁ πνευματικός μας πατέρας, ἀλλὰ καὶ ὁ πνευματικὸς καθοδηγητής, ὀφείλει νὰ ρυθμίζει τὴν πνευματική μας ἄσκηση. Καλύτερα νὰ εἶσαι μαθητὴς μαθητοῦ, παρὰ γέροντας στὸν ἑαυτό σου, λέγει ἡ πεῖρα τοῦ ἁγίου.
Ἡ νηστεία εἶναι τὸ μέσο, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὴν ἐγκράτεια. Πολλοὶ ὑπερτιμοῦν τὴ νηστεία καὶ κάνουν ἀκρότητες, νομίζοντας πὼς ἔτσι θὰ κατορθώσουν τὴν ἀρετή. Ἄλλοι, κι αὐτοὶ εἶναι οἱ πιὸ πολλοί, τὴν ὑποτιμοῦν καὶ ρυθμίζουν τὴν ἄσκηση σύμφωνα μὲ τὸ μυαλό τους. Ὀφείλουμε νὰ μὴν ὑπερτιμοῦμε, οὔτε νὰ ὑποτιμοῦμε τὶς πνευματικὲς ἀσκήσεις. Σ’ αὐτὸ θὰ μᾶς βοηθήσει καὶ θὰ μᾶς καθοδηγήσει ὁ πνευματικός. Ἡ ἄσκηση νὰ γίνεται μὲ διάκριση. Ὁ ἄνθρωπος ὅταν μπαίνει κάτω ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ τῆς Ἐκκλησίας, τότε ὠφελεῖται πνευματικὰ καὶ καρποφορεῖ. Εἶναι γνωστὸ τὸ παράδειγμα τοῦ μοναχοῦ ἐκείνου, ποὺ νήστευε ὑπερβολικὰ καὶ εἶχε ἀποκτήσει μεγάλο ἐγωϊσμό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν βάλει ὁ γέροντάς του νὰ φάει κρέας Μεγάλη Παρασκευή, γιὰ νὰ τὸν συνετίσει καὶ νὰ τὸν ταπεινώσει.
Τρεῖς, λοιπόν, προϋποθέσεις ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴν κάθε εἴδους πνευματικὴ ἐργασία. Ἡ μία εἶναι νὰ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, ἡ δεύτερη εἶναι νὰ ἔχουμε συνέπεια σὲ ὅ,τι κάνουμε καὶ ἡ τρίτη νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ μας πατέρα.
Τελειώνοντας θὰ ἤθελα νὰ τονίσω πὼς κανεὶς δὲν μπῆκε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μὲ ἄνεση. «Ἄνευ γὰρ ἔργων καὶ ἱδρώτων καὶ πόνων τῆς ἀρετῆς, ὁ μισθὸς οὗτος οὐ δίδοταί τινι», λέγει ἕνας νηπτικὸς πατέρας (Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος). Ὁ καρπὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος περνάει μέσα ἀπὸ τὴν προσπάθεια καὶ τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα. Ὅσοι δὲ συμμετέχουν στὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ, δὲ θὰ συμμετέχουν καὶ στὴν ἀνάστασή του. Ὁ ἀρχαῖος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας Ὠριγένης ἔλεγε πὼς «βιασταί εἰσιν οἱ εἰλικρινῶς πιστεύοντες καὶ δι’ ἄκρας ἀσκήσεως βιαζόμενοι». Ὅσοι ἔχουν πίστη καὶ ἄκρα ἄσκηση κερδίζουν τὸ Θεό.
Σήμερα, ποὺ ζοῦμε μέσα στὸ κλῖμα τῆς καλοζωΐας καὶ τῆς εὐμάρειας, καὶ μάλιστα σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ οἱ ἄνθρωποι εἰρωνεύονται ὅσους νηστεύουν, ἐξομολογοῦνται, ἐγκρατεύονται καὶ προσπαθοῦν πνευματικά, ἡ ἄσκηση φαίνεται κάτι τὸ ξένο, τὸ παρανοϊκὸ καὶ παράλογο. Πολλοὶ μάλιστα, γιὰ παράδειγμα, τὴ νηστεία τὴ θεωροῦν ἄχρηστη καὶ ἐπιζήμια. Ἕνας μάλιστα ἐπίσημος ἔγραψε πρὶν ἀπὸ καιρό: «Μὲ τὴ νηστεία κινδυνεύει ἡ ἀγορά. Ἐὰν νηστεύσουν ὅλοι, τί θὰ γίνουν τὰ κρέατα στὴν ἀγορά;».
Ἡ Ἐκκλησία ὅμως τονίζει πὼς ἡ νηστεία καὶ ἡ πνευματικὴ ἄσκηση εἶναι μιὰ χαρισματικὴ κατάσταση καὶ εἶναι ἔργο, ὄχι μόνον τῶν μοναχῶν, ἀλλὰ ὅλων τῶν χριστιανῶν. Ἂς εὐχηθοῦμε ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ νὰ μᾶς διδάξει πολλά, νὰ μᾶς παρακινήσει νὰ ἀγωνισθοῦμε, ὥστε νὰ ἐπιτύχουμε τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸ Θεό, ποὺ εἶναι τὸ ἄκρον τῶν ἐφετῶν.